Ο μπάρμπα Κίτσιος ήταν δεν ήταν ενάμιση μέτρο άνθρωπος αλλά ήταν πολύ δουλευταράς και γλεντζές. Τα χωράφια του τα είχε πολύ περιποιημένα δεν έβρισκες ούτε τζόβολο να πετάξεις σε κανένα σκυλί να μη σε φάει.
Στα
χρόνια της κατοχής κατατάχτηκε στο
Ανεξάρτητο τάγμα Κραψιτών όχι
δα για να πολεμήσει αλλά για να έχει μια
καραβάνα γιομάτη. Του είχαν δώσει ένα
παλιοντούφεκο, αυτό την τελευταία
φορά που εριξε θα ήταν το δώδεκα θα
ήτανε λάφυρο απ το Μπιζάνι.
Καθώς ήτανε κοντός και το έβαζε ανάποδα
[με την γούλι κάτω] αυτή είχε γιομίσει
χώματα μπροστά. Σε μιά σκοποβολή ευτυχώς
τον πήραν χαμπάρι τα άλλα παλικάρια θα
τίναζε την κάνη στον αέρα. Καθώς ο
Μπάρμπας δεν ήταν ετοιμοπόλεμος τον
απαλάξανε από αυτά τα καθήκοντα.
Τον βάλανε τελικά βοηθό μαγείρου και έκανε
δεύτερες δουλειές. Μια φορά θυμάμαι Κυριακή ήταν νομίζω απαλλαγμένος από τα
καθήκοντα όταν ο μπάρμπας σκάλιζε το χωράφι βλέπει την Κίτσαινα στολισμένη, είχε
φτιάξει το κλωστάρι στα μαλλιά, συγγούνι με μέση καινούριο φαινόταν η Κίτσαινα
παιδούλα, την βλέπει ο μπάρμπας του ήρθαν φουσκοδεντριές, τι ρωτάει -Που πας μωρή
Κίτσαινα;
-Πάω να μεταλάβω του λέει αυτή.
-"Κάτσε να σε μεταλάβω εγώ πρώτα και μετά
ο παπάς".
Την τσακώνει ο μπάρμπας της τραβάει ένα μανίκι μέσα στην πατλιά και της
λέει, τώρα που σε μετάλαβα εγώ πήγαινε και στον παπά. Που να πήγαινε η μαύρη
Κίτσαινα.
Είχε μια μπίμτσα τόσο καλοφτιαγμένη που κανένας δεν την έβρισκε ακόμα
και να σου λέγανε που είναι, εκεί είχε όλα τα υπάρχοντά του. Έλεγε πότε θα φύγουν
αυτοί οι κερατάδες που έχουνε το καύκαλο τς χελώνας στο κεφάλι[κράνος].
Όταν
παστρευτήκαν και τσακίστηκαν και φύγανε ο μπάρμπας αν και σπάγκος έκανε ένα
μεγάλο ζιαφέτ, ήτανε και μεγάλος γλεντζές, γύρναγε τα ταψιά ανάποδα και χόρευε
πάνω σε αυτά, έκανε και τον γανωτζή την άλλη μέρα τα μαστόρευε. Στα τελευταία του
ένας εγγονός του του έφερε ένα ράδιο από την πόλη. Έλεγε ο μπάρμπας, "άρε έρμη
Φραγγιά τι φτιάνης έβαλες τσ ανθρώπους μες του κτί". Όταν ο μπάρμπας άκουγε, σας
ομιλούν τα Τίρανα γινόταν μπαρούτι. Ά παλιοκερατάδες που δεν μας αφήσαν να σας
ρίξουμε στην θάλασσα γυναίκα πάρτω από δω γιατί θα το στείλω στο ρέμα Μα όταν
έβαζε η ώρα της υπαίθρου φώναζε γυναίκα έλα κράταμε να ρίξω μια γυροβολιά. Στα
στερνά του τον είχαν σε ένα κρεβάτι στην αυλή κάτω από μια κρεβατίνα βλέποντας
τούς καρπούς να γίνονται και αυτός να πηγαίνει στην άλλη ζωή.
τζόβολο= μικρή πέτρα
ζιαφέτ =τσιμπούσι
πατλιά =θάμνοι σε σχήμα ομπρέλας
Γούλι =κάνη, άκρη τρύπας
Γιώργος Γιαννάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου