φωτό Κώστας Μπαλάφας
Γράφει ο Χρήστος Α.Τούμπουρος
Καλές
οι γιορτές, αλλά καλά είναι να θυμόμαστε...
Αχ,
εκείνο το πανωπροίκι ήταν αληθινό βάσανο
για τον πατέρα. Δεν ήταν μόνο ο κίνδυνος
που να μη «μας γανώσουν τα μ’τσούνια»,
αλλά ήταν και ένα μεγάλο οικονομικό
πρόβλημα που τον οδηγούσε κατευθείαν
στα δανεικά. «Πάρε ο ένας από ‘δω, ο
άλλος από κει, δώσε και τις προμήθειες
στους διαπραγματευτές, έμεινα πάφλας.
Πάω στην ξενιτιά μπας και τα μαζώξω τα
λεφτά.» Και διάβαινε στην ξενιτιά. Πολλές
φορές χρόνιαζε. Κι αν τα μάζωνε έχε
καλώς. Αν όχι, ξανά μανά στα ξένα. «Τον
έφαγε το λιοπύρ’ στην ξενιτιά.»
Το
πανωπροίκι δινόταν για δύο κυρίως
λόγους. Ο πρώτος ήταν και ο επικρατέστερος.
Άμα είχε προηγουμένως «καλαφατιστεί»
από κανέναν μουστερή η νύφ’, άμα δηλαδή
«είχε τη σαμπρέλα τρύπια», έπρεπε να
βρεθεί το μπάλωμα. Και το μπάλωμα ήταν
το κουδούνισμα με τις λίρες. Ο δεύτερος
λόγος ήταν η ηλικία. «Μας γελάσατε
συμπέθερε. Παραπάνω χρόνια είναι
φορτωμέν’ η νύφ’. Να σιάξουμε το
πανωπροίκ’.» Κι άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις.
Επικεφαλής των διαπραγματεύσεων ήταν
η προξενήτρα. (Περί θηλυκού επρόκειτο.
Άντρας – προξενητής ήταν κάτι σπάνιο).
Και
εκεί γινόταν «της μουρλής ο γάμος!»
Συζητήσεις, θέσεις και αντιθέσεις,
αντεγκλήσεις και βρισίδια σύννεφο.
«Άκου, να σ’ πω θεια Χρίσταινα. Οχτώ
χρόνια είναι μεγαλύτερ’.» Και απαντούσε
η προξενήτρα. «Τι την ήθελες και μικρότερ’;
Τι φοβάσαι μην δεν βράζ’ στην κατσαρόλα;»
Άρχιζε έτσι -στα μαλακά- η συζήτηση.
Κρατούσε ώρες πολλές. Στο τέλος συνήθως
κατέληγε σε φασαρία. «Τι με πέρασες
εμένα και με κορόιδεψες; Άλλη μου ‘δειξες,
κι άλλη μου ‘μπηξες!» «Σιγά που θα σε
κοίταζε γυναίκα εσένα μωρέ μουλαΐνκο.
Μια χαρά κοπελάρα πήρες.» «Τι λες θεια
Χρίσταινα. Αυτή είναι όμοια με τη μάνα
μ’.» «Όμοια δε θα την έλεγες. Μεγαλούτσικ’.
Με μυαλό ώριμο. Γκόρτσο γινωμένο είναι..»
Και
μεταξύ ύβρεων, υποσχέσεων και ενός
αριθμού λιρών που ανεβοκατέβαινε συνεχώς
-αληθινή αυξομείωση της αξίας του
εμπράγματου αντικειμένου που λεγόταν
γυναίκα- έκλεινε κάποτε η συμφωνία.
Διευκρίνηση. Άμα ήθελε η προξενήτρα θα
έκλεινε, γιατί τις περισσότερες φορές
έπαιρνε προμήθεια και από τις δύο
πλευρές. «Με ξεπέτσιασε η θεια Χρίσταινα.
Κόντεψε να μου πάρει τα μισά. Προξενήτρα
είναι αυτή ή λαιμητόμος;» Βέβαια η
προξενήτρα έπαιρνε τα μέτρα της. Το
πανωπροίκι έπεφτε πρώτα στα χέρια της.
Αυτή θα το μετέφερε στον γαμπρό. Συνήθως
εκπρόσωπο του γαμπρού, στον πατέρα του.
Ήταν
παραμονές Χριστουγέννων. Εκείνη τη
χρονιά είχε ενσκήψει ένας φοβερός
χειμώνας. Κρύο φοβερό και σιγά σιγά
φαινόταν πως θα ρίξει και το χιόνι. Και
μεις τα παιδιά κάναμε χαρούλες. Το
περιμέναμε.
Ένα πρωινό ακούω τη
γιαγιά μου.
-Δε μού λες μωρέ κοπέλα.
Δε θα φτιάξεις το σπίτ’ για τα
Χριστούγεννα;
-Τι μου λες μωρ’
μάνα. Εγώ, έχω τα παιδιά ζάρκα. Ο ένας,
βγήκαν τα ποδάρια τ’ έξω. Τρύπησαν τα
παπούτσια. Ο άλλος τσέκλιο παντελόν’.
Μούρχεται να ζουρλαθώ. Τι γιορτές μου
λες.
Και η γιαγιά μου απάντησε με
απόλυτα φυσιολογικό τρόπο.
-Περίμενε
σήμερα θα φέρ’ ο Κώστας το πανωπροίκ’.
Θα πάρω το μερτικό μ’ και θα τα βολέψουμε
τα παιδιά.
Και
πράγματι, ήρθε ο Κώστας το απόγευμα,
κλείστηκε με τη γιαγιά στο δωμάτιο καμιά
ώρα, άκουγα φωνές, μα στο τέλος «όλα μέλι
γάλα». Μόλις βγήκε από το δωμάτιο η
γιαγιά με τον μπάρμπα Κώστα φεγγοβόλαγε
το πρόσωπό της. Κάτι συνωμοτικά μηνύματα
έστειλε με τα μάτια της στη μάνα μου. Κι
ο μπάρμπα Κώστας έφυγε. Σε λίγο με φώναξε
η μάνα μου και μου είπε να πάμε στον
τσαγγάρι να μου παραγγείλει παπούτσια.
Κι αυτό έγινε. Πήγαμε και πήραμε τα
μέτρα. Μετά από τρεις μέρες ήταν έτοιμα.
Όταν πήγα στο σπίτι και τα είδε η γιαγιά
μου, μονολόγησε. «Να ‘ναι καλά ο Κώστας».
Εγώ το εξέλαβα ως υποχρέωσή μου να τον
ευχαριστήσω.
Και πήγα και τον βρήκα,
ο βλάκας και τον ευχαρίστησα. Όταν το
έμαθε η γιαγιά είπε με προβληματισμένο
ύφος. « Αυτό το παιδί είναι τσιουρούτ’κο.
Ντιπ τρουξό.» Ρώτησα τον παππού, «τι
σημαίνει η λέξη τρουξό;» Και μου απάντησε.
«Δεν κατάλαβες; Να, τρουξό είναι σαν να
λέμε ντιλνό. Κατάλαβες τώρα;» Τι να
καταλάβω; Δεν είχα και κανένα λεξικό…
Πάντως έκανα Χριστούγεννα παπουτσωμένος…
Χρήστος Α.Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου