Κατερίνα Α. Σχισμένου - Χρήστος Α. Τούμπουρος
Τραγουδώντας την ξενιτιά
Αθήνα 2019
Κατερίνα Α. Σχισμένου, τηλ. 6951772272
Χρήστος Α. Τούμπουρος, τηλ. 2109951013, 6972403377
Επιμέλεια ύλης:
Σελιδοποίηση:
Εκτύπωση:
Φωτογραφία Εξώφυλλο: Ηπειρώτες μουσικοί. (Φώτο: Χάρης Ζάχος)
Από αριστερά: Μήτσο Μπαλαδήμας (βιολί) Άγναντα, Στάθης Ζάχος (βιολί) Άγναντα, Παπαπέτρος (κλαρίνο) Ραφταναίοι και Μίλτος Στεργίου λαούτο (Πράμαντα)
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου αυτού, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την άδεια των συγγραφέων
Η Ήπειρος έχει ιστορία, παράδοση, πολιτισμό, κουλτούρα, προκοπή, καημό, συναίσθημα, φιλότιμο και ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ.
Κι όλα αυτά είναι καλά φυτρωμένα, με βαθιές ρίζες στο πετσί και στην πνοή του Ηπειρώτη και της Ηπειρώτισσας και βλασταίνουν και καρπίζουν και μυρωδίζουν ολόκληρη την Ήπειρο, ολάκερη την Ελλάδα.
Και πορεύεται ο Ηπειρώτης και η Ηπειρώτισσα τραγουδώντας και χορεύοντας με πόνο για την ξενιτιά και απαντοχή για τον γυρισμό.
Ανάθεμά σε ξενιτιά…
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Της ξενιτιάς
Κουβαλούμε όλοι μας μια ξενιτιά! Ξενιτιά μιας πατρίδας, όταν έχουμε ζήσει και περπατήσει περισσότερες πατρίδες αναζητώντας το σημείο που μπορεί να μας δέσει με κάτι βαθύτερο, που δεν είναι μόνο ο τόπος και ο χρόνος, αλλά μια ιστορία. Η δική μας προσωπική ιστορία, μια συλλογική με πολλά στοιχεία προγονικών αναστεναγμών και άηχων συλλαβών που ακροβατούν μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Πουλιά που λάλησαν στο διπλανό μας δάσος, άνθη που μοσχοβόλησαν στον γνωστό μας λειμώνα, ήλιοι που άστραψαν θριαμβευτικά στα μάτια μας πριν εναποθέσουν τις τελευταίες τους αναλαμπές στα σκοτεινά μας περάσματα.
«Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτέ μην τραγουδήσω,
μα τώρα για τους φίλους μου και για τους ιδικούς μου
θα ειπώ τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα
για ν’ ακουστώ στην ξενιτιά στα έρημα τα ξένα
ν’ ακούση η γυναίκα μου, ν’ ακούσουν τα παιδιά μου».
μα τώρα για τους φίλους μου και για τους ιδικούς μου
θα ειπώ τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα
για ν’ ακουστώ στην ξενιτιά στα έρημα τα ξένα
ν’ ακούση η γυναίκα μου, ν’ ακούσουν τα παιδιά μου».
Ξενιτιά έχει ο καθένας μας μέσα του. Ιδιαίτερα ο Ηπειρώτης που λόγω του δύσκολου τοπίου του και χώρου του αλλά και την συνέπειά του αναγκάζεται, έως και σήμερα, να μεταναστεύει. Σε πολλές και κοντινές ή και μακρινές πατρίδες.
Εκεί είναι που τραγουδά και ταυτόχρονα θρηνεί η ψυχή του.
Εκεί είναι που αισθάνεται τον κάμπο του Κρυστάλλη ξενιτιά και την Αθήνα τιμωρία.
Εκεί είναι που επικαλείται κάθε ηπειρώτικο στοιχείο για να τοποθετηθεί στην πατρίδα του πίσω και να αντλήσει τη δύναμη της συνέχειας και του ανασασμού του. Της ελεύθερης πνοής του. Γιατί η πατρίδα δεν είναι μόνο οι εικόνες, οι ήχοι, οι μυρωδιές, τα πρόσωπα, η οικειότητα, το κλαρίνο, αλλά και η ελευθερία της ψυχής.
Πατρίδα είναι εκεί όπου αισθάνεσαι ελεύθερος.
Πατρίδα είναι εκεί όπου ίπτασαι και πετάς, πατρίδα είναι εκεί όπου χαμογελάς και κλαίς.
Πατρίδα είναι η πασχαλιά, το αεράκι, η κρήνη η κορυφή της ψυχής σου...
«Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν Ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!»
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!»
Στην ξενιτιά όλα είναι βαριά και δύσκολα, η ζωή, ο βηματισμός, η μνήμη, η προσδοκία, η αγάπη και ο έρωτας, τα πάντα είναι μια φυλακή. Και υπάρχει η προσδοκία της πατρίδας που σε καρτερά, να σε αγκαλιάσει, να σε νανουρίσει, το χάδι και ο λόγος της μητέρας, η ευτυχία της πίκρας του καλωσορίσματος και του αποχωρισμού. Μνημονικοί τόποι γεμάτοι αισθήματα και προσευχές ελπίζοντας όλοι μας σαν τον Οδυσσέα πως οι πόρτες της πατρίδας μας θα βρεθούν ανοιχτές, διάπλατες και οικείες.
Αν χαθεί η αναγνωρισιμότητα, η οικειότητα, η γλώσσα και το τραγούδι, έχουμε χάσει την πατρίδα μας....
«Καλέ ξενιτεμένε μου, γράφε μου να μαθαίνω
στέλνε μου κι άγραφτο χαρτί, και γω καταλαβαίνω».
στέλνε μου κι άγραφτο χαρτί, και γω καταλαβαίνω».
(Καρτερώντας…)
(Τραγούδια των Τζουμέρκων, έκδοση του Συλλόγου Βουργαρελιωτών Αττικής, φωτοτυπική ανατύπωση των «Τραγουδιών των Τσουμέρκων» του Χρίστου Ν. Λαμπράκη στον 5ο τόμο της Λαογραφίας, 1915)
Τραγουδώντας την ξενιτιά
-Άιντε καλή αντάμωση στο πανηγύρ’ του χωριού. Εκεί θα τα πούμε.
Αυτό άκουγες από τους χωριανούς, τους συντοπίτες, τους πατριώτες σε κάθε συνάντηση στην πρωτεύουσα. Το πανηγύρι του Άι Λιος, της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας και πάει λέγοντας. Και δεν λέγαμε τίποτε άλλο παρά μόνο ποιοι πρόκειται να πάνε, ποιος και πώς θα διοργανώσει το πανηγύρι, «ποια λαλούτα θα φέρει». Σημείο αναφοράς. Τα πάντα γύρω από το πανηγύρι. Περιστροφή ολόκληρη και επί τόπου η σκέψη. Το πανηγύρι μας!
Αυτό άκουγες από τους χωριανούς, τους συντοπίτες, τους πατριώτες σε κάθε συνάντηση στην πρωτεύουσα. Το πανηγύρι του Άι Λιος, της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας και πάει λέγοντας. Και δεν λέγαμε τίποτε άλλο παρά μόνο ποιοι πρόκειται να πάνε, ποιος και πώς θα διοργανώσει το πανηγύρι, «ποια λαλούτα θα φέρει». Σημείο αναφοράς. Τα πάντα γύρω από το πανηγύρι. Περιστροφή ολόκληρη και επί τόπου η σκέψη. Το πανηγύρι μας!
Θυμάμαι ο παππούς μου -μαραγκός ήταν- με πόση επιμέλεια έφτιαχνε τους πάγκους και τα τραπέζια για το πανηγύρι. «Θα κάτσει τόσος κόσμος. Πρέπει να τα προσέξουμε», ήταν μόνιμα τα λόγια του. Και η γιαγιά μου σταυροκοπιόταν. «Χριστός κι Απόστολος. Πάλι τα χάλασαν. Αρκούδες κάθονταν απάνω. Τι πράμα κι αυτό. Αμπήδαγαν πάνω στα τραπέζια;»
Πολυτέλεια η καρέκλα, όχι μόνο στο πανηγύρι αλλά και στα σπίτια. Κι όσες υπήρχαν τις φυλάγαμε σαν τα μάτια μας μην πάθουν τίποτε. Δεν ήταν δυνατόν να αντικατασταθούν…
Πανηγύρι Άγναντα Άρτας 27/7/1924
(Φώτο: Αρχείο Αδελφότητας Αγναντιτών Αθήνας)
Το πανηγύρι, ο καθρέφτης του χωριού. Εκεί, δυο μέρες περνούσαν όλοι και όλες κι έδειχναν φάτσα - μπάλα τα καινούρια σκουτιά τους, τα γυαλισμένα παπούτσια, τα καρώ πουκάμισα και τις μοναδικές παλτατούκες. Τι σημασία είχε αν ήταν καλοκαίρι. Έπρεπε να φορεθούν για να τα δείξουμε. Το πανηγύρ’ ήταν το παζάρ. Εκεί μόστραραν τα παλικάρια, οι ομορφονιοί και μάτιαζαν τις νύφες. Εκεί και τότε έδειχναν την καψούρα τους και φανέρωναν τις επιθυμίες και την προτίμησή τους ενίοτε σουρώνοντας και «χάνοντας τα αυγά και τα πασχάλια τους». «Έχω ζάλη στο κεφάλι, έχω ντέρτια και καημό». Κάπως έτσι ξεκίναγαν τα καψουρέματα και μετά φανερώνονταν δια του «Ησαΐας χόρευε». «Στο πανηγύρ’ ιδώθ’καν, ταχιά παντρεύτ’καν καλά κουτσούβελα…».
(Φώτο: Μαρία Πολύζου) Καταρράκτης Άρτας. Πανηγύρι 1977
Στα πανηγύρια παίρνονταν οι περισσότερες αποφάσεις κοινού ενδιαφέροντος. Η βόσκηση στα βακούφ’κα, το κανόνισμα για τη βοσκή στο βουνό, η μοιραγή του νερού για το πότισμα κι άλλα, κι άλλα. Όλα λύνονταν ή γινόταν προσπάθεια να λυθούν προτού αρχίσει το πανηγύρι, γιατί άμα άρχιζε και λάλαγε το κλαρίνο και γινόταν η μουσική πανδαισία με εξαίρετες «ακουστικές μυρωδιές», που ευωδίαζε τη φύση η «Ιτιά - Ιτιά λουλουδιασμένη» και άρχιζε η τσιπουροκατάνυξη μέχρι να βαρέσει κατακρίκελα το τσίπουρο, άστα να πάνε. «Πήγαινε το αμπήδ’μα τρεις παράδες». Μόνο φούρλες μοιράζονταν, και ασφαλώς όχι το ποτιστικό νερό…
Ο καημός στο πανηγύρι…
Στο πανηγύρι λοιπόν, τα νιόγαμπρα, αλλά και τα ερωτευμένα. Να πιάσει κάποιος το χέρι της καλής του, που μέχρι τότε το έπιανε μόνο νοητικά, να της σφίξει λίγο το χέρι και, «ω του θαύματος! ανταποκρίθηκε κι αυτή». Στο πανηγύρι να την κοιτάξω, να της κλείσω το μάτι, να ιδωθούμε, να πιαστούμε χέρι - χέρι και να ανταλλάξουμε δυο λόγια. Μεγάλη η επιτυχία. Αναπάντεχο το καλό. Η συμπεριφορά όμως του θηλυκού στο πανηγύρι γινόταν αιτία μεγάλων καυγάδων και ανάρμοστων συμπεριφορών, από την πλευρά του αρσενικού. «Γιατί μίλησες τόση ώρα με τον Κώστα, τι έλεγες, τι πράματα είναι αυτά, μας έβλεπε ο κόσμος, με έκανες σουργούν’ με τη συμπεριφορά σου, σε είδε και η μάνα μου και κούναγε το κεφάλι της» και σταματημό δεν είχε.
Αιτία αναφοράς το πανηγύρι. Εκεί και τότε γινόντουσαν τα πάντα. Το κοίταγμα, το νόημα, το μίλημα, το πιάσιμο του χεριού, ο χορός, το τραγούδι… Μέγα και ενίοτε καθοριστικό γεγονός στη ζωή μας, εκεί όπου αποτυπώνονταν οι σκέψεις και η θέληση των χωριανών, εκφράζονταν η ενδιάθετη βούληση του καθενός, εκεί όπου μαζί με την ψυχαγωγία επιλύονταν και διάφορα κοινωνικά προβλήματα. «Το πανηγύρι, ο καθρέφτης του χωριού!».
Αιτία αναφοράς το πανηγύρι. Εκεί και τότε γινόντουσαν τα πάντα. Το κοίταγμα, το νόημα, το μίλημα, το πιάσιμο του χεριού, ο χορός, το τραγούδι… Μέγα και ενίοτε καθοριστικό γεγονός στη ζωή μας, εκεί όπου αποτυπώνονταν οι σκέψεις και η θέληση των χωριανών, εκφράζονταν η ενδιάθετη βούληση του καθενός, εκεί όπου μαζί με την ψυχαγωγία επιλύονταν και διάφορα κοινωνικά προβλήματα. «Το πανηγύρι, ο καθρέφτης του χωριού!».
«Τα βάσανα της ξενιτιάς στο πανηγύρι τα γλεντάς»
Ήταν τότε που ο κάθε χορευτής/τρια χόρευε αυτό που παρήγγειλε. Και ο καθένας/καθεμιά είχε το τραγούδι του. Αυτό και τίποτε άλλο. Το χόρευε με τις δικές του φιγούρες, τα δικά του πηδήματα, τα σκέρτσα του και, φυσικά, τα νάζια της. Τραγούδια… Κυριαρχούσαν τα τραγούδια της ξενιτιάς. Η ξενιτιά είναι σύμφυτη κατάσταση με τον Ηπειρώτη. Πόνος, καημός, αναμονή και όταν… πολυπόθητος ερχομός. Οι χοροί «βιομηχανοποιήθηκαν», τα τραγούδια ψιλοαλατίστηκαν από «κακόφωνα ακούσματα» και ο ρυθμός του χορού είναι πλέον ενιαίος και μοναδικός!
Τα τραγούδια της ξενιτιάς στον τόπο μας, στην Ήπειρο είναι αμέτρητα. Ασφαλώς και δεν επιδιώκουμε την καταγραφή τους. Άλλοι είναι αρμόδιοι. Και το πραγματοποιούν με τον καλύτερο τρόπο.
Μια απλή βιωματική παρουσίαση συγκεκριμένων τραγουδιών της ξενιτιάς.
Κέντρισμα στο συναίσθημα… που κάθε νότα του τραγουδιού γίνεται καημός και κάθε φύσημα αναστεναγμός.
Ένας μουσικός πολιτισμός συμπυκνωμένος, μια σταλαγματιά στοιχειωμένη, που αποτυπώνει την Ηπειρώτικη παράδοση και προκοπή.
Στην ουσία μια ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ.
Και αυτή η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ έχει κάτι το ιδιαίτερο, το αληθινό, το τωρινό, το ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ.
Που το σημαδεύει πάντα η Ηπειρώτισσα Γυναίκα.
Η ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
(Οι γυναίκες που ένιωσαν για τα καλά στο πετσί τους την ξενιτιά)
Μία απ’ όλες…
Η Γυναίκα της Κοιλάδας του Αχελώου
Λαμπρινή Λιάπη
Η γυναίκα της Ηπείρου είναι μια γυναίκα της διαφοράς, είναι η γυναίκα που, όσα κι αν πούμε, είναι λίγα για αυτήν. Είναι η γυναίκα που κουβάλησε στις πλάτες της, όχι μόνο μια βαριά παράδοση αλλά και μια αιωνόβια ζωή. Τη ζωή και τον ένδοξο πολιτισμό όλης της Ηπείρου. Γεννημένη και μεγαλωμένη στις πιο δύσκολες συνθήκες, επιβίωσε και επιβιώνει με το χαμόγελο της πιο λαμπρής μέρας και του πιο μεγαλειώδους τοπίου, γιατί μ’ αυτό έχει ζυμωθεί, σ’ αυτό εκπέμπει και δίνει υψηλά μαθήματα ήθους και αξιοπρέπειας.
(Φώτο: Γιώργος Κουρτέσας)
(Ιερά Μονή Μεγαλόχαρης Άρτας)
Κάπως έτσι συναντήσαμε την Λαμπρινή Λιάπη από την Μεγαλόχαρη, και συγκεκριμένα το συνοικισμό Άγιος Γεώργιος, να ακολουθεί κάθε Σάββατο την ίδια διαδρομή, μία ώρα πηγαίνοντας και μια ώρα επιστρέφοντας από το σπίτι της και με προορισμό; Το μοναδικής ομορφιάς και ξεχωριστής ιστορίας μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου στην κοιλάδα του Αχελώου, προκειμένου να ανάψει καντήλια και κεριά, να ανοίξει την εκκλησία, να προσευχηθεί. Γιατί το κάνει; Το κάνει για την Παναγιά και θα το κάνει όσο μπορεί . 86 ετών ζει μόνη της μέσα από την έννοια της αυτάρκειας και της αυτονομίας σε μια εποχή όπου η κρίση μας δείχνει πού να στραφούμε και από πού και τι να διδαχθούμε.
Εργασία από το πρωί έως το βράδυ, έχοντας παιδιά να μεγαλώσουν και να αναστήσουν, ζαλικωμένες και από ένα βρέφος, να περπατάνε σε ατραπούς που μόνο αυτές γνώριζαν ως τεράστια εσωτερική συνέπεια. Οι εργασίες τους απίστευτες πολλές, μιας και έπρεπε να φροντίσουν για την αυτάρκεια του οίκου τους. Ξυπνώντας από τα χαράματα, με ελάχιστο ύπνο, άναβαν τη φωτιά στο τζάκι, να ετοιμάσουν τα παιδιά, πάντοτε θα έβρισκαν να ταΐσουν τα παιδιά τους, τα ζωντανά τους, γιατί είχαν και έχουν την κοσμική σοφία. Στη διάρκεια της ημέρας είχαν τη ρόκα σαν ταυτόχρονη ενασχόληση, γιατί έπρεπε να μην κρυώνει κανένας και όλα τα υφαντά τους ήταν χειροποίητα, έργα τέχνης και υψηλής αισθητικής. Γιατί το μάτι με την ομορφιά του τοπίου όπου μεγάλωσε και η ψυχή αυτήν αποτύπωσε.
Γεωργικές εργασίες, βοσκή των ζώων, άρμεγμα, κούρεμα, παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων μέσα στις βασικές καθημερινές της ασχολίες. Μετέφερε νερό από την πηγή, έκοβε και κουβαλούσε ξύλα, πήγαινε το σιτάρι στο μύλο, το μετέφερε στο σπίτι, το αποθήκευε, το μοίραζε όμως και στην φτωχή γειτόνισσα, τη χήρα και το ορφανό, γιατί είχε και η ψυχή της τεράστια έκταση για τον Άνθρωπο. Κι έτσι μεγάλωσε και τα παιδιά της. Η ψυχική και σωματική της δύναμη ήταν ανεξάντλητη μιας και φορτωνόταν σχεδόν τόσο βαριά, όσο και ένα ζώο και μάλιστα οι αποστάσεις που έπρεπε να διανύσει ήταν πολλές φορές εξαιρετικά μεγάλες. Στο τζάκι θα καθόταν, εάν υπήρχε θέση, την τελευταία της μπουκιά θα την έδινε εκεί που έπρεπε και ήταν ανάγκη. Ποτέ δεν κράτησε κάτι για τον εαυτό της παρά μόνο την πίστη της και το κουράγιο της να συνεχίζει...κάθε μέρα.
Άντρες να λείπουν για μήνες μιας και εργάζονταν σε άλλες περιοχές, έπρεπε να επιβιώσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Βαριοί χειμώνες, δύσκολα καλοκαίρια και το χαμόγελο πάντοτε εκεί, στα χείλη τους, όπως μας φώτισε το χαμόγελο της Λαμπρινής Λιάπη ένα ανοιξιάτικο πρωινό ανοίγοντας την εκκλησία για να εκτελέσει το ύψιστο χρέος της.
(Φώτο: Γιώργος Κουρτέσας)
Αιωνόβιες ζωές και μεγάλες πορείες μέσα στο δύσκολο τόπο και δικό τους χρόνο που αποκτούσε μια άλλη διάσταση. Αυτόν της προσφοράς. Οι αφανείς στυλοβάτες και ηρωίδες αυτού του τόπου και φορείς αυτής της ένδοξης ιστορίας που δεν ξέρω, αν σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου μπορεί να αποτυπωθεί τόσο σκληρά αλλά και ταυτόχρονα τόσο λαμπρά. Οι ελεύθεροι άνθρωποι ελεύθερα σκέπτονται και ακόμη περισσότερο, ελεύθερα πράττουν. Δεν ξέρω, αν μπορούν αυτά τα βλέμματα και τα χέρια να εκπέμψουν αλλού τόσο πολύ και τόσο λαμπρό φως και ελευθερία. Γυναίκα και γεννιέσαι και είσαι και γίνεσαι. Και ξέρεις κάθε στιγμή να ζεις με μια βαριά κληρονομιά που φέρει όχι το πρόσωπό σου, αλλά το φύλο και η δοξασμένη καταγωγή σου χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι τις περισσότερες φορές.
Γυναίκες της Ηπείρου που έχτισαν γεφύρια, διέσχισαν βουνά, έκαναν τη νύχτα μέσα, έσκαψαν τον σκληρό τόπο που άνθισε, καρποφόρησε έθρεψε γενιές και γενιές, ύφανε κιλίμια και υφαντά απίστευτης ομορφιάς και αισθητικής χωρίς καν ένα μάθημα τέχνης και αυτογνωσίας. Γυναίκες ενός τόπου δοξασμένου, που όμως ποτέ δεν δοξάστηκαν, δεν ζήτησαν, δεν απαίτησαν το παραμικρό.
Γυναίκες που πολέμησαν και έδωσαν κάθε μάχη χωρίς κανένα βραβείο ή έπαινο. Γυναίκες ηρωίδες, γυναίκες της καρδιάς και της δικής μας μνήμης, γιατί είναι οι γιαγιάδες μας και οι μητέρες μας, γιατί είναι η δική μας κληρονομιά και αξία, γιατί είναι η δική μας προσωπική και τοπική ιστορία, αυτή της Κοιλάδας του Αχελώου, της Ηπείρου ολόκληρης.
Η ξενιτιά και το Δημοτικό Τραγούδι
Η εξομολόγηση της Θείας Ανθής
( Υπέργηρη Ηπειρώτισσα )
«Αχ, Τι να θυμ(η)θώ και τι να μολο(γ)ήσω. Τέσσερις αδελφάδες ήμασταν.
Εγώ, η μεγαλύτερη, έμεινα στον τόπο μας. Οι άλλες…
Οι άλλες, εκτός από την Αντιγόνη, καζάντισαν… στην ξενιτιά.
Η Αντιγόνη. Αχ, τι καημός. Πέθανε εδώ στο χωριό. Σκωληκοειδίτιδα είπαν οι γιατροί. Ποιος να τη δει και τι να καταλάβ’. Πού γιατρός…
Ούτε γιατρός ούτε και δρόμος. Μακριά, πολύ μακριά η πρωτεύουσα. Γιατρός στη χάσ’ και στη φέξ’. Στην απομόνωση, όλα τα χωριά. Φωνάξαμε, φωνάξαμε, δεν μας άκουσε κανένας. Ποιος μας σιουράει; Μας άφ(η)σαν στην ερημιά μας. Έτσι θα πεθάνουμε όλοι. Μόνοι μας…
Η άλλ’, η Κωνσταντίνα, ήταν το λουλούδι της Ηπείρου. Όλοι οι νιοι κάτω απ’ το παράθυρό της τραγούδαγαν: «Τα κάλλη σου κρεμούν παπά, τα φρύδια σου βεζίρη, τ’ αγγελικό σου το κορμί κρεμά καραβοκύρη».
Πάει, παντρεύτηκε στην Αθήνα. Έκανε καλή φαμπλιά. Τώρα, έχ’ κάνα δυο χρόνια να έρθ’ κατά δω. Πού να φτάσ’; Τη μισή σύνταξη θέλ’ για τα διόδια. Τι να φάει και τι να πορέψ’; Αχ, είναι σαν να μας αφαλόκοψαν. Έδιωξαν, όσους έδιωξαν, απ’ τα χωριά. Τώρα τους απομέρ(η)σαν κι απ’ αυτά. Θα μας φάει η ερημιά.
Και η Λενιώ, το στερνοπούλι μας. Μας έφυγε μαξούμ’. Πήγε, τι πήγε, τη στείλαμε στην Αυστραλία. Την είδε ο μουστερής σε φωτογραφία και του άρεσε. Την ξεπροβόδισε όλο το χωριό. Δεν κλαίγαμε. Κλαρίνα βάρεσαν. Ήρθε πέρσι με τα τρία παιδιά της. Αγόρια και τα τρία. Έφερε και τις νιφάδες της. Γρι από ελληνικά. Κοίταγαν κατά δω, κατά κει, σιουλουτιασμένες.
-Αχ, αδελφή, μού είπε. Τώρα πια με τα δεν θ(υ)μάμαι πώς τα είπε, σκάει, σκαπ, σκίαπ και τα άλλα, τώρα όλος ο κόσμος ένας κόσμος και μια πατρίδα η γη, όμως αδελφούλα μου, δε ζει χωρίς πατρίδα η ανθρώπινη ψυχή.
Αυτά μού είπε και βουρλίστηκε στο κλάμα. Κλάμα να δουν τα μάτια σας. Διαφορετικό όμως απ’ τ’ άλλα. Ήταν λυτρωτικό, γεμάτο καημό και πατρίδα!
-Δεν τον ξεχνώ τον τόπο μας. Δεν τον ξεχνώ.
Αυτά μόνο είπε. Γιόμισε και μια σακούλα χώμα κι έφυγε. Πότε θα την ξαναδώ, δεν το ξέρω. Άιντε, στην άλλη τη ζωή».
Κι όταν τελείωσε η θεια Ανθή, έπιασε ένα μοιρολόι και ρακουμάνησε στο κλάμα.
«Τι να σού στείλω ξένε μου, αυτού στα ξένα οπούεισαι,
να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλω μοσκοστάφυλο και αυτούνο ξεραγκιάζει.
Να στείλω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι,
το δάκρυ είναι καυτερό και καίει το μαντήλι».…
Ο Ηπειρώτης αφότου ρίζωσε στα «άπιαστα και απάτητα γκρεμοτόπια», «συνέζησε» με την ξενιτιά. Μακροπρόθεσμη ή εποχική, η ξενιτιά είναι σύμφυτη με την Ηπειρώτικη ψυχή.
Οι περισσότερες Ηπειρώτικες οικογένειες είχαν για πολλούς μήνες τους άντρες στο ταξίδι. Κάθε Μάρτη, ο αρχηγός της οικογένειας ήταν, αυτός και η φαμπλιά του, έρμαιο μιας σκληρής και αδυσώπητης μοίρας: αποχωρίζονταν τα αγαπημένα του πρόσωπα και ξενιτεύονταν, για να δουλέψει, προκειμένου «να ζήσει» την οικογένειά του.
Ο πόνος έφτανε μέχρι πλανταγμό όταν επρόκειτο για μακροχρόνια ξενιτιά.
«Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια τώρα. Ήταν ακόμα νέα η Μήτραινα, όταν, χήρα, ξεκίνησε το μονάκριβό της, ο Γιάννης, για την έρμη ξενιτειά .
Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα μαλλιά της,
όταν τον φίλησε για ύστερη φορὰ και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα με δακρυόπνιχτα μάτια να χάνεται στο μάκρος του δρόμου και να γίνεται άφαντος».
όταν τον φίλησε για ύστερη φορὰ και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα με δακρυόπνιχτα μάτια να χάνεται στο μάκρος του δρόμου και να γίνεται άφαντος».
Χρίστος Χρηστοβασίλης
Και σαν τον ξεπροβόδισαν «θρονιάστηκε» η μάνα του στην άκρη, στο τσιουκανάρ’ και τις περισσότερες ώρες κοίταγε στο βάθος… Μακριά, πολύ μακριά. Περίμενε…. Κάποτε, κάποτε «τραγουδούσε». Τραγούδι δεν μπορεί κάποιος να το πει. Κραυγή απελπισίας έβγαζε…
(Φώτο: Κώστας Μαυροπάνος)
«[…] «Στα ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξη τα δέντρα, και δε λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλαρίζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!
δε φυλλαρίζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!
Kώστας Κρυστάλλης
«Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει»
Αποχωρίζεσαι τον τόπο σου, τους δικούς σου, το δέσιμο κι την ιστορία σου. Βαθύς ο καημός και απίστευτος ο πλανταγμός!
Και μοναδική συντροφιά τα μανάρια της που η φροντίδα τους και το καρτέρεμα του γιόκα της «ήταν η ζωή της».
(Φώτο: Κώστας Μαυροπάνος)
«Η ξενιτιά είναι σα να σου διαγράφουν τη ψυχή, τις αναμνήσεις, τα παιδικά σου χρόνια. Δεν υπάρχεις»
«Ερ(η)μιά παιδάκι μ’. Ερ(η)μιά παντού!» Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που θα ακούσει ο επισκέπτης στα Ηπειρώτικα χωριά. Από ποιους; Από τους κατοίκους. Από όσους έμειναν εκεί. Εκεί, ακλόνητοι στον τόπο τους διαλαλώντας: «Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το αξίζει». Άνθρωποι με αδούλωτη, υπερήφανη και καθαρή ηπειρώτικη σκέψη-βιγλάτορες και σηματωροί- της ανθρώπινης αξιοπρέπειας- «βγάζουν» κραυγή πόνου, θύμησης, αγωνίας και αγανάκτησης.
«Ανάθεμά σε ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις»
Γεμάτοι παράπονο και αξιοπρέπεια, καημό και ένα μεγάλο «περιμένω», αγναντεύουν στη στράτα τον ερχομό και ζουν με το όνειρο και θάμα, «μπας και έρθει κανένας Χ’στιανός, έστω και για μια μέρα, να μοσχοπορέψουμε».
Παράλληλα αναθεματίζουν…
«Παρηγοριά έχ' ο θάνατος και λησμονιά ο Χάρος,
μα ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζ’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα
και κει που ξεχωρίζονται χορτάρι δε φυτρώνει».
Χουλιαράδες Ηπείρου. ΚΕΕΛ 64,15 στο «Το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς», Επιμέλεια G. Saunier, ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 2004
Η έκφραση «μιας πλήρους και ολοκληρωτικής απόγνωσης».
Χώρισαν… και πόσοι δεν χώρισαν! Παντού, σ’ όλη την οικουμένη βρίσκονται Ηπειρώτες. Όλοι έφυγαν με το όνειρο να καζαντίσουν. Άλλοι γύρισαν κι άλλοι έζησαν με τις αναμνήσεις και τον πόθο… Η πατρίδα… η καλύτερη!
« Ελληνίδες έρχονταν συχνά στο τριάρι, βαστώντας μωρά και με τ’ άλλα τους παιδιά κρεμασμένα απ’ τις φούστες τους. Θήλαζαν δίχως ντροπή τα μωρά, που ‘χαν τη μυτούλα τους χωμένη στα πρησμένα στήθια με τις γαλάζιες φλέβες. Πίνοντας λικέρ και τούρκικο καφέ (…) οι επισκέπτριες κουβέντιαζαν με τσιριχτές φωνές για την πατρίδα, μιλούσαν μ’ έναν παράξενο τρόπο, σαν να νουθετούσαν και να ‘λιωναν συνάμα απ’ τη λαχτάρα, για τους “ καλούς, τίμιους πατεράδες” τους, τις “κακομοίρες, παρακουρασμένες μανάδες” τους , για τη “γλυκιά πατρίδα” όπου ήταν τα σταφύλια πιο γλυκά, τα λεμόνια πιο μεγάλα, το νερό πιο δροσερό».
Έλεν Παπανικολάου «Μια ελληνική οδύσσεια στην αμερικανική Δύση», βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 2005
(Άγονος τόπος. «Πού να καλλιεργήσεις και τι να σπείρεις;»)
Τους έμεινε το τραγούδι και πολλές φορές το μοιρολόγι.
«Να αναστενάξω μάνα μ’ δεν μ’ ακούς, να κλάψω δεν με βλέπεις,
να στείλω γράμμα για να ‘ρθεις τα έξοδα δεν έχω.
Κλάψε με μάνα μ’ κλάψε με τη νύχτα με φεγγάρι και
την αυγούλα με δροσιά»
Ό,τι και να μού λένε, εμένα δεν φεύγει από το μυαλό μου αυτό που έζησα παιδάκι. Ήταν η εποχή που μας επισκέφτηκαν εκπρόσωποι διαφόρων εταιρειών, οι οποίοι «πρακτόρευαν» τη μετανάστευση. Συγκέντρωσαν στην πλατεία του χωριού μου πάνω από πενήντα χωριανούς και χωριανές, τους έβαλαν στη γραμμή κανταρέλα και «προέβησαν» σε υγειονομική τους εξέταση. Θυμάμαι και ανατριχιάζω… Πρώτα πρώτα μέτρησαν τα δόντια τους. Δεξιά οι/αι μη χρήζοντες / χρήζουσαι οδοντιατρικής περίθαλψης. Αριστερά οι/αι οδοντιατρικώς προβληματικοί/ές. Κάποιος είπε: «ξεχωρίζουν τα ζωντανά». Ίσα που δεν τον έφαγαν οι άλλοι. «Θα έχουμε δουλειά, θα έρθει χρήμα, θα αναπτυχθεί τουριστικώς το χωριό μας». Οι γραμματιζούμενοι το έλεγαν: «εισροή συναλλάγματος».
Και που λες ο κόσμος έφυγε και το συνάλλαγμα ποτέ δεν ήρθε…
Και που λες ο κόσμος έφυγε και το συνάλλαγμα ποτέ δεν ήρθε…
Και να το ξεπροβόδισμα. Τα όνειρα φορτώθηκαν καβαλίκα και «τροχιοδρόμησαν» για άλλες -ξένες- πολιτείες. Ταυτίστηκαν με τα «στριγκλίσματα» της γραμμής που την πατούσε ο σιδηροσυρμός, μαζί με τους αναστεναγμούς και το πλάνταγμα μάνας, γυναίκας ή ακόμη και παιδιών.
(Άγναντα 1959. Με βιολιά και με λαούτα ξεπροβόδισαν οι Αγναντίτες τον Βαγγέλη για τη Γερμανία)
Και εμείς, μεγαλώσαμε με το όνειρο να σπουδάσουμε, να φύγουμε απ’ το χωριό, να αποδράσουμε από τη φτώχεια και την ανέχεια, να σταματήσουμε να μαναρίζουμε τα ζωντανά, «να γίνουμε μεγάλ’ και τρανοί». Και πίσω τίποτε… «Έρμα μαντριά γεμάτα λύκ’ς!»
Κι έμεινε το τραγούδι. Το τραγούδι της αναχώρησης…
« (…)στο στάδιο της αναχώρησης, οι θέσεις είναι πιο απλές και καθαρές: ο άντρας, παρά τη γνώση και τη λύπη του,” ‘‘θέλει” ν’ αναχωρήσει, ταυτιζόμενος με την κοινωνική μοίρα του, οι γυναίκες (μάνα και σύζυγος) προσπαθούν να ματαιώσουν την αναχώρηση, ταυτιζόμενες με την κριτική στάση του ποιητή, δηλαδή του ίδιου του λαού, αλλά και τελικά υποτάσσονται: στον άντρα, και πέρα απ’ αυτόν στην -οικονομική αλλά και ηθική- ανάγκη».
Το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς, Επιμέλεια G. Saunier, ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου