Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης
Εξ Ελαίας Θεσπρωτικού Πρεβέζης
Από «πάππου προς πάππου» οι κτηνοτρόφοι της Ηπείρου είχαν διδαχθεί για όλα, ακόμη και για τις αρρώστιες των ζώων τους. Γιατροσόφια από την πείρα της ζωής, παρατηρήσεις αιώνων φυλαγμένες και περασμένες από γενιά σε γενιά.
Παρατίθενται μερικές απ’ αυτές:
-Στον άνθρακα έκαιγαν τον όγκο του ζώου με πυρωμένο σίδερο.
-Όταν είχαν «βούρλα» (σκουλήκια στο κεφάλι, που τα έκανε να στριφογυρίζουν σαν τρελά), τους έκαναν μια τομή στο μέτωπο και έβγαζαν τα σκουλήκια. Ακόμη τα έκαιγαν με πυρωμένο σίδερο ανάμεσα στα κέρατα.
-Έφτιαχναν κεραλοιφή για τον έρπη των χειλιών.
-Τρυπούσαν (τσιμπούσαν, κεντούσαν) με αγκάθι μουρτζιάς (αγριογκορτσιάς) το σημείο που τα δάγκωνε φίδι, να φύγει το δηλητήριο. Μετά το έπλεναν με γάλα ή ξύδι.
-Όταν στο ύπνο τους τα βύζαινε ζιάμπα (μπυθυλιόπα, μεγάλος καφέ βάτραχος, σαν χελώνα χωρίς το καυκί) τότε πάθαιναν μασταρά. Πρήζονταν τα μαστάρια και έπεφταν κομμάτια με αίμα και γάλα. Κάπνιζαν το μαστάρι με δαδί. Αν το βύζαγμα ήταν φρέσκο, έκαιγαν με πυρωμένη κονταρίτσα το μαστάρι. Μετά το κάψιμο έβαζαν αλάτι στο αυτί του ζώου και το έδεναν με ράμμα.
-Κολιάτζα: Έβγαζαν με την κοπριά τους λουρίδες σαν άντερα. Τα ζώα έβρισκαν μόνα τους το κατάλληλο βότανο.
-Τσέρλα: Τους έδιναν σκαμιά (μουριά) βρασμένη να πιούν. Ακόμη μισό ποτήρι ζεστό κρασί κόκκινο.
-Όταν το ζώο δεν κόπραγε, ανακάτευαν λάδι, ξύδι και κλούβιο αυγό και το έριχναν στο στόμα του να το πιει.
-Ψώρα (στα γίδια): Στούμπαγαν σκόρδο και μπαρούτι και με ένα πανί έτριβαν καλά το σημείο. Ακόμη έβαζαν μίγμα λαδιού και θειαφιού.
-Τρίχιασμα: Έβηχαν τα πρόβατα. Τα πότιζαν κόκκινο πιπέρι και ρακί.
-Την άνοιξη μαζί με τα χλωρά χόρτα, το ζώο μπορούσε να φάει ένα είδος σκουλίκι και να ψοφήσει. Μόλις το καταλάβαιναν το μάτωναν, κόβοντάς του το αυτί, την ουρά ή την φλέβα μέσα στο μάτι.
-Προστάτευαν τα ζώα να μη πιούνε νερό που είχε πλυθεί λινάρι, γιατί ψοφούσαν.
-Μασταράς: Έκοβαν κάποια φλέβα ή έπαιρναν τρία κλωνιά αλάτι και τα έδεναν επί τρεις μέρες σφιχτά στο αυτί του ζώου.
-Τάγκισμα: Πονούσε η κοιλιά τους. μαζεύονταν και τεντώνονταν. Έκοβαν λίγο από το αυτί τους και το έβαζαν στο στόμα του ζώου να το μασήσει. Στούμπαγαν σκορπίδι με λάδι και ρακί και το έριχναν στο στόμα του ζώου με χωνί. Τούτο λέγονταν και φάγγιωμα. Προέρχονταν από βλαβερό χορτάρι και το ζώο πρήζονταν και δεν κατουρούσε. Έβραζαν νεράγκαθο με κρασί και έδιναν να πιει.
-Χαλαζιάς: Έπιανε τα γουρούνια. Τους έδιναν να φάνε φακή. Στον χαλαζιά έβγαζαν άσπρα μικρά εξογκώματα κάτω από την γλώσσα τους. Τα έριχναν κάτω οι ιδιοκτήτες τους και κάποιος, που ήξερε, τα καθάριζε με το νυστέρι. Μετά από λίγους μήνες γίνονταν καλά.
-Η νοικοκυρά έβαζε γανωμένα αυγά στην κλώσα, αφού φορούσε πεδιλόγα στο κεφάλι της να βγούνε πουλακίθες με στρωτό λειρί. Η γυναίκα έβαζε τα αυγά ορθή, να μη βγούν τα πουλιά ξεκωλιάρικα. Την Ανάσταση κατέβαζε την κλώσα από τη φωλιά, άλειφε με λάδι τον πισινό των κλωσόπουλων και τα περνούσε κάτω από την πυροστιά.
-Κλαμάρα ή κουτσαμάρα: Τα περνούσαν σε λάκκους με ασβεστόνερο και γαλαζόπετρα (θειϊκό χαλκό). Κοπάδια ολόκληρα υπέφεραν από τούτη την αρρώστια, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1970. Πονούσαν τα νύχια τους τόσο, που πολλά απ’ αυτά περπατούσαν γονατιστά.
-Ήσκιωμα: Έδιωχναν το ήσκιωμα (μώρα) του κοπαδιού με φωτιές, ντουφεκιές, χουγιατά, ξόρκια και ψήσιμο λωβιασμένης σπλήνας σε τρίκομπο καλάμι. Τα περνούσαν ένα-ένα σε χωματότρυπα και στο τελευταίο έριχναν ένα σιδερικό λέγοντας: «Με την υγειά σας και σιδερένια». Τα βόδια πηδούσαν πάνω από ξυλοφωτιές αναμμένες με τρίψιμο ξερών ξύλων. Έτσι έφευγε το ήσκιωμα και ο κακός γελαδόκουκος.
-Μουρνταλίκι: Σοβαρή κοιλιακή αρρώστια αλόγων και βοδιών. Πρήζονταν η κοιλιά τους και ψοφούσαν.
-Τεκνεφέζι: Άσθμα αλόγων.
-Σαράτζια ή ντάγζια: Άλογα με πρησμένα ρουθούνια, φαρυγγίτιδα και ρινικό κατάρρου, είχαν βέβαιο θάνατο. Έπαιρναν κοκκινισμένο στη φωτιά σιδερένιο δράχτη και με την άκρη του έκαιγαν στα γρήγορα το ζώο πίσω από τα αυτιά στο σβέρκο και στο μέτωπο.
-Ξερόβηχα αλόγων: Έβραζαν βρώμη και την άφηναν αχνιστή στο ταϊσάρι τους. Ακόμη τα έβαζαν να εισπνεύσουν καπνό από αναμμένα κουρέλια.
-Πιάσιμο: Μετά το όργωμα πιάνονταν βόδια ή άλογα στις πλάτες τους. Πρήζονταν και είχαν αδυναμία κινήσεων. Έβαζαν ψημένους ζεστούς όγκους χωμάτων στις πλάτες τους. Ακόμη περνούσαν λινά κηρωμένα σχοινιά με την γκιουλμπάνα (σακοράφα) κάτω απ’ το δέρμα τους να τρέξουν τα υγρά. Επίσης άνοιγαν τις πληγές και έβαζαν στουμπισμένα φύλλα αγράμπελης να καθαρίσουν τα υγρά.
-Πλήγωμα από καρφί πετάλου έφερνε πρήξιμο. Αφού έβγαζαν το καρφί, έβαζαν κατάπλασμα από ψιλοκομμένη ξερή αρμαθιά (φύλλα) σκόρδου, πίτουρων, νερού και σιτάλευρου. Τις πληγές από τις τριχιές αλετριών και σαμαριών έπλεναν με ζουμί πουρναρόρριζας και άλειφαν με μίγμα από ασπράδι αυγών, σαπούνι τριμμένο, ζάχαρη, ούζο, λάδι. Μετά το σκέπαζαν με χαρτί και το άλειφαν με βρεγμένο από πετρέλαιο πανί. Επίσης στις πληγές έβαζαν και μουχλιασμένο ψωμί.
-Παρμάρα: Κούτσαιναν, τυφλώνονταν και κόβονταν το γάλα τους. Έπιαναν μια νεροχέλωνα, την έψηναν, την στούμπαγαν, την έκαναν σκόνη και πότιζαν τα ζώα με νερό και τη σκόνη ανακατωμένη. Τα πότιζαν με ασβεστόνερο. Στα πρόβατα έδιναν ζουμί άσπρης σκάρφης, που το έριχναν με φυσίγγι γκρά κάθε πρωί στο στόμα του ζώου.
-Σταμάτημα Ούρων: ερέθιζαν το ζώο με κόκκινο πιπέρι και το πότιζαν με ζουμί σπόρων κατρουλιάς.
-Σε χτυπημένο στην κοιλιά ζώο έδιναν σκορπίδι (βρωμοχόρτι), που το εύρισκαν πλάι στους βράχους, να σκορπίσει ο πόνος του.
-Σπάσιμο ποδιού: Για το σπάσιμο ποδιών οι χωριανοί τύλιγαν σε ξύλινο νάρθηκα το σπασμένο τμήμα και περίμεναν να «πιάσει». Πολλές φορές που γελάδια έσπαγαν το πόδι τους στο βουνό (είτε όταν πιάνονταν σε τρύπες που υπήρχαν πάνω σε πέτρες, είτε όταν από άλλη αιτία το έσπαγαν), ήταν ανάγκη το ζώο να μεταφερθεί στο μαντρί, κάτω στο χωριό για περισσότερη περίθαλψη. Όπως περί το 1960, όταν γελάδα του Σπυρογληγόρη έσπασε το πόδι της στην «Καζάνα». Τότε δεκαπέντε περίπου άντρες ανέβηκαν στο βουνό κουβαλώντας δυό μεγάλους κορμούς κυπαρισσένιους. Έκαναν τα κυπαρίσσια φορείο με σχοινιά και πλεξίδες, έβαλαν πάνω τη γελάδα και την κατέβασαν στο χωριό στην πλάτη τους. Για την ιστορία η γελάδα ύστερα από λίγες μέρες ψόφησε.
-Φούσκωμα: Το βόδι τρύπαγαν στην κοιλιά κοντά στο πίσω πόδι του. Τα πρόβατα με μπάνιο σε κρύο νερό και τα πότιζαν με ξύδι ή γάλα. Ο τυμπανισμός προκαλούνταν όταν έτρωγαν βίλιουρα, χλωρό τριφύλλι, πικρόχορτο. Τότε έλεγαν «τα έπιασε».
-Στρόφλος ή κολικός αλόγων: Περιέφεραν γύρω από την κοιλιά του αλόγου μια ποδιά από πρωτότοκη ή σαββατογεννημένη ή τριτοβαφτισμένη γυναίκα και έλεγαν:
«παίρνω στριφτοκάλαμο και κάνω στριφτοκάνιστρο
όσο στριφτόνερο κρατεί η στριφτοκρανίστρα,
τόσους στρόφλους να μείν’ στ’ άλογο».
Κατόπιν έριχναν την ποδιά μπροστά στο κοτέτσι, που την σκαπέταγαν οι κότες και έπαιρναν το κακό.
-Ξεμάτιασμα ζώου: Πολλές φορές βασκάνονταν τα ζώα, ιδιαίτερα από αμίλητο σμιχτοφρύδη, που θεωρούνταν κακός και φθονερός. Τότε ο τσοπάνος έσερνε στα γεννητικά του όργανα το χέρι του και μούντζωνε τον κακό. Έπαιρνε χώμα από τα πατήματά του και τόριχνε στο κορύτι απ’ όπου έπιναν τα ζώα. Στα ματιασμένα άλογα έβαζαν δόντια αγριογούρουνου και τομάρι ασβού. Πίστευαν ότι με τα κουδούνια, τα κυπριά, τα βραγκαλίδια, τα φυλαχτά και τα γαϊτάνια έφευγε το βάσκαμα.
-Ο λαγός εύρισκε μόνος του το χόρτο για τη βδέλλα..
-Η πέρδικα έβρισκε τη ρίγανη για την πληγή της.
-Η φιδιασμένη γάτα το σκουπόσπορο.
-Όταν το ζώο γύριζε άρρωστο στο μαντρί, τότε δεν το φοβούνταν. Έπαιρναν αίμα από το αυτί του, πάνω από το φρύδι του ματιού και από την ουρά.
-Βροντότριχα στο πνευμόνι του ζώου: Μούσκευαν στουμπισμένο κεδρόσπορο σε ξύδι και το κρατούσαν στη μύτη του ζώου να εισπνεύσει. Έβηχαν, φταρνίζονταν και έβγαιναν οι βροντότριχες.
-Κολλαμάρα: Το σκυλί αδυνάτιζε. Έσχιζαν μια θήκη κάτω από τη γλώσσα του και έβγαζαν το σκουλήκι.
- Στο νερό που έπιναν οι κότες έβαζαν κλαριά από ιτιά και φράξο. Αυτά λειτουργούσαν σαν αντιβίωση. Ακόμη έβαζαν μια σκόνη που την έπαιρναν από το φαρμακείο του Μιχαλάκη και την έλεγαν Κόκκινο.
-Μύξα: Κατούραγαν τα ζώα στη μύτη.
-Μπούζα: Τα πρησμένα χείλη του ζώου άλειφαν με κατακάθι λαδιού.
-Μόριασμα: Εξωτερικά καρκινώματα και όγκοι ζώων. Τα έκοβαν με πυρωμένο μαχαίρι και έδεναν την πληγή με πανί βουτηγμένο σε καμένο λάδι.
-Έντομα: Έβρεχαν το δέρμα των ζώων με ζουμί από φύλλα καρυδιάς, να φύγουν οι μύγες, τα τσιμπούρια και οι ψείρες. Τα άλειφαν με κρεολίνη. Στους στάβλους έστρωναν κλωνάρια ευκαλύπτου, ζεματισμένα με νερό, να φύγουν οι ψύλλοι. Στάχτωναν το κοτέτσι και τις κότες, ασβέστωναν και έκαιγαν με αναμμένα άχυρα να φύγουν οι κοτόψειρες. Ακόμη έστρωναν βλαστάρια αγζιάς κάτω από τα άχυρα της φωλιάς, να μη κοτοψειριάσει. Για τα τσιμπούρια έκαναν και επαλείψεις με λάδι.
-Διφθερίτιδα πουλερικών: Τα πότιζαν με ζαχαρόνερο και σταγόνες λεμονιού. Έβαζαν χλωρές φλούδες φράξου στο νερό που έπιναν.
-Κλαπάτσα: Ήταν η αρρώστια διστομίαση (ηπατίτιδα ζώων) και προξενούνταν από τις βδέλλες.
Φούσκωμα: Το απόγευμα, συνήθως, τα πρόβατα τα πήγαιναν στον κάμπο, στα τριφύλλια. Ήθελε μεγάλη προσοχή, γιατί η φύτρα του τριφυλλιού τα «έπιανε». Φούσκωνε η κοιλιά τους και έσκαγαν. Τότε τα κυνηγούσαν μέχρι να κατουρήσουν ή τα πετούσαν σε βύραγγα με νερό. Ακόμη τους έριχναν γάλα στο στόμα να ξεράσουν.
Όλα τα γιατροσόφια χωρίς φάρμακα, χωρίς αντιβιοτικά. Φάρμακα που τα χορηγούσε η ίδια η φύση, φάρμακα αποτελεσματικά χωρίς καμιά παρενέργεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου