Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Όλο τον χεμώνα ο γέρο Λάκμων μένει βουβός θαρρείς ότι κοιμάται κάτω από το βαρύ πάπλωμα. Οι κάτοικοι των χωριών του οι περισσότεροι κατηφορίζουν κάθε χειμώνα για τα χειμαδιά, ταξιδεύουν με τα κοπάδια τους σε άλλα μέρη που έχει πολύ βοσκή και άλλοι με μπουλούκια χτιστάδες όπως και ο πάππους μου που είχε ονομαστό μπουλούκι για να βγάλουν το ψωμάκι τους. Μένουν μόνο μερικοί απόστρατοι της ζωής και της βιοπάλης που δεν γεμίζουν τα χαγιάτια της εκκλησίας.
Ώσπου έρχεται η άνοιξη, έρχεται το Πάσχα η μεγάλη Λαμπρή. Φεύγουν τα χιόνια και τα πυκνά σύννεφα και ο ήλιος ανατέλλει λαμπρός. Στα σπλάχνα της γης ξυπνά το μικρό χόρτο και φουντώνει το λουλουδάκι. Τότε ξυπνάει και ο γέρο Λάκμων και η καρδιά του πυρώνετε, μόνο λίγο χιόνι έμεινε εκεί ψηλά στην Φρυγκοράσα λες και είναι το φέσι του για να του θυμίζει το μπόι του, οι γέροντες κατεβαίνουν στα μπακάλικα και στο μεσοχώρι. Οι παντρεμένες και οι κοπέλες οι ανύπαντρες δεν κλείνουν πιά ορμητικά τα παράθυρα και τις πόρτες. Έρχονται οι ξενιτεμένοι τους, οι αγαπημένοι με τα καλούδια και με γιομάτα τα πορτοφόλια τους.
Μέρες πασχαλιάτικες θα γυρίσω στο Περιστέρι μας λέει κάθε βλαστάρι του. Το Μεγαλοβδόμαδο όλοι οι ξενιτεμένοι βρίσκονται στον δρόμο. Τα μπουλούκια των χτιστάδων, άρε Πάππου πως σε περιμέναμε να φτάσεις από την Κλωνιάτη, το Μπιζάνι, και την Αδρομίστα που έχτιζες να μας φέρνεις καραμέλες και να λες πάρτε παιδιά για να βαρέσετε την καμπάνα όταν πεθάνω. Και φτάνουν στα χωριά τους το βράδυ της μεγάλης Παρασκευής ίσα που προλαβαίνουν το γύρισμα του επιτάφιου.
Πιο χαρωπές αντηχούν οι καμπάνες στον όρθρο της πρώτης Ανάστασης μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής του Πάσχα. Οι καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα σαν να θέλουν να ξυπνήσουν τους νεκρούς εκεί δίπλα που ξαποσταίνουν. Εμείς τα λιανούρια χαρά μας να χτυπάμε την καμπάνα, θυμάμαι μια Ανάσταση αναποδογύρισε και μας πήρε απάνω. Είναι σαν να κράζουμε του γέρου Λάκμωνα να σηκωθεί από τον βαρύ ύπνο του, να ξετιναχτεί να καμαρώσει τα παιδιά του και την άνοιξη τα λουλούδια του από λιγοστά και ευλογημένα χώματά του.
Φορώντας τα καλύτερα μας ρούχα, ότι είχαμε το κοντό μαλίσιο παντελονάκι με το κοντό κοντόσι τα μεγαλύτερα φορούν τα φωτήκια από τους Νούνους που είναι συνήθως φρατζέζικα ρούχα της πόλης. Με ένα κουλούρι στην τσέπη και ένα αυγό να το φάμε όταν πει ο παππάς το Χριστός Ανέστη, γιατί μας τάραξε η πείνα μέσα χορεύει ντερντιλίνα που λέει και ο μπάρπα Σιώζος από τις στερήσεις της Σαρακοστής.
Όταν αμόλαγε η εκκλησιά πέφταμε με τα μούτρα στην μαγειρίτσα. Όταν ξημέρωνε και τα απόσκια χανόταν σιγά σιγά από τον Ντρίσκο σαν να μη θέλανε και αυτά να χαλάσουν την αρμονία της φύσης νισάφι πια με τόσο σκούρο του χειμώνα αρχίζαν και γινόταν οι ετοιμασίες. Ο Πάππους λέει δεν θα φτάκει το αρνί είμαστε μεγάλη φαμίλια. Μη στεναχωριέσαι Γέροντα λέει η Βάβω σφάξαμε και εκείνη την γίδα την μπιστόβληκη. Κατά το μεσημέρι όλα ήταν έτοιμα, το αρνί στην σούβλα και η γίδα στο κακάβι, όλο το σόι στο αλώνι του Πάππου και ήμασταν και πολλοί ζωή να έχουμε. Μια θειά μου έπαιρνε την χλιάρα την ξύλινη και άρπαζε τα κοψίδια μέσα από το κακκάβι και τα έριχνε στο στομάχι λες και είχε το στόμα γανωμένο ωρέ δεν της καίει τον γκητρηλάγγο έλεγε ο πάππους.
Και χαμογελάει τώρα ο Λάκμων και
λησμονάει τον μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο και ξαναπαίρνει τον ζεστό ήλιο τη ζωή και
δύναμη. Το απομεσήμερο γίνεται η δεύτερη Ανάσταση η λεγόμενη της αγάπης. Χορτασμένοι
όλοι από το πασχαλινό τραπέζι ζεσταμένοι από τις αχτίδες του ευεργετικού ήλιου
ξεχύνονται για το γλέντι το πασχαλινό, αλλάζουν τώρα το φιλί της αγάπης πάνω στο
χορό στις πλατείες και χορταρόστρωτα σιάδια του χωριού, στους χορούς αυτούς
πιάνεται και η αγάπη. Εμπάτε τσούπρες το χορό να μάθετε τραγούδια. Να ιδείτε και
να μάθετε πώς πιάνετε η αγάπη. Από τα μάτια πιάνετε στα χείλη κατεβαίνει και από
τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δεν βγαίνει. Αυτό ήταν το Πάσχα στο χωριό εκεί
ψηλά τον Λάκμωνα παιδικές αναμνήσεις που δυστυχώς δεν θα ξανάρθουν.
Εύχομαι
καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση
Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου