Μι πέρν’ τηλέφωνο ο Τακούλας κι μ’ λέει ότ’ πέθανε η Μυδγάλου στ’ Πρέβεζα. Η Μυγδάλου ήτανε Μπουχαλιώτσα, όμορφη και κωλοπετσωμένη. Προτίμσε το Γιώργο το Πρεβεζάνο, απ’ τα καπνά κι τα βαμπάκια. Ο Γιώργος τσ’ έριχνε χρόνια κι’ ήτανε χήρος. Παρά τ’ διαφορά των 20 χρόνων, η Μυγδάλου τούτανε πιστή, αλλά τούψηνε το ψάρ’ στα χείλη. Πρίν 18 χρόνια τα τίναξε ο Γιώργος, πάνω στου κρεβάτι. Θατανε απ’ λίγες φορές πουτον άφσε η Μυγδάλου. Πήγε φχαριστημένος.
-Να πάμε Τακούλα μ’, τούπα, είναι Βονιτσιάνα κι τσ’ γειτονιάς μας, μια Μπούχαλη είναι αυτή.
Η κηδεία ήτανε τσ’ έντεκα το πρωί. Ηλθε ο Τακούλας μ’ κι μι πήρε, μπονώραγιατί έπρεπε να πάει κι στο λιμεναρχείο για τ’ βάρκα τ’. Ο Τακούλας ψαρεύει γάμπαρες κι μ’ φέρνει καμιά φορά. Μπορεί νάνε μικρές αλλά ο Τακούλας είναι πρώτος τσ’ παρόλες. Ακ’ τι μ’ λέει για να με ζαντζέψει:
- Η μικρή η γάμπαρη έχει το΄ζμί!!
-Ναι Τακούλα. Τσ’ μεγάλες τσ’ τρώει η πεθερά σ’. Οι μικρές τσ’ περνάνε μέσα απ’ τα δόντια!!
Φεύγουμε για τ' Πρέβεζα τσ’ οκτώ το πρωί. Εγώ τον πίστρωσα, πίσω στα δεξιά, στ’ τιμητική.
Μι ζάλσε αυτό του παιδί. Μια από δώ, μια από κεί το αυτοκίνητο.
-Λακκούβες μι λέει στα πολιτισμένα ο Τακούλας.
-Α! λόμπες τ’ λέου!!
Σα φτάναμε στα θερμοκήπια τ’ Παππά, αγναντεύω μέσα σε ένα χωράφ’ πέντε αυτοκίνητα απαρατμένα.
- Τακούλα μ’, τα’ λέου, τι τα’ παράτσανε;
Δε κόντεψα να τελειώσω τ΄κβέντα μ’, κι ακούστκε ένα μπαμ και ένα φύσμα. Ωρε συλογιέμαι, τήρα τρόπο πβρήκε ο Τακούλας να καλύψει του κλάσμο.Τ’ αυτοκίνητο πηγαινε πέρα δώθε, μέχρι πούπιασε δίπλα στα άλλα τα παρατμένα.
Ητανε τώρα έξι σαν τα φλυτζανάκια τ’ καφέ......
Ξεστρατίζουμε απ’ τ’ αυτοκίνητο και τι να δούμε. Πάει το λάστχου. Τι να τ’ πώτώρα τ΄Τακούλα; Οτ΄κι νάλεγα μ΄αποκρίνονταν.
– Μη μι τσακατάς. (πειράζεις)
Ούτε η Λόλα απ’ τα Παλιάμπελα νάτανε. Μη μι τσακατάς.
Κάποια στιγμή βλέπουμε να ξεκαμπάει μια κλούβα φορτηγό. Ητανε ο Πανάκιας, πήγαινε να πάρ’ φρούτα στ’ Πρέβεζα για του μανάβκο. Δίπλα είχε τ’ μανούλα τ’.
-Α, λέου, κοίτα παιδί μάλαμα, κοίτα πως έχει τ’ μανούλα τ’, πάντα δίπλα τ’. Αυτά τα παιδιά είναι για κογένεια. (αυτά να τα΄ακούς εσύ Μαρούλα, π΄μ΄γύρσες του προξενιό)
Σταμάτσε ο Πανάκιας και μας έβαλε μέσα στ’ κλούβα.
Δε πρόλαβε να πάμε 100 πάσα, ακούμε ένα σκούξμο και λίγο μετά ένα άλλο, κι ακουλούθσε κι’άλλο. Μουφάνκε παράξενο που τα σκούξα ήτανε δύο. Ααααααααα και ουυυυυυυυ. Με το Αααααα ο Πανάκιας ξεστράτζε δεξιά και με του Ουυυυυυ έκοβε αριστερά.
Αι’ δε τούξερα κι αυτό κι κοπέλλα τηρανιώμνα να τσακλατήσω το τρόγαλο. Θατόβαζα μέσα στη κλούβα τ΄Πανάκια και στο έλα θαμ τόφερνε σκέτο βούτυρο.
Ακουρμάστκα καλλίτερα και το βρήκα για τα σκούξα. Ητανε η μανούλα τ’ Πανάκια, συναγερμός για κάθε λακκούβα πούβλεπε.
Φτάσαμε στ’ Πρέβεζα, απήραγοι, διπλωματούχος συναγερμός η μανούλα τ’ Πανάκια....
Σε λίγες μέρες ακολουθεί το 2ο μέρος με πολλά κωμικοτραγικά απο την κηδεία της Μυγδάλους στη Πρέβεζα...
http://xiromeronews.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου