Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Ηπειρώτικα πανηγύρια της νύχτας και άλλα ...καμώματα!!! Όσοι πρωταγωνιστούν στην τέλεση του πανηγυριού έχουν χρέος να αντισταθούν στην κατεδάφιση της ηπειρωτικής παράδοσης!



Πρόσφατα η κ. Όλγα Τριάντου απ' την Ανεμορράχη Τζουμέρκων δημοσίευσε εκτενές άρθρο για την τέλεση των πανηγυριών υπογραμμίζοντας εν κατακλείδι τον ξεπεσμό της μουσικής μας παράδοσης. Τη συγχαίρω για την ευθύβολη τόξευσή της κι ας μου επιτρέψει να καταθέσω κι εγώ τις απόψεις μου από άλλη οπτική γωνία.


Θα τολμήσω να συναρμολογήσω λίγες σκέψεις για τα ετήσια πανηγύρια με αναγωγή στην ένδοξη ηπειρωτική παράδοση, τις οποίες σκέψεις πολλοί αναγνώστες θα τις χαρακτηρίσουν ανόητες, άτοπες ή και τρελές και τον υπογράφοντα ως άνθρωπο του. μεσαίωνα, γιατί όχι και από περιοχή της διακεκαυμένης ζώνης. Μ' αυτές τις προκαταβολικές θέσεις και υποθέσεις προχωρώ κι ας απογοητευθώ από πιθανό αντίλογο. Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Όλοι μας μάθαμε απ' τους παλιότερους ή τα διαβάσαμε σε βιβλία, επαληθεύοντάς τα και μόνοι μας, πως ό,τι γίνεται τη νύχτα το βλέπει η μέρα και γελάει. Αυτό είναι ένα το κρατούμενο, που μόνο σοφιστικές αντιρρήσεις χωράει. Σ' αυτό προστίθενται και άλλα ουσιώδη κρατούμενα.

Οι περισσότερες παρανομίες π.χ. γίνονται στο σκοτάδι της νύχτας, άλλο αν τώρα λούζονται κι απ' το φως της μέρας. Ο διαρρήκτης προτιμάει το σκότος, ο φονιάς προχωράει στα αντραγαθήματά του σε σκοτεινά κέντρα και απόκεντρα και γενικότερα, οι κάθε είδους «αστέρες και αστερισμοί», που σκεπάζουν τις ενοχές τους με λαμπερά κουρέλια, θεωρούνται βασιλείς της νύχτας.

Δικαιολογημένα επομένως χαρακτηρίζονται σκοτεινοί οι άνθρωποι, που δρουν και πρωταγωνιστούν τη νύχτα και φυσικά δεν καλοκάθονται στο στομάχι των νομοταγών, έστω και λίγων.

Τούτα τα παραπάνω κρατούμενα, συντροφιά με πολλά άλλα, έγιναν μόνιμο καθεστώς και η μονιμότητά τους όχι μόνο έφερε τη λησμονιά της αλήθειας αλλά και παράσυρε τους θεωρούς απ' τη νοσταλγία του ωραίου στη λατρεία του άσχημου και σκοτεινού με παρόμοιες ενέργειες. Και, για να μη ταξιδεύω στο χώρο της ασάφειας, γυρίζω βραχυλογώντας το φακό στα 
κειμήλια, τα ιερά, της παράδοσής μας και ειδικά στον τρόπο, με τον οποίο κατάντησαν να γίνονται τα ετήσια πανηγύρια


Τα τελευταία χρόνια με την εξάπλωση της ρόδας και της αγέλαστης μηχανής του «πολιτισμού» μέχρι τις άβατες βουνοκορφές της Πίνδου, τις λιακάδες και τις ερημιές του τόπου μας, με τη ΔΕΗ να τρέχει γρήγορα και να σκαρφαλώνει στα πλατάνια και στις γκορτσιές και να τρυπώνει στα λημέρια των νυχτερίδων σκορπίζοντας, όχι βέβαια δωρεάν, το «άπλετο» φως της, όλα τούτα μετατόπισαν τα ιστορικοπαραδοσιακά μας πανηγύρια απ' τη μέρα στη νύχτα κι έφεραν στο χείλος του γκρεμού τη νόστιμη ΠΑΡΑΔΟΣΗ, για την οποία τόσοι επιδεικτικοί λόγοι ακούονται συχνά από αρμόδιους, συναρμόδιους και από εντελώς αναρμόδιους ακόμα.


Κι ενώ κοβόμαστε γι' αυτή με ωραία λόγια και λέμε πως μας κυβερνάει, πως απλώνει το παρελθόν στο μέλλον με πλάστη το παρόν, στην ουσία όμως τη βεβηλώσαμε, την ποδοπατήσαμε και την κλειδώσαμε σε μισοσκότεινο οστεοφυλάκιο. Ή, με αλλιώτικες κουβέντες, είμαστε νυσταλέοι θεατές της παράδοσης και με μισογυρισμένη την πλάτη μας σ' αυτήν, αφού την εγκαταλείψαμε σαν την καλαμιά στην άκρη του Καλαμά, που την τρώνε λίγο - λίγο τα σκουλήκια. Έτσι η παράδοσή μας ως σκωληκόβρωτη πάσχει από ελονοσία, είναι άρρωστη, χάνεται, μηδενίζεται, εκμηδενίζεται και σύντομα η καμπάνα θα χτυπήσει βραχνά και πένθιμα συνοδευόμενη από ραγισμένο σήμαντρο.
Τούτες οι γραμμές δεν ταχυδρομούνται από. Κιβωτό του Νώε, ούτε υπαγορεύονται από πεσσιμιστική ιδιοτροπία. Αντίθετα γράφονται επί τόπου, εδώ στα χέρσα ηπειρωτικά χώματα, μέσα στα κοινωνικά εστιατόρια των χωριών και των πόλεων, εδώ, που περίσσεψαν και σερβίρονται μονάχα αποφάγια και λίγα ψίχουλα παράδοσης. Και όσοι πιστοί κληρονόμοι μάχονται σε προμαχώνες και χαρακώματα για τη σωτηρία ή τη θεραπεία της, μάχονται δυστυχώς άοπλοι και χωρίς συμμάχους, γιατί οι πολλοί είναι βέβηλοι ή εθελοτυφλούν μπροστά της με κατεβασμένο κεφάλι. Αλλά και όσοι προσέρχονται ως προσκυνητές τρώγοντας πολλά χιλιόμετρα και κανονίζοντας τις διακοπές τους στη γενέθλια γη τους, βρίσκουν αόμματη τη γριά παράδοση και κονσερβοποιημένο το λαχταριστό πανηγύρι τους.

Εδώ, τώρα, δε θα περιγράψω το παλιό πανηγύρι, γιατί ανήσυχα αναδεύει στη μνήμη, θα περιγράψω όμως το σημερινό πανηγύρι με τον τρόπο, που γίνεται και τα φορέματά του, παραμερίζοντας τις λεπτομέρειες.

Ανοίγει λοιπόν η αυλαία του κάπου στις έντεκα τη νύχτα της παραμονής της τοπικής γιορτής υπό το φως των προβολέων και μετά τον εσπερινό και την αρτοκλασία με «βουνό» τα υψώματα (τους άρτους). Σε διπλανά παραπήγματα είναι έτοιμα σουβλάκια και λουκάνικα αμφίβολης προέλευσης και ποιότητας και μερικές στίβες τενεκεδάκια μπύρας. Κόσμος και κοσμάκης, κάθε καρυδιάς καρύδι, άγνωστης προέλευσης εν πολλοίς, κάθεται άτακτα σε πλαστικά καρεκλοτράπεζα, χωρίς προηγούμενες συστάσεις ή χειραψίες και καρτερεί «τα βιολιά» να κουρδιστούν και να συγχρονιστούν. Με το κεφάλι του μικροφώνου χωμένο στο στόμα του κλαρίνου και τα μεγάφωνα στη διαπασών ανοίγει ο κρουνός του ήχου. Κάνει μερικές «γύρες» το χορευτικό του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου ή της αδελφότητας στην Αθήνα, αν υπάρχει, κι ύστερα ξεκινάει ο χορός μέχρι πρωίας, «χορός τρελών του πρώτου μαινομένου» κατά ρήση αντιηπειρώτη σχολιαστή!

Η ίδια τακτική και γεύση συνεχίζεται και την επόμενη μέρα, συγγνώμη τη νύχτα εννοώ. Και αυτό είναι το πανηγύρι. Ούτε οι συγγενείς χαιρετήθηκαν, ούτε τα παιδιά χάρηκαν, ούτε τα γερόντια παραβρέθηκαν, ούτε πιάστηκαν ερωτικά προζύμια για μελλοντικά και σοβαρά αγαθά. Όσο για αθάνατη παραδοσιακή φιλοξενία, για επισκέψεις και τραπεζώματα στα φτωχικά σπίτια ας μη γίνεται λόγος, αυτά αναλήφτηκαν εις ουρανούς μαζί με το ηπειρωτικό συναίσθημα.




Ντόπιοι και ξένοι στο πανηγύρι απ' τους ήχους του κλαρίνου και των άλλων μουσικών οργάνων και το βραχνιασμένο τραγουδιστή με τα πληθωρικά του ρεφραίν του τύπου: μπω, μπωμπώ. ή χα, χαχά. ξεκουφαίνονται και βουΐζουν τα τύμπανά τους. Δεν ακούονται πια «γλυκολαλήματα πέρδικας αλλά κρωξίματα κουρούνας»! Ξέπεσαν και χάθηκαν τα δημοτικά μας τραγούδια. Οι αοιδοί μας λίγους στίχους απ' αυτά τραγουδούν μόνο και τσιμπολογούν κι άλλους τόσους από άλλα ομόηχα.

Κάπως έτσι τελειώνει το πανηγύρι, κάπως έτσι τηρείται και συντηρείται ή ανανεώνεται η παράδοση, για να κρατήσει τη φλόγα και τον καπνό μέχρι την άλλη χρονιά. Δηλ. μ' άλλα λόγια και πιο χειροπιαστά ένα κλαρίνο, ένα λαρύγγι και κάποια ζεύγη γυναικείων μηρών, αρχιτεκτονικής γραμμής, στο πατάρι μονοπωλούν το πανηγύρι, άρα και την παράδοση. Αυτό είναι το Όλον, οι εξαιρέσεις σπανίζουν.

Όσοι πρωταγωνιστούν στην τέλεση του πανηγυριού έχουν χρέος να αντισταθούν στην κατεδάφιση της ηπειρωτικής παράδοσης. Ας μην υπογράφουν εν λευκώ σε ερασιτέχνες οργανοπαίχτες και σε ύποπτους χορηγούς, γιατί είναι αναπόφευκτη η φίμωση και ο ενταφιασμός της παράδοσης. Κανένας δεν αρνείται πως η παράδοση σέρνει μέσα της και σκοτεινές δυνάμεις, αναχρονιστικές και παράδοξες, οι περισσότερες όμως είναι ζωντανές και φωτεινές. Απαιτείται να πάμε κόντρα στη βιομηχανοποίησή της και με δέος να γυρίζουμε λίγο στα παλαιά, γιατί μ' αυτά χωνεύουμε καλύτερα τα καινούργια και ο κινητήρας της ζωής γυρίζει πιο άνετα.

Του Χριστόφορου Λεοντάρη

Δεν υπάρχουν σχόλια: