Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Πέρασαν
πολλά, πάρα πολλά χρόνια , πολλές δεκαετίες
από τότε που μαθητές μαθαίναμε και
τραγουδούσαμε το τραγούδι «Της Πατρίδος
μου η σημαία/έχει χρώμα γαλανό/ και στη
μέση χαραγμένο/ένα ολόλευκο σταυρό…».
Και έμπλεοι εθνικής υπερηφάνειας
δακρύζαμε και ορκιζόμασταν πίστη στην
πατρίδα, εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες
και τυφλή υπακοή στους εθνοσωτήρες
συνταγματάρχες, χουντικούς και
χουντόφρονες, δικτάτορες και δικτατορίσκους,
καθώς και στα διάφορα φασιστοειδή που
«γαυγιστί» μας ενημέρωναν για τα καλά
και τα αγαθά της εθνοσωτήριου Επανάστασης,
που έδωσε ζωή στα ακατοίκητα νησιά,
Γυάρος, Μακρόνησος κλπ. και αναμορφώνει
τους «απάτριδες», «τα εθνικά μιάσματα
και τους επικίνδυνους για το έθνος»,
αφού εμφορούνταν από φρονήματα κατά
της πατρίδος.
Κι όλοι, πολύ λίγο
προβληματιζόμασταν «τι εστί πατρίς»
και ποια είναι εκείνα τα φρονήματα που
λειτουργούσαν αντίθετα με την πατρίδα
και πώς επενεργεί μια τέτοια δράση, του
χαφιεδισμού και των βασανιστηρίων, υπέρ
της πατρίδας; Αν δέχεται δηλαδή η πατρίδα
αυτή την δράση. Απορίες μαθητών, που δεν
τολμούσαμε φυσικά να τις διατυπώσουμε.
Θα μας παρέπεμπαν στον Ταγματάρχη και
αυτός θα επιλαμβάνονταν της ηθικής μας
διαπαιδαγωγήσεως… Και ορθώνονταν οι
απορίες. Πατρίδα είναι «η εδαφική έκταση
εντός των ορίων της οποίας ασκείται η
κρατική εξουσία;». Και ο Κώστας που είχε
φύγει για τη Σουηδία, ποια πατρίδα είχε;
Άπατρις κι αυτός; Γιατί; Ασφαλώς και να
μην μολύνει την καθαρότητα της «Σουηδικής
Φυλής» και του Σουηδικού ιθαγενούς και
ακέραιου πολιτισμού;
Και γύρισε ο Κώστας και, όπως μας είπε έμεινε Έλληνας, αλλά ένιωσε και Σουηδός, αφού του φέρθηκαν καλά, δούλεψε, σπούδασε και αποκαταστάθηκε ουσιαστικά. Δεύτερη πατρίδα. Η πρώτη ήταν η Ελλάδα. «Δεν είναι δυνατόν έλεγα μέσα μου. Τι δίπορτο το έχει; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Μία είναι η πατρίδα». Συνέχιζα τις σκέψεις μου. Είναι αλήθεια μία η πατρίδα; Ένας ήλιος βγαίνει γι’ αυτήν, που αλλιώς λάμπει. Τώρα, αν φωτίζει και τα μυαλά, είναι άλλο θέμα. Είναι αυτό που λέμε στα βαθιά σκοτάδια δεν λέμε καλημέρα. Και κει που μαθαίναμε για «κουκλίτσες αληθινές» και «ξακουστές πατρίδες», που έδιωξαν βαρβάρους και εγκατέστησαν την ελευθερία σ’ αυτά τα τοπία μαθαίναμε πως σε άλλους αφαιρούνταν η ιθαγένεια, η πατρίδα δηλαδή. Άλλο θέμα ποιος είχε τέτοιο δικαίωμα…
Και μαθαίναμε πως «πατρίδα σαν τον ήλιο σου, ήλιος αλλού δεν λάμπει», λες και η δική μας πατρίδα είχε άλλη φέξη και των αλλονών ήταν άφεγγη, κι ακόμα περισσότερο το μαθαίναμε και το λέγαμε «νιώθω για σε πατρίδα μου στα σπλάχνα χαλασμό». Εμείς κι όχι άλλοι. Οι άλλοι είναι … πίσω, σαν να μην έχουν πατρίδα. Εμείς έχουμε και την προίκα μας, τους αρχαίους ημών προγόνους. Δεν είχαμε ξεχωρίσει τι εννοεί ο Σολωμός όταν έγραφε «Ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!» ούτε και αργότερα καταλάβαμε τα λόγια του τραγουδιού «η πιο καλή πατρίδα είναι η καρδιά!». Και βέβαια μόνο η δικιά μας καρδιά χτυπάει για την πατρίδα.
Κάποτε
ρώτησα τον Κώστα. «Μας λες ότι σε δέχτηκαν,
σε φιλοξένησαν, σπούδασες, εργάστηκες
και τώρα παίρνεις σύνταξη. Η πατρίδα
είναι εδώ. Τότε γιατί έφυγες;» Και η
απάντηση ήταν πολύ απλή: «Γιατί θα με
συλλάμβαναν και θα με έστελναν στη
Γυάρο».
Μάλιστα.
Σκέψου είπα μέσα μου να σούρχονταν και
οι βόμβες στο κεφάλι. Τότε ούτε που θα
κοίταγες κατά πού θα πήγαινες. Αμ δεν
θα κοίταγες… Θα έμπαινες σ’ οποιοδήποτε
σαπιοκάραβο ή θα σε έβαζαν οι έμποροι
του θανάτου κι … «όσοι λαγάριζαν στη
στεριά»…
Το
πρόβλημα είναι άλλο και μεγαλύτερο.
Μιλάμε για τις βόμβες του φασισμού και
του ρατσισμού. Αυτές κι αν είναι
επικίνδυνες… Αυτές βαράνε κατακούτελα
στη συνείδηση και απανθρωποποιούν τον
άνθρωπο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου