Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Μπάφρα Ιωαννίνων. Δείτε τα video





Δείτε τα video











































Μπάφρα Ιωαννίνων.
Οι κάτοικοι της Μπάφρας κατάγονται από τα χωριά της Πάφρας του Πόντου και από τα τουρκόφωνα ελληνικά χωριά της Καππαδοκίας, Τσατ και Τασλίκ, τα βορειότερα της επαρχίας της Καισάρειας. Το φθινόπωρο του 1927 μερικές οικογένειες φτάνουν στην Αμπελιά των Ιωαννίνων, με στόχο να ιδρύσουν προσφυγικό οικισμό. Η Ε.Α.Π αποφάσισε να μεταφέρει τις οικογένειες στον νεοϊδρυθέντα προσφυγικό οικισμό Μπάφρα.

Στην Μπάφρα ήταν ήδη εγκατεστημένοι από το 1926 πρόσφυγες από την Μπάφρα ή Πάφρα του δυτικού Πόντου και από την Σαμψούντα. Οι Πόντιοι της Πάφρας εκτός από ποντιακά μιλούσαν και τουρκικά. Η συνύπαρξη των Ποντίων με τους τουρκόφωνους πληθυσμούς της Καππαδοκίας, συνετέλεσε ώστε όλοι οι πρόσφυγες να επικοινωνούν μεταξύ τους στην τουρκική γλώσσα. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν 34 οικογένειες από την περιοχή της Καισάρειας και του Πόντου. Οι Πόντιοι κατέλαβαν τα πρώτα σπίτια, στην αρχή του οικισμού ενώ οι Τσατλήδες και Τασλήδες εγκαταστάθηκαν σχεδόν στο τέλος του οικισμού. Αυτό είχε ως συνέπεια ο οικισμός να διαχωριστεί σε δύο μαχαλάδες. Αυτός ο διαχωρισμός προέκυψε από α) την επιβολή της απόφασης της Ε.Α.Π. για αναγκαστική εγκατάσταση στον ήδη κατειλημμένο χώρο και β) τη διαφορετική πολιτισμική έκφραση των Ποντίων και Μικρασιατών.
Μέχρι το 1936 η προσφυγική ομάδα της Μπάφρας συνυπήρχε με την προσφυγική ομάδα της Νεοκαισάρειας με αρχηγό τον Ελευθέριο Χατζηπέτρου και αποτελούσαν την κοινότητα Μπάφρας -Νεοκαισάρειας. Το ίδιο έτος (1936) καταργήθηκε η ενιαία κοινότητα και ιδρύθηκε η αυτόνομη κοινότητα Μπάφρας διοικούμενη από το δικό της πρόεδρο.
Το Σχολείο
Ως σχολείο χρησιμοποιήθηκαν δύο από τα σπίτια του οικισμού. Αρχικά λειτούργησε με 25 μαθητές ενώ η κατασκευή του σχολείου αποπερατώθηκε με την προσωπική εργασία των κατοίκων ύστερα από απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου στα 1953.
Η Γη
Η κάθε οικογένεια έλαβε 38 στρέμματα που διατέθηκαν για καλλιέργεια καπνού, συγκομιδή χόρτου για τα ζώα και καλλιέργεια δημητριακών. Η κύρια γεωργική παραγωγή ήταν τα δημητριακά και ο καπνός ενώ η κάθε οικογένεια έλαβε 1 άλογο και 10 πρόβατα. Στη συνέχεια απέκτησαν το δικό τους κοπάδι από μικρά ζώα, αλλά και αγελάδες.
Η ανέγερση των σπιτιών του οικισμού έγινε σε 23 οικοδομικά τετράγωνα. Οι κατοικίες αποτελούνταν από δύο δωμάτια και ήταν φτιαγμένα από πέτρα. Στο ίδιο οικόπεδο αργότερα κατασκευάστηκαν από πλίνθους στάβλοι και αποθήκες.
Εκκλησίες
Τον Αύγουστο του 1936 χτίστηκε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής πάνω στα ερείπια του παλιού μοναστηριού, που ήταν αφιερωμένο στην ίδια αγία.


























Πρόσφυγες στα Γιάννενα.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι των περιοχών του Πόντου και της Μικράς


 Ασίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους, όπου ήταν ριζωμένοι εδώ και χιλιάδες χρόνια και να εγκατασταθούν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ανάμεσά τους αρκετές οικογένειες ήρθαν στο νομό Ιωαννίνων, όπου συγκρότησαν τους πρώτους προσφυγικούς οικισμούς: Κόνιτσα, Ασφάκα και λεκανοπέδιο Ιωαννίνων είναι οι βασικοί χώροι φιλοξενίας και υποδοχής τους. Τα προσφυγικά χωριά που δημιουργήθηκαν γύρω από τα Γιάννενα είναι 3: 














Η μουσικοχορευτική παράδοση της Μπάφρας Ν. Ιωαννίνων -Χοροί προσφύγων του Πόντου και της Καππαδοκίας

Γεωγραφική θέση
Η Μπάφρα βρίσκεται  στο Δημοτικό διαμέρισμα Ανατολής του Δήμου Ιωαννίνων του νομού Ιωαννίνων,8 χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα, δίπλα στη εθνική οδό Άρτας-Ιωαννίνων. Η καλλιέργεια του καπνού, η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν η κύρια απασχόληση των κατοίκων μετά την εγκατάστασή τους  στο νέο οικισμό το 1924-27. Από το 1932 μέχρι το 1936 αποτελούσαν μία κοινότητα με το γειτονικό χωριό Νεοκαισάρεια, που κατοικείται επίσης από πρόσφυγες. Στη απογραφή του 1981 είχε 600 μόνιμους κατοίκους και 50 ξενιτεμένους.
Καταγωγή  των προσφύγων
Οι κάτοικοι του χωριού μπορούμε να πούμε ότι προέρχονται από τρεις διαφορετικές περιοχές: της Μπάφρας, της Σαμψούντας και της Καισαρείας της Καππαδοκίας.
Ιδιαίτερες πατρίδες των σημερινών Μπαφραλήδων:
1) Από την περιφέρεια της Μπάφρας: το Ασμά Τσαμ, το Αλατσάμ, το Τοπουρασάνη Σούρμελη, το Τοούζ Αγάλ, η Ασάρ και η πόλης της Μπάφρας.
2) Από την περιφέρεια της Σαμψούντας η Καλχάντζα και το Ιλετίκ από το Τσαμαλάν της Σεβάστειας και από την Τόσια του Πόντου.
 3) Από την περιοχή της Καισαρείας της Καππαδοκίας: το Τσατ (Καζάς Παγαζλιάν), το Τασλίχ ή Τσοχούρ, το Ζιλιέ, το Καράτζορεν, το Ουρούμ Γαβάχ, το Τεντίλ και το Εβτζί του Αγκ Μέτεν.
Γλώσσα - Θρησκεία.
Το Τουρκικό κράτος στην προσπάθειά του να εξισλαμίσει και να εξαφανίσει το δραστήριο και ζωντανό ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας, υποχρέωσε τους Έλληνες να διαλέξουν ανάμεσα στη γλώσσα και την πίστη. Όσοι διατήρησαν τη γλώσσα και έχασαν την πίστη τους, έγιναν στην αρχή ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι και μετά κατάντησαν   τουρκόφωνοι Τούρκοι.
Οι  Μπαφραλήδες και  οι Καππαδόκες  (αυτοί που τελικά υπέστησαν τον ξεριζωμό ) είχαν διαλέξει την Ορθόδοξη Χριστιανική τους πίστη .
Αυτοί οι τουρκόφωνοι Έλληνες διακρίνονταν για το ζωηρό θρησκευτικό τους συναίσθημα. Με την αυστηρή τήρηση των εθίμων και των Χριστιανικών αξιών διατήρησαν με πείσμα την ελληνικότητα και την πίστη τους.
Στον οικισμό της Μπάφρας Ιωαννίνων οι περισσότεροι από τους νεοεγκατεστημένους πρόσφυγες μίλαγαν μόνο την τουρκική γλώσσα. Στοιχείο που δυσκόλεψε την επικοινωνία με τα γειτονικά Ηπειρώτικα χωριά.
Ακόμη και σήμερα οι υπερήλικες έχουν δυσκολίες με την Ελληνική γλώσσα αφού η τουρκική παρέμεινε η κύρια γλώσσα για την μεταξύ τους επικοινωνία.
Καταγραφή
Η Μπάφρα βρίσκεται κοντά στον δρόμο για την Σκλίβανη, το όνομα της μας έφερνε στη μνήμη την προσφυγιά και τον ξεριζωμό των κατοίκων της. Οι καλοκαιρινές πολιτιστικές εκδηλώσεις του χωριού είχαν προκαλέσει από παλιά την προσοχή και το ενδιαφέρον μας.  
Εντύπωση μας έκανε επίσης  η διαπίστωση  ότι μια   κοινωνία ανθρώπων από τόσες διαφορετικές  περιοχές της Μ. Ασίας, απέκτησε τελικά κοινωνική συνοχή και συμβίωσε αρμονικά στο περιβάλλον της νέας πατρίδας.
Αφορμή για αυτή τη καταγραφή, στάθηκε το ερώτημα για το είδος της μουσικοχορευτικής παράδοσης που θα είχε διαμορφωθεί, από την συνύπαρξη όλων αυτών των προσφύγων.
Διαπιστώσεις
Στις εξιστορήσεις τους παρατηρήσαμε μικρές διαφορές σε απόψεις που αφορούσαν την ιστορία της μεταφοράς και εγκατάστασης στον σημερινό τόπο, τα έθιμα, τη φορεσιά και τα μουσικά όργανα, τον τρόπο εκτέλεσης των χορών και των τραγουδιών. Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις ήταν αναμενόμενες γιατί ο καθένας εξέφραζε κύρια αυτό που είχε βιώσει στο στενό οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον, σε γλέντια, συνήθως με ανθρώπους από τα ίδια ή γειτονικά χωρία της Μικράς Ασίας.
Αντιληφθήκαμε ότι ο καημός των πρώτων προσφύγων ήταν μεγάλος, η δε διαρκής εξιστόρηση των αναμνήσεών τους ήταν η μόνη σύνδεση  πλέον γι αυτούς,  αλλά και για τους απογόνους τους, με τις παλιές πατρίδες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η προφορική αυτή εξιστόρηση γεγονότων είναι  ένας από τους κύριους  λόγους  που διατήρησαν πολλά  έθιμα και  στοιχεία από την παράδοσή τους
Παρόλα αυτά υπάρχουν στοιχεία που δεν ενσωματώθηκαν στη σημερινή έκφραση της παραδοσιακής ζωής της Μπάφρας αλλά δεν ξεχάστηκαν ακόμη.
Η μουσικοχορευτική  τους ταυτότητα  όπως δημιουργήθηκε από την συνάντηση και αλληλοεπίδραση όλων αυτών των τοπικών  πολιτισμών είναι εξαιρετικά πλούσια και ενδιαφέρουσα 
























Μουσικοχορευτική παράδοση της Μπάφρας Ιωαννίνων
Μουσικά όργανα.
Οι Ζουρνάδες (μεγάλο μέγεθος) και τα νταούλια ήταν τα κατεξοχήν μουσικά όργανα στην περιφέρεια της Μπάφρας του Πόντου. Ιδανικά για εκδηλώσεις ανοιχτού χώρου. Δεν προσέφεραν όμως την δυνατότητα για τραγούδι. Οι Καππαδόκες είχαν στην πατρίδα τους σαν όργανα τον κεμανέ, το ούτι και το ντέφι ενώ σπάνια συναντάται και ο ζουρνάς.
Τα πρώτα όργανα που θυμούνται στο χωριό ήταν οι Ζουρνάδες και τα νταούλια. Ζουρνά έπαιζε ο Μιμίσογλου Στυλιανός και νταούλι ο  Γιάννης Μαυρίδης Στη συνέχεια και για πολλά χρόνια, συνοδεύει τους χορούς τους ο Σάββας Ναυρόζογλου με το βιολί του, που το έπαιζε σαν την ποντιακή λύρα κρατώντας το κατακόρυφα. Τον συνόδευε  ο Δημήτρης Δεδέογλου με το ντέφι.
Οι δικές τους μουσικές καταγραφές είναι οι παλαιότερες που έχουν διασωθεί. 
Στα γλέντια συχνότερο ήταν το φαινόμενο να τραγουδούν με το στόμα και να χορεύουν. Κύρια χόρευαν και τραγουδούσαν καρσιλαμάδες τους οποίους έμαθαν και οι πόντιοι που τους άρεσαν και χορεύονται σήμερα και από αυτούς.
Γενικά για τούς χορούς
Η κλειστή αυτή κοινωνία εργαζόμενη σκληρά για την επιβίωσή της, χωρίς ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές με τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής, κατάφερε να διατηρήσει ένα μεγάλο αριθμό χορών και  τραγουδιών. Πολλά από αυτά μέσα από τη μεταξύ τους συναναστροφή έγιναν κοινά αποδεκτά από το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού και απετέλεσαν τη ιδιαίτερη μουσικοχορευτική παράδοση του σημερινού χωριού.
Το είδος και το ύφος των χορών είναι τελείως ξεχωριστό. Ακόμη και με τους αδελφούς τους από το χωριό Μπάφρα του Ν. Σερρών μαρτυρούν όλοι, ότι σε κοινά γλέντια δεν μπορούν να χορέψουν μαζί. Επίσης στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του πολιτιστικού τους Συλλόγου όπου καλούνται ποντιακά και άλλα προσφυγικά σωματεία της Ηπείρου, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς την ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα των χορών της σημερινής Μπάφρας.
Οι χοροί με την μορφή που συναντώνται σήμερα, συνέβαλαν να εξασφαλιστεί η  κοινωνική επαφή. Το ύφος του είναι αντιπροσωπευτικό της  φυσιογνωμίας του χωριού  αλλά ταυτόχρονα πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία του δηλώνουν την πολιτιστική συνέχεια του μικρασιάτικου πολιτισμού.
            Όλοι οι χοροί είναι σήμερα μικτοί. Άνδρες και γυναίκες  χορεύουν σε κοινό κύκλο με ισότιμο χορευτικό ρόλο. Πανηγύρια για πολλά χρόνια δεν είχαν και αφορμή για χορό είχαν στους γάμους, στις ονομαστικές εορτές και πολύ συχνά τις Κυριακές. Το Πάσχα οι  γυναίκες μετά την δεύτερη Ανάσταση, κατέβαιναν το μεσημέρι από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής  για το πανηγύρι στην πλατεία του χωριού, τραγουδώντας επειδή  αναστήθηκε ο Χριστός. Είχαν πάντοτε το τραγούδι συντροφιά σε όλες τις ασχολίες τους και αναζητούσαν πάντοτε την ευκαιρία για να στήσουν τον χορό
Οι χοροί που επικράτησαν και σήμερα συναντώνται είναι:
Τσοπανάρ
Τσοπανάρ σημαίνει τσοπάνος. Υπάρχει και χωριό με την ονομασία Τσοπανάρ, κοντά στη Σινώπη. Είναι χορός στα τρία, με λαβή από τους ώμους Υπάρχει συνοδευτικό τραγούδι στα τούρκικα. Χορεύουν άνδρες και γυναίκες μαζί. Ο πρώτος ή η πρώτη κρατάει μεγάλο σε μέγεθος μαντήλι
Γιουβαρλαντίμ ή Γιουβαρλαντούμ
Η λέξη σημαίνει κατρακύλισμα. Είναι μικτός κυκλικός χορός που συνοδεύεται από τραγούδι. Λαβή από τις παλάμες, με τα χέρια κάτω από τις μασχάλες και με λυγισμένους αγκώνες. Ο πρώτος ή η πρώτη κρατούν μεγάλο σε μέγεθος μαντήλι.
Ιραχανίμ
Ιραχανίμ σημαίνει βασιλικός, από το ομώνυμο τραγούδι. Είναι κυκλικός χορός. Χορεύεται με κατεύθυνση δεξιά και κάποτε με παράγγελμα του πρώτου, ο χορός πάει προς τα  πίσω. Λαβή χιαστί. 
Καρσιλαμάς
Κυριαρχεί στις χορευτικές εκδηλώσεις. Υπάρχουν πολλά συνοδευτικά τραγούδια και μελωδίες. Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια είναι το Τσετενέ. Άλλοι Καρσιλαμάδες είναι το Τεβελέρ, Καραμάν και ο Κόνιαλης. Υπάρχουν αργοί και γρήγοροι Καρσιλαμάδες. Μέχρι το 1950 οι Καρσιλαμάδες χορεύονταν από δύο ή τέσσερα μόνο άτομα (ένα ή δύο ζευγάρια ανεξάρτητα με το φύλο). Δεν συμμετείχαν ταυτόχρονα άλλοι χορευτές. Μετά το 1950 χορεύουν ταυτόχρονα πολλά ζευγάρια.
Κριμιζί Μπουγκτάι
Κριμιζί μπουγκτάι σημαίνει κόκκινο σιτάρι. Χορεύεται σε έναν κύκλο, μπροστά τα αγόρια και πίσω τα κορίτσια, με λαβή από τους ώμους. Τραγουδούν αντιφωνικά τον ίδιο στοίχο.
Τσιτσέκ Ταγχ
Τσιτσέκ ταγχ σημαίνει λουλουδιασμένο βουνό. Ανδρικός παλιά, σήμερα όμως μικτός χορός. Υπάρχει συνοδευτικό τραγούδι.
Χαρακτηριστική είναι η επίκληση που γίνεται κατά τη διάρκεια του χορού.
Σιβασλί
Χορός στα τρία.
Ριρίκα
Ζευγαρωτός αγκαλιαστός χορός και χορευτικό παιχνίδι
Τικ Μπάφρας
Με ιδιόμορφο βαρύ χορευτικό ύφος που ξεχωρίζει για τη μεγαλοπρέπειά του και το χτύπημα του ποδιού
Σάρι Γιζ
Σάρι γιζ σημαίνει ξανθό κορίτσι. Χορεύεται με διαφορετικό τρόπο από ότι συναντάται στους Πόντιους.
Συρτό
Ετσι ονομάζουν τον χορό Ομάλ ή Λάχανα.
Ζεϊμπέκικος
Υπήρχε τούρκικο τραγούδι και πολύ παλιά ήταν ο αγαπητός χορός κάποιου από την Τόσια. Τείνει να αντικατασταθεί πλήρως από τα σύγχρονα Ζεϊμπέκικα.
Κότσαρι
Χορεύεται σπάνια. Ισως έγινε γνωστός μετά την συναναστροφή με τον ποντιακό πληθυσμό, τόσο της Ηπείρου όσο και της άλλης Ελλάδας, με τις ανταλλαγές χορευτικών συγκροτημάτων.
Τριγώνα
Ποντιακός χορός από τη Μπάφρα. Χορεύεται σπάνια και σήμερα.
Αραμπατζής
Γρήγορος χορός Στα Τρία με λαβή από τους ώμους και τραγούδι στα τούρκικα. Δεν χορεύονταν συχνά τα τελευταία χρόνια.
Από τους σημερινούς χορούς του νέου οικισμού που επικράτησαν φαίνεται ότι από την περιφέρεια της Καισάρειας προέρχονται: ο Ομάλ Τσοπανάρ, το Γιουβαρλαντούμ, το Ιραχανίμ, το Τσιτσέκ Ταγχ, το Κρεμιζί Μπουγκτάι, το Σιβασλί και οι Καρσιλαμάδες.
Από την περιοχή της Μπάφρας επικράτησαν: το Τίκ, ο Συρτός, το Σάρι Γιζ και η Τριγώνα. Ο Αραμπατζής χορεύονταν πιθανότατα και από Μπαφραλήδες και από Καισαριώτες. Η Ριρίκα πρέπει να πρωτοχορεύτηκε στην Ελλάδα, αν και δύο άτομα μάς είπαν ότι χορεύονταν και στη Μικρά Ασία. Οι ρυθμοί όλων των σημερινών χορών είναι δίσημοι, εκτός από τον Συρτό, που έχει ρυθμό 3/8.
Στη βιβλιογραφία αλλά και από καταγεγραμμένες προφορικές μαρτυρίες Μπαφραλήδων που κατοικούν στη Μακεδονία, άλλοι χοροί της Μπάφρας Μικράς Ασίας ήταν: Ο Αρχουλού ή Ανάποδος, ο  Αρχουλαμάς, ο Κωνσταντίν Σαββά, ο Ικελεμές. Για αυτούς τους χορούς δεν είχαμε καμιά μαρτυρία από την Μπάφρα Ιωαννίνων.Στο γειτονικό προσφυγικό χωριό Νεοκαισάρεια συναντώνται οι χοροί Σιν Σιν, Μαβιλίμ και Σούτ Κουγιουτούμ Τσετσερέε, για τους οποίους οι Μπαφραλήδες δεν γνωρίζουν τίποτα.
Ολα αυτά τα συγκριτικά στοιχεία για τη μουσικοχορευτική παράδοση των χαμένων πατρίδων σε σχέση με τους σημερινούς χορούς που προέκυψαν μετά την εγκατάσταση,  χρειάζονται επιπλέον διερεύνηση και θα αποτελέσουν αντικείμενο επόμενης έρευνάς μας. 
                                                                                                                                                                                  
Ο Καρσιλαμάς.
Για τους κατοίκους της Μπάφρας Ιωαννίνων ο πιο "γλυκός "χορός είναι ο καρσιλαμάς .
Έγινε  αποδεκτός σύντομα από την ποντιακή κοινότητα που  συμμετέχει  πλέον απολαμβάνοντας  και αυτή  την εκτέλεση του χορού Ο περιορισμός του χώρου, η απλότητα του κινητικού μοτίβου του χορού, η επάρκεια ενός μόνο μουσικού οργάνου, συχνά το ντέφι του Δημήτρη Δεδέογλου και η ελευθερία στην επικοινωνία,  καθιέρωσαν  τον καρσιλαμά, σε μικρό χρονικό διάστημα, τον πλέον προσφιλή χορό στον νέο οικισμό.
Χορεύουν  καρσιλαμά σε κάθε χορευτική περίσταση, " κατά κόρον " και ακούγονται πολλά συνοδευτικά του χορού τραγούδια, ιδιαίτερα  δε ο Κόνιαλης και το Καραμάν. Επειδή το χωριό δεν είχε καφενεία παλιά, κύριος τόπος για γλέντια ήταν τα  σπίτια τους και οι αυλές τους.
Είναι αντικριστός χορός που χορεύεται από ένα ή περισσότερα ζευγάρια σε κυκλική τροχιά, είτε άνδρες μόνο, είτε γυναίκες μεταξύ τους  ή  άνδρες και γυναίκες μικτά. Κατά την εκτέλεση του χορού τα  3 δάχτυλα των χεριών είναι  πάντα ενωμένα που κατά μία εκδοχή είναι ο συμβολισμός της Αγίας Τριάδος
Ο καρσιλαμάς αν και παρέχει ελευθερία στην κίνηση ως χορευτικό σχήμα και  παρακινεί για αυτοσχεδιασμό, παρατηρούμε ότι κινείται ακολουθώντας μια τυπική χορευτική δομή και διάταξη.
Οι αυτοσχέδιες επιλογές των χορευτών κινούνται σε ένα  πλαίσιο το οποίο ορίζεται από την ομαδοποίηση, την τακτοποίηση τους στο χώρο και τον σχηματικό τρόπο σύνδεσης τους. Σε στιγμές χορευτικής έξαρσης συνηθίζουν  να πετούν τα παπούτσια τους και να κουνάνε ζωηρά το κεφάλι.
Απουσιάζει  η διαφοροποίηση του ατόμου από την ομάδα αλλά και από το χορευτικό πρότυπο
Ξεχωριστή είναι η στιγμή πριν από τον χορό κατά την οποία  οι γυναίκες  μόνο ζητούν την άδεια να χορέψουν τον Καρσιλαμά από όλους τους παρευρισκόμενους, με  την συγκεκριμένη κίνηση: Σκύβουν  πρώτα δεξιά, μετά μπροστά, γυρίζουν αριστερά  και συγχρόνως απλώνουν το αντίστοιχο χέρι  σε όλη την ομήγυρη παίρνοντας  άδεια να   επιτελέσουν τον χορό και ακουμπούν τα δάκτυλα κάθε χεριού  στα χείλη και στο μέτωπο. Η κίνηση αυτή δείχνει  τον σεβασμό και την αγάπη  προς όλα τα παρευρισκόμενα  μέλη της κοινότητας. Ταυτόχρονα δηλώνει την διαφοροποίηση του κοινωνικού ρόλου της γυναίκας,  ακόμα και σήμερα σε σχέση με τον άνδρα, ο οποίος δεν υποχρεούται να ζητήσει την άδεια για τον χορό του.
Στην Μπάφρα Ιωαννίνων ανάμεσα στους  Πόντιους και τους Καππαδόκες αναπτύχθηκε μικρή άμιλλα, φανερή και  στις χορευτικές περιστάσεις.
Όμως επειδή τα  πρώτα χρόνια  οι κάτοικοι  ένιωθαν  απομόνωση  στο νέο τόπο, υπερίσχυσε η ανάγκη της επιβεβαίωσης ότι μεταξύ τους υπήρχε πάντα  αδελφική σχέση και έλεγαν ότι  " χορεύοντας Καρσιλαμά  γινόμαστε πιο αδέλφια" . Για τον λόγο αυτό, ο καρσιλαμάς αποτέλεσε τον πρώτο  κοινό τρόπο χορευτικής έκφρασης των κατοίκων  της Μπάφρας  και μέσα από τις λειτουργίες του χορού  επιτεύχθηκε η αυθόρμητη επικοινωνία και  η συναδέλφωση των μελών της νέας  κοινότητας.
Για τους μεν  Καππαδόκες, ο καρσιλαμάς εξακολουθεί να λειτουργεί  ως μέσον σύνδεσης με το παρελθόν ,τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες αυτό  τους συνδέει,  αλλά  και ως τρόπος διατήρησης στοιχείων της ιδιαίτερης ταυτότητας τους ως Καππαδόκες.
Σήμερα και για  τις δύο προσφυγικές ομάδες, ο καρσιλαμάς λειτουργεί ως μέσον έκφρασης, ως μέσον επικοινωνίας, ως μέσον ανεύρεσης και επιλογής ερωτικού συντρόφου αλλά και ως κύριο μέσο ψυχαγωγίας και διασκέδασης .
Η σημαντικότερη όμως λειτουργία του καρσιλαμά ήταν η συμβολή του στην δημιουργία  της κοινής κοινωνικής και χορευτικής ταυτότητας των προσφύγων στην Μπάφρα Ιωαννίνων.




Ιερός Ναός Αγίας Παρασκευής Μπάφρας.
Ὁ Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Παρασκευῆς Μπάφρας κτίστηκε τὸ ἔτος 1935. Στὴν τοποθεσία ὅπου σήμερα βρίσκεται ὁ Ναὸς ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ ἐξωκκλήσι ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Παρασκευή, ὅπως μαρτυροῦσαν τσιφλικάδες ποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ τὰ πρόβατά τους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βρέθηκαν τὰ θεμέλια τοῦ σημερινοῦ Καθολικοῦ μετὰ ἀπὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε ὁ Δημήτριος Κωτσακίζογλου (μπάρμπα-Δημητρός), στὸ ὁποῖο ἡ Ἁγία Παρασκευὴ τοῦ ὑπέδειξε τὸ μέρος ὅπου ἔπρεπε νὰ ψάξει. Στὴν πρώτη ἀνασκαφὴ ποὺ ἔκανε βρῆκε τὸ Ἱερὸ καὶ μετέπειτα ὁλόκληρο τὸ συγκρότημα τοῦ Ναοῦ, ὅπως ὑπάρχει καὶ σήμερα.
Ὁ μπάρμπα-Δημητρὸς ἦταν δίκαιος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος καὶ εἶχε κερδίσει τὸν σεβασμὸ τῶν συμπατριωτῶν του, ἀφοῦ μέχρι καὶ σήμερα ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι τὸν εἶχαν γνωρίσει καὶ εἶναι ἐν ζωῇ μιλοῦν γιὰ ἕναν “Ἅγιο» ἄνθρωπο ποὺ ὅλη του τὴ Ζωὴ ζοῦσε ἐνάρετα, συνομιλώντας πολλὲς φορὲς μὲ τὴν Ἁγία Παρασκευή. Λέγεται, ἐπίσης, ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἀνακάλυψε τὸν Ναὸ δὲν σταμάτησε ποτὲ νὰ σκάβει καὶ ὅποτε ἔσκαβε ὅλο καὶ κάτι ἔβρισκε. Στὴν περιοχὴ τοῦ Μπιζανίου – χωρὶς νὰ μᾶς εἶναι γνωστὸ ἀκριβῶς σὲ ποιὸ σημεῖο – βρῆκε δύο ξύλινους κίονες στηριζόμενους σὲ δυὸ μικροὺς λέοντες ἢ δράκους, ποὺ προφανῶς ἀνήκουν σὲ Δεσποτικὸ Θρόνο, καὶ τοὺς παρέδωσε στὴ Νομαρχία Ἰωαννίνων, στὸν κ. Σούλη. Ἀκόμη, ἀνακάλυψε καὶ μία ἀσημένια λειψανοθήκη, τὴν ὁποία ἀγόρασε ὁ τότε Μητροπολίτης Ἰωαννίνων καταβάλλοντας τὸ χρηματικὸ ποσὸ τῶν 500 δραχμῶν.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μπάρμπα-Δημητρό, οἱ Μπαφριῶτες ἔχουν σὲ μεγάλη ἐκτίμηση καὶ σεβασμό καὶ τὸν Ἱερέα π. Ἀντώνιο Ταστεμερίδη. Ὁ π. Ἀντώνιος γεννήθηκε στὸ Τσὰκ τῆς Μ. Ἀσίας τὸ 1857 καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε ὡς Ἱερέας μὲ τοὺς πρώτους πρόσφυγες. Μαζί του ἔφερε ἀπὸ τὸ Τσὰκ στὴν Μπάφρα ἕναν χρυσοκέντητο Ἐπιτάφιο Θρῆνο, ὁ ὁποῖος κατασκευάστηκε τὸ 1906 στὴ Ρωσία, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Νικολάου. Ο π. Ἀντώνιος ἦταν καὶ αὐτὸς δίκαιος καὶ ἄξιος Λειτουργὸς τοῦ Κυρίου. Λέγεται, μάλιστα, ὅτι κατὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴ Μ. Ἀσία σὲ ἔλεγχο ποὺ ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι στοὺς πρόσφυγες, γιὰ νὰ μὴν μπορέσουν νὰ μεταφέρουν πολύτιμα ἀντικείμενα στὴν Ἑλλάδα, ἐπιχείρησαν νὰ σκοτώσουν ἕνα 12χρονο κορίτσι ἐπειδὴ ἦταν Ἀρμένισσα. Τὸ κορίτσι σώθηκε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων, διότι ὁ π. Ἀντώνιος ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο (ὅπως τοῦ ἐπέβαλαν οἱ Τοῦρκοι γιὰ νὰ δοῦν ἂν λέει ἀλήθεια) καὶ εἶπε ὅτι τὸ κορίτσι αὐτὸ εἶναι Ρωμιὰ καὶ ὄχι Ἀρμένισσα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: