Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Ιγώ ου έρ’μους τσιρλίς(τη)κα απ’ του φόβου μ’. (Μπήκαν, μωρέ, μπήκαν τα γίδια στο μαντρί)


Αυτός, ο μπάρμπα Βασίλης , ο Τζουμερκιώτης κτηνοτρόφος, τώρα τελευταία το έριξε για τα καλά στις παραβολές. Μια κουβέντα του λες κι αυτός απαντά με ολόκληρη ιστορία.  Πολλές φορές, μόνος του, τσιγκλάει την κατάσταση.
Αυτό έγινε και σήμερα.
-Τι, είπαν σήμερα στο κουτί; (Κουτί  είναι η τηλεόραση).
-Τίποτε μπάρμπα, τίποτε.
-Πώς τίποτε. Εγώ άκουσα να φωνάζουν μέσα στο τσάρκο, στη Βουλή, οι βουλευτές μας για γίδια και για ζ’λάπια.
-Ω, μπάρμπα. Επικίνδυνα πράγματα αυτά...
-Επικίνδυνα, μωρέ αλειτούργο, γιατί οι λύκ’ δεν αντιμετωπίζονται  με κουβέντες και ευχές.
-Τι, θέλεις να πεις, μπάρμπα;
-Για άκου. Κι άρχισε η παραβολή.
«Θα σ’ μουλουϊσου μίνια μεγάλ’ λαχτάρα, π’ τράβ’ξα, π’ να μην τραβήξ’ άλλους άνθρουπους. Του  λοιπόν ακούρμαξι: Πριν πέντ-έξ  χρόνια, τέλ’ Φλεβάρ’, είχα βγάλ’ για βόσκιο τις γίδις μ’, αχπάν στουν Καμπουδούκα. Ήταν ακόμα χ’μώνας, αλλά στέγνα. Ου ήλιους μόλις είχι ξεμ(υ)τις’ απ’ αχπάν απ’ του τσιουγκρί.
Οι γίδις σκόρπ(ι)σαν στ’ς πλαϊές να φαν’ ψια χλουρασιά κι ιγώ ρεκλικάσ’κα πάν’ σε κάτ’ ελατόσκ(ου)πες, για να ξαπουστάσου κι ικεί λαγουκ(οι)μήθ(η)κα. Άξαφνα, άκ(ου)σα μίνια πουδουβουλή απ’ τ’ς προυγκ’σμένες γίδες, π’ διάβιναν σφάιρα κατ’ τουν γκριμό, κι ξιπιτάχτ(η)κα. Κι, μανούλα μ’, τι να ιδώ! Μπρουστά μ’ δυο μιγάλ’ λύκ’, έτ(οι)μ’ να χ(υ)θούν κατά ‘πάν’ μ’. Ιγώ ου έρ’μους τσιρλίς(τη)κα απ’ του φόβου μ’.  Τι να κάνου όμως; Να λακίσω σιακάτ’, θα μι τσάκουναν κι θα μι ξέσκ(ι)ζαν. Μού ‘κουψι του γρέκ’ κι έκατσα ουδικεί.  Ου Μεγαλουδύναμους μι φώτσι κι αστραπή πέρασι απ’ του μυαλό μ’ τι έπριπι να κάνου.  Δεν κ’νήθηκα καθόλ’ απ’ τ’ θέσ’ μ’. Με το ‘να χέρ’ τράβ’ξα του μαχαίρ’ απ’ του ζουνάρ’ μ’ και με τ’ άλλου άδραξα του κουντουκάπ’, πού ‘χα για μαξ’λάρ’ και του πέταξα κατ’ απάν’ τ’ς. Ικειά, με ουρλιαχτά και σα λυσσιασμένα, του μάγκουσαν με τα δόντια τ’ς και το ‘καναν φυλλιρίδια. Ντίπ τσιφτέκια γίν’κι η κινούργια κουντοκάπα.
Τότις είδα μπρουστά στα μάτια μ’ μεγάλου λυκουκαβγά. Τ’ άγρια ζ’λάπια αρβαλώθ’καν και δάγκουνι το ‘να τ’ άλλου. Τράβαγαν κι μάδαγαν του σκ(ου)τι, για να τσικλίσ’ του καθένα όσου μπορούσι τρανύτιρου κομμάτ’, για να ξιθ’μάν’ σ’ αυτό. Νόμ’ζαν ότ’ του σκ’τι  ήταν ζωντανό κι χύμ’ξαν να του φαν’ δάγκα.
Έτσ’ μ’ δόθκι χέρ’ κι άδραξα ένα στούμπου και τουν φρουτζούλ’σα καταπάν’ τ’ς και βάρισα τουν έναν στου κεφάλ’.  Τότις άγριψι του πράμα. Ου χτυπ’μένους νόμ’σι ότι τουν βάρισι ου άλλους και όρμ’σι απάν’ σ’ ικειόν.
Τότις κ’ ιγώ ξιθάρριψα κι αρχίν’σα τα χουϊάσματα για να τους σκιάξου κι ξικουλώθ’κα να φουνάζου ως του Θεό, χαλεύουντας απ’ τ’ς χουριανούς «βουήθεια», αλλά πγιος να μ’ ακούσ’! Όσου δυνατά κι να κρέν’ς στ’ν ερ’μια, κα’ένας δε σι παίρν’ χαμπέρ’.» 


                         (Πού να βρουν αυτοί τέτοια ισορροπία με τα ζωντανά!) 

-Μπάρμπα, δεν κατάλαβα τίποτε, τόλμησα να του πω.
-Τι δεν κατάλαβες μωρέ ζλάπ; Να το πω και επιστημονικά. Άμα δεν υπάρξει πολιτική συνείδηση, αυτά τα πράματα θα γίνουνται.  Δεν αντιμετωπίζεται ο φασισμός και η «χρυσή αυγή» με κραυγές και γαυγίσματα. Ο ένας να είναι αλαφρόμυαλος κι ο άλλος αλαφροπαλάτζα. Χρειάζεται συνείδηση, αντίληψη δηλαδή πως  ό,τι κάνουμε ή ό,τι παραλείπουμε να κάνουμε είτε ιδιωτικά είτε δημόσια συνιστά θετική ή αρνητική συμβολή στη διαμόρφωση και λειτουργία του δημόσιου βίου. Έτσι αντιμετωπίζεται.
«Όποιους έχ’ μυαλό κουρεύι, δεν κουλουκούρ’ζι».

Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν...
...Και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
Αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.
Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον
Δε θα πεθάνει μόνος. Τσάκισέ τον!
(Μπ. Μπρεχτ)».

Μην έρθουν εδώ στα Τζουμέρκα. Θα μας προγκήσουν τα γίδια…

                                       Μετά Τιμής
                             Χρίστος Α. Τούμπουρος
                        Αγναντίτης – Τζουμερκιώτης 

Δεν υπάρχουν σχόλια: