Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης.
Η περιοχή της Φιλιππιάδας δοκιμάστηκε αμέτρητες φορές ανά τους αιώνες. Κατακτητές, ληστές, πειρατές και όλων των ειδών συμφορές τις δοκίμασαν οι κάτοικοι επιβιώνοντας κάθε εποχή με κόπους, φόβους, ιδρώτα, λύπη, πείνα, κ.λ.π. έως να έρθει η επόμενη συμφορά. Γράφονται στα βιβλία της ιστορίας οι ηρωικές και ένδοξες στιγμές κατά την διάρκεια των πολέμων. Δεν γράφεται όμως η καθημερινή αγωνία των κατοίκων να επιζήσουν. Ένα δείγμα παραθέτουμε από δημοσίευμα εφημερίδας, ανταπόκριση – επιστολή Ηπειρώτη ταξιδιώτη.
ΑΓΩΝ ΑΘΗΝΏΝ, φ. 23, 27/8/1900.
«Επιστέλλουσιν ημίν από 16 Αυγούστου 1899 εξ Ιωαννίνων.
….το ατμόπλοιον παρακάμψαν το ακρωτήριον της Σαφούς έπλεεν ευθύ προς το Μυρτώον πέλαγος, αφήνον όπισθέν του αφρόεντα αύλακα. Διελθών μετ’ ολίγον τα παράκτια φρούρια της Πρεβέζης, εισήλθεν εις τον λιμένα ένθα άλλοτε επαίχθη η πορφύρα αντί γυναικός, και ηγκυροβόλησεν πλησίον της γραμμής της διαγραφούσης τα όρια της Ελλάδος και Τουρκίας……
Μετά την υγειονομικήν επίσκεψιν, δοθείσης της αδείας, επήδησα επί της τυχούσης λέμβου. Μόλις επροχωρήσαμεν και ησθάνθη σκοτοδίνην. Μεμολυσμένη ατμόσφαιρα με περιέβαλε μέχρι πνιγμού. Η ρυπαρά άποψις του τελωνείου, και όλης εν γένει της παραλίας, τα βλοσυρά των φυλάκων βλέμματα και η αγρία όψις των Τούρκων στρατιωτών με διέθηκαν δυσθύμως. Έκυψα την κεφαλήν, διότι η αποβάθρα όλη μοι εφάνη ως σιδηρά πύλη, εφ’ ής ήτο γεγραμμένον φλογίνοις γράμμασιν «Εγκαταλείψατε παν αίσθημα ανθρώπινον οι εισερχόμενοι εις την χώραν των βασάνων»…
Αποβιβασθείς εις το τελωνείον, περιεκυκλώθην υπό σμήνους Αστυνόμων και τελωνοφυλάκων. Αναρίθμητοι χείρες ηπλώθησαν επ’ εμού και διηρεύνουν τους κόλπους, τα θυλάκια, πάσαν παρυφήν των ενδυμάτων μου….
Αφού επί ημίσειαν ώραν υπέμεινα όρθιος εγώ του εξετάζοντος οκλαδόν καθημένου τας οχληράς ταύτας διατυπώσεις, έλαβον την προς αναχώρησιν άδειαν. Και επειδή σκοπός του ταξειδίου μου ήτο να επισκεφθώ την γενέτειραν εξ ής απουσίαζον περί τα δέκα έτη, μισθώσας άμαξαν ανεχώρησα ευθύς δι’ Ιωάννινα. Μετά τα ερείπια της Νικοπόλεως και τας πυρικαύστους οικίας της Καμαρίνης, του Λούρου και του Καντζά, έφθασα εις τον Νέον Λούρον, κτίσμα των εξ Άρτης Τούρκων μεταναστών, ένθα και κατέλυσα περί λύχνων αφάς. Ενταύθα είνε μάλλον καταφανή τα ίχνη της καταστροφής συνεπεία του πολέμου. Νομίζει τις ότι βλέπει εισέτι καπνίζοντα τα ερείπια των εκκλησιών, των οικιών, των ξενοδοχείων, τα οποία ο Τουρκικός στρατός αφού ελαφυραγώγησεν, επυρπόλησε φεύγων υπό πανικού. Ανεμνήσθην ότι επί μίαν εβδομάδα εκυμάτισεν ενταύθα υπερηφάνως η κυανόλευκος σημαία της Ελευθερίας, και κατηράσθην εκείνους οίτινες την έφεραν οπίσω ταπεινήν και περιτυλιγμένην εις κοντόν…
Ανεχώρησα περί το λυκαυγές, υπό το κράτος λυπηρών αναμνήσεων, οδεύων προς τα Ιωάννινα. Καθ’ όλην την οδόν νεκρική εκράτει σιγή. Ο πόλεμος μετέβαλε τον τόπον εις αχανή ερημίαν. Ουδείς ήχος ή θόρυβος, ουδεμία φωνή ανθρωπίνη προαγγέλλει κατωκημένην χώραν…. Φθάσας προ του Κερασόβου, των σιδηρών πυλών της Νοτίου Ηπείρου, διακρίνω σκιάς ανθρωπίνην μορφήν εχούσας, να σπεύδωσι τροχάδην προς την άμαξαν, την οποίαν ο αμαξηλάτης ωδήγει λίαν βραδέως. Γυναίκες, γέροντες, παιδία, ηθροίσθησαν μετ’ ολίγον περί αυτήν. Ήσαν τα τελευταία λείψανα των θυμάτων του πολέμου, τα οποία δια φωνής υλακώδους εζήτουν «ολίγο ψωμί». Όταν ο αμαξηλάτης, επί τη παραγγελεία μου, έρριψεν όσας τροφάς είχομεν, οι δυστυχείς επέπεσον ως γύπες, και προς στιγμήν, δενμ έβλεπέ τις άλλο, ει μη ανθρώπινον εσμόν κινούμενον, παλαίοντα χάριν των ψυχίων… Μη δυνάμενος ν’ ανθέξω εις το αλγεινόν τούτο θέαμα, επροχώρησα πεζή, αλλά κατωτέρω μοι επεφυλάσσετο ετέρα λύπη. Γέρων ασκεπής και πολύθυρον έχων ένδυμα, έκλαιον ακουμβισμένος επί βράχου. Εσταμάτησα. Ο γέρων μ’ επλησίασε τριποδίζων και τραγουδών βραχνά:
«Σύννεφο μαύρο σκέπαζε το Σούλι και την Κιάφα….»,
συγχρόνως δε τείνων την χείρα του «ολίγο ψωμί Αφέντη μου», έκραζεν.
Αι ηρωικαί στροφαί του άσματος, ανεκάλεσαν εις την μνήμην μου την ιστορίαν της ατυχούς, πλην ενδόξου πατρίδος μου. Ως εν στρατιωτική επιθεωρήσει παρήλασαν ενώπιόν μου, δύο αιώνων ήρωες… Ήμην πλησίον του ιερού εδάφους του Σουλίου και της Πάργας. Καταληφθείς υπό ιεράς εκστάσεως, ενόμισα ότι η γη σείεται από τον κρότον των καρυοφυλίων, και τα βουνά αντιλαλούν από την κλαγγήν των γιαταγανίων….. Μετ’ ολίγον, οποίον αίσχος! Οποία απογοήτευσις παρελαύνουσιν ενώπιόν μου οι ήρωες του 1897, επιειμένοι αναίδειαν…
Ο δυστυχής γέρων, θύμα και αυτός του πολέμου, ωσεί ανέγνω εν τω λογισμώ μου επανέλαβε το άσμα, εν είδει υποθήκης:
«Παιδιά,
Σύρτε να λημεριάσετε όπου φωλιάζουν λύκοι,
Σε κορφοβούνια, σε σπηλιές σε ράχαις σε ραχούλες,
Παρά με Τούρκους, με θηριά καλλίτερα να ζήτε….
Σκλάβοι στας χώρας κατοικούν…..».
Έδωκα ότι είχον και έφυγον πλέον καταβεβλημένος υπό της λύπης.
Ενόμιζα ότι τα Ιωάννινα θα είνε τέρμα των βασάνων, αλλ’ ηπατήθην. Προ της εισόδου της πόλεως εφορολογήθην από τους τελωνοφύλακες της ξηράς και τους κολτζήδες της Regie. Οι Αστυνόμοι μόνον το διαβατήριόν μου έλαβον…..
Ιερεμίας».
1 σχόλιο:
Καί απεχουμε μονο 120 χρονια απο τοτε...
Σπυρακος θεοφιλος
Δημοσίευση σχολίου