Νικόλαος
Κονεμένος
Ο εγκυκλοπαιδιστής, λογοτέχνης, κριτικός και κοινωνικός
αγωνιστής Νικόλαος Κονεμένος συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη
των ελευθεριακών ιδεών στον «ελλαδικό» χώρο.
Γεννήθηκε στις 15 (27)
Δεκέμβρη του 1832, στα μέσα μιας περιόδου οικονομικής ακμής,
στην Πρέβεζα, από πατέρα Hπειρώτη και μητέρα Λευκαδίτισσα.
Γενάρχης της οικογένειας ήταν ο καπετάν Γιώργος Κονεμένος.
Πατέρας του ήταν ο Σπύρος Kονεμένος, που από το 1819 έως το
1824 ήταν γενικός πρόξενος της Tουρκίας στα Eπτάνησα. Mητέρα του η Kιάρα
Σικελιανού, από την Αγία Μαύρα (Λευκάδα) και από την οικογένεια των
Σικελιανών.
Όπως γράφει ο Κωστής Πασαγιάννης στο
Εθνικόν Ημερολόγιο του 1908, «στα 1727,
όπως δείχνουν ανέκδοτα Βιενέτικα έγγραφα που κατέχει η οικογένεια, από τα χωριά
της Λάκκας (Τσαμουριά) της Αρβανιτιάς κατέβηκαν οι Κονεμένοι και εγκαταστάθηκαν
οριστικά στην Πρέβεζα. Ο καπετάν Γιώργος ο Κονεμένος είχε λάβει τότε από τον
Βενετόν πρίγκηπα «το σκαφιδάκι», ένα μεγάλο υποστατικό στην Πρέβεζα, για τις
σημαντικές υπηρεσίες πούχε κάμει στη Βενέτικη κυβέρνηση, και το κατέχουν ως τα
σήμερα οι απόγονοί του».
Κωστής Πασαγιάννης
Tα παιδικά του χρόνια θα τα περάσει στη Λευκάδα και στην
Πρέβεζα, αλλά όταν σε ηλικία 9 χρόνων ο πατέρας του τον παίρνει
μαζί με την μητέρα του στην Kέρκυρα, για να επιμεληθεί την ανατροφή του. Μετά τη
φοίτησή του στην κατώτερη εκπαίδευση, θα διδαχθεί από ιδιαίτερους δασκάλους στο
σπίτι και ύστερα θα εγγραφεί στην Ιόνιο Ακαδημία.
Την ίδια εποχή, θα αρχίσει να ζει και ο ίδιος την ανάπτυξη του τότε επτανησιακού ριζοσπαστικού κινήματος. Eνώ σπουδάζει στην Kέρκυρα και, συγκεκριμένα το 1858, θα αρχίσει φιλολογική συνεργασία με το ιστορικο-φιλολογικό περιοδικό «Πανδώρα» (Aθήνα, 1850-1872), όπου θα δημοσιεύσει φιλολογικές μελέτες κυρίως για το έργο του Ιωάννη Βηλαρά του οποίου το έργο άσκησε σημαντική επίδραση στο νεαρό Κονεμένο.
Γράφει ο Κωστής Πασαγιάννης: «. άπλερο ακόμα το πνεύμα του φιλοσόφου, ορμητικό και αδέσμευτο από την πρώτη του ηλικία, εφανέρωνε πρώιμα όλη του την ανταρτικήν ανυποταξία στην πνιγερή του σχολείου σκλαβιά. Και μ' όλην την επιμονή του αγαθού πατέρα του δεν έδειξε ως το ύστερο κανένα ενδιαφέρον στα σχολικά γράμματα. Αντιπαθούσε κάθε περιορισμόν από τότε, πιο πολύ μάλιστα τον δασκαλισμό, και ακολούθησε τα αναγκαστικά μαθήματά του πολύ άταχτα και αδιαφόρετα.
Όταν όμως έφθασε σε κάποιαν ηλικία, εδόθηκε με ξεχωριστήν αγάπη και επιμέλεια στις πολυμέριμνες ιδιαίτερες μελέτες του. Με τον καιρό κι όσο αυτές επρόβαιναν, επλάταιναν κ' οι ορίζοντες της σκέψεώς του ολοένα σ' ανώτερους κύκλους, όπου ο ερευνητικός νους αγωνίζεται να εμβαθύνη πάντοτε στις πηγές και στα αίτια. Όσο που οι συστηματικότερες σπουδές του ωρίμασαν σε μια μεστήν ατομικότητα, που τέλος επροίκισε το ολούθε ξανοιγμένο στην προσπάθεια της φιλοσοφικής έρευνας πνεύμα του με έναν αρνητικό σκεπτικισμό».
Το 1855 σε ηλικία 23 χρόνων, θα παντρευτεί στη Σμύρνη, με την Eλισάβετ-Σαπφώ Iσιδώρου-Σκυλίτση, από τη Χίο, αδελφή του πρώτου μεταφραστή στα ελληνικά των «Aθλίων» του Bίκτωρος Oυγκώ, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τον Καίσαρα Κονεμένο και την Βιργινία Blakeney. Όταν πέθανε η σύζυγός του παντρεύτηκε ξανά σε προχωρημένη ηλικία την Kερκυραία Nικολή Παπαδοπούλου, με την οποία απέκτησε επίσης δύο παιδιά.
Από το 1858 έως το 1869 ζει στην Κέρκυρα. Το 1858 - που ήταν μια περίοδος κατά την οποία το κέντρο του κινήματος των ριζοσπαστών είχε περάσει στη Ζάκυνθο και στους ρεφορμιστές του Κων. Λομβάρδου, ενώ οι ριζοσπάστες ηγέτες Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος και Ιωσήφ Μομφερράτος είτε είχαν αποσυρθεί από την πολιτική (ο πρώτος) είτε ήσαν παροπλισμένοι (ο δεύτερος), προερχόμενοι και οι δύο από πολύχρονες εξορίες - ο Κονεμένος, αφού, όπως είπαμε, θα πρωτοεμφανιστεί με τη δημοσίευση ενός ηπειρώτικου γλωσσαρίου στο περίφημο την εποχή εκείνη περιοδικό «Πανδώρα», το 1859 θα εκδώσει ένα πολιτικό, φιλολογικό και σατυρικό περιοδικό με τον τίτλο «Eωσφόρος», που έφερε τον υπότιτλο «Φύλλον εγκυκλοπαιδικόν εκδιδόμενον δις του μηνός» και από το οποίο εκδόθηκαν 25 τεύχη σε άτακτα διαστήματα, από τις 25 Οκτώβρη 1858 μέχρι τις 20 Φλεβάρη 1861, σύνολο 120 σελίδες. Η κυκλοφορία του εντύπου ήταν μικρή, όπως αναφέρει ο Γ. Αλισανδράτος, ο οποίος προσπαθεί να μειώσει την ιστορική αξία του. Mόνιμος συντάκτης του εντύπου αυτού είναι ο ίδιος ο Kονεμένος, μην υπογράφοντας ποτέ με το όνομά του. Tο έντυπο αυτό, όμως, έχει μια ιστορική αξία, αφού σε αυτό θα δημοσιευθούν ανέκδοτα έως τότε ποιήματα των Δ. Σολωμού και Α. Xριστόπουλου, καθώς και δημοτικά δίστιχα. Mε τον «Eωσφόρο» θα συνεργασθεί και ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο οποίος εκείνη την εποχή εκδίδει την εφημερίδα «Λύχνος» πρώτα στη Ζάκυνθο και μετά στην Κεφαλονιά και με την οποία συνεργάζεται και ο Κονεμένος. Μάλιστα, ο Γιώργος Βαλέτας σε πρόλογό του για τον Ν,. Κονεμένο στα «Άπαντα» που εξέδωσε, αναφέρει ότι το περιοδικό κυκλοφορούσε στα τελευταία του τεύχη με την αγαστή συνεργασία Κονεμένου και Λασκαράτου.
Ανδρέας Λασκαράτος
Ο Κονεμένος θα συνεργασθεί επίσης και με την εφημερίδα «Διαολοαποθήκη» ή «Αποθήκη του Διαόλου» του (ελληνοποιημένου Ιταλού) Φερδινάνδου Όδδη, στην Κεφαλονιά. Οι συνεργασίες αυτές γίνονται για να χτυπηθούν οι ρεφορμιστές ριζοσπάστες του Λομβάρδου, μιας και με την εξορία των Η. Ζερβού-Ιακωβάτου και Ι. Μομφερράτου και τα γενικότερα κατασταλτικά μέτρα των Άγγλων κυριάρχων των Επτανήσων, το κοινωνικό ριζοσπαστικό κίνημα έμεινε χωρίς εφημερίδες.
Φερδινάνδος Όδδης
Στο διάστημα αυτό (1863), ο Κονεμένος κυκλοφορεί μια σύντομη ποιητική συλλογή με τίτλο «Συναπάντησι» καθώς και μια δεύτερη με τίτλο «Στιχουργήματα» (1864), ενώ το 1867 κυκλοφόρησε μια κοινωνική σάτιρα με τίτλο «Η φαντασία μου». Παράλληλα, γράφει μια μελέτη με τον τίτλο «Γυναίκα» στην οποία κάνει λόγο για τα παραμελημένα δικαιώματα των γυναικών και στην οποία «προαισθάνεται κανείς τον τολμηρόν συγγραφέα της αναλυτικώτερης «Οικογένειας», που κι αυτή είδε το φως ύστερα από δέκα χρόνια το 1876», όπως λέει ο Κ. Πασαγιάννης.
Στην «Οικογένεια», με πλήθος επιχειρημάτων παρμένων από την ίδια την καθημερινή ζωή της εποχής, αγωνίζεται εναντίον του θεσμού του γάμου και αφού καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έτσι όπως είναι το σύστημα του γάμου, πρέπει να αναζητηθεί ένα νέο σύστημα που να ταιριάζει περισσότερο με την ανθρώπινη φύση, με την ίδια τη ζωή και τις αλήθειες της και με πολύ περισσότερες ελευθερίες και για τα δύο μέρη (άντρα και γυναίκα). Προσπαθεί να εδραιώσει μια σχέση γάμου με βάση την ανόθευτη αγάπη και την αληθινή αρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσης.
Στο διάστημα 1869-1885, ο Kονεμένος ζει στην Πάτρα ως πρόξενος της Tουρκίας. Tα χρόνια αυτά είναι τα παραγωγικότερα της ζωής του, αφού εκεί γράφει και κυκλοφορεί τα έργα του «Το ζήτημα της γλώσσας» (1873), «Και πάλε περί γλώσσας» (1878), «τις δύο σύντομες, αλλά σοφές, περιλάλητες μελέτες του για το μεγάλο μας ζήτημα, και τόσο τολμηρές, όσο πιο σχολαστικός, ασφυχτικός και νεκρόχαρος ήτον ο αέρας της εποχής που τις έγραψε και τις εσφεντόνισε ανάμεσα στις λεγεώνες των άκαμπτων τότε σχολαστικών, που ούτε νακούσουν ήθελαν ότι υπάρχει τέτοιο ζήτημα».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ν. Κονεμένος δημοσιεύει τις μελέτες του για το ζήτημα της γλώσσας 13 ολόκληρα χρόνια πριν εμφανισθεί το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη, χωρίς ο τελευταίος - όπως έγραψε και ο ίδιος - να ακούσει ή να διαβάσει τις μελέτες αυτές.
Το 1879 κυκλοφορεί μια ακόμα ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ποιήματα». Ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν αποκάλεσε τον εαυτό του ποιητή, ποτέ δεν ήθελε να είναι τέτοιος και οι στίχοι του φαίνεται ότι δεν έχουν κάποια λογοτεχνική αξία. Σε γράμμα του στον Ανδρέα Λασκαράτο έγραφε: «Σου το είχα ειπεί, ποιητής δεν είμαι. Ο ποιητής είναι βουτημένος μέσα εις το φως, ενώ εγώ βρίσκομαι στο σκοτάδι και δε βλέπω παρά σπίθες ολόγυρά μου».
Το 1885 επιστρέφει στην Κέρκυρα, όπου συνεχίζει να ασχολείται με τα γράμματα και να μελετά κυρίως τα προβλήματα της τότε ελληνικής κοινωνίας και της εποχής. Τον ίδιο χρόνο ιδρύεται στο νησί ο Σοσιαλιστικός Σύνδεσμος, που είχε ως πρόγονό του μια μικρή σοσιαλιστική ομάδα (αναρχικών κυρίως τάσεων, όπως αναφέρει ο Άγις Στίνας) που ιδρύθηκε το 1881 και κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Εργάτης». Το 1887 ιδρύεται η Εργατική Αδελφότης, που ήταν μια ένωση των εργατικών σωματείων του νησιού, ενώ το 1898 συγκροτείται μια μορφή Εργατικού Κέντρου.
Το 1889 κυκλοφορεί μια μελέτη 80 περίπου μεγάλων πυκνοτυπωμένων σελίδων, με τον τίτλο «Η υπόθεσις των αδελφών Μπονάτη», στην οποία αναλύει από κοινωνιστική άποψη - και χωρίς να διαθέτει γνώσεις νομικού ή ψυχολόγου παρά μόνο ορμώμενος από την ενστικτώδη σκέψη του - την καταδίκη των δυο αδελφών αυτών για μια άγρια δολοφονία που συντάραξε εκείνη την εποχή την Κέρκυρα
Την ίδια εποχή, επίσης, γράφει το περίφημο «Lardi e
omicidi» στα ιταλικά (στα ελληνικά «Κλέφτες και
φονιάδες», που παρατίθεται αμέσως μετά), τα
«Ματογυάλια» καθώς και αρκετά άρθρα και μελέτες που
δημοσιεύονται σε τοπικά έντυπα της Κέρκυρας, αλλά περισσότερο στην εφημερίδα
«Φωνή».
Ο Νικόλαος Κονεμένος ήταν προδρομική μορφή μελετητή του γλωσσικού
ζητήματος. Έγινε γνωστός στον ελλαδικό χώρο από τις πραγματείες του για το
γλωσσικό ζήτημα, για τις οποίες ο Κρουμπάχερ αποφάνθηκε ότι
αποτελούν τη «λύση του γλωσσικού ζητήματος». Μέχρι το
1904, ο Γιάννης Ψυχάρης αγνοεί την ύπαρξη των
μελετών και θεωριών του Κονεμένου με τις οποίες τον φέρνει σε επαφή ο
Κρουμπάχερ, ενώ του δίνει και την αφορμή να τις μελετήσει συστηματικά. Ο Γ.
Βαλέτας, αλλά και σύγχρονοι ερευνητές και μελετητές, συμφωνούν ότι το έργο του
Κονεμένου για τη γλώσσα θεωρείται πρωτοποριακό και ότι ο ίδιος αναδεικνύεται σε
μεγάλο διαφωτιστή. Γιατί ο Κονεμένος συνέθεσε μια θεωρία για τη γλώσσα πολύ
μπροστά από την εποχή του, μια θεωρία που δεν στηρίχθηκε μόνο στην άρνηση, αλλά
και στην πρόταση.
Και η συνολική του πρόταση, ως συνεχιστής των Σολωμού και Βηλαρά, υπήρξε ριζοσπαστική και πρωτότυπη και χαρακτηρίζεται από ελεύθερο πνεύμα και στοχασμό, οξύνοια, ανεξαρτησία και τόλμη. Σε κάθε θέμα της λογοτεχνίας, ο Κονεμένος, είτε με τα κείμενά του είτε με την παράθεση κριτικών και μελετών άλλων διανοουμένων της εποχής του, από την εποχή της κυκλοφορίας του «Εωσφόρου» ακόμα, έδειξε το δρόμο που έπρεπε να πάρει όχι μόνο η σοβαρή λογοτεχνία, αλλά ακόμα και η απλή στιχουργική. Ακόμα και στις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων υπήρξε προδρομικός με τις μεταφραστικές του δοκιμές στον Πίνδαρο και τη Σαπφώ, σε μια εποχή που η μετάφραση αρχαίων θεωρείτο βεβήλωση.
Ο Κονεμένος υπήρξε καθολικό πνεύμα. Η κριτική του αγκάλιασε όλα σχεδόν τα προβλήματα της ελλαδικής κοινωνίας, κλονίζοντας, πρώτα απ' όλα, το κάστρο του λογιοτατισμού. Ακολούθησαν διάφορα ζητήματα, το εκπαιδευτικό, το κοινωνικό, το πολιτικό, το δημογραφικό, το αλυτρωτικό, το Ανατολικό Ζήτημα, το Βαλκανικό, το φεμινιστικό και άλλα, που τα αντιμετώπισε με πρωτοφανή για την εποχή του τόλμη κριτικής και προτάσεων. Αλλά η πλέον μαχητικότερη κριτική του αφορά τα τρία μεγάλα καρκινώματα της τότε ελλαδικής σκέψης, το λογιοτατισμό, το μεαλοϊδεατισμό και το βυζαντινισμό.
Η κοινωνική του κριτική έριξε, επίσης, τα φώτα της πάνω σε μερικά άλλα κοινωνικά προβλήματα της τότε ελλαδικής κοινωνίας, το γάμο, το διαζύγιο και τη σκλαβιά της γυναίκας. Κι ακόμα τη δικαιοσύνη, όντας ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους σε όλη τη Ευρώπη που μίλησε και επιχειρηματολόγησε εναντίον της θανατικής ποινής και για την κατάργησή της.
Ο Κονεμένος ήταν άφταστος δοκιμιογράφος. Τα δοκίμιά του, λογοτεχνικής μεν μορφής, αλλά πλούσια σε παρεκβάσεις, κοινωνικά στοιχεία και προτάσεις.
Ο Κονεμένος ήταν προφητικός διαφωτιστής, που σμίλεψε τη θεωρία και προσωπικότητά του μέσα από τις κοινωνικές επαναστατικές ζυμώσεις του επτανησιακού ριζοσπαστισμού, τις επιδράσεις των ιδεών των Προυντόν, Φουριέ και άλλων καθώς και τις σοσιαλιστικές και αναρχικές απόψεις. Οι ιδέες της Κομμούνας του Παρισιού, εφόσον ήταν γνώστης και μελετητής όλων των επαναστατικών κινημάτων και ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής του, πρέπει αν το συνεπήραν σε μεγάλο βαθμό και να συντέλεσαν και αυτές στη διαμόρφωση του κοινωνικού διαφωτιστικού του πιστεύω. Στην εποχή του και με αφετηρία τα Επτάνησα, το διαφωτιστικό κοινωνικό κίνημα της εποχής, περνάει στην Πάτρα και στις πόλεις και τα χωριά της Δυτικής Πελοποννήσου και ψάχνει να βρει διεξόδους και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Πέρα από τις πολιτικές του εκφράσεις, που αποτελούν οι πρώτες σοσιαλιστικές και αναρχικές ομάδες και όμιλοι, το κίνημα έχει και τη λογοτεχνική του έκφραση η οποία συνίσταται κυρίως στα πρόσωπα των Τερτσέτη, Λασκαράτου, Άβλιχου, Πανά, Βερύκιου, Βαλαωρίτη, Φατσέα, Πολυλά, αρκετούς Επτανήσιους και επεκτείνεται και στην Αθήνα, μέσω του Ροίδη, του «Ραμπαγά», του Σπηλιωτάκη, μερικών δημοσιογράφων και άλλων διανοούμενων. Το κίνημα αυτό είναι καθ' όλα αφυπνιστικό και εξεγερτικό και ένας από τους σημαντικούς του αποστόλους ο Κονεμένος.
Τερτσέτης | Πολυλάς |
«Ό,τι ο Κονεμένος εκήρυξε ηχεί ως κήρυξις πολέμου κατά του αρχαϊσμού», λέει ο Κρουμπάχερ και έχει απόλυτο δίκιο. Γιατί ο Κονεμένος δεν είναι μόνο ο μελετητής του γλωσσικού ζητήματος, αλλά και ο λογοτέχνης, ο ποιητής, ο προδρομικός διαφωτιστής και ο αγωνιστής.
Ο Κονεμένος, εκτός από την Πάτρα, έζησε στην Κέρκυρα και εκεί ήταν που δεν έπαψε να μελετά, να ερευνά και να ρίχνει φως στα κακά του κόσμου. Έζησε μακριά από την Αθήνα, μια ζωή μοναχική, ερημική, αποτραβηγμένη. Αλλά και μόνο οι γλωσσικές του μελέτες σπάζουν τον επαρχιακό απομονωτισμό και τον φέρνουν στο πανελλήνιο προσκήνιο. Λίγο πριν και μετά το θάνατό του, ελάχιστοι είναι εκείνοι μέσω των οποίων αναδεικνύεται η όλη δουλειά του και αποκτά πανελλήνια προβολή, ο Ψυχάρης, ο Παλαμάς, ο Πασαγιάννης, ο Μαλακάσης, ο Καμπύσης. Και αυτό γιατί το λογοτεχνικό, πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο κάνει τα πάντα, αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για να κρατήσει τον ίδιο και τις ιδέες του στο σκοτάδι, ενώ τόσο οι πόλεμοι όσο και οι άθλιες κοινωνικές, οικονομικές και άλλες συνθήκες συντελούν και αυτές, όχι μόνο στην αφάνεια και το θάψιμο σημαντικών ιδεών, αλλά και προδρομικών διανοουμένων όπως ο Κονεμένος. Σημαντική, βέβαια, είναι και η ευθύνη διαφόρων λογοτεχνών, λογίων και άλλων ειδικών του λόγου, αλλά και του πολιτικού φάσματος.
Όμως, σ' αυτόν που πρέπει να χρωστάμε την απαρχή της σταδιακής αναγνώρισης του έργου του Κονεμένου είναι ο Γερμανός Κάρολος Κρουμπάχερ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που εξήρε την προδρομική θέση του στο γλωσσικό ζήτημα. Με το σημαντικό του βιβλίο με τίτλο «Το πρόβλημα της νεοελληνική γραφομένης γλώσσας», που εκδόθηκε στα γερμανικά από τη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γ. Χατζηδάκι το 1905, ο Κρουμπάχερ ήταν ο πρώτος που ανέσυρε από την αφάνεια τον Ν. Κονεμένο, τοποθετώντας τον ανάμεσα στις μεγάλες μορφές της γλωσσικής αναγέννησης. Από τον Κρουμπάχερ έμαθε για τον Κονεμένο ο Ψυχάρης και από εκεί σιγά-σιγά άρχισαν, ειδικά μετά το θάνατό του, να γράφουν ο Παλαμάς στο «Νουμά» (1907) και άλλοι.
Δεν έλειψαν βέβαια και οι λίβελοι και οι συκοφαντίες, όπως, για παράδειγμα, ένα άρθρο-νεκρολογία για τον Κονεμένο που δημοσιεύτηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Εστία» (6 Μαρτίου 1907), από κάποιον με τα αρχικά Χ.Κ. που προσπαθεί να τοποθετήσει τον Κονεμένο στο αντίθετο στρατόπεδο από αυτό του Ψυχάρη και των άλλων δημοτικιστών της εποχής, κάτι που προκαλεί τις αντιδράσεις και του ίδιου του Ψυχάρη και του Παλαμά, οι δε δημοτικιστές θεωρούσαν τον Κονεμένο ως γενάρχη του κινήματός τους.
Με το θάνατό του, η εφημερίδα «Φωνή»
της Κέρκυρας δημοσίευσε αρκετά βιογραφικά και άλλα στοιχεία για τον Κονεμένο,
δεδομένου ότι ο τελευταίος στο διάστημα 1904-1907 συνεργάστηκε στενά με την
εφημερίδα αυτή, στην οποία ήταν αρκετά αγαπητός. Νεκρολογίες έγραψαν ακόμα ο
Μαλακάσης και Σιγούρος στο περιοδικό
«Παναθήναια», τιμώντας τη μνήμη και το έργο του. Αλλά
η βιογραφία του Πασαγιάννη για τον Κονεμένο στο
«Ημερολόγιον» του Σκόκου το
1908 είναι η πιο αυθεντική μιας και ο συγγραφέας στηρίχθηκε σε
βιογραφικές πληροφορίες της ίδια της συζύγου του, ενώ συμβουλεύτηκε και το
αρχείο του.
Μετά το θάνατό του, ο γιος του Καίσαρ Κονεμένος, πρόξενος της Αγγλίας στην Πρέβεζα, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να συλλέξει με επιμέλεια και φροντίδα και να εκδώσει σε ένα τόμο όλα τα έργα του πατέρα του. Αυτά που περιήλθαν στα χέρα του Καίσαρα Κονεμένου ήταν όλα τα έργα του πατέρα του που κυκλοφόρησαν σε βιβλία και φυλλάδια, μια σημαντικότατη αλληλογραφία με τους Αρ. Βαλαωρίτη και Α. Λασκαράτο, μια πολύτιμη συλλογή κοχυλιών και διάφορα άλλα ανέκδοτα έργα για τα οποία ο ίδιος εργαζόταν μέχρι τον θάνατό του για να τα εκδώσει συγκεντρωτικά. Βασικά, στη διάρκεια της Κατοχής, με την επίταξη του σπιτιού του Κονεμένου από τα γερμανικά στρατεύματα καθώς και την καταστροφή της Κερκυραϊκής Βιβλιοθήκης στην οποία φιλοξενούνταν οι εφημερίδες και τα έντυπα στα οποία δημοσίευσε πάμπολλα άρθρα του, ήταν οι αιτίες που χάθηκε ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του Κονεμένου και να είναι αδύνατη μέχρι σήμερα η ολοκλήρωση της βιβλιογραφίας-εργογραφίας του. Επίσης, στους βομβαρδισμούς της Κατοχής ολοκληρωτική καταστροφή έπαθε και το σπίτι του Κερκυραίου λογοτέχνη και μελετητή Νίκου Λευτεριώτη, ο οποίος είχε συγκεντρώσει σημαντικό υλικό για τον Κονεμένο, το οποίο καταστράφηκε βέβαια και αυτό. Η μόνη συγκεντρωτική έκδοση των έργων του Κονεμένου που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα έγινε από τον λογοτέχνη Γιώργο Βαλέτα, με τίτλο «Κονεμένου Άπαντα. Τόμος Πρώτος» το 1965 (Εκδόσεις «Της Πηγής»). Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε εάν υπήρξε έκδοση δεύτερου τόμου. Πιο πρόσφατα, εκδόθηκαν τα βιβλία «Το ζήτημα της γλώσσας», εκδόσεις «Φιλόμυθος», Αθήνα 1993, «Τα ματογυάλια», εκδόσεις «Ωκεανίδα». Αθήνα 1997, με κείμενα του Κονεμένου, ενώ έχουν αρχίσει και κυκλοφορούν κείμενα, στίχοι και άλλα υλικά στο διαδίκτυο.
ngnm.vraxokipos.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου