Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Χαραυγή (Λύκου) Θεσπρωτίας. Απολαύστε τα video




Απολαύστε τα video
























Χαραυγή (Λύκου) Θεσπρωτίας
Η περιοχή όπου βρίσκεται το χωριό κατοικείτο από την αρχαιότητα, το δε κάστρο που υπήρχε στη σημερινή τοποθεσία «Καστρί» χρονολογείται τουλάχιστον στο 300 π.χ. αν όχι πιο παλιά.
Θεωρείται απίθανο να διατηρήθηκε το ελληνικό αυτό όνομα από την αρχαιότητα. Να ανήκε, δηλαδή, σε κάποιο Λύκο, προσωνύμιο που δινόταν σε άτομα θαρραλέα και παράτολμα.
Το χωριό μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση τον 17ο αιώνα. Την εποχή αυτή παρατηρείται ένα κύμα εξισλαμισμού και το χριστιανικό στοιχείο βρίσκεται σε άμυνα. Η σημερινή του δε θέση είναι απόλυτα οχυρή.
Πριν αποτελείτο από διάφορους οικισμούς που εκτείνονταν στους πρόποδες της Βελούνας, στις θέσεις «σάδια» «κρατώρ».
Η σημερινή του τοποθεσία ήταν γνωστή σαν «η ράχη του Λύκου» και από αυτήν πήρε το καινούργιο του όνομα. Το παλαιότερο όνομα πρέπει να ήταν «Μπράνια». Η δε σημερινή Μπράνια πρέπει να ήταν ένας από τους οικισμούς του στον οποίο παρέμεινε το παλιό όνομα.
Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει ως μεσογειακή πόλη της Θεσπρωτίας και την πόλη Βρυάνιον, που την τοποθετεί στη σημερινή Μπράνια, κοντά στη Λεπτοκαρυά. Γλωσσολογικά δικαιολογείται η εξέλιξη της τοπωνυμίας Μπράνια από την αρχική Βρυάνιον. Ήταν εξάλλου κομβικό σημείο διέλευσης με το ιστορικό της γεφύρι από και προς τα θεσπρωτικά παράλια και την ηπειρωτική ενδοχώρα. Η Μπράνια μετονομάστηκε στη δεκαετία του ΄60, όπως τόσα άλλα χωριά της επαρχίας, σε Αγία Μαρίνα.
Αργότερα αναπτύχθηκε ένας οικισμός στον κάμπο του χωριού με την ονομασία «Αχούρια», προφανώς από τα πρόχειρα σπίτια που χτίστηκαν αρχικά. Τώρα ονομάζεται «Αγία Βαρβάρα» από το ομώνυμο εκκλησάκι.
Η μεγάλη έκταση του χωριού και ο μικρός ποτιστικός κάμπος,που διατρέχει το ποτάμι Λαγκάβιτσα, το καθιστούσαν το ευφορότερο της περιοχής. Φημισμένα ήταν τα «Λυκιώτικα φασούλια» από τα οποία πήραν οι κάτοικοί του και το παρατσούκλι «φασουλοφάηδες».

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΥΠΑΓΩΓΗ
Η Χαραυγή, (πρώην «Λύκου»), είναι ελληνικό χωριό του δήμου Φιλιατών της περιφέρειας Ηπείρου (Σχέδιο Καλλικράτης).
Παλαιότερα ανήκε στην άλλοτε επαρχία Φιλιατών του νομού Θεσπρωτίας. Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας αποτελούσε έδρα κοινότητας του δήμο Φιλιατών. Από 1 Ιανουαρίου 2011 αποτελεί ιδία έδρα της ομώνυμης τοπικής κοινότητας, της δημοτικής ενότητας Φιλιατών, του ομώνυμου Δήμου.
Το προηγούμενο όνομα του χωριού ήταν Λύκου μέχρι το 1955, οπότε μετονομάστηκε σε Χαραυγή, με το από 20-9-1955 Β.Δ. (ΦΕΚ Α 287/55).
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ
Βρίσκεται στα βορειοανατολικά όρια του νομού, σε απόσταση περίπου 45 χλμ. ΒΑ. από την Ηγουμενίτσα και 19 χλμ. από τους Φιλιάτες, επί της δεξιάς όχθης της Λαγκαβίτσας, παραπόταμου του Καλαμά, σε υψόμετρο 310 μ.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ
39ο 41΄ 17΄΄ Ν, 20ο 28΄ 19» Ε
ΑΣΧΟΛΙΕΣ
Πρόκειται για ορεινό χωριό, ο πληθυσμός του οποίου, ασχολούμενος κυρίως με την μικροκτηνοτροφία και περισσότερο με τη γεωργία, ελαιοκομία.
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
Το 1928 αριθμούσε 360 κατοίκους, έχοντας δημοτικό σχολείο. Το 1981 αριθμούσε 85 κατοίκους, το 1991 ήταν 87, ενώ το 2001 αριθμούσε 50 κατοίκους.














ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στη Κοίμηση της Θεοτόκου, και βρίσκεται στην κεντρική πλατεία.
ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ
Στην απέναντι όχθη του ποταμού στον κάμπο του χωριού βρίσκεται η Μονή της Αγίας Μαρίνας.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για το πότε χτίστηκε το μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας. Ο Αραβαντινός στο έργο του «Περιγραφή της Ηπείρου» (τ.Γ. σ. 149) αναφέρει «μοναστήριον αρχαίον κείμενον κατά την αριστεράν όχθην του ποταμού της Γλούστας παρά το χωρίον Λύκου» χωρίς να παραθέτει άλλες πληροφορίες.
Είναι βέβαιο ότι πρόκειται περί παλαιάς μονής. Το έτος 1827 είναι η χρονολογία που αναγράφεται στην είσοδο της εκκλησίας της μονής. Στη μοναδική εναπομείνασα παλαιά εικόνα στο τέμπλοαναγράφεται η χρονολογία 1829. Τότε ανεγέρθηκε καινούργιος ναός. Η υπάρχουσα λειψανοθήκη αναγράφει χρονολογία 1783 (THC AΓHAC ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΡΤΗΡΟ ΜΑΡΙΝΑ 1783). Η χρονολογία αυτή προφανώς σχετίζεται με την κατασκευή της λειψανοθήκης.
Τα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία δεν σώθηκαν διότι αντικατεστάθηκαν με καινούργια και κατεστράφηκαν.
Η παράδοση αναφέρει ότι το ναό του μοναστηριού, όπως και την κεντρική εκκλησία, τον έχτισε ένας συγχωριανός μας, γνωστός με το επώνυμο Πριμηκύρης. Είχε δυο παιδιά και πέθαναν και τα δυο από λοιμό που ενέσκηψε στην Ήπειρο τα έτη 1813-14. Πούλησε τα γιδοπρόβατά του και έχτισε τους δύο, περικαλείς πράγματι ναούς. Το όνομά του όμως δεν διασώθηκε, το δε «Πριμηκύρης» είναι εκκλησιαστικός τίτλος, ο οποίος του απονεμήθηκε προφανώς έπειτα από αυτές τις δωρεές.
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα τα κελιά του Μοναστηριού άρχισαν να καταρρέουν διότι, όπως είπαμε, ήταν κτίσματα προγενέστερα του ναού. Στην εφημερίδα «Η φωνή της Ηπείρου» το έτος 1893, αναγράφονται τα εξής: «Εις το χωρίον Λύκου των Φιλιατών υπήρχε αρχαία μονή επ΄ονόματι της Αγίας Μαρίνης και ήτο κατ΄έτος πανηγυρίζουσα, το το κέντρον όλων των πλησιοχώρως, αύτη είναι ήδη ετοιμόρροπος και στερείται πόρων».

Η ιστορία της Μουργκάνας
Στα ελληνο-αλβανικά σύνορα, στον ορεινό όγκο της Μουργκάνας που βρίσκεται στο βόρειο και πιο άγονο τμήμα του Δήμου Φιλιατών, είναι σκαρφαλωμένα σαν αετοφωλιές τα χωριά μας.
Ιστορικά γεγονότα και μύθοι μπλέκονται, αφού παραμένουν ακόμα ανεξερεύνητα τα όσα - και είναι πολλά - άφησε ο αρχαίος πολιτισμός στην περιοχή.
Το Κάστρο στο Γαρδίκι ή «Πύργος της Μονοβύζας», Βασίλισσας των Ιλλυριών (231 π.Χ.) και ο μύθος της που είναι ζωντανός ακόμα και σήμερα.
Το Κάστρο της Ραβενής όπου σύμφωνα με εκτιμήσεις ορισμένων ιστορικών πρόκειται για την τοποθεσία που ήταν κτισμένη η αρχαία πόλη Φάνοτα ή Φανωτή.
Η σημερινή Μπράνια που βρίσκεται εκεί που πιθανά ήκμασε το ξακουστό Βρυάνιο με συμμετοχή στην εκστρατεία του Πύρρου στην Ιταλία (280-270 π. Χ.).
Αλλά και η τυχαία ανακάλυψη του κιβωτιόσχημου τάφου στο Κεφαλοχώρι (Γλούστα) το 1993, γεμάτου με πολλά και αξιόλογα κτερίσματα της Ελληνιστικής Εποχής (250-300 π. Χ.) είναι μερικά στοιχεία, από τα πολλά, που αποδεικνύουν την παρουσία της περιοχής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

ΑΡΧΑΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ

(Τα κείμενα που ακολουθούν είναι αποσπάσματα από την πραγματεία «Αρχαίοι οικισμοί στην περιοχή της Μουργκάνας», ενυπόγραφη συμμετοχή του Φιλόλογου - Αρχαιολόγου Καθηγητή Θωμά Σόρογκα στο βιβλίο των Νικ. Τσώνη - Γρηγ. Καλογερόπουλου «ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ Γίτανα - Φάνοτα - Έλαια - Ελαιούς - Έλινα - Τορώνη - Σύβοτα - Ίλιον ΟΝΟΜΑΣΙΑ- ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΑΥΤΩΝ»)
Οι οικισμοί της περιοχής Μουργκάνας χρονολογούνται στην κλασική (480 -325 π.Χ.) και την ελληνιστική περίοδο (325-168 π.Χ.). Συνεχίζουν να κατοικούνται - παρά τις καταστροφές από την κατάκτηση- και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο (168 π. Χ. -4/6ος αι. μ. Χ.).
Περιηγούμενοι την περιοχή και ακολουθώντας από ανατολικά την πορεία της αμαξιτής οδού Κοκκινολιθάρι - Κεραμίτσα - Ραβενή - Λεπτοκαρυά - Λίστα - Γλούστα - Λια - Τσαμαντά - Πόβλα, εντοπίζομε τους παρακάτω οικισμούς, πολίχνες και αρχαιολογικούς χώρους της κλασικής και ελληνιστικής εποχής.
Λιθαρόστρουγκα: Ανηφορίζοντας από τον Άη - Μηνά στο Κοκκινολιθάρι τον ελικοειδή δρόμο, λίγο πριν την Πρέσπα, αριστερά από τον πρώτο αυχένα, ξεπροβάλλει μια στενόμακρη, φύσει οχυρή, σχεδόν γυμνή, ασβεστολιθική ράχη, όπου και ένα εξωκκλήσι, της Αγίας Παρασκευής. Στο ψηλότερο σημείο της διατηρούνται λείψανα αρχαίου κάστρου, με περίμετρο 600 περίπου μέτρων, με μικρό ορθογώνιο πύργο. Το τείχος διατηρείται καλύτερα κοντά στην εκκλησία, λίθοι του οποίου χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμό της. Υπάρχουν διάσπαρτα ελληνικά όστρακα.
Βίγλα Κεραμίτσας: Η ονομασία από το λατινικό ρήμα viglo=αγρυπνώ, εποπτεύω, φρουρώ. Βρίσκεται δεξιά του δρόμου Κεραμίτσας - Ραβενής, μπροστά στη διακλάδωση προς το Μαλούνι. Πάνω σ΄έναν επίκαιρο κωνικό ασβεστολιθικό λόφο απ΄όπου οι κάτοικοι - φύλακες επόπτευαν το φυσικό και αναγκαίο πέρασμα - δίοδο προς και από τη Ραβενή και τη χώρα των Μολοσσών και ευρύτερα την Ηπειρωτική ενδοχώρα, μετακινούμενοι από και προς τα θεσπρωτικά παράλια. Το τούρκικο ντερβένι την ίδια πορεία ακολουθούσε, όπως και τα κοπάδια των Σαρακατσαναίων. Στην κορυφή του λόφου υπάρχουν ερείπια αρχαίας ακρόπολης. Τούτο προϋποθέτει την ύπαρξη παρακείμενης κώμης ή μικρού οικισμού. Πιθανόν, ο επίκαιρος και στρατηγικός αυτός λόφος να χρησιμοποιούνταν και ως φρυκτωρία, που ανήκε σε ένα συνολικότερο δίκτυο φρυκτωριών στην ευρύτερη περιοχή, καθόσον έχει οπτική επαφή και με την Λιθαρόστρουγκα - Μουργκάνα και με την Ραβενή, Δωδώνη και Μολοσσία. Οι φρυκτωροί, που εφύλασσαν τα υψώματα αυτά, διεβίβαζαν με τις φωτιές, τους πυρσούς και τον καπνό, πληροφορίες για επερχόμενο εχθρό ή πρόσφεραν και άλλες «τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες».
Ραβενή: Περιτοιχισμένος οικισμός της κλασικής περιόδου, σε επίκαιρο φύσει οχυρό λόφο, πάνω από το σημερινό χωριό. Ανατολικά, προς τον ποταμό Καλαμά, ο λόφος πέφτει απότομα, ενώ η πρόσβαση προς τον οικισμό γίνονταν από βόρεια με έναν ήπιο ανωφερικό δρόμο που οδηγούσε στην πύλη εισόδου, πλάτους 3 μέτρων.
Το τείχος που περιβάλλει την κορυφή του λόφου έχει περίμετρο 600 μέτρα ( ο περιηγητής Hammond που επισκέφθηκε το χώρο, το εκτιμά σε 800 μ). Το πλάτος του είναι 3,5 μ. και είναι κατασκευασμένο από πολυγωνικούς λίθους. Τέσσερις συνολικά ορθογώνιοι πύργοι αύξαναν την προστατευτική και αμυντική θωράκιση του οικισμού, που πρέπει να αριθμούσε 500 - 1000 κατοίκους. Οι Ραβενιώτες το ονομάζουν «Καστρί».
Στο εσωτερικό διατηρούνται πολλά λείψανα αρχαίων κτιρίων, που διαγράφουν ένα ορθογώνιο σύστημα οικοδομικών τετραγώνων. Υπάρχουν διάσπαρτα θραύσματα κεραμιδιών στέγης και βρέθηκαν νομίσματα της εποχής. Αρχαίοι τάφοι αναφέρονται δυτικά του κάστρου, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Μαρίνα και στη θέση «Αναβρυστικά», σε μια ποτιστική πεδιάδα, δίπλα στον Καλαμά, τον Νείλο αυτόν της Θεσπρωτίας.
Μπράνια: Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει ως μεσογειακή πόλη της Θεσπρωτίας και την πόλη Βρυάνιον, που την τοποθετεί στη σημερινή Μπράνια, κοντά στη Λεπτοκαρυά. Γλωσσολογικά δικαιολογείται η εξέλιξη της τοπωνυμίας Μπράνια από την αρχική Βρυάνιον. Ήταν εξάλλου κομβικό σημείο διέλευσης με το ιστορικό της γεφύρι από και προς τα θεσπρωτικά παράλια και την ηπειρωτική ενδοχώρα. Η Μπράνια μετονομάστηκε στη δεκαετία του ΄60, όπως τόσα άλλα χωριά της επαρχίας, σε Αγία Μαρίνα.












Γαρδίκι: Είχε μετονομαστεί κι αυτό για κάποια χρόνια - αδόκιμα και ανιστόρητα - σε Άγιος Γεώργιος. Με το όνομα Γαρδίκι ονομάζονται κι άλλα χωριά στην Ήπειρο. Η ονομασία δόθηκε από τους Σλάβους, όταν με τις σλαβικές επιδρομές του Στέφανου Δουσάν τον 14ο μ.Χ. αι. κατακτήθηκαν πολλές ορεινές κυρίως περιοχές στη βορειοδυτική Ελλάδα (σκλαβηνίες).
Γραδ ή Γαρδ (= πόλη, οικισμός, άστυ) - όπως και Beo-grad (=Βελιγράδι)- φαίνεται ότι ονόμασαν οι επιδρομείς Σλάβοι γενικά κάθε προϋπάρχοντα σημαντικό αρχαίο οικισμό που συναντούσαν στο διάβα τους. Το ίδιο συνέβη με το Γαρδίκι Παραμυθιάς, το ίδιο και με το Γαρδίκι Ιωαννίνων, δίπλα στην αρχαία Πασσαρώνα, πρωτεύουσα των Μολοσσών.
Ο αρχαίος οικισμός βρίσκεται ανάμεσα στο Γαρδίκι και το συνοικισμό Λέκουφα, επάνω σε ένα φύσει οχυρό, στρογγυλό ασβεστολιθικό λόφο με επίπεδη κορυφή, πάνω από το ρέμα της Τουρίτσας, όπου συγκεντρώνονται τα νερά της λεκάνης απορροής της δυτικής πλαγιάς της Μουργκάνας, και το ποτάμι Λαγκάβιτσα, που πηγάζει από το Κεφαλόβρυσο, στα ριζά της Λίστας. Τα δυο ποτάμια συμβάλλουν κάτω από τον αρχαίο οικισμό και άρδευαν πριν χρόνια τον εύφορο κάμπο του Μαυρόκαμπου. Η αρχαία αυτή θέση είναι επίκαιρη και πανοραματική και εποπτεύει όλη τη γύρω περιοχή κα τις διαβάσεις της. Από τις τρεις πλευρές της είναι κρημνώδης και προσιτή μόνον από τις προς βορρά λοφοσειρές της Γλούστας - Μουργκάνας. Οι ντόπιοι την ονομάζουν «Πύργο».
Στην επίπεδη κορυφή του λόφου σώζεται σε ύψος δύο δόμων, το ισοδομικό τραπεζιόσχημο τείχος, πάχους 3 μ., με συνολική περίμετρο 500 μ. Δύο ισχυροί ορθογώνιοι πύργοι προστατεύουν τη βόρεια βατή πλευρά και την πύλη του τειχισμένου οικισμού. Εξωτερικά του κύριου τείχους διακρίνονται λείψανα ενός προστατευτικού περιτειχίσματος. Στην ακρόπολη υπάρχουν διάσπαρτα άβαφα όστρακα και κεραμίδια στέγης ελληνιστικών χρόνων. Στο κέντρο του οικισμού διατηρούνται τα θεμέλια μεγάλων ορθογώνιων, πιθανόν διοικητικών ή λατρευτικών, κτηρίων.
Ο αρχαίος αυτός οικισμός των 500 - 1000 κατοίκων υδρεύονταν από κοντινή πηγή νερού βορειότερα, που μεταφέρονταν με πήλινους σωλήνες, τα θρύμματα των οποίων - μαζί με την άλλη κεραμική των κτηρίων - θα χρησιμοποίησαν οι μεταγενέστεροι κάτοικοι του χωριού για την κατασκευή μικρών φούρνων στα σπίτια τους.
Ο οικισμός αυτός θεωρώ ότι ήταν το κέντρο και το καταφύγιο για άλλους μικρότερους οικισμούς της περιοχής. Στα αντικρινά Βορτόπια (σημ. Αναβρυτός) υπάρχουν δύο συλημένοι από παλιά κιβωτιόσχημοι τάφοι, που υποδηλώνουν αρχαία κατοίκηση, ενώ και η γεωφυσική τους θέση και χλωρίδα δικαιολογεί την ύπαρξη ενός αρχαίου κτηνοτροφικού οικισμού. Στην πλησιέστερη Γλούστα (νυν Κεφαλοχώρι) απεκαλύφθη ο περίφημος κτερισμένος τάφος προ 15 ετών, με σαφείς ενδείξεις ότι συναποτελούσε τμήμα αρχαίου νεκροταφείου, στοιχεία που υποδηλώνουν την ύπαρξη παρακείμενου οικισμού.
Ζωντανός είναι ακόμα στο στόμα των λιγοστών κατοίκων του σημερινού χωριού και της ευρύτερης περιοχής, ο θρύλος για τη Μονοβύζα βασίλισσα του Κάστρου, που, καθώς αγνάντευε ψηλά από τα τείχη τη διεξαγόμενη μάχη κάτω στον κάμπο, είδε με σπαραγμό να πέφτει στην πρώτη γραμμή μονάκριβος γιος της. Έτσι, από τότε τον ονόμασε Μαυρόκαμπο, ονομασία που παραμένει ως σήμερα.
Κεφαλοχώρι (Γλούστα): Η ομαλή, ήπια, προσήλια και <<εύυδρος>> (σημ. βρύση Μπιτσινάρα) αυτή η τοποθεσία στα ριζά της Βελίκας και στο φυσικό πέρασμα προς και από Τσαμαντά, Βούρκο και περιοχή Δελβίνου, δικαιολογεί την ύπαρξη εδώ αρχαίου οικισμού, που σίγουρα είχε οικιστική σχέση και καταφύγιό του το Κάστρο-ακρόπολη του Γαρδικίου.
Ο Αραβαντινός τοποθετούσε εδώ πολίχνη με το προελληνικό όνομα Βόλουρος ή Βουλωρός, που δεν μαρτυρείται βέβαια από άλλη ιστορική ή φιλοσοφική πηγή.
Ο Άγγλος περιηγητής Clarke, πέρασε από τα μέρη μας τη δεκαετία του 1920, όπως και ο καθηγητής ελληνικών στο πανεπιστήμιο του Bristol της Αγγλίας Ν. Hammond τις δεκαετίες του 1930 και 1950. Έχω την γνώμη ότι και οι δυο περιηγητές συγχέουν τον οικισμό του Γαρδικίου με κάποιον οικισμό της Γλούστας, τον οποίο τοποθετούν λανθασμένα βορειότερα του χωριού. Οι περιγραφές τους ωστόσο ανταποκρίνονται στα σημερινά οικιστικά λείψανα που διατηρούνται στο κάστρο της Μονόβυζας στο Γαρδίκι.
Κι ενώ, λοιπόν, η αχλύς του πανδομάτορος χρόνου είχε κατασκεπάσει κάθε ίχνος των μακρινών, απώτατων προγόνων-κατοίκων της Μουργκάνας, ήλθε η έκπληξη.
Στις 14 Ιουλίου 1993 κι ενώ ο χειριστής εκσκαφέα διάνοιγε από τον κεντρικό δρόμο ένα δρομάκι, δίπλα ακριβώς από τον πέτρινο περίβολο του σπιτιού του Γιώργη Μούτσιου στη Γλούστα, κατάλαβε ότι ο τροχός του είχε πέσει σε κενό. Έκπληκτοι οι παριστάμενοι αντικρίσανε κάτω από την σπασμένη καλυπτήρια πλάκα έναν αρχαίο τάφο με πλήθος πήλινα αγγεία με χρυσά κτερίσματα.
Πρόκειται, λοιπόν, για έναν οικογενειακό τάφο, με προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και το μέγεθος και η μορφή του είναι όμοια με άλλους κιβωτιόσχημους τάφους της Θεσπρωτίας και χρονολογείται στην ελληνιστική εποχή. Οι διαστάσεις του είναι 1,92 x 0,96 και ύψος 1 μ. Τέσσερις μονοκόμματες ασβεστολιθικές πλάκες - μία για κάθε πλευρά - αποτελούν τα τοιχώματά του, ενώ ως σκέπασμα έχουν χρησιμοποιηθεί τρεις παρόμοιες πλάκες. Οι ταφικές αυτές πλάκες πρέπει να μεταφέρθηκαν εδώ από τις τοποθεσίες Ραδιό ή - πιο πέρα - Πλάκες, μεταξύ Γλούστας και Λίστας, όπου υπάρχουν τέτοιες πλακοειδείς λίθινες στρώσεις (λατομεία, νταμάρι).
Ο τάφος περιείχε έξι (6) συνολικά ταφές - καύσεις, πέντε μέσα σε σκεπασμένα πήλινα τεφροδόχα αγγεία (τρεις λέβητες και δυο σταμνοειδείς χύτρες) και μία σε ναϊσκόμορφη (σε σχήμα μικρού ναού με αετωματική επίστεψη) λίθινη κάλπη.
Πλούσια κτερίσματα συνόδευαν τους νεκρούς. Κτερίσματα ήταν οι νεκρικές προσφορές που καίγονταν κατά την αρχαιότητα μαζί με τον νεκρό ή τοποθετούνταν στον τάφο του και είχαν την μορφή των κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων που αγαπούσε στην ζωή του.
Σαράντα τρία συνολικά πήλινα αγγεία, ήτοι δώδεκα μυροδοχεία, εννιά λυχνάρια, κάνθαροι, σκύφοι, αρυτήρες, αμφορείς, λέβητες-χύτρες, στάμνοι, λάγυνοι συνόδευαν τις τέφρες των έξι νεκρών. Ένας μεγάλος ακόμα αριθμός χρυσών κτερισμάτων κοσμούσαν, με τον πλούτο και την ποιότητα τους, τις ταφές: εννιά συνολικά χρυσά στεφάνια από λεπτό έλασμα χρυσού και μια αντίστοιχη επιμήκης ταινία, σε σχήμα φύλλων βελανιδιάς, σφενταμιού και μυρτιάς, λάμπρυναν με ξεχωριστή τιμή τους νεκρούς.
Ένα, ακόμη, ζεύγος χρυσών ενωτίων (σκουλαρικιών), που συνόδευαν την οικοδέσποινα πιθανόν του τάφου, αποτελεί δείγμα προηγμένης υψηλής μικροτεχνίας. Το στέλεχος των σκουλαρικιών είναι κατασκευασμένο με συρματοτεχνική και απολήγει σε κεφαλή λυγκός (σαρκοβόρο ζώο με οξυδερκή μάτια) κατασκευασμένη με σφυρηλάτηση λεπτού ελάσματος χρυσού.
Τρεις χρυσές δάνακες (μικρά κέρματα) με έκτυπες μορφές από νομίσματα ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ του Κοινού των Ηπειρωτών, συνόδευαν ακόμα τους νεκρούς, για να πληρώσουν - κατά έθιμο -τα πορθμεία, τα ναύλα στον βαρκάρη Χάροντα για την διαπεραίωσή τους από την Αχερούσια λίμνη στην απέναντι ακτή, όπου και η είσοδος προς τον Κάτω Κόσμο, τα βασίλεια του Άδη (νεκρομαντείο). Αιχμές δοράτων, εγχειρίδια, ξιφίδια, πόρπες και στλεγγίδες (ξέστρα για άλογα) ολοκλήρωναν τα αγαπημένα συνοδευτικά αντικείμενά τους.
Η χρήση του τάφου τοποθετείται στην περίοδο από τα τέλη του 3ου π.Χ. αι. μέχρι και το 1000 π.Χ., για 100-120 χρόνια, για 3-4 δηλ. γενιές, επιβεβαιώνοντας έτσι τις φιλολογικές μαρτυρίες ότι η ευρύτερη περιοχή αυτή της Μουργκάνας και της Θεσπρωτίας συνέχισε να κατοικείται και μετά την καταστροφή της Ηπείρου από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Ως γνωστόν ο ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος - με ανεξήγητο καταστροφικό μένος - ισοπέδωσε τότε δια πυρός και σιδήρου ταυτόχρονα, τέσσερις ώρες μετά την ανατολή του ηλίου, εβδομήντα ηπειρωτικές πόλεις και έσυρε στην Ρώμη 150.000 Ηπειρώτες ως σκλάβους.
Από ποιο εργαστήριο προέρχονται τα πήλινα και χρυσά ευρήματα του τάφου είναι άγνωστο ακόμα. Τεχνοτροπικά πάντως ομοιάζουν με άλλα αντίστοιχα της Θεσπρωτίας και γενικότερα του βορειοδυτικού ελλαδικού χώρου. Φαίνεται, λοιπόν, πως η ορεινή και δασώδης τούτη περιοχή της Μουργκάνας είχε στενές σχέσεις με τα άλλα μεγάλα θεσπρωτικά διοικητικά, πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα (Ελέα, Νεκρομαντείο, Τ(Γ)ιτάνη).
Η επιστημονική ομάδα των αρχαιολόγων-ανασκαφέων της Η' Εφορείας Αρχαιοτήτων, με επικεφαλής την κ. Αγλαΐα Καραμάνου και τον εκλεκτό αρχαιολόγο και φίλο της Θεσπρωτίας Γ. Ρηγίνο, που για δυο-τρεις ημέρες φιλοξενήσαμε τότε στα σπίτια μας με εγκαρδιότητα και εκτίμηση, ερεύνησαν και μελέτησαν τα πλούσια και ενδιαφέροντα ευρήματα του τάφου με περισσή ευθύνη και επιστημοσύνη. Ο τάφος ωστόσο σήμερα χάσκει άδειος και χορταριασμένος και μόνο μια μικρή πινακίδα διευκρινίζει την ιστορία του. Θεωρώ ότι θα του ταίριαζε κάτι καλύτερο και τιμητικότερο.
Τα πλούσια ευρήματά του εκτίθενται σε περίοπτη θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας. Ευχόμαστε να παλιννοστήσουν σύντομα - μαζί με τόσες άλλες θεσπρωτικές αρχαιότητες στα Γιάννενα και Κέρκυρα - στο για χρόνια ανεγειρόμενο θεσπρωτικό αρχαιολογικό μουσείο, λειψό δυστυχώς και αυτό, άκομψο και ανεπαρκές, θεωρώ, για τη φιλοξενία των τόσων θησαυρών της Θεσπρωτίδος γης.
Το «Κάστρο του Λια»: Πάνω από το μέσον του δρόμου Λια-Βαβούρι, καθώς από κάτω αγναντεύουμε με δέος τους απότομους γκρεμούς, τα ραϊδιά, τις βαθιές χαραδρώσεις και νεροσυρμές της Μουργκάνας, πάνω και δυτικά από του Λια, υπάρχει η τοποθεσία «Κάστρο ή Καστρί» (της Πόλης). Βρίσκονται εκεί λείψανα ενός αρχαίου κάστρου, πάνω σ' ένα πρόβουνο - αντέρεισμα του συμπαγούς όγκου της επιβλητικής Μουργκάνας, γρανιτένια πάντα και «μούργκα» στην θέα της. Για ν' αναρριχηθεί κανείς εκεί ακολουθεί το δρόμο προς το Φυλάκιο και μετά αριστερά τις συρμές προς τον αυχένα του κάστρου.
Η κορυφή του πρόβουνου ράχης περιβάλλεται από απρόσιτες κρημνώδεις - φύσει οχυρές - πλαγιές από τρεις μεριές, ενώ η βόρεια βατή πλευρά αποτελεί τη μόνη του πρόσβαση από τον κοντινό αυχένα του βουνού. Η πλευρά αυτή του κάστρου προστατεύεται με τείχος, πάχους 1,5 μ., από πολυγωνικά και ορθογώνια λιθάρια λατομείου. Η περίμετρος τείχους και γκρεμού υπολογίζεται σε 400 περίπου μέτρα. Τρεις ορθογώνιοι πύργοι προέχουν και ενισχύουν την βόρεια πύλη και ένας την δυτική πλευρά. Υπάρχει και μία μικρή ακρόπολη και διακρίνονται θεμέλια οικοδομημάτων. Στο χώρο υπάρχει αφθονία κεραμικών θραυσμάτων, βρέθηκαν δε και νομίσματα ελληνιστικής περιόδου. Η ύδρευση του κάστρου πρέπει να εξασφαλιζόταν από την παρακείμενη πυγή στη θέση Κερασιά, απ? όπου υδροδοτείται σήμερα το Βαβούρι. Ο αείμνηστος καθηγητής μου αρχαιολογίας Σωτήρης Δακάρης εντάσσει τον τειχισμένο αυτόν οικισμό σε οικιστική μονάδα των 500 περίπου κατοίκων. Το αρχαίο τούτο κάστρο επισκέφτηκαν οι Άγγλοι περιηγητές Clarke (1920) και N. Hammond (1950) - ο δεύτερος μάλιστα με ομίχλη και βροχή - κράτησαν σημειώσεις και το περιγράφουν αναλυτικά στα βιβλία τους.
Πώς, αλήθεια, πότε και γιατί στήθηκε - τούτο το κάστρο σε τούτη την κακοτράχαλη ράχη στις υπώρειες της «δυσχείμερης» Μουργκάνας;
Αποτελούσε τον πυρήνα κάπου παρακείμενου οικισμού ή ήταν το καταφύγιο σε περιπτώσεις επιδρομών και κινδύνου για κάποιους ατείχιστους οικισμούς στα ριζά της Μουργκάνας, που προϋπήρξαν στη θέση του Αϊ Νικόλα - Αϊ Λια, στο σημερινό Λια και Βαβούρι;
Μήπως ήταν απλά ένας οχυρός περίβολος, μια ακόμη φρυκτωρία, που συνανήκε σε ένα συνολικότερο, οργανωμένο δίκτυο φρυκτωριών της ευρύτερης περιοχής, για αναγγελία με φωτιές, πυρσούς και καπνούς του κινδύνου από επερχόμενους εχθρούς; Εξάλλου η επίκαιρη αυτή θέση επόπτευε τη διέλευση από και προς τους εχθρικούς Χάονες και Ατιντάνες προς ΒΔ και τους Μολοσσούς και άλλα ηπειρωτικά φύλα προς Ανατολάς.
Απόηχος πάντως μακρινός από τον μύθο και την ιστορία αυτού του κάστρου είναι, θεωρώ, και το πολυφωνικό τραγούδι που επιζεί ακόμη στο στόμα μερικών κατοίκων της Μουργκάνας
Σ' όσα κάστρα και αν επήγα κι αν σεργιάνισα
σαν το κάστρο της Μουργκάνας δεν απάντησα.
Που' ναι σιδεροφραγμένο κι ασβεστόχτιστο.
Τούρκοι θελαν να το πάρουν χρόνους δώδεκα
κι οι Ρωμιοί το παλαιστρίζαν δεκατέσσερα.
Όποιος θέλ' να το πατήσει μυριόροιμο
δέκα λίρες θα να πάρει κι άλογο καλό.
Και μια κόρη που 'ναι μέσα θα 'ναι τζάπα του. 
Παρά τους αναχρονισμούς και τους ιστορικούς συμφυρμούς (σιδεροφραγμένο, ασβεστόχτιστο, Τούρκοι, Ρωμιοί, λίρες) φαίνεται πως το τραγούδι έρχεται ως αντίλαλος από το βαθύ ιστορικό της περιοχής, αν και το Ρωμιοί παραπέμπει πιο συγκεκριμένα στην καταστροφή από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ.
«Η παράδοση προϋποθέτει ερείπια», είπε ο μεγάλος ελληνιστής Albin Lesky. Και το ερειπωμένο κάστρο του Λια δεν μπορούσε να το σβήσει ο χρόνος. Οι αρχαίοι Έλληνες επέζησαν στην νεοελληνική μας λαϊκή παράδοση μέσα από τις προφορικές παραδόσεις και τα τραγούδια μας.




















To «Λεμικό» του Τσαμαντά: το τοπωνύμιο «Λεμικό», είναι γλωσσική παραφθορά της λέξης «Ελληνικό». Αντίστοιχα τοπωνύμια «Λυνικό», «Λενικό», «Ελληνόχτιστα», «Ληνοτόπι», «Λυνόπυργος» κτλ., απαντούν σ' όλο τον ελληνικό χώρο. Οι ονομασίες αυτές φαίνεται ότι κατάγονται από την εποχή που στην Ελλάδα είχε αρχίσει να επικρατεί ο χριστιανισμός, που χαρακτήριζε «ελληνικούς» - αυτό θα πει ειδωλολατρικούς - όλους τους αρχαίους ναούς αρχικά, αλλά αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε για κάθε λογής αρχαία ελληνικά χτίσματα. Στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού δεν ήταν λίγες οι καταστροφές στους αρχαίους ναούς και σε κάθε χτίσμα που θύμιζε αρχαία Ελλάδα και ειδωλολατρία. Στο Μεσαίωνα κάθε συνειδητός δεσμός ανάμεσα στον αμαθή ελληνικό λαό και στην αρχαία Ελλάδα έχει λείψει. Έλλην σήμαινε ειδωλολάτρης. Οι ίδιοι ήταν Ρωμιοί, Γραικοί, χριστιανοί. Με τον καιρό επήλθε η σύζευξη. Αυτό φανερώνουν και κάποιες ζωντανές λαϊκές παραδόσεις από τον τόπο μας, σαν τις παρακάτω:
«Τα χρόνια τα παλιά ζούσαν στα μέρη αυτά άλλης λογής άνθρωποι, οι Έλληνες. Μπροστά τους εμείς φαινόμασταν μύγες. Αυτοί έχτισαν το κάστρο μας. Τις μεγάλες βαριές πέτρες που βλέπεις εκεί τις κουβαλούσαν με τα χέρια τους. Ήταν ψηλοί σαν τα κυπαρίσσια. Το κεφάλι τους έφτανε ως τα σύννεφα. Καθένας στην καθισιά του έτρωγε ένα ολόκληρο βόδι και όσα καρβέλια μπορεί να ψήσει ένας φούρνος μεμιάς.».
«Τότες που ζούσαν οι Ελλένηδες δεν χρειάζονταν γιοφύρια, γιατί αυτοί πηδούσαν τον Καλαμά σαν που πηδάμε εμείς σήμερα τις αυλακιές στο χωράφι. Φώναζαν από δω κι απηλογιόνταν από την Άρτα. Με εκατό δρασκέλες πήγαιναν από δω ως τα Γιάννενα.»
Έτσι, λοιπόν, και τα εντυπωσιακά, υπερμεγέθη κτίσματα στο «Λεμικό» της βυζαντινής κωμόπολης του Τσαμαντά τα 'χτισαν - κατά την αντίληψη των λαϊκών ανθρώπων της περιοχής - οι μυθικοί Έλληνες, άνδρες με υπερφυσικό ύψος και θαυμαστή σωματική δύναμη, γιγάντιοι και ρωμαλέοι. Έτσι κληρονόμησε το τοπωνύμιο «Λεμικό» (= Ελληνικό).
Πρόκειται, λοιπόν, για έναν ελληνιστικό τειχισμένο οικισμό με ακρόπολη, μια ώρα απόσταση και ΝΑ από τον Τσαμαντά και απέναντι από το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου της Καμίτσανης.
Ο αρχαίος αυτός οικισμός είναι κτισμένος πάνω σ' ένα ασβεστολιθικό ύψωμα. Με θέα προς το φαράγγι του Γκόζιακα - που προκαλεί δέος - κι απ' όπου ο ποταμός Πάβλα (αρχ. Ξάνθος) ρέει τα νερά του κάτω από την Πόβλα (σημ. Αμπελών!) και τη Λιντίζντα προς τον κάμπο του Βούρκου (Αλβανία).
Η περίμετρος του ισοδομικού τείχους, που σώζεται σε ύψος τεσσάρων δομών, είναι περίπου 500 μέτρα. Ένας πύργος προστάτευε την πύλη του οικισμού στην ΝΔ γωνιά. Η ανατολική και νότια πλευρά του έχει φυσικό οχυρό τους απότομους γκρεμούς. Πριν χρόνια ο χώρος καλλιεργούνταν ως σταροχώραφο.
Και ο οικισμός αυτός βρίσκεται σε επίκαιρη, οχυρή θέση, έχει οπτική επαφή με το κάστρο του Λια και κυρίως έλεγχε τις διόδους προς και από την Σωτείρα, τη Λεσινίτσα, τη Λιντίζντα, Ρίπεση και Μαρκάτι και γενικότερα το Βουθρωτό, Αγίους Σαράντα, Δέλβινο. Ένα κατοπινό πετρόχτιστο τοξωτό γεφύρι στην Πάβλα προς την σημερινή Πόβλα, το γιοφύρι της Γκρίκας, - χτισμένο με κρόκους αυγών για να στεριώσει - φανερώνει ότι και στην αρχαιότητα ένωνε την περιοχή με την φυσική διάβαση προς Μαυρονέρι, Γιρομέρι με τα Κατωχώρια των Φιλιατών.
Σίνου - Λιντίζντα: Στα σύνορα με την Αλβανία, ΒΑ της Λιντίζντας, μια ώρα από το «Λεμικό» του Τσαμαντά, βόρεια της Πάβλας, στις πλαγιές του βουνού Τζιοντίλα, υπάρχει αρχαίος τειχισμένος οικισμός, επάνω σε μια ασβεστολιθική κορυφή.
Η φυσική οχυρή αυτή θέση περιβάλλεται και αυτή από γκρεμούς και μόνο στην ανατολική και εν μέρει στη δυτική πλευρά προστατεύεται από ένα πολυγωνικό τείχος, πάχους 2,80 μ., με περίμετρο περίπου 650μ. Διακρίνονται ίχνη ορθογώνιων πύργων, που προστάτευαν τις πύλες και ορθογώνια δεξαμενή, λαξευμένη στο βράχο, για την ύδρευση του οικισμού, αφού δεν υπήρχε κοντά φυσική πηγή.
Εκείθεν των ελληνοαλβανικών συνόρων υπάρχουν κι άλλοι αξιόλογοι ελληνιστικοί οικισμοί (Σμίνετσι, Μάλτσιανη, Γριάζντανη), ίδιων οικιστικών βαθμίδων, φύσει οχυρές, σε επίκαιρες θέσεις, οι οποίες έλεγχαν και αυτές τις φυσικές διαβάσεις και συναποτελούσαν με τους εντεύθεν των συνόρων οικισμούς μια ενότητα.
Ολοκληρώνοντας έτσι την αρχαιολογική - ιστορική περιδιάβαση στους εννιά σημαντικότερους οικισμούς, πολίχνες και θέσεις της κλασικής και ελληνιστικής εποχής στην περιοχή της Μουργκάνας, προκύπτει εμφανώς ότι αυτός ο χώρος ήταν στενά ενσωματωμένος στο συνολικότερο οικιστικό, πολιτικό και κοινωνικό ιστό της αρχαίας Θεσπρωτίας, καίτοι αποτελούσε την ορεινή ενδοχώρα της.
Σύμφωνα με κάποιες ιστορικές εκτιμήσεις οι οχυρωμένοι οικισμοί της περιοχής καταστράφηκαν από τον Ρωμαίο Στρατηγό Αιμίλιο Παύλο Β περί το 168 π.Χ. (Hammond) μετά την ήττα του Βασιλιά της Μακεδονίας Περσέως στην Πύδνα της Μακεδονίας και σε αντίποινα της καταστροφής που είχε προξενήσει ο Βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου κατά την εκστρατεία του στην Ιταλία. Κατ΄ άλλους, η Θεσπρωτία δεν φαίνεται να είχε πληγεί τόσο πολύ από τους Ρωμαίους όσο η χώρα των Μολοσσών(σημερινή περιοχή Ιωαννίνων), για την οποία υπάρχουν γραπτά του λατίνου ιστορικού Τίτου Λίβιου.
Από το 400 μ.Χ. άρχισαν από τη Δύση οι εισβολές Γότθων, Βισηγότθων, κ.ά. που συνεχίστηκαν για πολύ καιρό και σίγουρα προκάλεσαν καταστροφές στην περιοχή. Επίσης οι Σλάβοι κατά την κάθοδό τους (6ος αιώνας) μέχρι και την Πελοπόννησο, εγκαταστάθηκαν και στην περιοχή, τόσο στα σημεία όπου υπήρχε ανέκαθεν κατοίκηση όσο πιθανά και σε νέα.
Το νήμα των πιο συγκεκριμένων ιστορικών μαρτυριών για την περιοχή πιάνεται ξανά στον 7ο αιώνα, όπου τοποθετείται η απαρχή της Μονής Γηρομερίου, η οποία καταστράφηκε κατά τον 9ο αιώνα για να κτιστεί στη θέση της από τον Όσιο Νείλο η σημερινή Μονή, στις αρχές του 14ου αιώνα, μεταξύ του 1310 - 1320. Στην ίδια περίοδο πιθανά έχει την αρχή της και η Εξαρχία Γηρομερίου (σύστημα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή που ανήκε αμέσως στον Πατριάρχη).

Στην Εξαρχία Γηρομερίου, με έδρα την ομώνυμη Μονή, ανήκαν δώδεκα ή κατά περιόδους και περισσότερα χωριά της γύρω περιοχής, ανάμεσα στα οποία αναφέρονται στα Πατριαρχικά σιγίλλια (1667, 1733 και 1759): το Λίμποβο (σημερινό Κρυονέρι), η Αράχωβα (σημερινό Ριζό), το Άνω Ξέχωρο, το Κάτω Ξέχωρο και η Κεραμίτσα Επίσης, η ύπαρξη Μετοχίων της Μονής Γηρομερίου σε άλλες θέσεις της περιοχής Μουργκάνας, πολύ κοντά σε χωριά της, μπορεί στο πλαίσιο μιας πιο συστηματικής έρευνας να δώσει περισσότερα στοιχεία για την περίοδο και τον τρόπο ανάπτυξης των οικισμών. Αναφερόμαστε στο Μετόχι Αγίου Μηνά Κοκκινολιθαρίου, το οποίο αναφέρεται σε σιγίλιο του 1667, στο Μετόχι Αγίου Γεωργίου Καμίτσανης, το οποίο σύμφωνα με κάποιες επιγραφές ανοικοδομήθηκε μεταξύ 1758 - 1773, στο Μετόχι Αγίου Αθανασίου Βαβουρίου που επίσης τοποθετείται στον 18ο αιώνα, στο Μετόχι Αγίας Μαρίνας Λύκου (σήμερα Χαραυγή), που σύμφωνα με μία σφραγίδα υπήρχε τουλάχιστον από το 1731.
Από τα παραπάνω σε συνδυασμό με αφηγήσεις που καταγράφηκαν γίνεται η εκτίμηση πως ο τόπος άρχισε να γνωρίζει συγκέντρωση και ανάπτυξη πληθυσμού τον 17ο και κυρίως τον 18ο αιώνα. Από το βιβλίο των Νικ. Α. Σκόπα & Σπ. Λ. Χαραμόπουλου «Ο Αγώνας των 16 χωριών της Επαρχίας Φιλιατών (Ένα Αγροτικό Ξεσήκωμα 1858 - 1930)» αντλούνται πολύ αξιόλογες πληροφορίες για την περιοχή.

ΤΟ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ (1611-1612)
« Τότε, μετά το αποτυχημένο κίνημα του Διονυσίου του Σκυλοσόφου στα Γιάννινα (1611-12) και τις τραγικές συνέπειές του για τους Έλληνες, ένα κύμα βίαιου εξισλαμισμού σάρωσε τη δυτική Ήπειρο και τη νότια Αλβανία. Ολόκληρα χωριά στην περιοχή Φιλιατών και Παραμυθιάς, αλλά και στις επαρχίες Δελβίνου και Αργυροκάστρου, αλλαξοπίστησαν. Εκείνοι που αρνήθηκαν ν΄ αλλαξοπιστήσουν είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στην αυτοεξορία και στην παραμονή στον τόπο τους. Στη δεύτερη περίπτωση γίνονταν κολήγοι.
ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΣ

Στα χρόνια αυτά η περιοχή Μουργκάνας αρχίζει να δέχεται δύο μεγάλα κύματα εποικισμού. Το πρώτο προέρχεται από τα χωριά Άγιος Παντελεήμονας, Μαρκάτι, Λινάτι, Γιάνναρη και άλλα της περιοχής του Δελβίνου.Τότε ολόκληρες οικογένειες, που θέλησαν να διαφυλάξουν την πίστη και την εθνική τους συνείδηση, διάλεξαν το δρόμοτης αυτοεξορίας και βρήκαν ασφαλές καταφύγο στα πανωχώρια της Μουργκάνας, Ασπροκλήσι, Τσαμαντάς, Μπαμπούρι, Λια, Λίστα, Γλούστα, κ.ά.».
Οι συγγραφείς στο συγκεκριμένο σημείο αναφέρουν γραπτή αφήγηση του Οικονόμου Παπαζήση από το χωριό Λια, σύμφωνα με την οποία 42 οικογένειες έφυγαν από το χωριό Μαχαλά του Δελβίνου για να εγκατασταθούν στο Λια το 1732.
Το δεύτερο κύμα επικοισμού αποτέλεσαν οικογένειες που κατοικούσαν νοτιότερα, στα πεδινά και περισσότερο εύφορα εδάφη της επαρχίας Φιλιατών. Είχαν κυνηγηθεί από εκείνους που νωρίτερα είχαν αλλαξοπιστήσει και είχαν καρπωθεί τους κάμπους και τους ελαιώνες, δηλ. τους Αλβανοτσάμηδες.
ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ
Σημαντικό γεγονός για την περιοχή στη σκληρή εκείνη περίοδο υπήρξε η παρουσία του εθναποστόλου Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που περιόδευσε τα χωριά και στήριξε το φρόνημα των κατοίκων τους. Σύμφωνα με έγγραφες μαρτυρίες της εποχής, στη συγκέντρωση στο Γηρομέρι που έγινε στις 16 Απριλίου του 1775, 11.000 άνθρωποι παρακολούθησαν τη διδαχή του Πατροκοσμά. «Σχολειά, χτίστε αδελφοί, ίνα μη οργισθεί Κύριος.». Την περιοδεία του Αγίου Κοσμά από τα Πανοχώρια της Μουργκάνας καταγράφει ο εφημέριος του Τσαμαντά παπα Δημήτρης που σημειώνει σε ημερολόγιο την παρουσία του στο χωριό στις 5 Ιουνίου1779. Ο Γ. Κούνδουρος γράφει στο «Αλλοτινά κι αξέχαστα» για το πέρασμα του Αγίου τον ίδιο χρόνο από την Πόβλα. Ο Βασ. Κραψίτης στο έργο του «ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΑ» αναφέρει ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός πέρασε το 1773 από θεσπρωτικά χωριά, ανάμεσά τους από Τσαμαντά, Λια και Μπαμπούρι.







ΑΔΟΥΛΩΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Οι Νικ. Σκόπας και Σπ. Χαραμόπουλος στο βιβλίο τους αναφέρονται σε αρκετές ιστορικές μαρτυρίες σχετικά με τους αγώνες των κατοίκων των χωριών στην περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας όπως, στις προσπάθειες του Αλή πασά να εξουσιάσει την περιοχή και την αντίσταση των Επανωχωριτών, κυρίως των Μπαμπουριωτών και τη συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821. Ξεχωριστή μαρτυρία αποτελεί η επιστολή του Διδάσκαλου του Γένους και μέλους της Φιλικής Εταιρείας Αθανασίου Ψαλλίδα προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που παρατίθεται από τους συγγραφείς
«.Εις την Παρακαλάμιον περιοχήν της Τζαμουριάς όλα τα χωριά είναι πολεμικώτατα, καθώς εδείχτηκαν επί του Αλή πασά, όστις δια να εξουσιάσει την Τζαμουριάν, έπρεπε πρώτα να τραβήξει αυτά τα χριστιανικά χωριά με το μέρος του με ταξίματα. Αυτά τα χωριά είναι, του Τζαμαντά, του Μπαμπούρη, του Λια, η Λίστα και καθεξής ως την Κακαβιάν του Αργυροκάστρου, οι οποίοι ως αγνοί Έλληνες και πέρυσι πρόσμεναν από τους Σουλιώτες μόνον μπαρούτι και μολύβι, δια να πολεμήσουν δια την ελευθερίαν τους και δεν τους έδωκαν.».
Στα ίδια τα χωριά τους δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν οι κάτοικοι της περιοχής.
«Επί αιώνες ο κατακτητής δεν είχε τολμήσει να πατήσει και πολύ περισσότερο να εγκατασταθεί σ΄αυτά για δυο κυρίως λόγους. Ο ένας ήταν το ανυπόταχτο των κατοίκων. Ο άλλος η διαμόρφωση του ορεινού εδάφους, που τους εξασφάλιζε ένα σχεδόν απροσπέλαστο οχυρό. Έτσι, τετρακόσια χρόνια δουλείας πέρασαν χωρίς να αφήσουν τα σημάδια. Ήταν μια καθαρά ελληνική περιοχή και τέτοια διατηρήθηκε μέχρι την απελευθέρωσή της (1913). Αξίζει εδώ να σημειωθεί η καθαρότητα στη γλωσσική έκφραση των κατοίκων της περιοχής. .»
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1854
Το 1854, οι κάτοικοι των χωριών συμμετείχαν καθολικά στην επανάσταση της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, χωρίς όμως να πετύχουν στον αγώνα τους αυτόν λόγω των πολιτικών επιλογών των μεγάλων δυνάμεων της περιόδου.
Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ (1858-1930)
Αργότερα ακολούθησε το αγροτικό ξεσήκωμα των 16 χωριών της Μουργκάνας εναντίον των Αγάδων των Φιλιατών που θέλησαν να επιβάλουν την τσιφλικοποίηση της περιοχής. Άρχισε το 1858 και φτάνει στη δραματική του κορύφωση το 1866 με την πορεία 1000 κατοίκων στα Γιάννενα

«Η περίοδος που ακολουθεί και μέχι την απελευθέρωση, χαρακτηρίζεται από έναν ακήρυκτο πόλεμο ανάμεσα στα αντίπαλα μέρη. Θα σημαδευτεί από την κτηνώδη βία των αγάδων υπό τη σκέπη των τουρκικών αρχών, αλλά και από την πείσμονα αντίσταση των κατοίκων.Ο ακήρυκτος αυτός πόλεμος σημαδεύεται τον ίδιο χρόνο από ένα δραματικό γεγονός. Τον εκούσιο ομαδικό εκπατρισμό πολλών κατοίκων.Εκατόν τριάντα πέντε συνολικά οικογένειες εκπατρίστηκαν την περίοδο αυτή.».
Ο αγώνας των κατοίκων των χωριών συνδέεται στην τελευταία του φάση άμεσα με τους αγώνες απελευθέρωσης της Ηπείρου 1912 - 1913 και την παράλληλη εξουδετέρωση των σχεδίων των αλβανών εθνικιστών να προσαρτήσουν την περιοχή μέχρι τον Καλαμά εν όψει της επικείμενης διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο αγώνας των χωριών της Μουργκάνας συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου ενάντια στους αγάδες, τους νομικούς τύπους και τις πολιτικές υπαναχωρήσεις, με επικεφαλής το λογοτέχνη Χρήστο Χριστοβασίλη, για να λήξει το 1930 στην αίθουσα του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Οι θυσίες πολλές και το τίμημα μεγάλο αλλά φτωχό το αποτέλεσμα, αφού ακόμα και σήμερα παραμένει άλυτο το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χωριών της περιοχή.
ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940
Οι κάτοικοι της περιοχής έδωσαν ιδιαίτερο παρόν στο Έπος του ΄40-΄41 και στην Εθνική Αντίσταση. Στην περίοδο του Εμφυλίου, τα βουνά, οι ράχες και οι ρεματιές της Μουργκάνας ποτίστηκαν με πολύ αίμα και πολλά δάκρυα, είδαν πολλά παλικάρια να χάνονται και τον πόνο να περισσεύει. Ήταν ίσως το πιο σκληρό χτύπημα αφού ολοκλήρωσε τη μαζική φυγή των κατοίκων προς τα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΞΕΝΙΤΙΑ
Βέβαια ανέκαθεν ο τόπος έδιωχνε τους άνδρες στη ξενιτιά και «το καζάντιο του ξενιτεμένου ήταν από παλιά το κύριο εισόδημα της οικογένειας. Όσοι έμεναν πίσω, ιδροκωπούσαν ν΄ αποσπάσουν τη λίγη τροφή από τις βουνοπλαγιές τις γεμάτες στουρναρόπετρα». Καλαντζήδες, χαλκουργοί, βαενάδες (βαρελοποιοί), αρτεργάτες, αρτοποιοί κι άλλα επαγγέλματα που ασκούσαν με φιλότιμο, εντιμότητα και εργατικότητα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και την Αμερική, τη Ρουμανία προπολεμικά ή τη Γερμανία μετά το 1950, τους έδωσαν τη δυνατότητα να ζήσουν τις οικογένειες τους, να δημιουργήσουν περιουσίες και, το σπουδαιότερο, να αναδείξουν σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από άλλες περιοχές πολλούς μορφωμένους ανθρώπους - λογοτέχνες, καλλιτέχνες και επιστήμονες -καταξιωμένους στο χώρο τους.
Παράλληλα οι ξενιτεμένοι, όταν έλλειπαν η επικοινωνία, οι υποδομές και η απασχόληση που οδήγησαν στη φυγή και τον τόπο στην εγκατάλειψη και το μαρασμό, δεμένοι ψυχικά με τον τόπο τους συνέχισαν να δημιουργούν στα χωριά τους σημαντικά έργα ευποιίας με ευεργεσίες και δωρεές.


Δεν υπάρχουν σχόλια: