Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Η
είδηση της εκδήλωσης της πανούκλας
(Άρτα 1816) έφτασε μέχρι και τα παράλια
της Πελοποννήσου. Η είδηση αυτή για την
πανούκλα με άφησε άναυδο. Ο αδελφός μου
βρισκόταν στην Άρτα και απ’ ό,τι έμαθα
από φήμες, αυτός έμεινε εκεί για να
καταπραΰνει την ανησυχία του κόσμου
και να καταλαγιάσει την αναρχία, που σε
παρόμοιες περιστάσεις ξεσπάει. Τον
κράτησε ο Βοϊβόδας για να καταπραΰνει
με την παρουσία του τον αναβρασμό ενός
λαού που του έλειπε το ψωμί,
γιατί η κακοβουλία του, που συνταιριάζει
την οργή με τις επιδημίες, τον οδήγησε
να σπάσει τους υδαταγωγούς, που κινούσαν
τους μύλους, κι έτσι η αγορά έμεινε χωρίς
αλεύρι.
Έκρυβαν λοιπόν τη φύση της
αρρώστιας για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Και καθώς έβλεπαν τον ίδιο τον Πρόξενο
της Γαλλίας να βρίσκεται στη θέση του,
παρηγοριόντουσαν οι άνθρωποι ότι δεν
θα χτυπηθούν από την επιδημία. Έτσι,
όπως συνήθιζε, διαβεβαίωνε και καθησύχαζε
έναν πληθυσμό, που δεν αποζητούσε, παρά
το πρόσχημα για να μπουκάρει στα σπίτια
των πλουσίων και να τα λεηλατήσει,
νομίζοντας ότι εκεί θα βρει προμήθειες.
Δούλευαν ταυτόχρονα για να αποκαταστήσουν
τη ροή των νερών και μελετούσαν να δώσουν
εντολή να κλείσουν οι χώροι οι αφιερωμένοι
στη λατρεία, γιατί εκεί συγκεντρώνονταν
οι άνθρωποι και μετέδιδαν τις αναθυμιάσεις
της αρρώστιας και έτσι έπαιρνε έκταση
η μόλυνση. Οι κληρικοί παρηγορούσαν
τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους,
ο Βοϊβόδας μοίραζε ελεημοσύνες σε
τρόφιμα και ο Πρόξενος της Γαλλίας
πήγαινε κάθε μέρα στους τόπους όπου
είχαν μεταφέρει τους χτυπημένους από
την πανούκλα, για να τους ενθαρρύνει.
Ωστόσο, το μυστικό δεν μπορούσε να
φυλαχτεί, όταν είδαν να εμφανίζεται
στην πόρτα του λοιμοκαρτηρίου, που μόλις
διαμόρφωναν, μια κοπέλα που παραληρούσε
με το δέρμα γεμάτο φλύκταινες, που
αποκολλούνταν, όπως τα λέπια ενός ψαριού
που έχει προσληφθει από σήψη. Η αρρώστια,
που θέριζε ήδη δεκαπέντε με είκοσι άτομα
κάθε μέρα, εκδηλώθηκε πια και οι αρμόδιοι
αποφάσισαν να το πουν στο λαό.
Μέσα σ’
αυτήν την γενική εικόνα, εμφανίστηκε
ένας από τους επισκόπους της Μητρόπολης,
ντυμένος με τα λατρευτικά άμφια και με
το κεφάλι σκεπασμένο με μια μαύρη
καλύπτρα. Κάτω από το φως των νεκρικών
πυρσών που κρατούσαν οι διάκοι του,
σκόρπιζε αγιασμό στην πόλη, αναγγέλλοντας
την άφιξη του εξολοθρευτή αγγέλου. Στην
πομπή του αυτή δεν τον ακολουθούσε
καθόλου κόσμος και η φωνή του ήταν η
μόνη που ακουγόταν να ψάλλει τον νεκρώσιμο
ύμνο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.
(…)
Κάθε ελπίδα είχε χαθεί. Ένα μέρος
του πληθυσμού είχε αποσυρθεί στο βουνό
της Παναγίας, όπου έχτισαν καλύβες. (…)
Δυο μήνες αργότερα μάθαμε από ένα γράμμα
του Αρχιεπισκόπου Πορφύριου, που είχε
καταφύγει στο Βραχώρι της Αιτωλίας, ότι
δύο χιλιάδες τριακόσιες ψυχές είχαν
πεθάνει από την επιδημία… Την άνοιξη
του 1817 είχε επιζήσει τα δύο τρίτα του
πληθυσμού».
Φραγκίσκου-Καρόλου-Ούγγου-Λαυρεντίου
Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλαδα, ΉΠΕΙΡΟΣ,
Εκδ. Αφων Τολιδη 1994
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου