Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Τιμήθηκε ο Γιάννης Μπανιάς στην Άρτα, στον τόπο καταγωγής του.


Τον πο­λι­τι­κό, κοι­νω­νι­κό α­γω­νι­στή, φί­λο και άν­θρω­πο Γιάν­νη Μπα­νιά σκια­γρά­φη­σαν ό­λοι ό­σοι α­να­φέρ­θη­καν σε αυ­τόν, τη βρα­διά της πε­ρα­σμέ­νης Τε­τάρ­της στην α­γα­πη­μέ­νη του πα­τρί­δα, την πό­λη της Άρτας. Σε εκ­δή­λω­ση που διορ­γα­νώ­θη­κε με την ευ­και­ρία της συ­μπλή­ρω­σης ε­νός χρό­νου α­πό τον θά­να­τό του και της δω­ρεάς της βι­βλιο­θή­κης του στον μου­σι­κο­φι­λο­λο­γι­κό σύλ­λο­γο Άρτας «Σκου­φάς». Στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του Γιάν­νη α­να­φέρ­θη­καν η Όλγα Γε­ρο­βα­σί­λη, βου­λευ­τής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ-ΕΚ­Μ, ο Γιώρ­γος Παπ­πάς, η Μα­ρία Δέ­τσι­κα, μέ­λος του συλ­λό­γου, ε­νώ ε­πί­σης πα­ρε­νέ­βη­σαν ο α­ντι­πε­ρι­φε­ρειάρ­χης Άρτας, Βα­σί­λης Ψα­θάς, ο δή­μαρ­χος Αρταίων, Γιάν­νης Πα­πα­λέ­ξης, ο δή­μαρ­χος Κεντρικών Τζου­μέρ­κων, Χρή­στος Χα­σιά­κος, εκ μέ­ρους της Α­ΚΟ­Α ο Σταύ­ρος Πι­στιώ­λης, ο Βα­σί­λειος Ρί­ζος, α­ντι­δή­μαρ­χος Κε­ντρι­κών Τζου­μέρ­κων, ο α­δελ­φός του Νί­κος, ο πρό­ε­δρος του συλ­λό­γου Γιάν­νης Κου­τσού­μπας.Ο «Σκου­φάς» πρό­σφε­ρε προς τι­μήν του ε­κλι­πό­ντος πλα­κέ­τα, την ο­ποία πα­ρέ­λα­βε ο α­δελ­φός του, Νί­κος.Ο Σταύ­ρος Πι­στιώ­λης στο σύ­ντο­μο χαι­ρε­τι­σμό α­να­φέρ­θη­κε σε ο­ρι­σμέ­να ση­μεία κα­μπής της πο­ρείας του Γιάν­νη. «Το 1982 γνω­ρί­σα­με το Γιάν­νη να δί­νει τη μά­χη στο ΚΚΕ Εσω­τε­ρι­κού μα­ζί και με άλ­λους για την Αρι­στε­ρή στρο­φή. Ήταν η πρώ­τη φο­ρά που ά­κου­γα, ό­ντας ε­παρ­χιώ­της, ό­τι σ' έ­να Αρι­στε­ρό κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα μπο­ρεί να γί­νει α­ρι­στε­ρή στρο­φή. Αρι­στε­ρό κόμ­μα και Αρι­στε­ρή πο­λι­τι­κή τα εί­χα ταυ­τι­σμέ­να. Ήταν λά­θος. Γυ­ρί­ζο­ντας στην Άρτα διά­βα­σα το βιο­γρα­φι­κό του νέ­ου τό­τε γραμ­μα­τέα μας και έ­μα­θα ό­τι ή­ταν Αρτι­νός και μά­λι­στα α­πό τους Με­λισ­σουρ­γούς. Αυ­τή ή­ταν η πρώ­τη γνω­ρι­μία μου μα­ζί του. Το 1989, δεύ­τε­ρο ση­μείο κα­μπής, ό­ταν η θεω­ρία του τέ­λους της ι­στο­ρίας σά­ρω­νε τα πά­ντα και μι­κροί-με­γά­λοι σπεύ­δα­νε να συ­στε­γα­στούν σε μι­κρό­τε­ρα ή με­γα­λύ­τε­ρα πο­λι­τι­κά σχή­μα­τα και κυ­βερ­νή­σεις, ο Γιάν­νης έ­μει­νε στο ξέ­φω­το».Ο κ. Γ. Πα­πα­λέ­ξης α­να­κοί­νω­σε ό­τι η δη­μο­τι­κή ε­πι­τρο­πή θα α­πο­φα­σί­σει ποιος θα εί­ναι ο δρό­μος που θα πά­ρει το ό­νο­μά του. Η βρα­διά έ­κλει­σε μέ­σα σε κλί­μα έ­ντο­νης φόρ­τι­σης με την «α κα­πέ­λα» ερ­μη­νεία του τρα­γου­διού «Γιάν­νη μου το μα­ντή­λι σου» α­πό την Δή­μη­τρα Μπί­ζα.


Πά­ντα α­νι­διο­τε­λής
Ο Γ. Πα­πάς στην ο­μι­λία του, με­τα­ξύ άλ­λων, α­να­φέρ­θη­κε στην κοι­νο­βου­λευ­τι­κή θη­τεία του Γιάν­νη. «Πα­ρά το γε­γο­νός ό­τι η ο­μι­λία αυ­τή δεν έ­χει ως σκο­πό μια κρι­τι­κή α­πο­τί­μη­ση της πο­λι­τι­κής δρά­σης και συ­μπε­ρι­φο­ράς του Γιάν­νη Μπα­νιά, έ­χω την ά­πο­ψη ό­τι, με­γα­λύ­τε­ρη -χρο­νι­κά- κοι­νο­βου­λευ­τι­κή θη­τεία του Γιάν­νη, στην ελ­λη­νι­κή Βου­λή, θε­τι­κά θα συ­νει­σέ­φε­ρε στο έρ­γο αυ­τής. Συ­γκε­κρι­μέ­να, με­τά το θά­να­τό του Γιάν­νη, ο τό­τε Πρό­ε­δρος της Βου­λής, Φί­λιπ­πος Πε­τσάλ­νι­κος, τον α­πο­κα­λεί: «ε­ξέ­χου­σα προ­σω­πι­κό­τη­τα της πο­λι­τι­κής ζωής, που ση­μά­δε­ψε με τη δρά­ση του την πο­ρεία του τό­που». Επι­πλέ­ον, στην πάν­δη­μη κη­δεία του στην Αθή­να, στις 31 Μαρ­τίου 2012, με με­γά­λη συμ­με­το­χή του λα­ού και των πο­λι­τι­κών, α­πό ό­λο το φά­σμα της πο­λι­τι­κής, η πα­ρου­σία σε αυ­τή του τ. Προέ­δρου της Βου­λής Απο­στό­λου Κα­κλα­μά­νη, υ­πο­δη­λώ­νει την προ­σω­πι­κή φι­λία και ε­κτί­μη­ση αυ­τών, στον Γιάν­νη Μπα­νιά.Ο Γιάν­νης, α­ξιο­πρε­πής, α­νι­διο­τε­λής, κα­λο­συ­νά­τος, άν­θρω­πος της πο­λι­τι­κής και της αν­θρώ­πι­νης προ­σφο­ράς ε­ξέ­φρα­ζε το υ­πό­δειγ­μα του σκε­πτό­με­νου α­γω­νι­στή που δεν ε­πι­διώ­κει την προ­βο­λή του, αλ­λά ε­πι­θυ­μεί να ε­μπνεύ­σει, να κοι­νω­νι­κο­ποιή­σει και να προ­βά­λει αρ­χές, πρά­ξεις και ο­ρά­μα­τα που κα­τα­τεί­νουν και ε­πι­διώ­κουν μια πιο δί­καια κοι­νω­νία των πο­λι­τών, με ε­λευ­θε­ρία σκέ­ψης και δρά­σης ό­λων ό­σοι πα­λεύουν για το στα­μά­τη­μα της εκ­με­τάλ­λευ­σης αν­θρώ­που α­πό άν­θρω­πο».

Όταν ό­λα πή­γαι­ναν δε­ξιά, ε­κεί­νος πα­ρέ­μει­νε στην Αρι­στε­ρά.















Η Όλγα Γε­ρο­βα­σί­λη α­να­φέρ­θη­κε στην α­πλό­τη­τα και αν­θρω­πιά του Γιάν­νη. «Συμ­με­τεί­χε με ό­ρε­ξη και πά­θος για προ­σφο­ρά, δού­λευε με συ­νέ­πεια και α­νι­διο­τέ­λεια, συ­νει­σέ­φε­ρε κρι­τι­κά και γό­νι­μα, ε­νέ­πνεε και κα­θο­δη­γού­σε. Ήταν ο ί­διος, αυ­τό που συ­νή­θι­ζε να λέει, ε­πι­διώ­κο­ντάς το για την Αρι­στε­ρά. Ένας κοι­νω­νι­κά γειω­μέ­νος άν­θρω­πος. Και δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν πρέ­πει να το προ­σπερ­νά­με εύ­κο­λα, έ­να γε­γο­νός που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι σ' αυ­τή την αί­θου­σα δεν το έ­χου­με ζή­σει. Το δα­νει­ζό­μα­στε α­π' τα βιώ­μα­τα των με­γα­λύ­τε­ρων α­πό ε­μάς, ό­σων εί­ναι σή­με­ρα α­πό ε­ξή­ντα χρό­νων και πά­νω. Ότι δη­λα­δή αυ­τή η στα­θε­ρή, α­νυ­πό­τα­κτη, μα­χη­τι­κή, γεν­ναία και έ­ντι­μη πο­ρεία έ­γι­νε σε ε­πο­χές που ού­τε η δη­μο­κρα­τία ευη­με­ρού­σε, ού­τε η α­ρι­στε­ρά συ­νέ­κλι­νε και α­σφα­λώς α­πεί­χε πο­λύ α­π' το να εί­ναι πλειο­ψη­φι­κό ρεύ­μα στην κοι­νω­νία. Ο Γιάν­νης έ­δω­σε τις μά­χες του σε μια α­πό τις σκλη­ρό­τε­ρες πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κές πε­ριό­δους της Ελλά­δας.Υπε­ρα­σπί­στη­κε τις α­ξίες και τις αρ­χές του, τα ι­δα­νι­κά της Αρι­στε­ράς, του σο­σια­λι­σμού και του κομ­μου­νι­σμού, κά­τω α­πό ι­διαί­τε­ρα δύ­σκο­λες συν­θή­κες της σύγ­χρο­νης Ιστο­ρίας μας. Και ή­ταν α­π' αυ­τούς που πλή­ρω­σε το τί­μη­μα των ε­πι­λο­γών του. Και μά­λι­στα α­γόγ­γυ­στα. Απ' την α­πέ­λα­σή του α­π' την Αυ­στρία, ε­ξαι­τίας της συμ­με­το­χής του στο πα­ρά­νο­μο ΚΚΕ, μέ­χρι τα βα­σα­νι­στή­ρια στην Μπου­μπου­λί­νας για τη συμ­με­το­χή του στον α­ντι­δι­κτα­το­ρι­κό α­γώ­να και την ε­ξο­ρία του στο Παρ­θέ­νι της Λέ­ρου, μέ­χρι και την προ­σπά­θεια πε­ρι­θω­ριο­ποίη­σής του και πο­λι­τι­κής του ε­ξα­φά­νι­σης, ε­ξαι­τίας της στά­σης του στην «με­γά­λη α­να­μέ­τρη­ση» στο ε­σω­τε­ρι­κό της Ανα­νεω­τι­κής Αρι­στε­ράς, που ο­δή­γη­σε το '87 στη διά­σπα­ση του ΚΚΕ Εσω­τε­ρι­κού. Ήταν μια κομ­βι­κή και α­πο­κα­λυ­πτι­κή για τις ε­πι­λο­γές του στιγ­μή. Ήταν η στιγ­μή που ο Γιάν­νης, ο τε­λευ­ταίος γραμ­μα­τέ­ας του ΚΚΕ Εσω­τε­ρι­κού, α­ντι­στά­θη­κε και έ­δω­σε τη μά­χη για να μεί­νει το «Κ» στον τίτ­λο του κόμ­μα­τός του. Βα­θιά πει­σμέ­νος πως ε­κεί­νο το «Κ» εί­χε πο­λύ με­γά­λη ση­μα­σία, πως ή­ταν αυ­τό που έ­δει­χνε τον ι­δε­ο­λο­γι­κό ο­ρί­ζο­ντα της Αρι­στε­ράς, μιας Αρι­στε­ράς που θέ­λει να αλ­λά­ξει τα θε­μέ­λια του κό­σμου, που ε­μπι­στεύε­ται την ι­δε­ο­λο­γι­κή της α­φε­τη­ρία και αρ­νεί­ται να εκ­χω­ρή­σει στους εκ­φρα­στές του υ­παρ­κτού σο­σια­λι­σμού το δί­καιο και ευ­γε­νές ό­ρα­μα του κομ­μου­νι­σμού. Όταν ό­λα πή­γαι­ναν δε­ξιά, ο Μπα­νιάς πα­ρέ­μει­νε πι­στός στην προ­σπά­θεια για α­ρι­στε­ρά».

Πε­ρι­διά­βα­ση στη βι­βλιο­θή­κη του
«Φα­ντά­ζο­μαι θα εί­σα­στε πε­ρίερ­γοι, ό­πως κι ε­γώ ή­μουν, να μά­θε­τε τι βι­βλία διά­βα­ζε ο Γιάν­νης Μπα­νιάς», τό­νι­σε η Μ. Δέ­τσι­κα. «Πώς οι­κο­δό­μη­σε τον κό­σμο του, α­πό πού αν­τλού­σε το ο­πλο­στά­σιό του. Σκε­φτό­μουν ό­τι έ­νας άν­θρω­πος τέ­τοιος, πο­λι­τι­κός μ' ό­λο το βά­ρος που ση­κώ­νει η λέ­ξη, δεν μπο­ρεί πα­ρά να έ­χει α­νοι­χτούς ο­ρί­ζο­ντες, να ψά­χνει, ε­να­γώ­νιος α­να­ζη­τη­τής της καί­ριας και λι­τής λέ­ξης, της ου­σίας των πραγ­μά­των. Όντας διαλ­λα­κτι­κός και δια­λε­κτι­κός, δε θα μπο­ρού­σε να κι­νεί­ται δογ­μα­τι­κά, α­πό­λυ­τα, α­πορ­ρί­πτο­ντας την άλ­λη ά­πο­ψη. Κι α­πό την άλ­λη έ­λε­γα μέ­σα μου, πως έ­νας άν­θρω­πος τό­σο αι­σθα­ντι­κός και τό­σο αν­θρώ­πι­νος, δεν μπο­ρεί πα­ρά να έ­χει θη­τεύ­σει χρό­νια στη λο­γο­τε­χνία και γε­νι­κά στις αν­θρω­πι­στι­κές ε­πι­στή­μες. Και δεν α­πο­γο­η­τεύ­τη­κα. Πο­ρεύ­τη­κα μέ­σα στις δια­δρο­μές των βι­βλίων του, έ­ψα­χνα να βρω τις πε­τρού­λες, τα μα­γι­κά ση­μά­δια που ά­φη­νε πί­σω του, το νή­μα που τα συ­νέ­δεε ό­λα. Εγκυ­κλο­παί­δειες, πε­ριο­δι­κά, βι­βλία για τη δια­λε­κτι­κή και τη φι­λο­σο­φία, κο­σμο­λο­γία, θρη­σκεία, λα­ο­γρα­φία, εκ­παί­δευ­ση, ποίη­ση, θέ­α­τρο, πο­λι­τι­κή. Κι ε­δώ να κά­νω μια μι­κρή στά­ση. Θα πε­ρί­με­νε κα­νείς ό­τι τα βι­βλία του Γιάν­νη Μπα­νιά θε­μα­το­λο­γι­κά θα α­να­φέ­ρο­νταν μό­νο στον κό­σμο της Αρι­στε­ράς. Κι ό­μως βρί­σκεις βι­βλία του Βαγ­γέ­λη Γιαν­νό­που­λου, του Αθα­νά­σιου Κα­νελ­λό­που­λου, του Ψυ­χά­ρη, του Γεωρ­γίου και του Ανδρέα Πα­παν­δρέ­ου, του Γεωρ­γίου Τσά­τσου, του Βα­σί­λη Φί­λια, δί­πλα στα βι­βλία του Τά­σου Βουρ­νά, του Νί­κου Που­λα­ντζά, του Ε. Τσα­κα­λώ­του, των θέ­σεων του Συ­να­σπι­σμού, του Μαρ­ξ, του Λέ­νιν, του Έγκε­λς, του Νε­φε­λού­δη, του Γκα­ρο­ντί, του Λα­φάρ­γκ, του Κω­στή Μο­σκώ­φ, του Ενρί­κο Μπερ­λίν­γκουε­ρ, του Τσόμ­σκι, του Λα­φο­ντέν, του Κρο­πότ­κιν. Και πιο κει, βι­βλία για την ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή για τα Βαλ­κά­νια, το σο­σια­λι­σμό, την παι­δεία, την οι­κο­λο­γία, την ια­τρι­κή, λε­ξι­κά, βι­βλία σε πολ­λές γλώσ­σες, βι­βλία σε σχέ­ση με το ε­πάγ­γελ­μά του, τις κα­λές τέ­χνες, τη λο­γο­τε­χνία, εγ­χώ­ρια και ξέ­νη.Οι κλα­σι­κοί της ξέ­νης λο­γο­τε­χνίας βρί­σκο­νται πλάι -πλάι με τους εκ­φρα­στές των και­νού­ριων λο­γο­τε­χνι­κών ρευ­μά­τω­ν: εν­δει­κτι­κά σας α­να­φέ­ρω: ο Εζρα Πά­ου­ντ και η Γερ­τρδού­δη Στάιν, ο Σαμ Σέ­παρ­ντ, ο Σαίξ­πη­ρ, η Κά­θριν Μάν­σφιλ­ντ, ο Έλις Πί­τε­ρς, κι ο Μού­ζι­λ, ο Μπρε­χτ, ο Βο­κά­κιος, ο Έρεν­μπουρ­γκ, κι ο Να­μπό­κο, ο Τολ­στόι, η Γιουρ­σε­νά­ρ, ο Κού­ντε­ρα, ο Μπρυ­κνέ­ρ, ο Τσε, ο Λόρ­κα, ο Ορχάν Πα­μούκ. Και οι Έλλη­νες λο­γο­τέ­χνες με­σου­ρα­νού­ν: Σε­φέ­ρης και Νά­νος Βα­λαω­ρί­της, Νά­ντια Βα­λα­βά­νη, Μά­ρω Βαμ­βου­νά­κη, Γεώρ­γιος Βι­ζυη­νός, Εμπει­ρί­κος, Ζυ­ράν­να Ζα­τέ­λη, Λι­λή Ζω­γρά­φου, Νί­κος Κα­ζα­ντζά­κης, Νί­κος Κα­ρα­βα­σί­λης, Με­νέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, Γιάν­νης Μα­ρής, Ανδρέ­ας Μή­τσου, Μπο­στ, Αλέ­ξαν­δρος Πα­πα­δια­μά­ντης, Σπύ­ρος Πλα­σκο­βί­της, Εμμα­νουήλ Ροϊδης, Στρα­τής Τσίρ­κας, στα­χυο­λο­γώ με­ρι­κούς α­πό τους συγ­γρα­φείς».


Δεν υπάρχουν σχόλια: