Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Βλάχοι εκτοπισμένοι στον πόλεμο του ‘40


Το εργοστάσιο ζυμαρικών Λ. Μίχαλου και ο αλευρόμυλος Ν. Πασβάντη (πίσω αριστερά), όπου κρατούνταν οι εκτοπισμένοι στη Χίο. (Πηγή: Γιώργος Μουτσάτσος «Χίος 1898-1920 Ένα ταξίδι στο παρελθόν δια μέσου των καρτ ποστάλ της εποχής» Εκδ. Ιππόκαμπος, Χίος 2002).

Τον Νοέμβριο του 1940, λίγες μόνο μέρες μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι ελληνικές αρχές ασφαλείας ξεκίνησαν μια σειρά συστηματικών συλλήψεων συγκεκριμένων προσώπων από διάφορα βλαχοχώρια της Πίνδου, για να τους μεταφέρουν σε νοτιότερες περιοχές της χώρας.

Οι συλλήψεις αυτές αποσκοπούσαν στην απομάκρυνση από τις περιοχές κοντά στο μέτωπο όλων εκείνων, για τους οποίους πιθανολογούνταν η συνεργασία τους με τον εχθρό. Τα άτομα αυτά ήταν ήδη καταγεγραμμένα στις ελληνικές αρχές ασφαλείας ως «ρουμανίζοντες» Βλάχοι, δηλαδή ως μέλη τοπικών μειονοτικών ρουμανικών κοινοτήτων, τα οποία εκδηλώνονταν αναλόγως δημόσια ή συμμετείχαν στα ρουμανικά σχολεία, που λειτουργούσαν σε μερικά χωριά και πόλεις της βόρειας Ελλάδας πριν τον πόλεμο.

Ο εσωτερικός κίνδυνος
Η επιχείρηση αυτή των ελληνικών αρχών ασφαλείας δεν ήταν μια ασυνάρτητη αντίδραση υπό την πίεση των πολεμικών γεγονότων των ημερών εκείνων, ούτε αφορούσε αποκλειστικά το βλάχικο στοιχείο. Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του «Ιού» της «Ελευθεροτυπίας», ήδη το 1939 ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, υφυπουργός Ασφαλείας της κυβέρνησης Μεταξά, μέσα από απόρρητες «κανονιστικές οδηγίες» προς τα Σώματα Ασφαλείας, καθόριζε τις ενέργειές τους σε περίπτωση γενικής επιστράτευσης. Εκτός από την κατάπνιξη και εξαφάνιση κάθε «αντιδραστικής ιδέας φιλειρηνικής και κατά του πολέμου και της υπάρξεως προπαγάνδας», τη δίωξη του «κομμουνισμού και της πολιτικής αντιδράσεως», τα Σώματα Ασφαλείας επιφορτίζονταν με την υποχρέωση της αυστηρής παρακολούθησης «των εν τη ημετέρα χώρα εγκατεστημένων αλλοδαπών και μειονοτήτων». Στον τελευταίο αυτό τομέα ενέπιπτε στη συγκεκριμένη συγκυρία και η πληθυσμιακή ομάδα των ρουμανιζόντων Βλάχων της Πίνδου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ο αριθμός των οποίων εκείνη την εποχή εκτιμούνταν από τις ελληνικές αρχές σε 6-6.500 άτομα, σε έναν συνολικό πληθυσμό περίπου 100 χιλιάδων βλαχόφωνων στην Ελλάδα.
Το καθεστώς Μεταξά άρχισε να παίρνει δραστικά μέτρα για τον ενδεχόμενο κίνδυνο από τους ρουμανίζοντες, αφού είχε ήδη ξεκινήσει ο πόλεμος, και μάλιστα ενώ βρισκόταν σε μια αποφασιστική του καμπή. Τι ακριβώς όμως είχε προηγηθεί;
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος είχε ζήσει τα δραματικά γεγονότα από κοντά εκείνη την εποχή και τα αποτύπωσε στο γνωστό έργο του «Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος», αναφέρει ότι τις τελευταίες βδομάδες πριν τον πόλεμο, μερικοί ρουμανίζοντες έκαναν διάφορες περίεργες κινήσεις γι’ αυτό και θεωρήθηκαν ύποπτοι κατασκοπείας. «Σε κουτσοβλαχικές περιοχές, βομβαρδισμοί ιταλικών αεροπλάνων τις δυο τρεις πρώτες ημέρες του πολέμου έδειξαν ότι ο εχθρός είχε ακριβείς πληροφορίες. Τις είχε από τους λίγους ρουμανίζοντες; Πιθανότατα» υποστηρίζει ο μετσοβίτης πολιτικός και συγγραφέας και σημειώνει παρακάτω, ότι κατά την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων, τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου του 1940, «οι πυρήνες των ρουμανιζόντων, μόνο αυτοί υποδέχτηκαν στα χωριά τους τον εχθρό ʺεν χορδαίς και τυμπάνοιςʺ»,  ενώ υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί των εισβολέων στα περάσματα των ηπειρωτικών βουνών.
Οι παραπάνω δραστηριότητες ήταν συνδεδεμένες με την ταυτόχρονη παρουσία στα ιταλικά στρατεύματα του γνωστού Αλκιβιάδη Διαμάντη από τη Σαμαρίνα, ο οποίος είχε ήδη στο βιογραφικό του μια αποτυχημένη προσπάθεια ίδρυσης αυτόνομου βλάχικου «πριγκηπάτου» το 1917, όταν τα ιταλικά στρατεύματα είχαν καταλάβει για σύντομο χρονικό διάστημα ένα μεγάλο μέρος της Ηπείρου. Για τον Διαμάντη ο Αβέρωφ αναφέρει ότι, μέσα στο 1940 και πριν την κήρυξη του πολέμου, είχε ταξιδέψει όσο καμία άλλη προηγούμενη φορά στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, στήνοντας πιθανόν ένα δίκτυο πυρήνων από  ομοϊδεάτες του και συλλέγοντας διάφορες πληροφορίες. Αργότερα, κατά τις πρώτες ημέρες της ιταλικής εισβολής, εμφανίστηκε με τα ιταλικά στρατεύματα, όταν μπήκαν στην Κόνιτσα και θεωρήθηκε ως σημαντικός βοηθός τους για την πορεία τους μέσα από την κοιλάδα του Αώου προς το Μέτσοβο.

Οι συλλήψεις
Ενώ λοιπόν οι Ιταλοί στις 4 Νοεμβρίου είχαν φτάσει μετά το Δίστρατο λίγο έξω από τη Βοβούσα, όπου η έξυπνη και ηρωική άμυνα ενός μόνον λόχου του Αποσπάσματος Πίνδου υπό τον λοχαγό Α. Παππά τους ανάγκασε σε οπισθοχώρηση, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στην ανατροπή των δεδομένων του πολέμου, αφού σήμαινε την αρχή της ελληνικής αντεπίθεσης και της άτακτης φυγής των ιταλικών δυνάμεων, τέθηκε στα μετόπισθεν σε εφαρμογή το σχέδιο αντιμετώπισης του πιθανού «εσωτερικού εχθρού». Σε όλη την διάρκεια του Νοεμβρίου, αλλά και αργότερα, άρχισαν να συλλαμβάνονται από την ελληνική χωροφυλακή «χαρακτηρισμένοι» ρουμανίζοντες και να οδηγούνται συγκεντρωτικά σε ένα στρατόπεδο της Κορίνθου. Κατά τη διάρκεια των συλλήψεων και μέσα στην αναμπουμπούλα του πολέμου φονεύθηκαν -άδικα εκ των υστέρων- δυο ρουμανίζοντες (από το Δίστρατο και τη Βοβούσα). Μεταξύ των εγκλείστων στην Κόρινθο συμπεριλαμβάνονταν δάσκαλοι και δασκάλες των διάφορων ρουμανικών σχολείων, πρόεδροι και άλλα στελέχη των ρουμανικών κοινοτήτων στα διάφορα βλαχοχώρια, ιερείς των ρουμάνικων εκκλησιών, έμποροι, κτηνοτρόφοι, υλοτόμοι κ.ά., όπως και μαθητές των ρουμανικών γυμνασίων, που λειτουργούσαν τότε στα Γρεβενά και τα Γιάννενα, και της Εμπορικής Σχολής της Θεσσαλονίκης.  
Τα παραπάνω γεγονότα δεν άφησαν αδιάφορη τη ρουμάνικη κυβέρνηση η οποία ανησύχησε για την τύχη των «ομοεθνών» της και έστειλε τον πρέσβη της στην Αθήνα να επισκεφτεί διαμαρτυρόμενος το στρατόπεδο στην Κόρινθο. Αλλά και στη Ρουμανία, όταν έφτασαν τα νέα των συλλήψεων και εκτοπισμών, υπήρξαν αντιδράσεις. Ήδη από την πρώτη βδομάδα του Νοεμβρίου στις ρουμάνικες εφημερίδες γίνονταν έντονες αναφορές για τα γεγονότα στην Ελλάδα. Την πρώτη Κυριακή του Δεκεμβρίου έγινε στο Βουκουρέστι μεγάλη συγκέντρωση Βλάχων ή «Μακεδο-Ρουμάνων» ενάντια στους διωγμούς των «ομοαίματων αδελφών» στην Ελλάδα, στην οποία πρωτοστάτησε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου οικονομικών της ρουμάνικης κυβέρνησης, Κωνσταντίν Παπανάτσε, Βλάχος από το Σέλι Βέροιας και σημαίνον στέλεχος του ρουμάνικου φασιστικού κόμματος της «Σιδηράς Φρουράς».
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1941 σε ρουμάνικες εφημερίδες δημοσιεύθηκαν τα ονόματα 190 συλληφθέντων και εκτοπισθέντων Βλάχων της Ελλάδας, συνοδευόμενα από τις σχετικές διαμαρτυρίες για τους «διωγμούς των Μακεδο-Ρουμάνων» από τις ελληνικές αρχές. Μέσα σε κλίμα έντασης η ρουμανική κυβέρνηση απείλησε με την αντίστοιχη σύλληψη και τον εκτοπισμό των Ελλήνων της Ρουμανίας σε ειδικά στρατόπεδα. Παρά την τεταμένη ατμόσφαιρα μεταξύ των δυο χωρών εκείνο το διάστημα, δεν υπήρξε τελικά διακοπή των διπλωματικών σχέσεών τους.
 

Ερείπιο του αλευρόμυλου Πασβάντη, το 1955. (Πηγή: Ομάδα fb «Παλαιές φωτογραφίες της Χίου», Κώστας Φασουλάκης)

Εκτοπισμοί στη Χίο
Κατά τη διάρκεια της κράτησης στο στρατόπεδο της Κορίνθου, έγιναν ανακρίσεις για τη δράση των κρατουμένων. Όπως αναφέρει σχετικά ο καθηγητής νεότερης ιστορίας του ΑΠΘ Σπυρίδων Σφέτας, ορισμένοι καταδικάστηκαν σε φυλακίσεις λίγων ετών ή σε καταναγκαστικά έργα, ενώ 54 άτομα εκδήλωσαν την επιθυμία να μεταναστεύσουν στη Ρουμανία, μετά από υπογραφή μιας δήλωσης ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην Ελλάδα. Ενώ μαινόταν ακόμη ο πόλεμος στα αλβανικά βουνά, η ελληνική κυβέρνηση, υπολογίζοντας με τη λεγόμενη «εαρινή επίθεση» των Ιταλών, αποφάσισε τη μεταφορά των κρατουμένων σε διάφορα απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου, κυρίως στη Χίο και άλλων στη Λέσβο και την Κρήτη.
Ο συνολικός αριθμός των εκτοπισμένων δεν μου είναι γνωστός. Ένα έγγραφο του ρουμανικού προξενείου της Θεσσαλονίκης από την εν λόγω χρονική περίοδο -το οποίο έθεσε υπόψη μου ο καθηγητής νεότερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Στράτος Δορδανάς– περιέχει τον ονομαστικό κατάλογο 249 ατόμων που μεταφέρθηκαν στο νησί της Χίου. Ο κατάλογος αυτός, στον οποίο βρίσκονται επίσης στοιχεία για το επάγγελμα, τον τόπο καταγωγής και την ημερομηνία σύλληψης, συντάχτηκε πιθανότατα στη βάση προφορικών μαρτυριών και παρουσιάζει μερικές ανακρίβειες και λάθη. Παρ’ όλα αυτά μας δίνει μια παραστατική εικόνα της ανθρωπογεωγραφίας των προσώπων που εκτοπίστηκαν.
Η συντριπτική πλειοψηφία (89 άτομα) προέρχεται από την πόλη της Βέροιας, όπου ζούσε και ζει ακόμα ένα μεγάλο ποσοστό Βλάχων. Από τα γνωστά βλαχοχώρια της Πίνδου βρίσκονται στη λίστα εκτοπισμένων στη Χίο: από Βοβούσα (27 άτομα), Περιβόλι (14), Σαμαρίνα (12), Αβδέλλα (6) Τούρια/Κρανιά (6), Νυμφαίο (3), Κλεισούρα (3), Τσερνέσι/Ελατοχώρι (3), Δίστρατο (2), Μέτσοβο (1), Φούρκα (1). Οι υπόλοιποι προέρχονται από διάφορα χωριά και κωμοπόλεις της δυτικής Μακεδονίας καθώς και από τα Πορόια Σερρών. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λίστας αποτελεί ο σημαντικός αριθμός μαθητών (23) καθώς και η παρουσία 17 γυναικών μεταξύ των εκτοπισμένων. Δύο άτομα στη λίστα φέρονται να έχουν χάσει τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του εκτοπισμού.

Οι συνθήκες κράτησης
Οι χώροι που υποδέχτηκαν αρχικά τους εκτοπισμένους Βλάχους στη Χίο ήταν δυο εγκαταλειμμένα εργοστάσια στα νότια της πόλης, και συγκεκριμένα ο ατμοκίνητος αλευρόμυλος του Λ. Πασβάντη και το επίσης ατμοκίνητο εργοστάσιο ζυμαρικών του Ν. Μίχαλου, (της γνωστής οικογένειας εμποροβιομηχάνων, εφοπλιστών και ευεργετών). Τα κτίρια βρίσκονταν στη σημερινή Λεωφόρο Ενώσεως και σήμερα δεν υπάρχουν πια. Μαζί με τους ρουμανίζοντες συστεγάζονταν εκεί εκτοπισμένοι Τσάμηδες από τη Θεσπρωτία καθώς και Ιταλοί αιχμάλωτοι πολέμου. Ο κ. Κώστας Φασουλάκης, συνταξιούχος έμπορος και γνωστός ιστοριοδίφης από τη Χίο, συνέλεξε και μου μετέφερε μετά από προσωπική του έρευνα αρκετές πληροφορίες από κατοίκους του νησιού, οι οποίοι θυμούνταν διάφορα περιστατικά από την παρουσία των εκτοπισμένων της εποχής εκείνης. Οι συνθήκες διαβίωσης μέσα στα μετασκευασμένα βιομηχανικά κτίρια ήταν απελπιστικές, ειδικά σε θέματα υγιεινής ή θέρμανσης. Η ψείρα και η βρομιά κυριαρχούσαν παντού.  Οι ελληνικές αρχές προμήθευαν μια στοιχειώδη τροφή, ενώ οι κρατούμενοι μαγείρευαν συχνά και μόνοι τους σε μεγάλα καζάνια. Η φύλαξή τους, την οποία είχαν αναλάβει έφεδροι στρατιωτικοί, δεν ήταν ιδιαίτερα αυστηρή, αφού οι κρατούμενοι μπορούσαν να εγκαταλείψουν το κτίριο κατά τη διάρκεια της ημέρας, χωρίς όμως να απομακρύνονται από την περιοχή. 
Εκτός από τα δυο βιομηχανικά συγκροτήματα χρησιμοποιήθηκαν για την κράτηση το δημοτικό σχολείο του Αγίου Γεωργίου Βροντάδου και το δημοτικό σχολείο του Κάμπου στην περιοχή Κλούβα. Σ’ αυτά μεταφέρθηκαν κυρίως οι γυναίκες ή και τα ζευγάρια κρατουμένων, και οι συνθήκες υπήρξαν σαφώς καλύτερες. Η ελευθερία κινήσεων ήταν και εδώ αρκετά μεγάλη.  Υπερήλικες σήμερα κάτοικοι του Κάμπου θυμούνται κάποιους εκτοπισμένους να εκκλησιάζονται τις Κυριακές στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Σταφυλά. Αγρότες από την ίδια περιοχή χρησιμοποιούσαν συχνά κρατούμενους για διάφορες αγροτικές εργασίες στα κτήματά τους. Μαρτυρίες για βασανισμούς ή βαριά κακομεταχείριση των εκτοπισμένων δεν είναι γνωστές. Σύμφωνα με τοπικές μαρτυρίες, τρεις κρατούμενοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στο νησί και ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο της Παναγίας της Κοκοροβιλιάς.
Οι εκτοπισμένοι μπόρεσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους μετά την κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς (4 Μαΐου 1941), οι οποίοι φρόντισαν για τη μεταφορά τους με πλοία στον Βόλο κι από εκεί ο καθένας πήρε τον δρόμο του για την ιδιαίτερη πατρίδα του.

Απολογισμός
Αποτιμώντας κανείς την επιχείρηση αυτή του ελληνικού κράτους ενάντια στο ιδιαίτερα μικρό αυτό τμήμα του βλάχικου πληθυσμού εκείνη την εποχή, θα πρέπει καταρχάς να λάβει υπόψη ότι δεν επρόκειτο για μια ελληνική πρωτοτυπία. Σε παρόμοιες εμπόλεμες καταστάσεις κι άλλες, δημοκρατικές ή μη, χώρες αντέδρασαν ανάλογα ενάντια σε ομάδες του πληθυσμού τους, όπως π.χ. η Γαλλία με τους γερμανόφωνους της Αλσατίας και Λορένης που απομακρύνθηκαν αναγκαστικά από τα μέρη τους το 1939/40 για λόγους «εθνικής ασφάλειας», οι ΗΠΑ με τους δεκάδες χιλιάδες γιαπωνέζικης καταγωγής πολίτες της, που το 1942 εγκλείστηκαν «προφυλακτικά» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή η Σοβιετική Ένωση με τους Μεννονίτες και τους Γερμανούς του Βόλγα που εκτοπίστηκαν στο Καζαχστάν και τη Σιβηρία.
Το περισσότερο κατακριτέο σημείο στην όλη επιχείρηση των ελληνικών αρχών αποτελεί ίσως η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ μέτρων και υποτιθέμενων κινδύνων. Όπως σημειώνει ο Αθανάσιος Χρυσοχόου -ηπειρώτης συνταγματάρχης από τα Πράμαντα και έμπιστος του Τσολάκογλου, που την εποχή της Κατοχής τον είχε τοποθετήσει στη Θεσσαλονίκη ως Γενικό Επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας, για να παρακολουθεί τις δραστηριότητες της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας στη Βόρεια Ελλάδα- «πάσα αντεθνική κίνησις [των ρουμανιζόντων] ούτε εις έκτασιν ούτε εις αποτέλεσμα ηδύνατο εν πάση περιπτώσει να θεωρηθή ως ενέχουσα στοιχεία σοβαρών δια το κράτος και το έθνος κινδύνων. Οι φωνασκούντες και θορυβοποιοί ήσαν μεμονωμένα άτομα, κατά κανόνα μη ακολουθούμενα ουδέ και υπό των μελών της ταύτης της οικογένειάς των».
Σε άλλο σημείο ο Χρυσοχόου τονίζει επίσης πως το ελληνικό κράτος αντέδρασε με «άσκοπον, αμελέτητον και εσπευσμένην λήψιν μέτρων άμα τη κηρύξει του πολέμου, άτινα και πάλιν συμπεριέλαβον εις συλλήψεις και εκτοπισμούς δικαίους και αδίκους και έθιξαν καιρίως τα αισθήματα πολλών ακραιφνών Ελλήνων Βλάχων, οίτινες είχον προσφέρει πολλά υπέρ της ελληνικής ιδέας και απετέλουν το αντίπαλον δέος της ρουμανικής προπαγάνδας».
Πιθανόν αυτή η αίσθηση αδικίας να εξώθησε αρκετούς από τους εκτοπισμένους Βλάχους αμέσως  μετά, μέσα στην Κατοχή, προς τη νέα τυχοδιωκτική προσπάθεια του Διαμάντη, όπως και στη συνεργασία τους με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, αλλά αυτό αποτελεί ένα άλλο σκοτεινό κεφάλαιο της ιστορίας μας. 
*Θερμές ευχαριστίες στον κ. Στράτο Δορδανά για την εμπιστοσύνη και στον κ. Κώστα Φασουλάκη για την πολύτιμη βοήθειά του.

Πηγές:
Δημοσιογραφική ομάδα «Ιός»: «Το άγνωστο ’40 – Η καταστολή του ʺεσωτερικούʺ εχθρού». Ελευθεροτυπία, 25/10/2009. (www.iospress.gr)
Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας: «Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος». 2η έκδοση, Τρίκαλα 1987.
Σπυρίδων Σφέτας: «Το τέλος της Βαλκανικής Αντάντ και η διάσταση του Κουτσουβλαχικού στις Ελληνορουμανικές σχέσεις 1939-1941». Ομιλία στο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών, Νάουσα 2014. (Στο YouTube).
Αθανάσιος Χρυσοχόου: «Η Κατοχή εν Μακεδονία – Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας». Θεσσαλονίκη 1951.


Του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη

Δεν υπάρχουν σχόλια: