Η
φωτογραφία είναι του Κώστα Μαυροπάνου
Γράφει
ο Χρίστος Α. Τούμπουρος
Πέρασαν
δυο χρόνια από την κατάρρευση του
γεφυριού της Πλάκας! Δυο χρόνια με το
γεφύρι καταποντισμένο στα νερά του
Αράχθου και στα απόβλητα της αδιαφορίας,
της γραφειοκρατίας, ακόμη και της όποιας
ανικανότητας των αρμοδίων. Μπουρμπούλιασαν
τα αυτιά μας να ακούμε για χρονοδιαγράμματα
αναστήλωσης, για προγράμματα εκπόνησης
ή δημοπράτησης μελετών και απομάκρυνσης
-«μακριά από μένα, στον επόμενο»- ευθυνών.
«Το ιστορικό Γεφύρι της Πλάκας ένωνε
για 150 χρόνια τις δύο όχθες του Άραχθου
ποταμού, στα ορεινά της Ηπείρου, στα
όρια των νομών Άρτας και Ιωαννίνων.
Κατέρρευσε τα ξημερώματα στις 2 του
Φλεβάρη 2015, στη διάρκεια μιας από τις
«θεομηνίες» που συχνά πλήττουν τον
άγριο ορεινό όγκο των Τζουμέρκων. Από
το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των
Βαλκανίων, ένα θαρρείς «κεντημένο» στον
αέρα καλλιτέχνημα- ιστορικό τοπόσημο
της ευρύτερης περιοχής αλλά και ταυτισμένο
με καίριες στιγμές που αντανακλούν σε
πανελλήνιο επίπεδο- απέμειναν οι δυο
του άκρες και μεγάλοι πέτρινοι όγκοι
στον ρου του ορμητικού ποταμού».
Κάποτε,
εκεί στην Πανηπειρωτική πανηγυρίζαμε
για την κατάθεση της προμελέτης και
αργότερα της μελέτης αναστήλωσης του
γεφυριού. Σήμερα «θα… προκηρύξουμε
διαγωνισμό για την σύνταξη μελέτης».
Μήπως πρόκειται για επικοινωνιακή
μόστρα; Μήπως; Και πήραμε τη στράτα, το
στρατί, κι αρχίσαμε να μετράμε, εκεί
δίπλα στο χωράφι τις συγκεντρωμένες
πέτρες, όσες απόμειναν κι όσες περιμάζεψαν,
που ξέφυγαν από την ορμή του Αράχθου
και την «κραυγή» του αναθέματος! Ας
όψονται όλοι όσοι, υπεύθυνοι και ποτέ
υπόλογοι -από τη συνείδηση των πολιτών
δεν μπορεί να ξεφύγει κανένας- που
αιχμαλώτισαν το γεφύρι στα ελώδη νερά
της αδιαφορίας και το καταγκρέμισαν
στο βούρκο της.
Εκεί, δίπλα στο
χωράφι συγκεντρώθηκαν, όσες πέτρες
σώθηκαν από την κατεβασιά. Θα τις
χρησιμοποιήσουν και πάλι στην αναστήλωση
του γεφυριού. Και πιστέψαμε «Το φως/
Έγινε σήμερα τόσο/Φως/που οι τυφλοί/καθισμένοι
στις πέτρες/τ’ ακούν σαν κελάηδημα».
Κι αρχίσαμε να τραγουδάμε και να
συναυλιαζόμαστε, να σταματά το ρακομάνισμα
και να ακούμε εκεί δίπλα του, την ιτιά
τη λουλουδιασμένη και να ραίνεται η
σκέψη μας με ζουμπούλια και γαρύφαλλα,
βασιλικούς και δυόσμους, έστω και
τραγουδιστά, από τις μεγάλες κουβέντες
που εκστόμισαν οι ηγέτες και οι ειδήμονες
περί αναστήλωσης του γεφυριού. Και
χαμογελούσαν τα Τζουμέρκα γιατί
αχολογούσαν οι ρεματιές με τα ηρωικά
άσματα «Τζουμέρκα μου περήφανα, παλικαριών
λημέρια» συνοδευόμενα από την τσίκνα
των κοψιδιών και την άφθονη ροή του
τσίπουρου… Και δόστου ομιλίες και
δόστου ταξίματα και να οι υποσχέσεις
και εβίβα ρε παιδιά και αντε καλή αντάμωση
στα εγκαίνια και πάει λέγοντας… «Και
φοβάμαι ακόμη μη των χεριών μου το
άγγιγμα στις πέτρες τούτες μην επιτείνει
η φθορά, μην επισπεύδει των ερειπίων
την ερείπωση».
Σημεία των καιρών!
Τα μνημεία είναι δημιουργήματα μιας
συγκεκριμένης κοινωνίας σε μια ορισμένη
εποχή εκφράζουν τις αξίες, τις αντιλήψεις,
τα ιδεώδη και την αισθητική της. Με αυτά
δηλαδή καταλαβαίνουμε την κοινωνία που
τα δημιούργησε και τον πολιτισμό της.
Τότε έφκιαχναν γεφύρια, τώρα φτιάχνουν
«αμούρες κατσαρές». Απλά ή επιβλητικά,
ταπεινά ή μεγαλοπρεπή, ακέραια ή
σπαράγματα, στέκουν σιωπηλά και μας
υπενθυμίζουν ποιοι είμαστε και από πού
ερχόμαστε. Υποβάλλουν συναισθήματα,
προκαλούν συνειρμούς, προβληματίζουν
και διδάσκουν όποιον μπορεί να καταλάβει
καλύτερα τη «γλώσσα» τους. Σήμερα
«στήσαμε ανδριάντα» στο βωμό της
αδιαφορίας και του ωχαδελφισμού. Και
από πάνω «στήνουμε και στηνόμαστε» για
τις φωτογραφίες, απαραίτητες για τη
συντήρηση της επικοινωνιακής μας
μόστρας.
Δεν ξέρω, εκεί το καλοκαίρι
με το διήμερο συναυλιακό αχταρμά μήπως
καταλάβαμε πως οι σωροβολιασμένες
πέτρες που ήταν δίπλα μας, δεν είναι
μόνο πέτρες, δεν είναι μόνο κειμήλια,
παρακαταθήκη και αίγλη. Είναι η ιστορική
μας πραμάτεια! Και εν πάση περιπτώσει
αυτή η πραμάτεια δεν τιμάται με το όποιο
συναυλιακό εισιτήριο συνοδευόμενο από
το τζέρτζελο των δηλώσεων -ειδημόνων
και ειδικών, αυτοχρισμένων και
εμβαπτισμένων- για την αναστήλωση του
γεφυριού.
Το μόνο σίγουρο είναι
πως δεν «σωροβολιάστηκε το γεφύρι».
Σωροβολιάζεται το γεροντάκι χωρίς καμιά
αντανακλαστική κίνηση, χωρίς φωνή και
χωρίς αντίδραση. Εδώ το γεφύρι έβγαλε
φωνή, τρανή φωνή απ’ όλο το Τζουμέρκο
και τους απανταχού Τζουμερκιώτες: «Εδώ
που γεννηθήκαμε, σ' αυτό το λίγο τόπο,/
με τον ολάνθιστο ουρανό, το χώμα το ξερό,
/που πριν ανάψουν σβήνουνε οι πόθοι των
ανθρώπων,/ όλα θα γίνουν πιο καλά, θα
δεις, με τον καιρό. /
Εδώ που πολεμήσαμε,
δυο τρεις εμείς τους χίλιους,/ για να μη
λείψει το ψωμί, να πάμε πιο μπροστά,/
άλλοτε μες στα σύννεφα κι άλλοτε μες
στους ήλιους,/ όλα θα γίνουν πιο καλά,
θα δεις με τον καιρό./ Εδώ που μεγαλώσαμε
τον άνεμο νικώντας/ και που βαθιά ριζώσαμε
κι απλώσαμε κλαριά, εδώ θε' να γεράσουμε,
καλέ μου, πολεμώντας/ για την αλήθεια
της ζωής και για τη λευτεριά.» Φώντας
Λάδης. Βαριές κουβέντες, αντάξιες του
αναθέματος για το γκρέμισμα του γεφυριού.
Υπάρχουν υπεύθυνοι! Πώς να το κάνουμε;…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου