Τις
μέρες που διαδραματιζόταν η μεγάλη
καταστροφή του Πέτα (3 και 4 Ιουλίου
1822), δραματικά περιστατικά εξελίσσονταν
και στην Σπλάντζα, σημερινή Αμμουδιά,
ένα μικρό χωριό στις εκβολές του
Αχέροντα.
Ο
Μαυροκορδάτος που είχε την προεδρία
του εκτελεστικού από τις αρχές του 1822
διαπίστωσε ότι θα ήταν προς όφελος των Ελλήνων
να διατηρηθεί η αντίσταση των Σουλιωτών,
που απασχολούσε μεγάλες τουρκικές δυνάμεις, και προσπάθησε να μεταφερθεί το θέατρο του πολέμου στην Ήπειρο, για να ανακουφιστούν οι περιοχές του Μοριά και της Ρούμελης.
Την περίοδο εκείνη οι Σουλιώτες εμάχοντο ηρωικά στην Κιάφα και ζητούσαν επίμονα βοήθεια, αλλά μόλις στις 21 Ιουνίου ο Μάρκος Μπότσαρης ξεκίνησε για το Σούλι με χιλίους άνδρες. Στο δρόμο βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπος με ένα τουρκικό απόσπασμα από 3.000 ιππείς, τους οποίους αντιμετώπισε αποτελεσματικά. Αλλ’ ενώ συνέχισε το δρόμο του για το Σούλι, πήρε πληροφορίες ότι ο Γρίβας και ο Ίσκος είχαν κτυπηθεί από προφυλακές του Ομέρ Βρυώνη και διαλυθεί, και κατόπιν αυτού αποφάσισε να διακόψει την πορεία του προς το Σούλι και να επιστρέψει στην Πλάκα.
Στις 30 Ιουνίου πολυάριθμα σώματα από Γκέκηδες και Τόσκηδες τουρκαλβανούς ρίχτηκαν ορμητικά κατά των ελληνικών θέσεων στην Πλάκα. Οι Έλληνες τους απόκρουσαν καρτερικά επί τέσσαρες ώρες, αλλά κατέφθασαν ισχυρές ενισχύσεις από την Άρτα με τον Αχμέτ Βρυώνη. Η Τουρκική επίθεση συνεχίζετο αμείωτη επί ώρες, ώσπου τα ελληνικά σώματα άρχισαν να υποχωρούν άτακτα και επήλθε πραγματική καταστροφή. Ύστερα από την πανωλεθρία της Πλάκας μειώθηκε πλέον κάθε ελπίδα ότι ο ελληνικός Στρατός θα μπορούσε να ενωθεί με τους λίγους ηρωικούς Σουλιώτες, που εξακολουθούσαν την απεγνωσμένη άμυνα τους στην Κιάφα.
Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης είχε σταλεί από το Μαυροκορδάτο στα Ηπειρωτικά παράλια με δέκα πέντε υδραίικα πλοία, πεντακόσιους Μανιάτες και λίγους Μεσολογγίτες, για να ανοίξει από εκεί το δρόμο προς την Κιάφα, ανακουφίζοντας τους πολιορκημένους Σουλιώτες, μέχρι να φθάσει η βοήθεια. Στα μέσα Ιουνίου ο Κυριακούλης αποβιβάστηκε στο Μούρτο (σήμερα Σύβοτα), και ύστερα από αντίδραση των Αγγλικών αρχών, προσορμίστηκε στην Σπλάντζα. Οι Σουλιώτες έστειλαν εκεί τον Λάμπρο Ζάρμπα για συνεννόηση, και αργότερα το Ζώη Πάνου και το Βασίλη Ζέρβα με εκατό άνδρες.
Εναντίον του οι τούρκοι πασάδες έστειλαν 3.000 τουρκαλβανούς, με επικεφαλής τον Κεχαγιάμπεη της Τριπολιτσάς, που είχε αιχμαλωτιστεί από τους Έλληνες στις 23 του Σεπτέμβρη και είχε πρόσφατα απελευθερωθεί. Οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους τούρκους, και τοποθέτησαν τους 120 Σουλιώτες του Πάνου και του Ζέρβα σε πρόχειρο τοίχο που κατασκευάστηκε εν τάχει κατά μήκος της ακτής, το Ζάρμπα με τους άνδρες του σ’ ένα πύργο που βρισκόταν στις εκβολές του ποταμού ώστε να χτυπήσει από κει το ιππικό, που υποχρεωτικά θα περνούσε το σημείο αυτό, και ο Μαυρομιχάλης με τους Μανιάτες έπιασε τη δεξιά πλευρά, μέχρι τα απόκρημνα βράχια της ακτής.
Στις 4 Ιουλίου 1822, μία ώρα πριν βγει ο ήλιος, εμφανίστηκαν απέναντι από την ακτή οι τούρκοι, που κινήθηκαν αθόρυβα τη νύχτα, και ήλπιζαν να αιφνιδιάσουν τους Έλληνες. Οι ελληνικοί εύστοχοι πυροβολισμοί κράτησαν τους τούρκους απέναντι από το μαντρότοιχο, και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν προς στιγμή πίσω από το υπάρχον έλος. Η μάχη περιορίστηκε στους Σουλιώτες που βρίσκονταν πίσω από τον μαντρότοιχο και τους τουρκαλβανούς απέναντι, ενώ ούτε ο Ζάρμπας, που ήταν οχυρωμένος στον πύργο, μπορούσε να επέμβει, ούτε οι Μανιάτες που βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση. Ο Κυριακούλης όμως δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Άρπαξε το γιαταγάνι του και καλώντας τους άνδρες του να τον ακολουθήσουν έτρεξε προς τον μαντρότοιχο για να βοηθήσει τους Σουλιώτες.
Ο Κεχαγιάμπεης, βλέποντας την κρισιμότητα της κατάστασης, πήδησε στο άλογο του και ρίχθηκε στη μάχη, παρακινώντας τους άνδρες του να πηδήσουν το οχύρωμα των Μανιατών. Και καθώς οι δύο αρχηγοί έτρεχαν αντίθετα βρέθηκαν αντικριστά και αναγνωρίστηκαν, καθώς πολλές φορές βρέθηκαν αντιμέτωποι στο Μοριά. Εκείνη τη στιγμή ένα βόλι χτύπησε τον Κυριακούλη στην αριστερή μασχάλη και τον σώριασε στο χώμα. Οι σύντροφοι του τον τράβηξαν στις φίλιες γραμμές, όπου μετά από λίγο ξεψύχησε.
Οι Έλληνες μετά από αυτό κινδύνευαν σοβαρά, αν δεν συνέβαινε το ίδιο περιστατικό και στον αρχηγό των τούρκων. Μια σφαίρα χτύπησε καίρια τον Κεχαγιάμπεη καθώς βρισκόταν πάνω στο άλογο του και τον σώριασε στο χώμα. Ο θάνατος του κατατάραξε τους τούρκους, που από τη στιγμή αυτή σταμάτησαν τον πόλεμο και άρχισαν να μεταφέρουν από το πεδίο της μάχης τους νεκρούς και τους τραυματίες. Οι Μανιάτες πάλι μπάρκαραν στα πλοία τους και βγήκαν στο Βασιλάδι. Από κει μετέφεραν το νεκρό αρχηγό τους στο Μεσολόγγι, το οποίο τον κήδεψε με μεγάλες τιμές.
Η ατυχία της Σπλάντζας ήλθε ύστερα από την ήττα στο Κομπότι και την καταστροφή του Πέτα για να ολοκληρώσει την αποτυχία του Μαυροκορδάτου, που ήταν ο δημιουργός και κατηύθυνε την άστοχη εκστρατεία στην Ήπειρο. Οι διαδοχικές αποτυχίες των επιχειρήσεων στην Ήπειρο έκαμψαν το ηθικό των αμυνομένων Σουλιωτών. Τα πράγματα τους οδήγησαν σε συνθήκη με τους τούρκους την 28 Ιουλ 1822 και εγκατάλειψη του Σουλίου για τα Επτάνησα, στις 2 Σεπ 1822. Οι Σουλιώτες και μαζί τους ο Κίτσος Τζαβέλας διέρρευσαν απ’ εκεί στα μέτωπα της Νότιας Ελλάδας, για να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον των τούρκων.
* Ο Γιώργος Γκορέζης είναι υποστράτηγος ε.α. αρθρογράφος, συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής. e-mail ggorezis@yahoo.gr. web ggore.wordpress.com.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου