Το βιβλίο του Ηπειρώτη, Πωγωνήσιου συγκεκριμένα, Παύλου
Παπανότη, Ηπειρώτικα τραγούδια με ιστορία, είναι μια συλλογή, την οποία ο
εξαιρετικός συνάδελφος ολοκλήρωσε μετά από μακρόχρονη προσπάθεια και επί τόπου
έρευνα. Συγκέντρωσε λοιπόν τα τραγούδια της πατρίδας του και συγκεκριμένα εκείνα
που έχουν ιστορικό υπόβαθρο.
Τα τραγούδια της πατρίδας είναι υπόθεση η οποία έχει
απασχολήσει κατά καιρούς πολλούς επιφανείς του είδους και παραπέμπω πρόχειρα σε
δύο διαφορετικά αλλά και παρόμοια είδη. Πρόκειται για τον κύκλο τραγουδιών «Η
πατρίδα μου» του Τσέχου συνθέτη Μπέντριχ Σμέτανα, ο οποίος δημιούργησε τραγούδια
πατώντας στην παράδοση της πατρίδας του, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του. Και
ακόμη πρόκειται για τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Κωστή Παλαμά, Τα
τραγούδια της πατρίδας μου, που επίσης αφορμήθηκε από την πατρίδα του.
Φυσικά δεν είναι οι μόνοι που αντλούν από την πατρίδα τους την έμπνευση. Θα
πρόσθετα, ότι κάθε μεγάλος συνθέτης από την τροφό πατρίδα αντλεί σε παγκόσμιο
επίπεδο (ο Νίκος Σκαλκώτας τους 36 ελληνικούς χορούς του, ο Τσέχος
Αντονίν Ντβόρζακ την 9η συμφωνία του, τη Συμφωνία του Νέου
Κόσμου και όχι μόνο, ο Βραζιλιάνος Έικτορ Βίλα Λόμπος τις βραζιλιάνικες
σουίτες του, επίσης, και όχι μόνο, καθώς και πολλοί άλλοι).
Η πατρίδα και τα βάσανά της, η ιστορική περιπέτεια που
της επιβλήθηκε σαν μοίρα και ο καημός εκφράστηκαν σε στίχο και έγιναν τραγούδι.
Ο Παπαδιαμάντης είπε για την Φραγκογιαννού πως «έκανε τα πάθη της τραγούδια» και
η γριά Λούκαινα μοιρολογούσε ξεπλένοντας την αβασταγήν της στο Γλυφονέρι. Οι
συνθήκες ζωής, λοιπόν, και τα βάσανα ενός λαού αποτυπώνονται μέσα στο τραγούδι
του, και αυτό συμβαίνει από αρχαιοτάτων χρόνων.
Ο Παπανότης έσκυψε με μεγάλη προσοχή πάνω στην Ιστορία.
Βρήκε τη γενεσιουργό αιτία του κάθε τραγουδιού. Την κοινωνική περίσταση, την
ανάγκη, την πληγή που γέννησε το φως. Ταξίδεψε από χωριό σε χωριό, συγκέντρωσε
το υλικό, αντέγραψε από χειρόγραφα, άκουσε από το στόμα των αυθεντικών φορέων το
τραγούδι –τραγουδισμένο, απαγγελμένο- και έκανε την απαραίτητη φιλολογική
δουλειά: επεξήγηση των ιδιωματικών λέξεων και εκφράσεων και ετυμολογική ανάλυση,
όπου υπήρξε ανάγκη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερε να κάνει κατανοητό το
περιεχόμενο των τραγουδιών στους νεότερους, κυρίως όμως την ιστορία του
Πωγωνίου, και παρέθεσε και τις παραλλαγές των τραγουδιών από άλλες γεωγραφικές
περιοχές της Ελλάδας. Λεπτομερή περιγραφή του τρόπου που εργάστηκε καταθέτει στο
Προλογικό σημείωμά του. Και επειδή «δει χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί
γενέσθαι των δεόντων» κατέγραψε μόνο τριάντα έξι τραγούδια (ευτυχής σύμπτωση,
όσοι και οι χοροί του Σκαλκώτα) και παρέλειψε την καταγραφή του πλούσιου
λαογραφικού υλικού που έχει στην κατοχή του από την μακρόχρονη έρευνά του, καθώς
και τις αναλογίες των πωγωνήσιων τραγουδιών με τα μοτίβα της αρχαίας ελληνικής
ποίησης, επικής και λυρικής, αλλά και με τραγούδια των ομόρων βαλκανικών χωρών.
Κοιτάζοντας την αφιέρωση του βιβλίου, στους γονείς:
Γιώργο και Αγαθή, έπειτα στη σύζυγο: Ανατολή και τέλος στα παιδιά: Αγαθή και
Γιώργο, σκέφτομαι το χιαστό σχήμα αυτής της αφιέρωσης, η οποία με τον τρόπο της
συνιστά μια ακόμα προέκταση των τραγουδιών που μεταβιβάζεται από τους
παλιότερους στους νεότερους, από τους παππούδες στα εγγόνια.
Τα Μέρη του βιβλίου, εκτός του Προλογικού Σημειώματος
και του Βιβλιογραφικού Πίνακα, είναι πέντε: Ιστορικά τραγούδια, Κλέφτικα
–Ληστρικά τραγούδια, Τραγούδια του γάμου και της αγάπης, Μοιρολόγια, Κοινωνικά
τραγούδια.
Αφού παρατεθεί το ποιητικό σώμα ακολουθεί το ιστορικό
πλαίσιο. Για την περίσταση, από την πρώτη ενότητα, παίρνω την «Άλωση της
Κωνσταντινούπολης» και το «Παιδομάζωμα». Στο πρώτο, γίνεται αναφορά στο θρύλο
για τα μισοτηγανισμένα ψάρια, τα οποία πετάχτηκαν έξω από το τηγάνι μόλις «ο
αμιράς εισέβηκεν με τ’ άλογο καβάλα». Από το τραγούδι λείπει η αρχή, αλλά το
τέλος που αφήνει σε εκκρεμότητα το τηγάνισμα, αφήνει και την ελπίδα για ανατροπή
της κατάστασης. Η απόσταση της Ηπείρου από την Κωνσταντινούπολη είναι μεγάλη
αλλά η πληροφορία που μας δίνει στο χειρόγραφο βιβλίο του ο «Τσαραπλανίτης
μουχτάρης Θανάσης Τσάβαλος στηριζόμενος σε παλαιότερες πηγές» είναι
διευκρινιστική: «σαν επάρθηκε και η Πόλη η βασιλεύουσα εις τους χρόνους 1453,
τότες αγρίεψαν οι Τούρκοι κατεπάνω των Χριστιανών και έστειλαν ορισμούς και
εχαλούσαν τις εκκλησιές και τα κάστρα και έγιναν μεγάλες ταραχές και κλαθμός
ανεκδιήγητος επί δύο χρόνια».
Το «Παιδομάζωμα» ή «γιανιτζαρομάζωμα», που είναι η
αφαίμαξη του Ελληνισμού, εφαρμόστηκε τον 15ο αιώνα επί σουλτάνου
Μουράτ Β΄, αρχικά κάθε πέντε χρόνια και αργότερα κάθε χρόνο. Ο τελευταίο στίχος
του τραγουδιού με τον οποίο μια μάνα θρηνεί και καταριέται είναι
χαρακτηριστικός: «πέρσι πήραν τον γιόκα μου φέτος τον αδελφό μου».
Υπεύθυνος της αποστολής ήταν ο Αγάς των Γενιτσάρων, που
αφού έφτανε στο χωριό, καλούσε τους χωριανούς να βγουν με τα παιδιά τους και
έλεγχε τα βιβλία της εκκλησίας, όπου καταχωρούνταν οι γεννήσεις. Στη συνέχεια
επιλέγονταν τα αγόρια από έξι έως είκοσι ετών, άλλα για το σώμα των γενιτσάρων
και άλλα για τις διοικητικές υπηρεσίες. Απαραίτητη ήταν η αρτιμέλεια και η
ομορφιά. Δεν έπαιρναν τα μοναχοπαίδια, από τις οικογένειες με πολλά παιδιά
έπαιρναν μόνο ένα, αλλά συν τω χρόνω πολλοί αυθαιρετούσαν, παίρνοντας και τα
μοναχοπαίδια ή αφήνοντας παιδιά έναντι αδράς αμοιβής. Αυτή ήταν και η αιτία που
οι γονείς αρραβώνιαζαν και πάντρευαν τα παιδιά τους από τα 8, 9 και 10 χρόνια
τους. Αυτά εξαιρούνταν και έτσι γλίτωναν από το παιδομάζωμα. Στη συνέχεια τα
παιδιά παραδίδονταν σε Τούρκους τιμαριούχους, οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν σαν
σκλάβους σε σκληρές δουλειές και όταν ήταν έτοιμα για στρατιώτες τα ενέτασσαν
στο στράτευμα των γενιτσάρων. Άλλα παιδιά, όμορφα, αρτιμελή και ευφυή, τα
εκπαίδευαν για να στελεχώσουν τη διοίκηση και το στρατό. Τα δίδασκαν την
τουρκική, αραβική και περσική γλώσσα, τη μωαμεθανική θρησκεία, την ιππασία, τη
χρήση του τόξου και της λόγχης. Από αυτά διορίζονταν οι αξιωματούχοι του
κράτους, οι μπέηδες, οι πασάδες και οι ακόλουθοι των σουλτάνων. Το παιδομάζωμα
καταργήθηκε τον 17ο αιώνα, αν και υπάρχουν πηγές που υποστηρίζουν ότι
το φιρμάνι της κατάργησης καταστρατηγήθηκε στη Νάουσα το 1705. Τότε οι
Ναουσαίοι, με αρχηγό τον Καραδήμο, σκότωσαν τον Αχμέτ Τσελεμπή και τους
ακολούθους του, στη συνέχεια όμως οθωμανικά στρατεύματα μπήκαν στη Νάουσα και
σκότωσαν τον Καραδήμο. Παραμένει άγνωστο αν τελικώς έγινε η στρατολόγηση. Μισό
εκατομμύριο Ελληνόπουλα στρατολογήθηκαν κατά τον Hammer,
ενώ ο Κ. Παπαρρηγόπουλος μιλά για ένα εκατομμύριο. Οι συνέπειες της τουρκικής
σκλαβιάς δεν σταματούν εκεί διότι πολλοί Έλληνες εξισλαμίστησαν για να αποφύγουν
το θάνατο και άλλοι έφυγαν. Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι ωφελήθηκαν με το
αξιόλογο δυναμικό που επάνδρωσαν υπηρεσίες και στρατό.
Το γνωστό τραγούδι της Τζαβέλαινας που καταλήγει στην
άτακτη φυγή του Αλή πασά, εμπνέει τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη να συνθέσει εκείνο
«Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη», όταν ο πασάς σύμφωνα με ιστορική μαρτυρία
«διέρηξε δύο ίππους» για να ξεφύγει. Ας θυμηθούμε εδώ τον σαιξπηρικό
Ριχάρδο Γ΄ που εκλιπαρούσε: «το βασίλειό μου για ένα άλογο». Στα
ανθολογούμενα τραγούδια θα θυμηθούμε πρόσωπα - η Τζαβέλαινα, η Δέσπω, ο
Μπότσαρης- και θα δούμε τόπους, καθώς και άλλους τόπους που προστέθηκαν στα
τραγούδια, μετά τους νικηφόρους πολέμους του ’40, άλλη μια απόδειξη της
ιστορικότητάς τους.
Ο Παπανότης υποστηρίζει την άποψη ότι οι «Κλέφτες» δεν
έκλεβαν μόνο τους Τούρκους και του προσκυνημένους, όπως πιστεύουμε
εξιδανικεύοντας τη δράση τους. Αντιθέτως έκλεβαν αδιακρίτως. Την εξιδανίκευση
την επέβαλε η άποψη ότι ήταν αυτοί ο πυρήνας του πρώτου επαναστατικού στρατού,
όπως τους παρουσιάζει ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας, ενώ
αντικειμενική κρίση γι’ αυτούς κάνει ο Δελβινακιώτης Γεώργιος Γαζής, γραμματέας
του Καραϊσκάκη, οποίος λέει ότι ήταν «κλέπται», «κακούργοι», «άγρια θηρία» που
ποτέ δεν είχαν δει πόλη ούτε είχαν μπει σε εκκλησία, ωστόσο, με την Επανάσταση
«πολλοί τούτων …ετίμησαν τα ελληνικά όπλα και τους αρχηγούς των».
Για τη Σαμαρίνα, μας λέει ότι ήταν το ψηλότερο χωριό των
Βαλκανίων, και για τούτο ήταν καταφύγιο και ορμητήριο κλεφτών. Οι Σαμαρινιώτες
όμως πολέμησαν στην Επανάσταση και οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν στην
Έξοδο του Μεσολογγίου. Ωστόσο, το τραγούδι «Εσείς παιδιά κλεφτόπουλα» που
αναφέρεται στα παιδιά της Σαμαρίνας, μάλλον εκφράζει γενικότερα το ήθος των
κλεφτών και όχι ειδικά των Σαμαρινιωτών. Η αρπαγή της κόρης του Αβέρωφ, «Η
Βασιλαρχόντισσα» και η ιστορία με τα λύτρα, τα τραγούδια για τον λήσταρχο
Νταβέλη, τα τραγούδια του γάμου και τα μοιρολόγια, ολοκληρώνουν την περιδιάβαση
του συγγραφέα, με τις ιστορικές πληροφορίες και τις αναφορές στα ιστορικά
γεγονότα.
Στο ερώτημα: τι έχει αυτή η συλλογή δημοτικών τραγουδιών
να προσθέσει στις τόσες άλλες του είδους; Η απάντηση είναι: Πρώτον αναφέρεται
μόνο σε ηπειρώτικα τραγούδια. Δεύτερον στήνει το ιστορικό υπόβαθρο ως θεμέλιο
του τραγουδιού με πολλές ιστορικές πληροφορίες, διασταυρωμένες από όσες υπάρχουν
πηγές, αποδεικνύοντας άλλη μια φορά πως τίποτα δεν γεννιέται εν κενώ· η
δημιουργία έχει τη ρίζα της στον άνθρωπο και τα παθήματά του, στις ιστορικές
περιπέτειες και τα γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή του και τον ίδιο, ότι μέσα
από τα τραγούδια ο φιλέρευνος ακροατής-αναγνώστης μαθαίνει ιστορία, ότι το
άκουσμα-ανάγνωση χωρίς τη γνώση καταντά κούφιο γράμμα. Ακόμα η συλλογή αυτή
διαλύει μύθους, αποκαθιστά την αλήθεια, εμπλουτίζει το κειμενικό πλαίσιο του
τραγουδιού και, χωρίς αυτή να είναι η πρόθεση, για τη συγκεκριμένη περίπτωση
τουλάχιστον, μας δείχνει πού οφείλεται το βαρύ και αργόσυρτο των ηπειρώτικων
τραγουδιών. Το πένθος είναι πηγή της έμπνευσης. Γι’ αυτό και ο Κωστής Παλαμάς
στη δική του συμπερίληψη των λυπητερών τραγουδιών βάζει πρώτα τα «Γιαννιώτικα»:
«Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα / μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα /
λυπητερά. Πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας! / Είναι χυμένη από τη μουσική σας /
και πάει με τα δικά σας τα φτερά».
Η δουλειά του Παύλου Παπανότη είναι σημαντική στο είδος
της και τον τιμά ως δημιουργό της που τιμά την πατρίδα του, διασώζοντας τον
πολιτισμικό της πλούτο.
www.parathemata.com
www.parathemata.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου