Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Ο γαλατάααας - Όταν ήταν η πρώτη κραυγή που αντηχούσε πρωί - πρωί έξω απ’ το παράθυρο στην Αθήνα


Ο «Αθηναιογράφος», Θωμάς Σιταράς, ανακαλύπτει ένα παλιό, χαρακτηριστικό κείμενο του Δημήτρη Ψαθά, από το «Ελεύθερο Βήμα» του 1936, και μας γυρίζει πίσω, στα πρωινά μια ξεχασμένης Αθήνας, μιας άλλης εποχής.
 «Πρωί-πρωί, ενώ ακόμη ο ύπνος βαρύνει τα βλέφαρά σας κι’ ενώ ακόμη το ημίφως της ημέρας δεν έχει τονίσει καθαρά τις γραμμές των αντικειμένων έξω απ’ το παράθυρό σας, θ’ αντηχήση η πρώτη κραυγή:-…. τάάάάάς! 
Μια λέξις είνε∙ βραχνή συνήθως, δυνατή όμως πάντοτε, νομίζετε πως αποτελεί το ξυπνητήρι της αθηναϊκής ημέρας. Με κραυγάς σας προπέμπει εις τας αγκάλας του Μορφέως η νύχτα, με κραυγήν θα σας αποσπάση βιαίως από αυτάς.

 -…. τάάάάάς! 

Την ακούτε καθ’ ύπνους. Είνε ο γαλατάς. Σπανίως θ’ακουσθή ολόκληρος η λέξις. Αρκεί η τελευταία συλλαβή. Είνε από διακριτικότητα; Είνε από πρωινό μαχμουρλίκι η περικοπή των υπολοίπων συλλαβών; Ίσως και τα δύο. Συνήθως ολιγόλογος ο γαλατάς έχει μια σοβαρότητα που φθάνει μέχρις αυστηράς συνοφρυώσεως.
 Ρεμπούπλικα πεσμένη στα μάτια, κινήσεις που θυμίζουν κινηματογραφικόν «ραλαντί» και δύο μεγάλα δοχεία, δεξιά και αριστερά.



Η παρουσία του έχει την ακρίβεια ρολογιού. Εάν θέλετε να ξυπνάτε με τα πρώτα χαμόγελα της χαραυγής, δεν είνε ανάγκη να ζητήσετε την συνδρομήν του ξυπνητηρίου. Σας φέρνει το γάλα μαζί με το ξύπνημα. Εάν δεν θέλετε να ξυπνάτε τόσο ενωρίς, ημπορείτε να γυρίσετε από το άλλο πλευρό, αφού περιμένετε ολίγον. Οπωσδήποτε το ξύπνημα είνε αναπόφευκτον…
 Από παντού προβάλλουν κατσαρόλες, πρόσωπα αγουροξυπνημένα, μαλλιά ατημέλητα, μάτια φουσκωμένα.
 -…. μέρα. 
-…. μέρα.
 Ούτε και το «καλημέρα» ολόκληρο. Το πρώτο μέρος του πνίγεται μέσα σ’ ένα χασμουρητό. Μοναδική περίπτωσις όπου το δουλικό δεν θ’ ανοίξη στο κατώφλι της πόρτας την κλασσική ειδυλλιακή ψιλοκουβέντα. Η δοσοληψία θα γίνη με πλήρη σιωπή. Ο γαλατάς αποτελεί κραυγήν και όχι κουβένταν.



Δεν θα ερωτήση πόσο γάλα χρειάζεται. Το γνωρίζει. Αι ανάγκαι της πελατείας του, του είνε γνωσταί –μισή οκά εδώ, εκατό δράμια παραπέρα, μια οκά παρακάτω.
 Μόλις γεμίση η κατσαρόλα, το ημίγυμνο χέρι του δουλικού αποσύρεται και το πρόσωπό του κάνει στροφήν με μίαν απόπειραν μειδιάματος που πνίγεται και πάλι μέσα στο χασμουρητό…

 Αυτό είνε:
 -…. τάάάάς.

 Θα προχωρήση παραπέρα, θα περάση σιγά-σιγά τον δρόμον, θ’ ακουμπήση τα δοχεία, θα χτυπήση καμμιά φορά το παράθυρο όταν κανένα δουλικό κοιμάται βαρύτερα…».

Δεν υπάρχουν σχόλια: