Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Έτυχε μια φορά να είμαι αυτόπτης μάρτυρας μιας φιλονικίας και ενός απίστευτου διαλόγου, εκεί στο πεζούλι της εκκλησίας, που έκαναν δυο «απογοητευμένες» συμπεθέρες.
-Δεν μ’ λες συμπεθέρα, τι έχ’ς και κρατάς τέτοια μούτρα σαν του ζουρλού τον κώλο;
-Έχω, ακούς έχω, αμ να μην έχω;
-Τι να έχ’ς. Δεν φτάν’ που μας φόρτωσες τον μούκακα το γιο σου; Πού να τον πήγαινες και ποιος να τον έβαζε σπίτι τ’-, κι κρατάς και μούτρα;
-Άει σιαπέρα από κει μωρή παλιοσουλτούκω που μας φόρτωσες το σιάμπαλο το δικό σ’, το παλιοσιαμουρλό.
-Σιαμουρλό η δ(ι)κιά μ’ η κοπέλα; Ο σιούτος ο δ(ι)κός σ’ πάει πίσω;
-Το δ(ι)κό μ’ το παιδί είναι γκισέμ’ αλλά η δ(ι)κιά σ’ η παλιοστέρφω -που κακό χρόνο να έχ’ η Χρίσταινα που μας τη φόρτωσε- είναι πάτος αδειανός και δε στέκεται π(ου)θενά κανένας σπόρος. Ταψί σκουριασμένο.
-Συμπεθέρα, μη με κάν(ει)ς κι ανοίξω το στόμα μ’. Τότε δεν σε ξεπλέν’ ούτε ο Άραχθος.
-Για άνοιξέ το να δούμε. Τι νόμ(ι)σες; Έκανες καλά όλους τους άντρες του χωριού και νόμ(ι)σες πως θα κάν(ει)ς και μένα;
- Εγώ μωρέ έκανα καλά όλους τους άντρες; Εσένα που ξέρουν όλ’ τι βρακί φοράς και πόσο άσπρα είναι τα κωλομέρια σ’;
Ακόμα βρίζονται…
Χρήστος Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου