Το ΥΠΑΑΤ εξετάζει την ένταξη των οσπρίων στο ΠΑΑ
Σύμφωνα με τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις, ο συνολικός ετήσιος προϋπολογισμός για τη συνδεδεμένη ενίσχυση οσπρίων -για το έτος 2015- ανέρχεται στα 5.000.000 ευρώ, για το έτος 2016 στα 4.941.136 ευρώ, για το έτος 2017 στα 4.882.207 ευρώ, για το έτος 2018 στα 4.828.375 ευρ'ω, για το έτος 2019 στα 4.774.548 ευρώ και για το έτος 2020 στα 4.774.548 ευρώ.
Η έκταση που καθορίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013, ανέρχεται σε 16.500 εκτάρια.
Δικαιούχοι της συνδεδεμένης ενίσχυσης είναι οι γεωργοί που καλλιεργούν όσπρια τα οποία προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, σε επιλέξιμες εκτάσεις, υπό την προϋπόθεση να χρησιμοποιούν ποικιλίες οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών ή/και στον Κοινό Κατάλογο των Ποικιλιών των Ειδών των Γεωργικών Φυτών.
Η στήριξη καταβάλλεται υπό τη μορφή συνδεδεμένης ενίσχυσης, ανά εκτάριο, σε ετήσια βάση.
Υποχρεώσεις γεωργών.
Οι γεωργοί, προκειμένου να τύχουν της ενίσχυσης, υποχρεούνται:
1. Να τηρούν, στο σύνολο της εκμετάλλευσής τους, τις κανονιστικές απαιτήσεις διαχείρισης και την καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση.
3. Να υποβάλλουν αίτημα λήψης ενίσχυσης. Το αίτημα λήψης της συνδεδεμένης ενίσχυσης οσπρίων για ανθρώπινη κατανάλωση γίνεται σε ειδική θέση του εντύπου της ενιαίας αίτησης ενίσχυσης, ανεξάρτητα αν οι ενδιαφερόμενοι είναι δικαιούχοι ή όχι της βασικής ενίσχυσης. Για την εν λόγω δήλωση συμμετοχής ισχύουν τα οριζόμενα από τις σχετικές αποφάσεις για τη βασική ενίσχυση, συμπεριλαμβανομένων και των προθεσμιών υποβολής της. Η εν λόγω δήλωση του γεωργού συνεπάγεται ότι ο γεωργός αποδέχεται τα οριζόμενα στην παρούσα απόφαση σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης της ενίσχυσης, τους ισχύοντες όρους και τις προϋποθέσεις, καθώς και την κοινοποίηση των στοιχείων του.
Σύμφωνα με το σχετικό παράρτημα της απόφασης, στον πίνακα των επιλέξιμων ειδών περιλαμβάνονται τα εξής:
. Φακή (Lens culinaris Medik)
. Ρεβίθι (Cicer arietinum L.)
. Φασόλι κοινό (νάνο ή αναρριχώμενο) (Phaseolus vulgaris)
. Φασόλια γίγαντες ή Ελέφαντες (Phaseolus coccineous)
. Δόλιχοι ή Φασόλια μαυρομάτικα (Vigna unguiculata L. Walp)
. Κουκί βρώσιμο (Vicia faba Major L)
. Λαθούρι βρώσιμο (Lathyrus sativus L)
. Λαθούρι άφκος (Lathyrus ochrus L)
. Λαθούρι κλυμένο (Lathyrus clymenum L)
Μπροστά σε μια πραγματικά ενναλακτική(;) καλλιέργεια.
Η σημερινή συγκυρία μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας γενικευμένης ανάταξης του κλάδου, που για κάποιους μπορεί να ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο στρέμματα.
Τα στοιχεία της τελευταία 5ετίας είναι αποκαλυπτικά. Όπως προκύπτει από τον πίνακα που παραθέτουμε, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με τους βασικούς τύπους οσπρίων, αυξήθηκαν συνολικά κατά 84%. Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο 2011 - 2015, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με ρεβίθια αυξήθηκαν κατά 135%, με φασόλια κατά 142% και με φακές κατά 22%.
Οι παραγωγοί οσπρίων ανέρχονται στους 15.000, ενώ οι συγκριτικά περισσότεροι προέρχονται από τις περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης και δευτερευόντως από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Στερεά. Το ενδιαφέρον των παραγωγών μοιράζεται ισομερώς μεταξύ των τριών ειδών (φασόλια, ρεβίθια, φακές).
Όσοι εισέρχονται στην καλλιέργεια δεν είναι μεγάλοι αγρότες, όπως συχνά αναφέρεται. Ο μέσος παραγωγός καλλιεργεί 16 στρέμματα περίπου, αριθμός μικρός για ετήσιες καλλιέργειες. Δημιουργείται, συνεπώς, μια κρίσιμη «μάζα» παραγωγών, που, κάτω από προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσει το προϊόν σε σημαντική ανάταση.
Δεν είναι εύκολο να επανέλθουμε άμεσα στα 1,5 εκατ. στρέμματα του παρελθόντος. Μπορούμε, όμως, να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πραγματικά νέο προϊόν.
Πέντε πράγματα που αγνοούσαμε.
Διεθνές Έτος Οσπρίων ορίστηκε το έτος 2016, με την επίσημη έναρξη να γίνεται στην έδρα του Οργανισμού του ΟΗΕ για τα τρόφιμα και τη γεωργία (FAO) στη Ρώμη. Με αφορμή, λοιπόν, την ανάδειξη του 2016 ως έτους οσπρίων αναδείχθηκαν πέντε βασικά πράγματα.
1. Τα όσπρια είναι απαραίτητη καλλιέργεια για τις ευάλωτες κοινότητες στις αναπτυσσόμενες χώρες: Στις αναπτυσσόμενες χώρες, τα όσπρια αποτελούν το 75% του μέσου όρου της διατροφής, σε σύγκριση με το 25% στις βιομηχανικές χώρες. Τα όσπρια αποτελούν μία ολοένα και πιο σημαντική καλλιέργεια για τους κατόχους μικρών εκμεταλλεύσεων, ιδιαίτερα σε γυναίκες γεωργούς, οι οποίες κατέχουν μεγαλύτερο μερίδιο στο εργατικό δυναμικό στη γεωργία οσπρίων.
2. Φακές, φασόλια και ρεβίθια έχουν αποτελέσει ουσιαστικό μέρος της ανθρώπινης διατροφής εδώ και αιώνες: Αρχαιολογικά ευρήματα, που βρέθηκαν στην Ανατολία, δείχνουν ότι η αρχαία γεωργική παραγωγή ρεβιθιών και φακών χρονολογείται από το 7.000 - 8.000 π.Χ.
3. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση οσπρίων μειώνεται: Παρόλο που η παγκόσμια παραγωγή οσπρίων αυξήθηκε κατά περισσότερο από 20% τα τελευταία δέκα χρόνια, η κατανάλωση έχει δει μια αργή, αλλά σταθερή πτώση τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες κατά την ίδια περίοδο. Αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει στην αδυναμία παραγωγής οσπρίων σε συνάρτηση με την αύξηση του πληθυσμού.
4. Οι καινοτομίες στην επιστήμη και στην τεχνολογία μπορούν να συμβάλουν στη γεφύρωση του χάσματος στην παραγωγή οσπρίων: Η γενετική βελτίωση των καλλιεργειών, η επιλεκτική αναπαραγωγή και η βιώσιμη εντατική γεωργία έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν την προβλεπόμενη απόδοση και προσαρμοστικότητα των οσπρίων στο κλίμα. Βελτιωμένες ποικιλίες φασολιών ανθεκτικές στη θερμότητα αύξησαν την παραγωγή κατά 60 κιλά ανά στρέμμα. Ειδικά σχεδιασμένες ποικιλίες ρεβιθιού (Gokce) άντεξαν στην ξηρασία και παρήχθησαν όταν οι περισσότερες άλλες καλλιέργειες απέτυχαν.
5. Η παραγωγή οσπρίων έχει εξαιρετικά χαμηλές απαιτήσεις σε άρδευση, ειδικά όταν συγκρίνεται με άλλες πηγές πρωτεϊνών: Η παραγωγή φάβας ή φακών απαιτεί 50 λίτρα νερού ανά χιλιόγραμμο. Αντιθέτως, ένα κιλό κοτόπουλο απαιτεί 4.325 λίτρα νερού, ένα κιλό κρέας προβάτου χρειάζεται 5.520 λίτρα και ένα κιλό βοδινού κρέατος απαιτεί 13.000 λίτρα νερού κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Το μικρό αποτύπωμα νερού κάνει την παραγωγή οσπρίων μια έξυπνη επιλογή για τις ξηρότερες περιοχές και για εκείνες που είναι επιρρεπείς στην ξηρασία.
Όταν η επιστροφή στο παρελθόν αποτελεί νεωτερισμό.
Τα όσπρια ανήκουν σε μια μικρή ομάδα προϊόντων που σε κάποια περίοδο της νεότερης ελληνικής Ιστορίας θεωρήθηκαν «εθνικά». Κατά τη δεκαετία του '30, τα όσπρια αναδείχθηκαν σε κυρίαρχη διατροφική συνήθεια. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις διπλασιάσθηκαν και έφτασαν 1,3 εκατ. στρέμματα. Οι εισαγωγές μειώθηκαν ισόποσα και η επάρκεια αυξήθηκε στο 91%. Μία συντεταγμένη πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών τροφίμων και η αύξηση των τιμών παραγωγού, είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Με βάση τα στοιχεία του μνημειώδους συγγράμματος του Χρ. Ευελπίδη (Η Γεωργία της Ελλάδος, Οικονομική και Κοινωνική Άποψις, 1944), «εις κάθε περιφέρειαν προτιμούν τα όσπρια που προσαρμόζονται καλύτερον εις τάς κλιματικάς και εδαφικάς της συνθήκας», ρήση που θα μπορούσε να έχει βγει από σημερινό Σχέδιο Προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή: Κουκιά στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, την Εύβοια, την Αττική και τη Χαλκιδική. Ρεβίθια στη Φθιώτιδα, Βοιωτία και Β. Εύβοια. Φασόλια στη Βόρεια Ελλάδα, την Ήπειρο και τη Δυτ. Θεσσαλία. Φακή στην Αρκαδία και την Κοζάνη. Φάβα στη Σαντορίνη. Και στα κτηνοτροφικά όσπρια, ρόβη στη Δυτ. Μακεδονία και Θεσσαλία, βίκο στην Πελοπόννησο και τα Ιόνια, λούπινα στη Μάνη.
Έκτοτε, η κατανάλωση και η παραγωγή σταδιακά μειώθηκαν. Ωστόσο, η παραγωγική αποσύνθεση του κλάδου συνέβη εν όψει -και κατά τη διάρκεια- της ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, το 1981. Τα όσπρια δεν υπάγονταν σε Κοινή Οργάνωση Αγοράς, συνεπώς δεν είχαν καμία εσωτερική ή εξωτερική προστασία, με εξαίρεση βέβαια τους δασμούς του Κοινού Εξωτερικού Δασμολογίου. Μία μικρή στρεμματική ενίσχυση για τις φακές, τα ρεβίθια και τα λαθούρια που δόθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του '80 για τη διατήρηση εκτάσεων με παραδοσιακά είδη, είχε μικρή επίπτωση.
Σε αυτά, προστέθηκε η απαξίωση του προϊόντος: Αλλαγή στις καταναλωτικές προτιμήσεις και μείωση της ζήτησης, μικρή επιστημονική και τεχνική στήριξη και χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις και εισόδημα, αλλά πρωτίστως εισαγωγές και γιγάντωση της νοθείας και των ελληνοποιήσεων. Προϊόντα από την Τουρκία και το Αφγανιστάν έως τον Καναδά, πωλούνται ως Πρεσπών, Καστοριάς, Καβάλας, Κρήτης, Μάνης.
Η σημερινή συγκυρία μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας γενικευμένης ανάταξης του κλάδου, που για κάποιους μπορεί να ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο στρέμματα. Η ανάταξη αυτή μπορεί να στηριχθεί στην αυξημένη ζήτηση, τη στροφή σε τοπικά προϊόντα, στην υγιεινή και μεσογειακή διατροφή και να συνοδευτεί: Πρώτον, από την αποφασιστικότητα του κράτους να αντιμετωπίσει τις ελληνοποιήσεις, να εφαρμόσει τεχνολογίες ιχνηλασιμότητας και ελέγχους. Δεύτερον, από την επιχειρηματικότητα που πρέπει να επιδείξουν οι αγρότες, τόσο σε τεχνολογικά ζητήματα, όσο και στην ίδρυση βιώσιμων και ισχυρών κοινών σχημάτων.
Νέοι συνεταιριστικοί παίκτες στην αγορά των οσπρίων.
Συλλογικά σχήματα με επιχειρηματική λογική δημιουργούν οι καλλιεργητές
Οργανωμένη μορφή η οποία μετουσιώνεται σε νέα συλλογικά σχήματα αρχίζει να λαμβάνει το ζωηρό ενδιαφέρον των παραγωγών για την καλλιέργεια οσπρίων.
Τα οικονομικά κίνητρα που προσφέρει η νέα ΚΑΠ και η ζήτηση για ελληνικά προϊόντα από την πλευρά καταναλωτών κι επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την «απαξίωση» παραδοσιακών καλλιεργειών όπως το βαμβάκι και το καλαμπόκι, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να αποκτήσουν τα. ταπεινά όσπρια τη θέση που τους αξίζει στον εγχώριο καλλιεργητικό χάρτη. Η στροφή αυτή είναι ιδιαίτερα διακριτή στον θεσσαλικό κάμπο, όπου τα καλλιεργούμενα στρέμματα έχουν αυξηθεί την τελευταία τριετία τουλάχιστον 30%, γεγονός που αποτέλεσε τη μαγιά για τη δημιουργία δύο «φρέσκων» ομάδων παραγωγών που φιλοδοξούν να παίξουν ισχυρό παρεμβατικό ρόλο στην αγορά. Ενδιαφέρουσες κινήσεις, όμως, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ της «ΥΧ», καταγράφονται και σε άλλες περιοχές της χώρας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ήπειρο, όπου υπάρχει η πρωτοβουλία του δραστήριου Αγροτικού Συνεταιρισμού Θεσπρωτίας-Πρέβεζας, ενώ στα ίδια βήματα κινείται και η Ένωση Θεσσαλονίκης.
Σε κάθε περίπτωση, το επόμενο στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν τα νέα και φιλόδοξα εγχειρήματα είναι αυτό της βιωσιμότητάς τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου