Δείτε τα video
Μέγα Γαρδίκι
Το Μέγα Γαρδίκι (Τοπική Κοινότητα Μεγάλου Γαρδικίου
- Δημοτική Ενότητα ΠΑΣΣΑΡΩΝΟΣ), ανήκει στον δήμο ΖΙΤΣΑΣ της Περιφερειακής
Ενότητας ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη
διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα
“Καλλικράτης”.
Η επίσημη ονομασία είναι “το Μέγα Γαρδίκιον”. Έδρα του δήμου
είναι η Ελεούσα και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη
διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο “Καποδίστριας”, μέχρι το 2010, το
Μέγα Γαρδίκι ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Μεγάλου Γαρδικίου, του πρώην Δήμου
ΠΑΣΣΑΡΩΝΟΣ του Νομού ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.
Το Μέγα Γαρδίκι έχει υψόμετρο 568 μέτρα από
την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,7120635695 και γεωγραφικό
μήκος 20,7553890636. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στο Μέγα Γαρδίκι θα βρείτε
εδώ.
Αρχαιολογικός χώρος Μεγάλου
Γαρδικίου
Ο οχυρωμένος οικισμός – ακρόπολη
Μεγάλου Γαρδικίου αποτελεί τη βορειότερη από τις τρείς που φύλασσαν το
λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων κατά την αρχαιότητα. Η θέση της ακρόπολης στην κορυφή
του ψηλού κωνικού λόφου ''Καστρί'' είναι στρατηγική, καθώς βρίσκεται στην πορεία
ενός από τους κύριους οδικούς άξονες της αρχαίας Ηπείρου και ήλεγχε την είσοδο
στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων από βορρά και δυτικά. Συγχρόνως επόπτευε
απρόσκοπτα το κεντρικό τμήμα της πεδιάδας των Ιωαννίνων. Η ακρόπολη του Μεγάλου
Γαρδικίου διασφάλιζε την άμυνα και προστασία των πολυάριθμων ατείχιστων οικισμών
της γύρω περιοχής, ενώ δεν αποκλείεται να αποτελούσε και το διοικητικό τους
κέντρο. Σύμφωνα με την άποψη των μελετητών ταυτίζεται με την αρχαία Πασσαρώνα,
θρησκευτικό κέντρο του κράτους των Μολοσσών, και συνδέεται με το ναό του Αρείου
Διός που βρίσκεται 3.5 χιλιόμετρα βορειότερα, στην πεδιάδα του Ροδοτοπίου. Η
ίδρυση της ακρόπολης τοποθετείται στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. και πιθανόν
συνδέεται με το βασιλέα Πύρρο. Η ακμή του πολίσματος ωστόσο τοποθετείται προς το
τέλος του 3ου αι. π.Χ., την περίοδο που η Ήπειρος ήταν διοικητικά οργανωμένη στο
Κοινό των Ηπειρωτών (234/32 -168 π.Χ.). Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση (168 π.Χ.) ο
οικισμός εξακολούθησε να κατοικείται, γνωρίζοντας μια νέα περίοδο ακμής την
εποχή του Αυγούστου (27 -14 π.Χ.). Νεότερα οχυρωματικά έργα στο εσωτερικό της
ακρόπολης πραγματοποιήθηκαν την περίοδο των βαλκανικών πολέμων.
Ταυτίζεται με
την αρχαία Πασσαρώνα, θρησκευτικό κέντρο του κράτους των Μολοσσών, και η ίδρυσή
της που συνδέεται με το βασιλέα Πύρρο, τοποθετείται στο α’ μισό του 3ου
αι.(π.X.). Νεότερα οχυρωματικά έργα στο εσωτερικό της ακρόπολης
πραγματοποιήθηκαν την περίοδο των βαλκανικών πολέμων.
Σήμερα,
σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται μία σειρά έργων υποδομών στον αρχαιολογικό χώρο του
Μεγάλου Γαρδικίου προκειμένου μέσα στους επόμενους μήνες να παραδοθεί ολόκληρος
στο κοινό. Το έργο με προυπολογισμό πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ, είναι ενταγμένο
στο ΕΣΠΑ και στην ουσία έρχεται να ζωντανέψει ένα ιστορικό κομμάτι του τόπου
μας.
Σημειώνεται ότι οι πρώτες εργασίες ανάδειξης του ευρύτερου χώρου,
ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2005 και αφορούσαν την ανάδειξη του περιβάλλοντος
χώρου της ακρόπολης, εξωτερικά της οχύρωσης, την κατασκευή χώρου στάθμευσης,
λιθόστρωτου πεζόδρομου περιπάτου και πρόσβασης στον αρχαιολογικό χώρο, κατασκευή
υπόγειου δικτύου ηλεκτροδότησης – υδροδότησης έως το κτίριο εξυπηρέτησης του
κοινού στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου κ.λπ.
Η ακρόπολη
Μεγάλου Γαρδικίου βρίσκεται στην κορυφή του υψώματος Καστρί, στο βορειοδυτικό
τμήμα του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και σε απόσταση 11 χιλιομέτρων από την πόλη
των Ιωαννίνων. Η θέση της Ακρόπολης είναι στρατηγική καθώς ήλεγχε την είσοδο
στην πεδιάδα των Ιωαννίνων από βορρά και δυτικά, ενώ συγχρόνως επόπτευε το
κεντρικό τμήμα της.
Πρόκειται
για τα κατάλοιπα αρχαίας πόλης με ισχυρή οχύρωση, η οποία πιθανώς αποτελούσε
διοικητικό κέντρο ενός από τα μολοσσικά έθνη που κατά την αρχαιότητα κατοικούσαν
στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με την άποψη των μελετητών, ταυτίζεται με
την αρχαία Πασσαρώνα, έδρα του βασιλικού οίκου των Μολοσσών και συνδέεται με τον
περίπτερο ιωνικό ναό που βρίσκεται 3,5 χιλιόμετρα βορειότερα, στην πεδιάδα του
Ροδοτοπίου και έχει αποδοθεί στη λατρεία του Αρείου Διός.
Η ίδρυση της
ακρόπολης, τοποθετείται στο α' μισό του 3ου αι. π.Χ. και πιθανώς συνδέεται με
τον βασιλέα Πύρρο. Ιδιαίτερα αναπτύχθηκε, ωστόσο, προς το τέλος του ίδιου αιώνα,
όταν η Ήπειρος ήταν διοικητικά οργανωμένη στο Κοινό των Ηπειρωτών (232/31-168
π.Χ.). Μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση ο οικισμός εξακολουθούσε να κατοικείται,
γνωρίζοντας μια νέα περίοδο ακμής την εποχή του Οκταβιανού Αυγούστου.
Αρχαία
Πασσαρών.Η Αρχαία Πασσαρών (Πασσαρώνα) είναι αρχαία πόλη της Ηπείρου,
αρχική έδρα του Βασιλείου των Μολοσσών. Ιδρύθηκε από το βασιλιά των Μολοσσών Θαρύπα
το έτος 420 π.Χ. - 400
π.Χ. ως πρωτεύουσα του Βασιλείου.Γεωγραφικά βρίσκεται στο Νομό Ιωαννίνων,
στο Δήμο Ζίτσας, στην κοινότητα Μεγάλο Γαρδίκι, λόφος "Εικονίσματα", ύψωμα
761.
Θέση της Πασσαρώνας
Για την ασφαλή ταύτιση της
ακρόπολης στο λόφο «Καστρί» του Γαρδικίου με την αρχαία Πασσαρώνα, οι
φιλολογικές μαρτυρίες δεν είναι επαρκείς και τα ανασκαφικά δεδομένα παραμένουν
πενιχρά.
Ετσι επικρατούν σήμερα δύο απόψεις γιά την θέση της Αρχαίας Πασσαρώνος. Όμως η
διχογνωμία αυτή είναι άσκοπη, διότι η ακρόπολη του Γαρδικίου και ο Ναός του
Αρείου Διός απέχουν περίπου 3,5 χιλιόμετρα. Η ακρόπολη όμως βρίσκεται σε κορυφή
λόφου (στρατηγική θέση), ενώ αντίθετα, ο ναός του Αρείου Διός βρίσκεται κάτω
"στον κάμπο", δίπλα στη σημερινή Βιομηχανική ζώνη Ιωαννίνων. Τίποτα δίπλα του
δεν αποτελεί ένδειξη αρχαίας πόλης. Είναι εύλογο η Ακρόπολη Γαρδικίου να είναι η
Αρχαία Πασσαρώνα, και ο Ναός του Διός που απέχει 3,5 χλμ. να ανήκει σε αυτήν,
και να κτίσθηκε εκεί απλώς ώστε να προσδοθεί αίγλη και εύκολη πρόσβαση:
- Πρώτη άποψη: Οι αρχαιολογικές έρευνες συγκλίνουν σήμερα στην άποψη ότι τα ερείπια της Αρχαίας Πασσαρώνος βρίσκονται μάλλον στο λόφο Καστρί Γαρδικίου, ύψωμα 761 μ., σε απόσταση 13 χλμ. από τα Ιωάννινα, ΔΔ Πασσαρώνος, στΟ σημερινό Δήμο Ζίτσας του Ν.Ιωαννίνων. Όμως, αν εξαιρεθούν οι υποτυπώδεις ανασκαφές του Δημήτριου Ευαγγελίδη στις αρχές του 20ού αιώνα, και κάποιες της ΙΒ΄ Εφορείας Ιωαννίνων, δεν έχουν γίνει σύγχρονες εκτεταμένες ανασκαφές στην Πασσαρώνα. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις (π.χ. πινακίδες, νομίσματα, κινητά ευρήματα, κείμενα σε πλάκες) ότι ο προαναφερόμενος λόφος (Καστρί Γαρδικίου) ταυτίζεται 100% με την πρωτεύουσα των Μολοσσών Πασσαρώνα.
- Κατά δεύτερη άποψη, σύμφωνα με άλλες επιστημονικές μελέτες αλλά και αρχαιολογικά ευρήματα που προήλθαν από την περιοχή πέριξ του Ναού του Αρείου Διός στο Ροδοτόπι Ιωαννίνων - του ΔΔ Πασσαρώνος, στο Δήμο Ζίτσας - και στεγάζονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων (γλυπτά, νομίσματα, κίονας, μαρμάρινη επιγραφή, ακέφαλος ανδριάντας κτλ), υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες η Αρχαία Πασσαρώνα να ταυτίζεται με την εν λόγω περιοχή στο Ροδοτόπι (του πρώην Δήμου Πασαρώνος). Το Ροδοτόπι Ιωαννίνων ανήκει στο Δήμο Ζίτσας επίσης και βρίσκεται 10 χλμ βορειοδυτικά των Ιωαννίνων. Ο πληθυσμός του ανέρχεται στους 1.107 κατοίκους (απογραφή 2011). Είναι από τα αρχαιότερα χωριά της περιοχής, καθώς το όνομά του είναι καταγεγραμμένο από το 1319 σε χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β΄. Στην περιοχή του υπάρχουν τα ερείπια του αρχαίου ναού του Ολυμπίου Διός που συνδέονται με την Αρχαία Πασσαρώνα, την πρωτεύουσα των Μολοσσών. Στο κέντρο του χωριού υπάρχει η εκκλησία Αγία Τριάδα (15ος αι.) και λαογραφικό μουσείο
Ιστορία της πόλης.
Η Πασσαρών, όπως αναφέρθηκε, ιδρύθηκε από το βασιλιά
των Μολοσσών Θαρύπα
το έτος 420 π.Χ. - 400
π.Χ. ως πρωτεύουσα του Βασιλείου. Ο Θαρύπας συγκέντρωσε πληθυσμό, οργάνωσε
την πόλη και την περιτείχισε ενώ διοικούσε με ένα «Συμβούλιο Ευγενών», ένα
καθεστώς βασιλευόμενης ολιγαρχίας. Αργότερα, μετά το θάνατο του βασιλιά
Νεοπτόλεμου Β΄, φαίνεται ότι η έδρα των Μολοσσών μεταφέρθηκε επί βασιλείας του
Αρρύβα
(ή Αρύββα)
στο Αρχαίο
Όρραον (σήμερα Ν.Πρέβεζας) και στην Αρχαία
Αμβρακία (σήμερα Άρτα), ενώ η Πασσαρών συνέχισε να κατοικείται.
Η
Πασσαρών τελικά καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., γιατί αντιστάθηκε. O
Αιμίλιος Παύλος λεηλάτησε την πόλη, γκρέμισε τα τείχη και πυρπόλησε το Ναό του
Αρείου Διός, το φθινόπωρο του 167 π.Χ. Σήμερα σώζεται ερειπωμένο πολυγωνικό
τείχος στην κορυφή του λόφου Γαρδικίου (στα σημερινά "εικονίσματα") μαζί με
τουρκικές οχυρώσεις του 1912 - 1913, ενώ κοντά στο Ροδοτόπι
σώζεται ο Ναός
του Αρείου Δία, το ιερό κέντρο όπου γινόταν οι συνελεύσεις των Μολοσσών.Τα
στοιχεία που έχουμε από γραπτές πηγές της Ελληνικής και Λατινικής γραμματείας
μας δίνουν τα εξής στοιχεία:
- Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς η Πασσαρών ήταν πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών και έδρα του βασιλικού οίκου των Αιακιδών.
- Στην Πασσαρώνα πρέπει να κατέφυγε στα 465 π.Χ. ο νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας Θεμιστοκλής, καταδικασμένος σε θάνατο από τους Αθηναίους, αναζητώντας καταφύγιο στο βασιλιά Άδμητο ο οποίος αποδέχθηκε το αίτημα ασύλου, σεβάστηκε τον ικέτη, γιατί μέγιστον ην ικέτευμα τούτο, δεν τον παρέδωσε στους απεσταλμένους Αθηναίους και Λακεδαιμονίους και τον φυγάδευσε διά ξηράς στις μακεδονικές ακτές, απ’ όπου διά θαλάσσης έφθασε στην Ασία. Η σκηνή με το Θεμιστοκλή να ικετεύει άσυλο στην αυλή του Αδμήτου είναι θέμα δύο διάσημων πινάκων ζωγραφικής. Ο πρώτος είναι του Γάλλου Πιερ Ζοζέφ Φρανσουά (1759-1851), στο Μουσείο του Λούβρου. Ο δεύτερος είναι του Σλοβένου ζωγράφου Φραντς Κάβτσιτς, με τίτλο "Temistokles išče zatočišče pri kralju Admetu" και βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Λιουμπλιάνας.
- Επίσης είναι πιθανό στην Πασσαρώνα να δίδαξε ο Ευριπίδης την Ανδρομάχη (ύμνος προς τους Μολοσσούς) στην πρώτη δεκαετία του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα σχόλια του στίχου 445 .
- Στην Πασσαρώνα γεννήθηκε η Μυρτάλη - Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ο ονομαστός βασιλιάς Πύρρος.
Ο Αρχαιολογικός Χώρος στο Καστρί Γαρδικίου, Δήμου
Ζίτσας.
Στο λόφο «Καστρί» (υψ.761 μ.), στην περιοχή του χωριού
Μεγάλο Γαρδίκι του ΔΔ Πασσαρώνας, στον σημερινό Δήμο Ζίτσας, 10-11 Km ΒΔ των
Ιωαννίνων, σώζονται κατάλοιπα οχυρωμένης αρχαίας πόλης, ενώ στις παρυφές του
λόφου, 2 χλμ. βόρεια της ακρόπολης, σώζονται λείψανα αρχαίου ναού. Στην περιοχή
έχουν γίνει περιορισμένες συστηματικές ανασκαφές και επιφανειακές έρευνες από
τον Δ. Ευαγγελίδη με συνεργάτη τον Σωτήριο Δάκαρη υπό την αιγίδα της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας. Μικρής έκτασης διερευνητική ανασκαφική έρευνα
διενεργήθηκε επίσης από τη ΙΒ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηπείρου.
Η θέση είναι
οχυρή με εξέχουσα στρατηγική σημασία, καθώς δεσπόζει και ελέγχει το λεκανοπέδιο
των Ιωαννίνων, τη φυσική δίοδο προς την κοιλάδα του άνω ρου του ποταμού Καλαμά
αλλά και τα ορεινά περάσματα προς βορρά. Το ισχυρό τείχος ακολουθεί τη φυσική
διαμόρφωση του εδάφους και περιβάλλει την επίπεδη κορυφή του κωνικού λόφου
(διαστ. 260Χ150 μ.). Έχει μήκος 800 μ., πλάτος που κυμαίνεται από 3,20 μ. στη
νότια πλευρά έως 3,60 μ. στις υπόλοιπες, και σώζεται καλύτερα στο ανατολικό και
νότιο τμήμα του.
Το νότιο, δυτικό και βόρειο σκέλος του τείχους σχηματίζουν
μία καμπύλη (οφιοειδή στα βόρεια) γραμμή με ορθογώνιους πύργους και γωνιώδεις
θλάσεις κατά διαστήματα, που διακόπτεται από δύο έως τέσσερα ανοίγματα-πυλίδες.
Οι πύργοι έχουν πλάτος 6-7 μ., προέχουν κατά 4.20-6.00 μ. και φέρουν λαξευτή
ταινία στις δύο ελεύθερες γωνίες. Το πιο βατό σημείο της θέσης, όπου καταλήγει ο
τουρκικός δρόμος, είναι στη βόρεια πλευρά, όπου διακρίνονται μόνον ίχνη από το
τείχος. Στη δυτική πλευρά διασώζονται δύο μικρές πυλίδες, η μία στη βορειοδυτική
γωνία με πύργο στη μία της πλευρά, πλάτους 1,60 μ., και μία νοτιότερα. Το
ανατολικό σκέλος του τείχους, που σε ορισμένα τμήματα σώζεται σε ύψος έως 3 μ.,
είναι αρτιότερα οχυρωμένο με πυκνότερους πύργους και θλάσεις καθώς στο τμήμα
αυτό το ύψωμα παρουσιάζει ηπιότερες κλίσεις. Συγχρόνως εδώ βρίσκεται η κύρια
πύλη της ακρόπολης που προστατεύεται από έναν ισχυρό πύργο ενισχυμένο στο
εσωτερικό με δύο ζεύγματα σε σχήμα σταυρού. Στην πλευρά του πύργου προς την
είσοδο διατηρείται ένα μεγάλο ορθογώνιο άνοιγμα για την ασφάλιση της πύλης με τη
βοήθεια δοκαριού.
Λίγα μέτρα δυτικά της πύλης διασώζεται μία θλάση και ένας
άλλος πύργος. Μία άλλη πιθανή πύλη υπήρχε στη νοτιοανατολική γωνία του
περιβόλου. Στην οικοδόμηση του τείχους έχει χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο το
πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας με λίθους κατά κανόνα ανισόπλευρους
τετράπλευρους, ενώ δεν λείπει και το ακανόνιστο ισοδομικό. Μερικές φορές στη
βάση του τείχους είναι τοποθετημένοι ορθογώνιοι λίθοι σαν ορθοστάτες. Το
εσωτερικό είναι γεμισμένο με απελέκητους μικρούς και μεγάλους λίθους και
ενισχυμένο με εγκάρσια ζεύγματα κατά αποστάσεις 2,50-5,00 μ. Νεότερες επισκευές
από ασβέστη δεν παρατηρούνται. Η χρήση δύο διαφορετικών συστημάτων τοιχοδομίας
δεν πρέπει να οφείλεται σε διαφορετικές οικοδομικές φάσεις, αλλά στο διαθέσιμο
υλικό και στη διάθεση για διακόσμηση κυρίως στην ανατολική, βατή πλευρά. Η ορατή
πλευρά των λίθων παρουσιάζει το μόνιμο χαρακτηριστικό των τειχών της Ηπείρου,
δηλ. κύρτωση, που αυξάνει βαθμιαία προς το κέντρο και προκαλεί εντύπωση
ποικιλίας, ευρωστίας και αδρότητας.
Η μορφολογία του τείχους είναι κοινή στο
συντηρητικό πολιτισμό της Ηπείρου και δεν επιτρέπει ασφαλή χρονολόγηση της
ακρόπολης, χρονολόγηση η οποία μπορεί να καθορισθεί με άλλα κριτήρια. Στο
εσωτερικό του τείχους διακρίνονται ίχνη αρχαιότερου οχυρωματικού περιβόλου
ακρόπολης η οποία είχε εμβαδόν 36,5 στρέμματα. Έχουν διαπιστωθεί επίσης
σποραδικά ίχνη αρχαίων κτηρίων και τέσσερεις δεξαμενές για τη συγκέντρωση νερού
απαραίτητου σε καιρό πολιορκίας. Από αυτές μία τετράγωνη δεξαμενή, αν και
δείχνει πως κατασκευάστηκε από τους Τούρκους, έχει χαμηλότερα αρχαίους τοίχους,
ίσως ρωμαϊκών χρόνων. Από τις δύο κυκλικές δεξαμενές μία είναι αμφιβόλου εποχής,
ενώ η άλλη θεωρείται αρχαία λόγω της κατασκευής από λίθους μετρίου μεγέθους
άλλοτε με ισοδομικό και άλλοτε με πολυγωνικό τρόπο χωρίς χρήση ασβέστου για
συνδετική ύλη. Εξωτερικά, γύρω από το στόμιό της, διαγράφονται ίχνη τοίχων, που
θα αποτελούσαν το προστομιαίο ή την περίφραξή της. Σε μία άλλη ακόμη δεξαμενή
έχει διαπιστωθεί εσωτερικά παχύ επίχρισμα ασβεστοκονιάματος. Στο εσωτερικό του
τείχους συναντώνται επίσης κτήρια και εκτεταμένες οχυρώσεις της περιόδου των
Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), όταν κατασκευάστηκαν με σκυροκονίαμα ισχυρά
οχυρωματικά έργα από το στρατηγό φον Γκόλετς και τον αρχηγό του οθωμανικού
πυροβολικού Βεχήπ Βέη. Η θεμελίωση των πολυβολείων είχε διαταράξει τις αρχαίες
επιχώσεις.
Ωστόσο, κατά την ανασκαφική έρευνα της ΙΒ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων
βρέθηκαν τμήματα οικιών που χρονολογούνται στους ελληνιστικούς χρόνους.
Συγκεκριμένα, στο κέντρο περίπου της ακρόπολης αποκαλύφθηκε τμήμα ενός κτηρίου
(κτήριο Α), μάλλον οικίας, που διατηρείται στο επίπεδο της θεμελίωσης από
ακανόνιστες λιθοπλίνθους, με χρηστική κεραμική, νομίσματα και εργαλεία του 3ου
έως α΄ μισό 2ου αι. π.Χ., καθώς και θραύσματα ενσφράγιστων κεράμων κορινθιακού
και λακωνικού τύπου. Τα κινητά ευρήματα είναι ενδεικτικά για τη χρονολόγηση
χρήσης και εγκατάλειψης του κτηρίου το οποίο φαίνεται ότι καταστράφηκε γύρω στα
μέσα του 2ου αι. π.Χ. Βρέθηκαν επίσης οι περιμετρικοί τοίχοι ενός ορθογώνιου
κτηρίου (κτήριο Β ) (διαστ. 35 x 17 μ.) στο βορειοδυτικό τμήμα του οποίου
εντοπίσθηκαν πέντε εσωτερικοί χώροι.
Η τοιχοδομία του κτηρίου, που εδράζεται
πάνω στο φυσικό βράχο, είναι κατασκευασμένη από ανισομεγέθεις λιθοπλίνθους. Το
κτήριο έχει δύο οικοδομικές φάσεις, όπως υποδεικνύουν τα κινητά ευρήματα, μεταξύ
των οποίων ενσφράγιστα θραύσματα κεράμων στέγης, νομίσματα και σιδερένια
εργαλεία. Η α΄ οικοδομική φάση τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. έως τον
1ο αι. μ.Χ., ενώ συναντώνται και ίχνη μεταγενέστερης χρήσης του χώρου
(κιβωτιόσχημοι τάφοι μεσαιωνικών χρόνων με πέντε ταφές). Η περίμετρος του
κτηρίου Β, τμήματα του οποίου ανασκάφηκαν, ορίζει ένα οικοδομικό τετράγωνο της
αρχαίας ακρόπολης, στο οποίο περιλαμβάνονται μία ή δύο οικίες. Η καταστροφή του
κτηρίου, όπως και όλης της ακρόπολης, συνδέεται με τη καταστροφή της Ηπείρου το
167 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, τα οποία με απόφαση της ρωμαϊκής Συγκλήτου
κατέστρεψαν 70 πόλεις, τις περισσότερες μολοσσικές, και οδήγησαν ως δούλους στην
Ιταλία 150.000 νέους και νέες για να κοσμήσουν το θρίαμβο του Αιμιλίου
Παύλου.
Στους
χρόνους του Οκταβιανού τοποθετείται η επαναχρησιμοποίηση του χώρου, πιθανόν ως
έδρα τοπικού διοικητή. Οι μεσαιωνικές ταφές, που αποκαλύφθηκαν ανάμεσα στα
αρχαία ερείπια και τα μεταγενέστερα επί τουρκοκρατίας οχυρωματικά έργα, είναι
ενδεικτικές για τη διαχρονική εγκατάσταση στο χώρο και τη μεγάλη στρατηγική
σημασία της θέσης. Εμπρός από τη βόρεια πύλη του τείχους, στη φυσική κλίση της
πλαγιάς, έχουν διαπιστωθεί από τον Σ. Δάκαρη κατάλοιπα διαμόρφωσης κοίλου
ιδιότυπου θεάτρου, διαμέτρου περίπου 50 μ., που πιθανόν έφερε ξύλινα ικριώματα.
Δεν αποκλείεται επίσης η ύπαρξη αγοράς στο εσωτερικό της ακρόπολης και
γυμνασίου, όπως υποδεικνύει αναθηματική επιγραφή, στην οποία αναφέρεται κάποιος
Αντιγονεύς αγωνοθέτης.
Πύρρος Α΄ και Πασσαρώνα.
Με την Πασσαρώνα συνδέεται
άμεσα και ο βασιλιάς Πύρρος
της Ηπείρου (Πλούτ. Πύρρος 5), όχι μόνο στο πλαίσιο της ευρύτερης αμυντικής
του πολιτικής αλλά επειδή επρόκειτο για το κέντρο των γενεαλογικών παραδόσεων
των Μολοσσών και την έδρα της μολοσσικής εξουσίας, όπου παρέμειναν βασιλιάς και
άρχοντες. Ωστόσο, το 295 π.Χ, ο Πύρρος, παρά τη στενή σύνδεσή του με την
αρχέγονη πρωτεύουσα των Μολοσσών και τον κατ’ εξοχήν σεβαστό θεό, τον Άρειο Δία,
δεν δίστασε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους από την Πασσαρώνα στην
Αμβρακία για να εξυπηρετήσει το πολιτικό και ιδεολογικό του πρόγραμμα και να
διατηρήσει την ισχυρή του θέση μεταξύ των άλλων βασιλέων στο πλαίσιο των
γενικότερων πολιτικών του επιδιώξεων (Στράβων
VII. 7. 6.).
Ωστόσο η Πασσαρών και το Ιερό του Αρείου Διός πρέπει να
παρέμειναν το κέντρο των συνελεύσεων του Κοινού των Μολοσσών, σύμφωνα με
τη ρητή βεβαίωση του Πλουτάρχου
(Πύρρος 5): ειώθησαν οι βασιλείς εν Πασσαρώνι...ορκωμοτείν. Ο Σ. Δάκαρης έχει
ταυτίσει την αρχαία Πασσαρώνα με την ακρόπολη του Γαρδικίου με βάση τις παραπάνω
φιλολογικές μαρτυρίες και τους παρακάτω ιστορικούς και τοπογραφικούς
συσχετισμούς: Στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, νοτιoανατολικά και βορειοδυτικά της
λίμνης Παμβώτιδας, διασώζονται δύο σημαντικές ακροπόλεις με ισχυρά τείχη, η
ακρόπολη της Καστρίτσας και η ακρόπολη του Γαρδικίου, όπου πιθανόν υπήρχε
κάποιος πυρήνας προϊστορικής ζωής. Εξάλλου, κατά μία άποψη, το τοπωνύμιο
Πασσαρών υποδηλώνει λιμναίο οικισμό και πιθανόν συνδέει την προϊστορική
εγκατάσταση στην περιοχή με τους πρώτους Μολοσσούς της λεκάνης των Ιωαννίνων, οι
οποίοι κατά τον Σ. Δάκαρη προέρχονται από τη Δυτική Μακεδονία, πιθανόν από την
περιοχή της Καστοριάς, όπου έχουν διαπιστωθεί λιμναίοι οικισμοί.
Εκσυγχρονισμός του Βασιλείου των Μολοσσών.
Κατά τους
ιστορικούς χρόνους, όπως μαρτυρεί ο Ψευδο-Σκύλαξ (Περίπλους
28), που έγραψε στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. επιτομή παλαιότερου
περίπλου, οι Μολοσσοί, όπως και οι Θεσπρωτοί και Κασσωπαίοι, κατοικούσαν
κατά κώμας. Η κατάσταση αυτή άλλαξε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., την περίοδο της
βασιλείας του Θαρύπα
(420-400 π.Χ.), για τον οποίο ο Πλούταρχος
(Πύρρος Ι. 3 ) αναφέρει: ελληνικοίς έθεσι και γράμμασι και νόμοις φιλανθρώποις
διακοσμήσαντα τας πόλεις ονομαστόν γενέσθαι.
Επί Θαρύπα και επί του διαδόχου
του Αλκέτα
Α΄ (385-370 π.Χ.) οι αλλαγές στην Ήπειρο είναι ριζικές. Ευθύς μόλις ο
Θαρύπας ανέρχεται στο θρόνο συνάπτει συμμαχία με τους Αθηναίους, οι οποίοι τον
είχαν περιθάλψει όταν κατέφυγε εξόριστος στην Αθήνα (Θουκυδίδης 2.80.6).
Δημιουργείται ο πρώτος πολιτικός συνασπισμός των Ηπειρωτικών φύλων, το Κοινόν
των Μολοσσών, κόβονται τα πρώτα Ηπειρωτικά νομίσματα, εκσυγχρονίζεται η
διοίκηση με τη θέσπιση Βουλής και ετήσιων αρχόντων, ψηφίζονται δημοκρατικοί
νόμοι και εισάγεται το αττικό αλφάβητο (Just. 17. 3. 12). Γι΄ αυτό δίκαια οι
Μολοσσοί θεωρούσαν τον Θαρύπα σταθμό στην ιστορία τους και με βάση αυτόν
χρονολογούσαν τα ιστορικά γεγονότα (Παυσανίας
1.11.1).
Προϋπόθεση όμως των παραπάνω μεταρρυθμίσεων είναι ο συνοικισμός των
κωμών σε πόλεις, οι οποίες συγκροτούνται στις περιοχές που κατοικούσαν τα μεγάλα
φύλα, και επομένως η αστικοποίηση του γεωργικού και κτηνοτροφικού πληθυσμού. Τα
ευρήματα των πόλεων που δημιουργήθηκαν, υποδηλώνουν υψηλό και ανεπτυγμένο
κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Τεκμηρίωση ταύτισης θέσης Πασσαρώνος από τον Σωτήριο
Δάκαρη.
Με βάση τα παραπάνω, ο Σ. Δάκαρης θεωρεί ότι οι κώμες του
λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. συνοικίσθηκαν στο λόφο της
Καστρίτσας και στην επίπεδη κορυφή του λόφου στο Μ. Γαρδίκι. Το πολυγωνικό
τείχος της αρχαιότερης ακρόπολης, που έχει διαπιστωθεί στο Γαρδίκι, συνδέεται με
αυτόν τον πρώτο συνοικισμό. Την άποψη αυτή ενισχύουν η μορφολογία των τειχών και
κυρίως οι ιστορικοί συσχετισμοί, σύμφωνα με τους οποίους και οι δύο ακροπόλεις
ανήκαν στην ίδια εξουσία, εξυπηρετούσαν τα ίδια πολιτικά και κοινωνικά σχέδια
και κυρίως προστάτευαν το λεκανοπέδιο των Μολοσσών από Β και Ν.
Κατά τον Σ.
Δάκαρη, το κέντρο της Μολοσσίας αποτελεί το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, το οποίο
από την αυγή του προϊστορικού πολιτισμού της Ηπείρου και έως σήμερα παραμένει το
σημαντικότερο τμήμα της, η σπονδυλική της στήλη, επομένως η παλαιά πρωτεύουσα
των Μολοσσών, η Πασσαρών, για στρατηγικούς, πολιτικούς και οικονομικούς λόγους
πρέπει να βρισκόταν στο λεκανοπέδιο. Την άποψη αυτή ενισχύουν οι πληροφορίες του
Λιβίου (XLV, 26), σύμφωνα με τις οποίες ο Ρωμαίος Λούκιος Ανίκιος Γάλλος το 167
π.Χ., αφού άφησε στρατό στην Ιλλυρία,
βάδισε με το υπόλοιπο στράτευμα κατά της Ηπείρου και εισήλθε στη Μολοσσίδα
"cuius omnibus oppidis, praeter Passaronem et Tecmonem et Phylaceum et Horreum,
receptis, primum ad Passaronem ducit".
Συνεπώς η Πασσαρών για τον στρατό που
κατέβαινε από βορρά βρισκόταν πρώτη στο δρόμο του, βορειότερα της Τέκμωνος.
Εξάλλου η περιοχή θα έπρεπε να είναι κατάλληλη για τη διαχείμαση πολυάριθμου
στρατού και τη διατροφή των υποζυγίων του στρατεύματος. Επομένως η ακρόπολη του
Γαρδικίου, παρά την έλλειψη ακριβέστερων μαρτυριών, διεκδικεί κατά τον Σ. Δάκαρη
"ασφαλώς τη θέση της Πασσαρώνος". Παράλληλα η ακρόπολη στην Καστρίτσα ταυτίζεται
με την αρχαία Τέκμωνα, καθώς βρίσκεται νοτιότερα από την Πασσαρώνα, η έκτασή της
δικαιολογεί την αντίσταση που αντιμετώπισε ο στρατός του Ανικίου ύστερα από την
κατάληψη της Πασσαρώνος και τέλος η μέχρι θεμελίων καταστροφή των τειχών της
μαρτυρεί τη μανία του στρατηγού Ανικίου για την πεισματική αντίσταση των
κατοίκων της.
Ο Ναός του Αρείου Διός
Ο αρχαίος ναός, που βρίσκεται
στο Ροδοτόπι
Ιωαννίνων, στους πρόποδες του λόφου Γαρδίκι, ταυτίζεται με το ναό του Άρειου
Δία της αρχαίας Πασσαρώνας, πρωτεύουσας των Μολοσσών, η τειχισμένη ακρόπολη της
οποίας σώζεται στην κορυφή του λόφου. Ο ναός οικοδομήθηκε γύρω στα τέλη του 4ου
αι. π.Χ. Το 167 π.Χ. πυρπολήθηκε από τον Αιμίλιο Παύλο, τον κατακτητή της
Μακεδονίας, αλλά επισκευάσθηκε και εξακολούθησε να λειτουργεί, όπως υποδεικνύουν
λίθινα κιονόκρανα ρωμαϊκών χρόνων και ένας ρωμαϊκός ανδριάντας. Είναι άγνωστο
πότε εγκαταλείφθηκε οριστικά, ωστόσο την εγκατάλειψή του αποδεικνύει η
χρησιμοποίηση του χώρου για ταφές ήδη από την αρχαιότητα.
Είναι πολύ πιθανό
ότι ο ναός αυτός αποτελούσε το επίσημο ιερό των Μολοσσών, όπου λατρευόταν ο θεός
του πολέμου, ο Άρειος Ζευς, κυρίαρχος θεός των Δωριέων κατοίκων της Ηπείρου. Την
άποψη αυτή ενισχύουν η ανάθεση των ψηφισμάτων ξένων πόλεων στο χώρο του ιερού,
καθώς και η τιμητική διάκριση ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα, που αφιέρωσε τον
ανδριάντα του. Ο ναός ήταν ιωνικού ρυθμού, περίπτερος, με πρόναο και σηκό, και
είχε διαστάσεις 19,30 x 11 μ. Από το μνημείο σώζεται μόνο η κρηπίδα και τμήμα
της ευθυντηρίας, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο βρέθηκαν διάσπαρτοι σπόνδυλοι των
ιωνικών κιόνων. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα του μνημείου, το πτερό διέθετε 6 x 11
κίονες, ενώ η διαμόρφωση του προδόμου δείχνει ότι ο ναός πρέπει να ήταν
πρόστυλος με τέσσερις κίονες. Τη θέση του μνημείου επισήμανε πρώτος το 1914 ο
τότε επιμελητής αρχαιοτήτων Δημήτριος Ευαγγελίδης, ο οποίος κατά το 1935
επιχείρησε δοκιμαστική ανασκαφική έρευνα. Ωστόσο, ο ναός ανασκάφηκε συστηματικά
το 1952 από τον Καθηγητή Σωτήριο Δάκαρη.
Την ταύτιση των καταλοίπων στο λόφο
"Καστρί" με την αρχαία Πασσαρώνα ενισχύουν τα ερείπια του αρχαίου ναού του
Αρείου Διός, που είχαν αποκαλυφθεί από τον Δ. Ευαγγελίδη με συνεργάτη τον Σ.
Δάκαρη βόρεια της ακρόπολης, στις παρυφές του λόφου στο Μ. Γαρδίκι. Πρόκειται
για ναό με πτερό, μοναδικό περίπτερο ναό στην κεντρική Ήπειρο, διαστ. 19,30 x 11
μ., με πρόδομο και σηκό. Από το ναό, που είναι κατασκευασμένος από ασβεστόλιθο,
έχει σωθεί η ευθυντηρία της βορειοανατολικής μακράς πλευράς ενώ λείπουν οι
περισσότεροι λίθοι των άλλων πλευρών. Πλάκες με χρώμα ρόδινο, κυανό και λευκό,
που έχουν βρεθεί, προέρχονται από την πλακόστρωση του προδόμου, ενώ στους γύρω
αγρούς βρέθηκαν διασκορπισμένα αρκετά κομμάτια σφονδύλων κιόνων, άλλα από
μάρμαρο και άλλα από ασβεστόλιθο. Οι σφόνδυλοι αυτοί πρέπει να προέρχονται από
τους κίονες του ναού, ο οποίος πιθανόν θα είχε περίσταση με 6 x 11 κίονες, ενώ η
διαμόρφωση του προδόμου υποδεικνύει πρόσταση με 4 κίονες.
Από την ανωδομή του
ναού σώθηκαν πολύ λίγα λείψανα, ενώ δύο ιωνικά ασβεστολιθικά κιονόκρανα, που
βρέθηκαν, ανήκουν στους ρωμαϊκούς χρόνους. Μορφολογικά στοιχεία του ναού, όπως
επίκρανο παραστάδας και του πρώτου αναβαθμού του στυλοβάτη, υποδεικνύουν κατά
τους ανασκαφείς χρονολόγηση στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Λεπτό στρώμα ασβέστου, που
περιτρέχει το ναό, συνδέεται πιθανόν με την καταστροφή του από πυρκαϊά ή
πυρπόληση, ίσως από τα στρατεύματα του Αιμιλίου Παύλου το 167 π.Χ. Εμπρός από το
ναό διασώζονται λείψανα πλακόστρωσης εντός της οποίας ιδιαίτερη πλακόστρωση και
αναθυρώσεις υποδεικνύουν κτίσμα (διαστ. 3 x 4,20 μ.) και πιθανόν βωμό με
πρόθυση. Στη νότια πλευρά της πλακόστρωσης σώζεται θεμέλιο που χρησίμευε πιθανόν
ως υπόβαθρο βάσης κάποιου μνημείου (διαστ. 4 x 3,40 μ.), ίσως του ακέφαλου
ανδριάντα ρωμαίου αυτοκράτορα που βρέθηκε εκεί. Στη βόρεια πλευρά του ναού
αποκαλύφθηκε ταφικός περίβολος πρόχειρα κτισμένος με ανώμαλους λίθους και
εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση.
Μέσα στον ταφικό περίβολο
βρέθηκαν δύο συλημένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι χωρίς καλυπτήριες πλάκες. Από την
περιοχή του ναού προέρχονται λίγα προϊστορικά όστρακα, νομίσματα, αποτμήματα από
χάλκινα αγάλματα, αγνύθες κ.λ.π., καθώς και λείψανα βάθρων στη βορειοανατολική
πλευρά του ναού και δύο ενδιαφέρουσες επιγραφές. Από αυτές στη μία, που
χρονολογείται στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., διασώζεται ψήφισμα του "Κοινού των
Ατεράργων" το οποίο αναφέρεται στην ανανέωση φιλίας και προξενίας που είχε
συναφθεί παλαιότερα μεταξύ Ατεράργων και Περγαμίων. Στην άλλη αναθηματική
επιγραφή των αρχών του 2ου αι. π.Χ. γίνεται μνεία του "Κοινού των Ηπειρωτών",
επί προστάτου Νικάνορος Κασσωπαίου.
Η ύπαρξη αφιερωμάτων κοντά στο ναό, όπως
ο ρωμαϊκός ανδριάντας, πιθανόν του αυτοκράτορα Αδριανού που επισκέφθηκε τη
Δωδώνη το 132 μ.Χ., και τα αναθηματικά βάθρα δείχνουν ότι το Ιερό απολάμβανε
ιδιαίτερου σεβασμού και από αυτούς ακόμη τους Ρωμαίους. Εξάλλου το περιεχόμενο
των επιγραφών, που έχουν βρεθεί, δημιουργεί την εντύπωση ότι στο Ιερό αυτό ή
γενικά στην περιοχή του Ιερού είχαν κατατεθεί και φυλάσσονταν, σαν σε επίσημα
αρχεία του κράτους, τα δημόσια ψηφίσματα. Τέτοιο όμως Ιερό μέσα στο κέντρο της
μολοσσικής γης ήταν το Ιερό του Αρείου Διός ο οποίος λατρευόταν στην Πασσαρώνα.
Στο Ιερό αυτό συγκεντρώνονταν ο βασιλιάς, οι άρχοντες και ο λαός των Μολοσσών
την άνοιξη, όταν ο περισσότερος πληθυσμός, ο οποίος ήταν κτηνοτροφικός,
μετακινούνταν με τα κοπάδια από τα πεδινά προς τα δροσερά βοσκοτόπια της Πίνδου.
Η συγκέντρωση αυτή, κατά την οποία δινόταν εκ μέρους του βασιλιά και των υπηκόων
του αμοιβαίες ένορκες υποσχέσεις ενώπιον του Αρείου Διός, είχε σκοπό να
κατοχυρώσει τις πολιτικές σχέσεις του ηγεμόνα με τους υπηκόους του καθώς και τα
αμοιβαία δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Τεκμήριο για τα παραπάνω θεωρεί ο
Σ. Δάκαρης το περιεχόμενο ενός σημαντικού ενεπίγραφου μαρμάρινου αναγλύφου το
οποίο βρέθηκε σε ένα σπίτι στο κάστρο των Ιωαννίνων και μεταφέρθηκε στο μουσείο
από τον Φ. Πέτσα (αρ. ευρ. 27), αλλά προέρχεται από την περιοχή του
Γαρδικίου.
Στο αποσπασματικά σωζόμενο έργο η παράσταση περιλαμβάνει τμήμα
ενός άρματος, στο οποίο επιβαίνει μία ανδρική μορφή με γυμνό κορμί, ενώ
διακρίνεται τμήμα της χλαμύδας που ανεμίζει. Από τον άνδρα λείπουν το κεφάλι και
ο λαιμός, καθώς και το αριστερό χέρι από το ύψος του ώμου. Διακρίνονται η ράχη
και τα πίσω σκέλη των δύο υποζυγίων, προφανώς αιλουροειδών, ενώ από το όχημα
αποδίδεται μόνον ο δίφρος που είναι κλειστός από τις τρεις πλευρές, και από τους
τροχούς του άρματος δηλώνεται μόνον ο ένας. Στην επάνω δεξιά πλευρά του
αναγλύφου είναι χαραγμένη επιγραφή σε τέσσερις στίχους: Αρά / τω Διί / ου
βέλο[ς] διίπτατ[αι]. Στην παράσταση του αναγλύφου ο Σωτήριος Δάκαρης αναγνώρισε
τη μορφή του Διός επάνω σε άρμα που το σέρνουν δύο λιοντάρια. Το ακανόνιστο
αναγλυφικό έξαρμα στη δεξιά πλευρά της παράστασης αποδίδει συνοπτικά το φυσικό
περιβάλλον απεικονίζοντας την πλαγιά ενός βουνού από όπου κατέρχεται το άρμα. Το
ανάγλυφο, με βάση τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά και ιστορικούς λόγους τοποθετείται
στο β΄ μισό του 4ου αι. π. Χ., ενώ η επιγραφή στα τέλη του 3ου αι. π.Χ.
Πρόκειται επομένως για μνημείο σε δεύτερη χρήση. Το περιεχόμενο της επιγραφής θα
πρέπει να εμπνέεται από ένα τρίμετρο το οποίο σχετίζεται με κάποιο τοπικό
λατρευτικό ύμνο ή επίκληση στον Άρειο Δία της Πασσαρώνος. Η επιγραφή ανακαλεί
τον στίχο του Ευριπίδη (Ικέτιδες 860): Οράς το λάβρον ου βέλος διέπτατο;
Ο
χαρακτηρισμός του Διός ως Αρείου τον συνδέει με την Πασσαρώνα, όπου ο θεός
λατρευόταν ως επόπτης και εγγυητής των ένορκων υποσχέσεων, των αρών που δίνονταν
στο ναό του Αρείου Διός κάθε άνοιξη ανάμεσα στο βασιλιά και το λαό. Σε μία
τέτοια γιορτή στο Ιερό του Αρείου Διός έγινε το γνωστό από τους αρχαίους
συγγραφείς (Πλούτ. Πύρρος V) επεισόδιο με τον Γέλωνα, ο οποίος χάρισε στον Πύρρο
δύο ζευγάρια βοών αροτήρων και έγινε αφορμή να εξυφανθεί δολοφονική συνωμοσία
εναντίον του, που κατέληξε όμως σε αντίθετο αποτέλεσμα με το φόνο του συμβασιλέα
Νεοπτολέμου. Ωστόσο, κατά τον Ν. Κατσικούδη, η επίκληση του Αρείου Διός σε
επιγραφή του τέλους του 3ου αι. π.Χ. είναι πιθανό να μην συνδέεται με την
ανταλλαγή όρκων μεταξύ βασιλέως και υπηκόων, καθώς η δυναστεία των Αιακιδών
καταλύεται γύρω στο 232 π.Χ., αλλά να αποτελεί την επίκληση της πρωτογενούς
πολεμικής ιδιότητας του Διός. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην πιθανότητα να
συνδέεται η επαναχρησιμοποίηση του μνημείου στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. με την
εισβολή των Μακεδόνων και των Ηπειρωτών στο Θέρμο της Αιτωλίας το 218 π.Χ. Τη
σύνδεση αυτή υποδεικνύει περιφερόμενος στίχος του νεαρού ποιητή Σάμου, γιου του
Χρυσογόνου, που ήταν σύντροφος του Φιλίππου Ε΄ και τον ακολουθούσε στις
πολεμικές επιχειρήσεις του. Το περιεχόμενο του στίχου : οράς το δίον ου βέλος
διέπτατο; είναι παρόμοιο με την επιγραφή του αναγλύφου από την Πασσαρώνα και τον
στίχο του Ευριπίδη, όπως είχε διαπιστώσει ο Σ. Δάκαρης. Το στίχο αυτόν ανέγραφαν
οι στρατιώτες του Φιλίππου στους τοίχους των οικοδομημάτων κατά την εισβολή τους
στο Θέρμο.
Επίσκεψη - πρόσβαση στην Αρχαία Πασσαρώνα
Γιά την
επίσκεψη στήν ακρόπολη της Πασσαρώνας, από Ιωάννινα ο επισκέπτης θα κατευθυνθεί
προς την Ελεούσα και το Μεγάλο Γαρδίκι. Από εκεί μπορεί ο επισκέπτης να
σταθμέυσει στοοναστήρι "Ιερά Μονή Παναγίας Εικονίσματα". Ακολουθεί λιθόστρωτο
μονοπάτι ενός χιλιομέτρου που οδηγεί στήν πύλη του αρχαιολογικού χώρουμ που όμως
κλειστός. Το βασικό αξιοθέατο είναι οι βάσεις - ερείπια απο κάποιο δημόσιο
οικοδόμημα που δυστυχώς καταστράφηκε γιατί οι Τούρκοι το 1912 πήραν τούς λίθους
και δημιούργησαν οχυρώσεις στό οροπέδιο (υπάρχουν και σήμερα).
Επίσκεψη στο Ναό του Αρείου Διός
Προς το χωριό
Ροδοτόπι βρίσκεται ο ναός του Αρείου Διός. Ο χώρος είναι περίπου 3-4 στρέμματα,
περιφραγμένος και κλειδωμένος. Υπάρχουν απλώς ερείπια της βάσης του ναού. Η
είσοδος είναι αδύνατη.
Στις 13-03-2013 ανακοινώθηκε στον Τύπο ότι αναμένεται
αξιοποίηση - ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου του Αρείου Διός. Ειδικότερα
γράφηκε "προκειμένου να προωθηθεί ο οδικός άξονας Ιωάννινα – Κακκαβιά, που
είναι μεγάλης σημασίας για τον νομό Ιωαννίνων και για την Ήπειρο γενικότερα, το
Υπουργείο Ανάπτυξης και Υποδομών ανέθεσε σε τεχνικό σύμβουλο την εκπόνηση της
μελέτης ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου του ναού του Αρείου Διός στο Βορτοπό,
στα όρια της Ελεούσας. Η μελέτη αποτελεί ένα από τα προαπαιτούμενα (από την
έγκριση των περιβαλλοντικών όρων του συγκεκριμένου οδικού άξονα) για την ένταξη
του έργου σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα. Εκπονήθηκε σε συνεργασία με την αρμόδια
Αρχαιολογική Υπηρεσία (ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων), στο
πλαίσιο εγκεκριμένης από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) αρχιτεκτονικής
μελέτης".
Η Αρχαία Πασσαρώνα, γενέτειρα της πριγκίπισσας των
Μολοσσών και μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ολυμπιάδας, τοποθετείται, σύμφωνα με
τον αρχαιολόγο της «Ηπείρου», Σωτήρη Δάκαρη, βορειοδυτικά του λεκανοπεδίου των
Ιωαννίνων σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από την πόλη. Η συστηματική ανασκαφή
αποκάλυψε στην κορυφή ενός λόφου στο Μεγάλο Γαρδίκι, οχυρωμένη θέση, ενώ στους
πρόποδές του, βρίσκεται ο αρχαίος ναός που ταυτίστηκε με τον Άρειο Δία.
Η
Ολυμπιάδα ήταν κόρη του Νεοπτόλεμου Β’ και γεννήθηκε το 373 π.Χ., πιθανότητα
στην πρωτεύουσα των Μολοσσών, Πασσαρώνα. Η γυναίκα με τη δυναμική προσωπικότητα
είχε τα ονόματα, Πολυξένη στην παιδική της ηλικία, Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, ενώ
πήρε το όνομα Ολυμπιάδα μετά τη νίκη του συζύγου της Φιλίππου Β’ στους
Ολυμπιακούς Αγώνες το 356 π.Χ. στις αρματοδρομίες.
Η έντονη προσωπικότητα της
Ολυμπιάδας και η επιρροή της, ακολούθησαν τον γιο της Μέγα Αλέξανδρο ως το
τέλος.
Ο προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων Κώστας Σουέρεφ
μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον ιστορικό χαρακτήρα της Ολυμπιάδας και την αρχαία
Μολοσσία.
«Οι
γυναίκες και οι κόρες των βασιλέων στη Μολοσσία ήταν συνδεδεμένες με τα Ιερά της
περιοχής» αναφέρει «γι’ αυτό οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι, πιθανότατα, η Ολυμπιάδα
είχε συνδεθεί άμεσα με το Ιερό του Δία και της Διόνης στην Δωδώνη. Συνάντησε τον
Φίλιππο Β’ στο Ιερό των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης και οι ιστορικές πηγές
υποστηρίζουν την άποψη πως η Ολυμπιάδα μετείχε της προβολής και του Μακεδονικού
Βασιλείου, στη σχέση με τον Ηρακλή και τον Δία. Ο Φίλιππος Β’ όταν ήρθε στην
Ήπειρο, πρόσθεσε τις παλιές περιοχές των αποικιών στα παράλια του Ιονίου, όπως η
Αμβρακία, στο Βασίλειο των Μολοσσών. Λέγεται ότι η Ολυμπιάδα, με τον μικρό της
γιο Αλέξανδρο, έμειναν στην Μολοσσία και τη Δωδώνη, όταν ο Φίλιππος Β’, σύμφωνα
με τις συνήθειες της εποχής, παντρευόταν και άλλες γυναίκες. Όταν ο Αλέξανδρος
ανέλαβε τον θρόνο, οι σχέσεις των Μολοσσών και των Μακεδόνων ήταν άριστες. Ο Μ.
Αλέξανδρος, στην αρχή της εκστρατείας του επισκέφτηκε πρώτα το Ιερό του Άμμωνα
στην Αίγυπτο, το οποίο συνδέεται άμεσα με τον ιδρυτικό μύθο του Μαντείου της
Δωδώνης.
Εξάλλου, η Ολυμπιάδα, σύμφωνα με τις πηγές, πρόβαλε τα χθόνια
γυναικεία χαρακτηριστικά της Διόνης, εκδοχή της μητέρας Γης, δηλαδή την
εξοικείωσή της με τα φίδια. Το γεγονός ότι ο Δίας ενώθηκε μαζί της με την μορφή
φιδιού, οδήγησε τον Αλέξανδρο να θεωρεί πως ήταν γιος του Δία.
Μετά τον
θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, η Ολυμπιάδα αγωνίστηκε να κρατήσει τη διαδοχή στο
θρόνο για τον ανήλικο Αλέξανδρο τον Δ’, γιο του Μ. Αλέξανδρου και της Ρωξάνης.
Εξ όσων γνωρίζουμε, επισημαίνει ο κ. Σουέρεφ, ο Κάσσανδρος, συνόδευσε από την
Βαβυλώνα τον μικρό Αλέανδρο Δ’ και την Ρωξάνη στην Μακεδονία και η Ολυμπιάδα
ανέλαβε να τους προστατέψει μέχρι την ενηλικίωση, άλλοτε στην Ήπειρο και άλλοτε
στην οχυρωμένη Πύδνα. Ακολούθησαν αιματηρές ίντριγκες, για τη διαδοχή στον θρόνο
και η Ολυμπιάδα εξολόθρευσε πιθανούς διεκδικητές.
Ο Κάσσανδρος κατόρθωσε να
επιβληθεί τελικά και από επιτηρητής του θρόνου έγινε βασιλιάς και παντρεύτηκε
την ετεροθαλή αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκη. Η Ολυμπιάδα, η οποία όριζε
τη Μακεδονική Φρουρά, υποχρεώθηκε να παραδώσει την Αμφίπολη στον Κάσσανδρο, ο
οποίος στη συνέχεια οδήγησε στον θάνατο την Ολυμπιάδα στην Πύδνα, με διαταγή να
παραμείνει άταφη. Λέγεται μάλιστα, ότι κάλεσε τους συγγενείς των νεκρών
διεκδικητών του θρόνου να την θανατώσουν με λιθοβολισμό, στο τέλος του 4ου π.Χ.
αιώνα.
Η
Μολοσσία, αρχικά τοποθετείται στον ευρύτερο χώρο του λεκανοπέδιου μέχρι τη
Κόνιτσα, ενώ στην συνέχεια περιέλαβε και την Δωδώνη. Ήταν το βασίλειο των
Αιακιδών ή Μολοσσών. Οι πιο σημαντικοί βασιλείς ήταν ο Θαρύπας, ο Αλκέτας, ο
Αλέξανδρος Α’, ο Μολοσσός – αδελφός της Ολυμπιάδας, και ο Πύρρος, ανιψιός της
Ολυμπιάδας που γεννήθηκε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου»
καταλήγει ο κ. Σουέρεφ.
Αγία Τριάδα (Εικονίσματα) στην περιοχή: Μέγα
Γαρδίκι
Στην θέση Εικονίσματα του Τ.Δ Μεγάλου Γαρδικίου βρίσκεται ο Ιερός Ναός Αγίας
Τριάδας. Πρόκειται για μονόχωρη βασιλική με νάρθηκα, ημικυκλική αψίδα
ανατολικά και χαγιάτι στη νότια και δυτική πλευρά.
Ο ναός σύμφωνα με την
κτητορική επιγραφή είναι αφιερωμένος στην Παναγία. Εσωτερικά φέρει τοιχογραφίες
του 1767, οι οποίες διαρθρώνονται σε 4 ζώνες. Τοιχογραφημένη είναι επίσης , και
η ανατολική πλευρά του νάρθηκα με την παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, που
χρονολογείται τον 19ο αιώνα.
Με Υπουργική απόφαση ΦΕΚ 1264/Β/1-10-2001 έχει
χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο που
περικλείει ο περίβολος.
Στην εκκλησία έχουν γίνει εκτεταμένες εργασίες
συντήρησης καθώς επίσης και στον περίβολο. Εσωτερικά του περιβόλου έχει χτιστεί
κτίριο (κατά τις περιγραφές γερόντων του χωριού) πάνω από υπόγειο, το οποίο
πρέπει να λειτουργούσε ως κρυφό σχολείο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Η
εκκλησία γιορτάζει του Αγίου Πνεύματος όπου και γίνεται το πανηγύρι του χωριού.
Στον προαύλιο χώρο υπάρχουν υπεραιωνόβιοι δρυς. Ο εξωτερικός χώρος είναι
καλυμμένος με πυκνό δάσος από δρυς και πουρνάρια, όμως κατά την τουρκοκρατία η
περιοχή ήταν αμπέλια . Ο χώρος επίσης έχει διαμορφωθεί με πλακοστρώσεις καθώς
αποτελεί και την είσοδο στο αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Πασσαρώνος, και
συγκεκριμένα στην ακρόπολη, στον λόφο Καστρί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου