Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

Λάκκα Σούλι 1821. Η μάχη στου Ντάρα (σημερινή Ελιά).











Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης


Οι ιστορικοί πολλές φορές παραλείπουν ή αποσιωπούν γεγονότα που καθόρισαν εν τέλει εξελίξεις. Στην περίπτωση του Σουλίου αποσιωπάται το γεγονός ότι επαναστάτησε από τον Δεκέμβρη του 1820. Έγγραφα και καταγραφές της εποχής εκείνης μιλάνε ξεκάθαρα για τούτο. 

Επίσης δεν αναφέρονται μάχες, που έλαβαν χώρα και καθόρισαν την πορεία της επανάστασης.

Τις παραλείψεις αυτές τις βλέπουμε μόνο στην τοπική βιβλιογραφία της Λάκκας Σουλίου. 

Παρατίθενται μερικές από αυτές. 

Τα χωριά της περιοχής δεν ησυχάζουν όλα αυτά τα χρόνια. Το 1820 ο Σπύρος Κονόμος από τα Λέλοβα, μετά από κρυφή συμφωνία, που είχε γίνει μεταξύ Αλή και Σουλιωτών εναντίον του Πασόμπεη Χουρσίτ, με αρκετή δύναμη αγωνιστών αιφνιδίασε και εξολόθρευσε την Τουρκική φρουρά του «Ταμπουριού» σε ένα στενό του τότε δρόμου Πρέβεζας-Ιωαννίνων (Λάμ. Μάλαμα: «Η Ήπειρος στο ‘21», Λαϊκή Βιβλιοθήκη, 1971).

Στις αρχές του Ιανουαρίου 1821 «πήγε στο Σούλι (ο Αλέξης Νούτσος) και ανταμώθηκε με τον Καπετάνιο Νότην Μπότσαρην και εκεί απόκλεισαν τον δρόμον της Άρτας και αρμάτωσαν όλην την Λάκκαν την μεγάλην ως τα Λέλοβα και το Γεφύρι της Πάσαινας και Γκαντζάν του Λούρου και την μικράν Λάκκαν την μισήν…» (Ιστορία της πόλεως των Ιωαννίνων», εισ. Άγγ. Παπακώστα, κεφ. Δ΄).

Όπως έγραψε ο Νέστορας των Σουλιωτών Ζώης Πάνου, αγωνιστής ο ίδιος (Β. Κραψίτη: «Ζώης Πάνου», εκδ. «Φίλοι του Σουλίου», 1973, σελ. 81), κατά τον Φεβρουάριο του 1821 «έπειτα από τους πολέμους (Τζαρίτζανα, Πλέσια), έγινε σύναξι εις τους Βαριάδες ομού με τους συμμάχους δια να σκεφθούν περί των συμφερόντων τροφών και αποφάσισαν να περιοδεύσουν έν μέρος των Σουλιωτών προς τα μέρη του Λιολιόβου δια να κυριεύσουν όλα, εκείνα τα χωρία όπου επαριθμούνται δώδεκα μικρά και μεγάλα. Ήτον και 5 αποθήκαι με 4 χιλιάδες φορτώματα αραποσίτι. Ήτον εις Λέλοβα ο Ταχήρης Παπούλιας με 350 Τζάμηδες. Ήτον σταλμένος και ο Μητροπολίτης Άρτης Πορφύριος με έν φόρτωμα φλωρία, μαχμουδιέδες δια να διεγείρη ούλα αυτά τα χωρία εναντίον των Σουλιωτών. Αλλά οι λεβέντες Σουλιώται δεν του έδωσαν καιρόν και ούτως διακόσιοι τον αριθμόν κινήθησαν κατ’εκείνο το μέρος.



Ο μεν Μάρκος Μπότζαρης μαθών ότι οι Κρανιώτες δεν εδέχθησαν τα όσα οι Σουλιώται τους επρόβαλλαν δια να ενωθούν, δια νυχτός, εισέβη εις το χωρίον Κρανιά και το εκυρίευσεν. Οι δε εγκάτοικοι μη ημπορώντας δια το αιφνίδιον να αντισταθούν έστρεξαν κατά την υπόσχεσιν των Σουλιωτών. Αφήσας εκεί φρουράν περίλαβεν και τα άρματα της Κρανιάς. Κυρίευσεν και το χωρίον Καντζά, όστις δια την θέσιν αναγκαιούσε των Σουλιωτών. Το χωρίον Καντζάς, επειδή είναι το κλειδί της Πρέβεζας και Λάμαρι, και ούτως εις αυτό ενδυναμώθη και έκοψεν την ανταπόκρισιν οπού είχαν οι Τούρκοι του Λολόβου. Ο μεν Ζώης Πάνου και Βασίλειος Ζέρβας δια νυχτός εις το χωρίον Νάσαρι, πήγαν εις του παπά το σπίτι. Ο παπάς μην ηξεύροντας ότι οι Σουλιώται ήτον, άνοιξεν την θύραν, εισέβησαν οι Καπεταναίοι μέσα, και διέταξαν την παπαδιάν να εισέρχεται εις όλα τα σπίτια του χωριού, βροντώντας την πόρταν. Ακούοντας την φωνήν της παπαδιάς άνοιγον οι νοικοκυραίοι και ούτως επουδράριζαν από δέκα στρατιώται εις κάθε οσπίτιον και ούτω κυρίευσαν την ίδια νύχτα 4 χωρία με την ίδιαν τέχνην. Έκλειναν την κεφαλήν οι εγκάτοικοι. Από το άλλο μέρος ο καπετάν Φώτος-Παναγιώτης ηύρικεν αντίστασιν εις το χωρίον Παπαδάτες. Άναψεν ο πόλεμος, ο Ζώης Πάνος, με τον Βασίλειον Ζέρβαν έδραμον προς βοήθειαν και δια του ποταμού εισέβησαν από το άλλο μέρος. Εις το χωρίον Παπαδάτες υποχρέωσαν τους εγκατοίκους να κλινουν εις τα ζητήματα των Σουλιωτών και εις αυτό το χωρίον έγινε πάραυτα συνέλευσις απ’όλα τα χωρία του Λιολιόβου, εξόν τα Λέλοβα. Εις αυτήν την συνέλευσιν ο Ζώης Πάνου ευχαρίστησεν τους συναθροισθέντες με ορθόν λόγον και μην γνωρίζοντάς τον πολλοί ηρώτησαν τον Νότην Μπότσαρην ποίος ήτο ο άνδρας. Τους διηγήθη ο Νότης την πολυχρόνιον διατριβήν του Ζώη εις την Ευρώπην και το πώς ήτον πατριώτης γνήσιος. Αμέσως εστάλθησαν εις τον Αλή-Πασιάν γράμματα, επιβεβαιούσαν τα κατορθώματα και τας υποσχέσεις οπού εδόθησαν εις τα χωρία του Λολόβου και ο Αλή-Πασιάς τα έστρεξεν και τα αποκήρωσεν. Την αυτήν ημέραν έδραμον προς τα Λέλοβα και το δειλινόν με ορμήν οι Σουλιώται εισέβησαν εις το μεγάλον χωρίον Λέλοβα. Υποχρέωσαν τους Τούρκους και σφαλίστηκαν εις πέντε πύργους. Ο πόλεμος εξακολουθούσεν. Πολιόρκησαν τους Τούρκους στενά. Έφθασεν και ενταυτώ ο Γιωργάκης Δράκος με έν άλλο μικρόν σώμα Σουλιωτών. Έβαλαν το πύρ εις τας πόρτας του πύργου. Υποχρέωσαν τους εσώκλειστους τα μεσάνυχτα και παρεδόθησαν εις την διάκρισιν των Σουλιωτών. Εις αυτόν τον πύργον επέτυχεν να ήτον και ο αδελφός του αρχηγού Ταχήρ αγά Παπούλια. 

Εμήνυσαν με έναν Τούρκον εις τον αγάν ότι εάν παραδοθή, όχι μόνον τους αφήνουν ελέυθερους να φύγουν με τα άρματά τους, αλλά ήθελαν αφήσει ομοίως και τον αδελφόν του με τους υπό την οδηγίαν του Τούρκους όπου παραδόθησαν εις την διάκρισιν των Σουλιωτών. Ούτως ο αγάς έκλινεν και το ταχύ τους εσυντρόφευσα έως τον Καντζά. Απ’εκεί απέρασαν δια την Πρέβεζαν.

Ο Ζώης έτρεξεν να φθάση τον Πορφύριον δεσπότην, αλλά δε τον επρόφθασεν. Ο δεσπότης ως γραμματισμένος προνόησεν το γεγονός και ανεχώρησεν με ταχύτητα με όλον το χρυσάφι και εσώθη εις την Άρταν. Η αναχώρησίς του έγινε προτού εισέβουν οι Σουλιώται εις το χωρίον. Ρώτησαν τον Ζώην μετά ταύτα εάν ήθελεν πιάσει τον Πορφύριον τι θα τον έκαμεν. Αυτός απεκρίθη ούτως: «Το χρυσάφι έμελλεν να χρησιμέψη δια την πατρίδα. Τον δεσπότην ήθελα μεν τον κάμει Πατριάρχην, επειδή και ο Σουλτάνος θανάτωσεν τον Γρηγόριον». Αυτό μαθών ο Άρτης Πορφύριος επήρεν μετά ταύτα διαφορετικα μέτρα και ανεχώρησεν από τους Τούρκους και απέρασεν εις το Μεσολόγγιον.

Οι Σουλιώται αφού κυρίευσαν τα Λέλοβα και όλα τα χωρία, επήραν και τας αποθήκας, ως ανωτέρω είπαμεν. Προβλέφθησαν από ψωμί, αλλά ήταν στενά από πολεμοφόδια. Τα δε πολεμοφόδια τα προβλέπονταν με πολύν κίνδυνον. Έστελναν εις Ιωάννινα δια νυχτός. Μετά την κυρίευσιν του Λιολιόβου εξαπλώθησαν οι Σουλιώται έως τον Ίναχον ποταμόν, και εις όσα μέρη απερνούσε ο ποταμός (σημ. Λούρος) οι Σουλιώται έβαλον στρατιώτας και εφύλαττον τας θέσεις εις τον Άγιον Γεώργιον, εις το γεφύρι της Πάσαινας, εις την Φιλιπιάδαν και εις το Μαντζαούσι.

Ο Ζώης με τον Μάρκον Μπότσαρην, 60 Σουλιώτες και 300 από την Λάκκαν Λιολόβου έδωσαν μάχην με τους Τούρκους στην Στρεβίναν. Ο Μάρκος ανεχώρησεν και πήγε εις Μιλιγγούς στο στρατόπεδο των συμμάχων και παρευρισκόμενος εκεί ομού με τον Γεώργιον Δράκον τα δε στρατεύματα των Σουλιωτών εξαπλώθησαν τριγύρου του κράτους των και με τας αποκτήσεις έγινεν το κράτος τους πέντε ημερών περιφέρεια.

Εις τους Μελιγγούς ήταν, ως είπαμεν, ο Μάρκος Δράκος και οι αγάδες βαστούσαν την Μανωλιάσσα, θεριακίσι, το μικρόν φρούριον Βαριάδες. Εκεί είχον και νοσοκομείον δια τους πληγωμένους. Εις τον Άγιον Γεώργιον και εις την Βαθειάν, εις το Γεφύρι της Πάσαινας, ήτον ο Καπετάν Πήλιος Γούσης και Κίντζος Πανταζής. Εις την Φιλιππιάδαν ήτον ο Γέρο-Ζώης και Καπετάν Φώτος-Παναγιώτης. Αναχωρώντας του Φώτου-Παναγιώτη ήλθον μέρος των Τζαβελλαίων. Εις το Λευτεροχώρι ήτον ο Πάνος Διαμάντης και ένας Τούρκος, Σουλεϊμάν Μέτος ονόματι, ο πρώτος οπού ενώθη με τους Σουλιώτας και έγινεν σύμμαχος. Εις το Ματζαούσι ήτον ο Λάμπρος Βέικος, εις τον Καντζάν ήτον ο Νότης Μπότζαρης, Λάμπρος Κασμάς, Βασίλειος Ζέρβας και Φώτος Παναγιώτης. Τούτοι ήτον ούλοι».



Η επανάσταση, επομένως, του 1821 άρχισε στην περιοχή πολύ πριν τον Μάρτιο και μάλιστα οι Σουλιώτες και Παρασουλιώτες ήταν οι πρώτοι Έλληνες που ξεσηκώθηκαν.

Την Άνοιξη του 1821 οι Σουλιώτες πολιόρκησαν τα Λέλοβα, που υπερασπίζονταν ο Σουλεϊμάν πασάς. Σε βοήθειά του ο Χουρσίτ είχε στείλει τον πασά Άρτας, Χασάν Βεργή Βρυώνη, με 2.000 Τουρκαλβανούς. Ο Μάρκος Μπότσαρης τους πολιόρκησε για 12-13 ημέρες και τους ανάγκασε να αποχωρήσουν μόνο με τον οπλισμό τους, αφήνοντας πολεμοφόδια και τρόφιμα. Τον Απρίλιο ο Μάρκος με τον Πούλιο Δράκο χτύπησαν 500 Τούρκους του Ισμαήλ πασά, στη θέση Μπογόρτσα, βόρεια του Νάσσιαρη (εφ. «Άσσος»).

«H μάχη διεξήχθη εντός του ομώνυμου οικισμού (Μπογόριτσα) την 18-4-1821, από την 10η πρωινή ώρα έως την 3η απογευματινή. Καθ’όλην την διάρκειά της έβρεχε καταρακτωδώς. Οι Τουρκαλβανοί εγκατέλειψαν το χωριό αφήνοντας πίσω τους 50 νεκρούς και περισσότερους τραυματίες, ενώ οι Σουλιώτες είχαν 11 νεκρούς και 27 τραυματίες…» (Σπυράκος Θεόφιλος, ό.π.π. σελ. 249).

Στις 7-4-1821 ο Χασάν πασάς της Άρτας εισήλθε κατά λάθος με δύο μπέηδες εις την Λάκκαν, αλλά τόσο πολύ κυνηγήθηκε από τους Σουλιώτες ώστε αναγκάστηκε να καταφύγει στην Άρτα για να μη συλληφθεί. Πολλοί στρατιώτες του έπεσαν αιχμάλωτοι στους νικητές, μαζί και δύο μπέηδες, ο ένας εκ των οποίων πληγωμένος έτυχε περίθαλψης από χειρουργό, που όρισαν οι Σουλιώτες. Πολλά λάφυρα, μουλάρια, ζωοτροφές και πολεμοφόδια πήραν οι Σουλιώτες. Η επιτυχία άνοιξε πάλι την Αρτινή και τη Γιαννιώτικη Λάκκα στην ελευθερία (Κ. Δ. Στεργιόπουλου: «Μνήμη Σουλίου», τ. Β΄, σελ. 156,1973).

Αυτές τις ημέρες (άνοιξη του 1821) Τούρκοι στρατιώτες αποκλείστηκαν μέσα στο χωριό Ντάρανη και πολιορκήθηκαν από τους Σουλιώτες. Τα παρακάτω αναφέρονται στο βιβλίο «Άπομνημονεύματα Σουλιώτου αγωνιστού του 1821 Σ. Τζίπη», (εκδ. Δωδώνη, επιμ. Άγγελου Παπακώστα, σελ. 58):



«Μάχη του Ντάρανη

Εις τους πρώτους πολέμους (της επανάστασης) οι Ρωμιοί δεν ήσαν όλοι σύμφωνοι. Άλλοι ήσαν με μας, άλλοι καθώς οι Λακκιώτες είχαν μείνει με τον Αλή Πασά. Όντας όμως ένοιωσαν ότι ο Τούρκος τους απατούσε, επειδή δεν τους έκανε ότι τους είχε υποσχεθή και τους έκανε μάλιστα να υποφέρουνε χίλια κακά, εβαρεθήκανε, εφύγανε απ’αυτόν, επροσκύνησαν και ήλθαν με μας. Οι Τούρκοι όταν τώμαθαν σκυλιά εγινήκανε και έστειλαν να χαλάσουν όλα τα χωριά που είχαν ενωθή με μας. Εις το Ντάρανη, χωριό της Λάκκας του Μπότσαρη, εβήκανε εκατό Τούρκοι της καβαλλαρίας, για να το χαλάσουν, οι κάτοικοι είχαν φύγει (είχαν ανέβει στο Σούλι). Ημείς αγκαλά είμαστε εξήντα άνδρες και όχι περισσότεροι ετρέξαμε άμα το εμάθαμε, επιάσαμε όλα τα πατήματα και τους εκλείσαμε μέσα, εις τρόπον οπού δεν μπορούσε κανείς να ξεμουτρήση. Είχαμε καπετάνιους τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Γιωργάκη Δράκο. Οι Τούρκοι αργά το κατάλαβαν, οπού δεν μπορούσαν να φύγουν και έμειναν μέσα κλεισμένοι, ήσυχοι, με το στανιό, προσμένοντας να τους πάγη βοήθεια απόξω. Τουφεκιές δεν έπεφταν, ούτε από τη μια μεριά, ούτε από την άλλη. Ήτο Μάιος μήνας. Εκοιμόμαστε χωρίς κάπες, ξέσκεποι. Τους εφυλάγαμε νύκτα-μέρα. Οι Τούρκοι έμειναν κλεισμένοι στο Ντάρανι δεκαπέντε μέρες και αυτοί ξέρουνε τι απεράσανε! Υποχρεωθήκανε να φάνε τα άλογά τους, οπού και αυτά από την πείναν ψοφούσαν. Όταν είδαν ότι δεν τους έμενε καμία ελπίδα να ελευθερωθούν εσυνθηκολογήσανε, επροσκύνησαν και τους αφήσαμε να βγούν ελεύθεροι με τα όπλα των. Όταν εμβήκαμε στο χωριό είδαμε την ελεεινότητά τους. Τι δεν θ’ απέρασαν! Τα χαλινάρια, οι σέλλες, όλα τα πήραμε, δικά μας έμειναν, γιατί υποχρεωθήκανε να τα αφήσουν εις τα χέρια μας, όταν κακήν κακώς αναχωρήσανε.


Είμαστε ακόμα μέσα στο χωριό, όταν μας έγραψαν από τα «Τσιερίτσαινα», να πάμε να πιάσουμε δέκα Τούρκους οπού είχαν βγή εις τους αγρούς να μαζώξουν τα δέκατα. Άλλο δεν γυρεύαμε και μείς. Επήγαμε, τους ευρήκαμε και τους επιάσαμε όλους…».

Ασφαλώς το αναφερόμενο χωριό Ντάρανη, είναι του Ντάρα Λάκκας Σουλίου και μακρύτερα. Εκ παραδρομής γράφτηκε ως Ντάρανη και Ντάρανι, ακόμη περισσότερο εφ’όσον ο Σ. Τζίπης αφηγούνταν τα περιστατικά και κατέγραφε ο Δούσμανης. Αλλά και σε άλλα χωριά την εποχή εκείνη το χωριό Ντάρα λέγονταν και Ντάρανη. Με την τελευταία ονομασία διασώζεται στο δημοτικό τραγούδι «Δεν φταίει η μαύρη Λάκκα», που χορεύεται στο καγκελάρι του χωριού Κουκλέσι (Χρ. Σκανδάλη: «Το Κουκλέσι», 1996, σελ. 119).

Τον Οκτώβρη του 1821 ένα μέρος των Σουλιωτών και Παρασουλιωτών πολιορκούσε την Άρτα και ένα άλλο είχε μείνει φρουρά στα απελευθερωμένα μέρη, Σούλι και «μέσα» και «έξω» Λάκκες, όπως ονομάζει ο Χρ. Περραιβός τη Μικρή και Μεγάλη Λάκκα Σουλίου αντίστοιχα («Πρεβεζάνικα Χρονικά», τχ.33, σελ.32).

Στις 17-1-1822, ημέρα Τρίτη, οι Τούρκοι σκότωσαν τον Αλή Πασά και ο Χουρσίτ έστειλε φιρμάνι να παραδοθούν οι Σουλιώτες. Αυτοί αρνήθηκαν και εκείνος έστειλε 15.000 στρατιώτες εναντίον τους.

Στις 14 Μαρτίου πέρασαν ξύλινες γέφυρες (λεσιές) στη Φιλιπιάδα, που φύλαγαν οι Νότης Μπότσαρης και Νικ. Τζαβέλλας με λίγους άνδρες. Μετά 12ωρη μάχη στον Άγ. Ιωάννη Ρωμιάς, οι Σουλιώτες υποχώρησαν, αλλά με το να καθυστερήσουν τους Τούρκους, έδωσαν την ευκαιρία στους Λακκιώτες να ανέβουν στο Σούλι όπως έκαναν πάντα. Πήραν τα υπάρχοντά τους, τα φόρτωσαν στα ζώα και στις γυναίκες τους και μαζί με τα κοπάδια τους κλείστηκαν στο Σούλι, 6.000 άνθρωποι και 30.000 γιδοπρόβατα. Τους δέχτηκαν οι Σουλιώτες με προθυμία, τους φιλοξένησαν, τους δώσανε πρωτεία. Με γράμμα τους, ζήτησαν στις 10 Μαίου τροφές και πολεμοφόδια από την Ελληνική Κυβέρνηση. Η διαμονή ανθρώπων και ζώων έγινε τόσο δυσχερής στο στενό και πετρώδη τόπο του Σουλίου, ώστε άρχισαν να αποδεκατίζονται από τις αρρώστιες και την πείνα.

Οι Τούρκοι εισέβαλλαν στη Λάκκα και κατέκαψαν τα χωριά , εκτός λίγων οικιών και εκκλησιών. Ίσως τότε έκαψαν τον Άγ. Αθανάσιο Ντάρας και τον ξανάχτισαν οι Νταρανίτες το 1850.

Στις 2 Ιουνίου έκαναν δεύτερη αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον του Σουλίου. Στις 31 Αυγούστου φυγαδεύτηκαν τα γυναικόπαιδα και στις 2 Σεπτεμβρίου υπογράφτηκε συμφωνία και αναχώρησαν και οι άντρες («Αληθ. Σουλιώτες», ό.π.π., σελ. 467)

Οι Λακκιώτες πήραν αμνηστεία και επέστρεψαν εξαθλιωμένοι στα κατεστραμμένα χωριά τους. Πριν γυρίσουν, κατά το διάστημα που έλειπαν στο Σούλι, ο Σουλτάνος είχε εθνικοποιήσει τα χωριά, κάνοντάς τα Ιμλιάκια. Αγνόησε δηλαδή την κατάσταση που ήταν πριν γίνουν τσιφλίκια του Αλή. Τα ιμλιάκια ή καφέ γαίες νοικιάζονταν στους καλλιεργητές με τους ίδιους όρους, όπως οι ιδιωτικές γαίες, με τη διαφορά ότι εδώ ο Σουλτάνος έπαιρνε τη θέση του ιδιοκτήτη και εισέπραττε πέρα του 1/10 και τα 3/10 της συγκομιδής στη θέση του ενοικίου («Ιστορία της Πρέβεζας», Α΄Διεθνές Επιστ. Συνέδριο, Πρέβεζα 1993, σελ. 128).

Έτσι οι Νταρανίτες και οι άλλοι κοντοχωριανοί τους, βρήκαν νέο καθεστώς δουλείας στο χωριό όπως:

-Έπαψαν να ανήκουν στο ταμείο της Βαλιδέ Σουλτάνας.

-Η γη περιήλθε ως προς την ψιλή κυριότητα στο Τουρκικό δημόσιο και μόνο η νομή και η επικαρπία στους κατοίκους.

-Αναγνωρίστηκε το παλαιό καθεστώς αμέσου φορολογίας του Αλή με μικρές παραλλαγές.

-Χαρακτηρίστηκαν σαν κτήματα του Τουρκικού δημοσίου, όλα τα ιδιοποιηθέντα από τον Αλή βοσκοτόπια.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αθ. Δ. Στράτη “Ντάρα Λάκκας Σουλίου, Ιστορία”, 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: