Ανέκαθεν η ειρωνεία ως φαινόμενο είχε ένα κάποιο
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είτε στο γραπτό και προφορικό λόγο, είτε σε καταστάσεις
περίεργες που εξελίσσονται ζωντανά μπροστά σου και που σου προκαλούν διαρκώς την
απορία για το αν αυτό που αντιμετωπίζεις είναι στ' αλήθεια έτσι όπως
παρουσιάζεται ή αν η αλήθεια εμφανίζεται ως ψέμα ή αν τα ψέματα προσποιούνται
την αλήθεια ή αν κάπου όλα αυτά μπλέκονται μεταξύ τους μόνο και μόνο για να
βγάλεις εσύ το όποιο τελικό συμπέρασμα για το τι πράγματι θέλει να πει ο
ποιητής.
Όλο αυτό το παιχνίδι των ειρωνικών σχημάτων γίνεται
ακόμα πιο ενδιαφέρον όταν παρεμβάλλεται μια κάποια διάθεση χιουμοριστική, τόση,
όση χρειάζεται για να σπάσεις πλάκα με τους γύρω σου που έχουν μείνει και
κοιτάνε εμβρόντητοι όσα τους λες, νομίζοντας ότι τα εννοείς έτσι όπως τα λες,
τρομερά και φοβερά και ασήκωτα, την ίδια ώρα που από μέσα σου έχεις σκάσει στα
γέλια για το ότι πήρανε τα ασόβαρα για σοβαρά. Μετά πάλι, τα ίδια τα γεγονότα
έρχονται πολλές φορές να σου προκαλέσουν το χαρακτηριστικό εκείνο μειδίαμα, που
κάνει το μισό σου πρόσωπο να χαμογελά και το άλλο μισό να λυπάται, τότε που τα
πράγματα από ένα σημείο και μετά παύουν να είναι αστεία και μετεξελίσσονται
σταδιακά σε τραγικά, τότε που χτυπιέσαι και ωρύεσαι και λες ότι δεν είναι
δυνατόν, δεν γίνεται να συνέπεσαν τόσες συμπτώσεις μαζεμένες. Τότε που ο
πρωταγωνιστής τού δράματος μένει να συνθλίβεται από την τραγική πλοκή που του
επιφύλασσε η μοίρα του, με τους υπόλοιπους να τον παρακολουθούν όπως οι θεατές
αρχαίας τραγωδίας, έχοντας την αίσθηση ότι αδυνατούν να επέμβουν στην εξέλιξη
της ιστορίας. Τότε που με τρόπο σχεδόν αυθόρμητο σχηματίζονται οι λέξεις στα
απορημένα σου τα χείλη: ειρωνεία τραγική!
Τελευταία, όλα αυτά τα ειρωνικά φαινόμενα ολοένα και
πληθαίνουν. Για παράδειγμα, προχτές, καθώς βάδιζα μέσα από την ανοιξιάτικη
πλατεία, είδα κάμποσα σχολεία να έχουν μαζευτεί και να κάνουνε πρόβες για τη
μαθητική παρέλαση τής 25ης Μαρτίου. Αγόρια αμούστακα και κοριτσάκια
αγουροξυπνημένα που προσπαθούσαν να στοιχηθούν όσο καλύτερα μπορούσαν, την ώρα
που έγερναν από τη βαρεμάρα και τη νύστα. Κάπου εκεί, ο αυστηρός καθηγητής δεν
άντεξε να βλέπει όλη αυτή τη χαλαρότητα και έδωσε ηχηρά το παράγγελμα προς
άπαντες: «κλίνατε επί δεεεεεξιά!». Και όντως, οι περισσότεροι μαθητές μαντέψανε
σωστά το κατά που έπεφτε το δεξιά και ακολούθησαν και τις υπόλοιπες τις εντολές,
με σκοπό να μιμηθούν όσο καλύτερα μπορούσαν τον στρατιωτικό βηματισμό, έστω κι
αν ακόμα μαθαίνανε να βηματίζουν ως άγουροι άνθρωποι. Και τα κατάφεραν, με τα
χεράκια τους και τα ποδαράκια τους να πηγαινοέρχονται συγχρονισμένα με τα
επιβλητικά τα παραγγέλματα. Ακριβώς εκείνη τη συγκεκριμένη χαρακτηριστική
στιγμή, το παράξενο βλέμμα μου πήγε και έπεσε πάνω στα κρεμασμένα πρωτοσέλιδα
των εφημερίδων που λιάζονταν στο διπλανό περίπτερο και επεδίωκαν να προκαλέσουν
την προσοχή με τους παχυλούς τους τίτλους που μπορούσες να διαβάσεις ακόμα και
από μακρινή απόσταση. «ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ», «ΜΕ ΒΗΜΑ ΤΑΧΥ ΟΙ
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ». Πιο κάτω, δυο συνταξιούχοι ξεφύλλιζαν μιαν από δαύτες τις
εφημερίδες, συζητώντας ότι οι Έλληνες πλέον θυμίζουμε στρατιωτάκια που βαράμε
προσοχή στην Τρόικα. «Ένα-δύο, προοοοοοσοχή!» ακούστηκε πάλι από τη μαθητική την
πρόβα και κάπου εκεί γέροι και νέοι φάνηκαν σαν να κοιτάχτηκαν ειρωνικά μεταξύ
τους.
Λίγες μέρες μετά, ενώ βυθιζόμουνα στον ατέλειωτο καναπέ
μου, δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από μια εταιρεία δημοσκοπήσεων, όπως μου συστήθηκαν,
όταν σήκωσα το σκονισμένο ακουστικό. Με ρωτήσανε αν γινόντουσαν σήμερα εκλογές
ποιο κόμμα θα ψήφιζα. Το πιο δύσκολο ήταν ότι, μερικά από δαύτα τα άκουγα για
πρώτη φορά, αγνοώντας την όποια προέλευσή τους. «Η Ελιά», «Το Ποτάμι», «Οι 58»,
μα τι γίνεται ρε παιδιά, τι περίεργα ονόματα είναι όλα αυτά, σκέφτηκα. Λες να
είναι τίποτα οικολόγοι όλοι αυτοί, αναρωτήθηκα, και γιατί δεν επέλεξαν να
κατέβουν όλοι μαζί αλλά προτίμησαν να είναι έτσι διασπασμένοι. Μετά, αναζητώντας
πληροφορίες για το ποιος κρύβεται πίσω από αυτούς τους πρωτότυπους πολιτικούς
σχηματισμούς μπλέχτηκα ανάμεσα σε εξειδικευμένους όρους και ότι εν πάση
περιπτώσει όλοι αυτοί λέει κάποτε είχαν ονειρευτεί το σοσιαλισμό, στην πορεία
βρέθηκαν στην κεντροαριστερά, μερικοί έκατσαν στο σκέτο κέντρο, άλλοι λυγίσανε
και κυλήσανε προς την κεντροδεξιά και ότι εν τέλει μολονότι έχουν ταυτιστεί με
το σύστημα, κύριο σκοπό έχουν να ανατρέψουν αυτό το ίδιο σύστημα που τους
ανέθρεψε. Ότι ο ιδρυτής ενός από αυτά τα κόμματα είναι μεγαλοδημοσιογράφος που
δουλεύει χρόνια για ένα μεγαλοκανάλι που έχει έναν μεγαλοϊδιοκτήτη, ο οποίος
είναι μεγαλοεργολάβος κι έχει αναλάβει τα περισσότερα μεγαλοέργα και ότι μέχρι
και το Σύνταγμα άλλαξε για να μην μπορεί να παίρνει άλλα τέτοια έργα και ότι
έχει ρίξει τόσο πολύ μπετό στη χώρα μας σε σημείο τέτοιο που τσιμεντώθηκαν
ποτάμια ολόκληρα μαζί με ελιές και συνειδήσεις και ότι τώρα όλο αυτό το ποτάμι
των κομματικών συμφερόντων υπόσχεται ότι θα αντισταθεί και θα πάει ενάντια σε
αυτούς που τόσα χρόνια το φουσκώναν. Ποτάμι η ειρωνεία,
υπέθεσα.
Έκανα να δω ειδήσεις και τι δεν είδα από μαζεμένες
ειρωνείες. Κυκλοφόρησε λέει βιβλίο ένας φυλακισμένος τρομοκράτης, ένας δηλαδή
κατά συρροή δολοφόνος και ότι, εντάξει, έχουμε ελευθερία του λόγου εδώ,
ελευθερία έκφρασης και τα τοιαύτα, είμαστε μεν η γη που γέννησε τη Δημοκρατία,
εντάξει, αλλά δεν είναι δυνατόν να εκδίδει όποιος θέλει βιβλία, ειδικά ένας
κρατούμενος, ντροπή και στον εκδότη, ότι, εντάξει, δεν είπαμε να καίμε τα
βιβλία, αλλά, πώς να το κάνουμε, αυτό το βιβλίο είναι για την πυρά, ντροπή σε
όσους το αγόρασαν γιατί, εντάξει, ο καθένας δικαιούται να διαβάζει όποιο βιβλίο
θέλει, αλλά αγοράζοντας αυτό το βιβλίο είναι σαν να χρηματοδοτείς έναν
τρομοκράτη και την οργάνωσή του, ότι μπορεί στο τέλος να μη θεωρηθείς ένας απλός
αναγνώστης αλλά εμμέσως πλην σαφώς να υποτεθεί ότι είσαι μέλος αυτής της ίδιας
της εγκληματικής ομάδας, ναι, γιατί όχι, μπορεί στην τελική να χαρακτηριστείς ως
ένας ελεύθερος δημοκράτης τρομοκράτης. Προφανώς αστεία πράγματα, είπα. Στο
επόμενο θέμα τού δελτίου γίνεται ο κακός χαμός με έναν άλλο κρατούμενο που λέει
ότι σκότωσε έναν φρουρό μέσα στη φυλακή και ότι λίγες ώρες μετά, υπό
αδιευκρίνιστες συνθήκες και όλως περιέργως και κάτω από απροσδιόριστα
περιστατικά, ο κρατούμενος αυτός βρέθηκε νεκρός στο κελί του, και ότι, εντάξει,
συμβαίνουν αυτά, ακόμα και αν φαίνεται περίεργο όλο αυτό, ότι οι υπόλοιποι
φρουροί από τη φυλακή ήδη είχαν έτοιμη μια αναλυτική ανακοίνωση σχετικά με τον
απροσδόκητο και σχεδόν ταυτόχρονο με την ανακοίνωση θάνατο τού κρατούμενου, ότι
η ελληνική Δημοκρατία σκοπό δεν έχει την εξόντωση των κρατουμένων, ότι τα
βασανιστήρια απαγορεύονται, ασχέτως αν υπάρχουν μέχρι σημάδια από ηλεκτροσόκ
στον αδικοχαμένο κρατούμενο. Εντάξει, δεν έγινε και τίποτα, είπα. Ένα σοκ
ειρωνείας, είπα.
Βγήκα έξω να εισπνεύσω λιγάκι καθαρό δημοκρατικό αέρα
και έπεσα πάνω σε μια μάνα που είχε τσαντιστεί με το μικρό της το αγοράκι και
του τράβαγε το μαλλί με μανία για να το συνετίσει. Μερικά στενά πιο πέρα, είδα
αγοράκια που μεγάλωσαν και αποφασίσανε στη ζωή τους να φορέσουν τη στολή των ΜΑΤ
και να πλακώσουν αν χρειαστεί στο ξύλο και τη μάνα τους την ίδια. Σαν από
σύμπτωση, είδα έναν από αυτούς τους μεγαλωμένους γιους να έχει αρπάξει με τον
ίδιο ακριβώς τρόπο από το μαλλί μια γυναίκα που θα μπορούσε να είναι στ' αλήθεια
η μάνα του. Ήτανε λέει μαζί με κάποιες άλλες βρομιάρες καθαρίστριες που
βρομίζανε με τη διαμαρτυρία τους όλους τους διαδρόμους του Υπουργείου αυτούς
τους ίδιους διαδρόμους που οι ίδιες για χρόνια ξεβρομίζανε προτού τις πετάξουν
στο δρόμο σαν βρόμικα σκουπίδια. Ε, ρε, πως οι ρόλοι αλλάζουνε και η βία πάντα
μένει, συλλογίστηκα ειρωνευόμενος. Πιο 'κει, στην είσοδο μιας πολυκατοικίας
έβλεπες έναν από τους άπειρους άστεγους που έχασαν δουλειά, σπίτι, οικογένεια
και ξημεροβραδιάζονται σε κάποιο από τα άπειρα παγκάκια. Από την πρώτη στιγμή
διέκρινα κάτι ιδιαίτερο πάνω του, σαν να έκανε μια προσπάθεια για να ξεχωρίσει
από το πλήθος των υπόλοιπων αστέγων γύρω του. Είχε βρει μια σχισμένη στολή
στρατιωτική, από αυτές που μάλλον περίσσεψαν από το καρναβάλι ή πεταχτήκανε σε
κάποιο κάδο ως ελαττωματικές. Είχε καταφέρει να τη φορέσει, έστω και με τα χίλια
ζόρια, αφού ήταν φανερά ξεχαρβαλωμένη, αφήνοντας να φανούν πολλά σημεία από το
ίδιο του το ξεχαρβαλωμένο του κι αδύνατο κορμί. Πέρα από τη στολή, εκείνο που
μου έκανε εντύπωση ήταν ότι κρατούσε ψηλά ένα κομμάτι χαρτόνι που έγραφε: «Είμαι
κι εγώ ένας ένστολος. Θα με ταΐσετε επίδομα;». Α, αυτή είναι μια ειρωνεία
ξεχωριστή, σκέφτηκα.
Μια ειρωνεία νηστική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου