Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Το καλοκαίρι οι μανάδες μας κυνηγάγανε για να κάνουμε μπάνιο γιατί ίδρως που βγάζουμε μυρίζει σαν καμιά παλιοπροβατίνα. Εμείς που να καθίσουμε στο σκαφίδι να πλύνουμε λίγο το κεφάλι και λίγο τα ποδάρια, μπάνιο σε όλο το σώμα είχαμε να κάνουμε απο τα βαφτίσια. Αλλά η λύση βρέθηκε κατεβαίναμε στο ποτάμι εκεί ξεμπλετσονώμαστε και κάναμαν μπάνιο ήμασταν δεν ήμασταν έντεκα χρονών. Εκεί ερχόνταν και μεγαλύτερα παιδιά, αυτά είχαν μεγαλύτερα αχαμνά και τριχωτά.
Μια μέρα άκουσα πίσω από κάτι πατλιές κάτι τσούπρες που γελάγανε και έλεγε η μία στην άλλη "το είδες μωρή τέτοιο πράμα και το αφήνουμε να πάει χαμένο." Τσώπα μωρή μη μας μας ακούσει κανένας και γίνουμε σουργούν λέει η άλλη. Εγώ είπα στα παιδιά να μην ξαναπάμε για μπάνιο παρά όταν μεγαλώσουμε και μαλιάσουμε να μην μας περγελάνε τα κορίτσια . Εγώ πάντως πήγαινα καμιά φορά για ψάρεμα, έπαιρνα το τσόκι του Πάππου που ήταν μάστορας και πήγαινα και βάραγα της πλακανίδες, έσπαγε το τύμπανο από τα ψάρια και μάζευα για το τηγάνι .Ο πάππους φώναζε Γάκο μη στο ποτάμ γιατί καμιά μέρα θα πλείν ο διάολος τ βρακοζώνα τ. Η αλήθεια είναι ότι είχε φάει πολλούς ο Αραχθος.
Πάντως η λύση βρέθηκε θα πάμε στην λούτσα του μπάρμπα Τζιώρα. 'Ετσι και έγινε πάμε ξεμπλετσενώμαστε και πέφτουμε στο μπούζι νερό. Κοιτάμε νάσου ο Τζιώρας με μια κλαρούδα στα χέρια, ωρέ μας πιάνει στην αρέντα μέσα στον λόγγο και φτάνουμε στην Νουνά μου την Καραποστόλαινα. Ώρε όταν μας βλέπει βάζει κάτι γέλια και λέει τι πάθαμαν μωρ αδερφουλες μου απο μικρές τον λυγουρευώμασταν στα είκοσι τον δοκιμάσαμε μέχρι τα πενήντα δεν τον χορταίναμε και τώρα στα γεράματα τον βλέπουμε να φυτρών στο λόγγο ούι γέμσε ου λόγγους τσόκους. Καθώς περπατάγαμε μέσα στον λόγγο μας φάγανε τα αγκάθια και τα πουρναρότσουφλα νάσου αυτό το θηρίο ο Μαυρομίχος με το ασκί στην πλάτη. Μόλις μας βλέπει λύνεται στα γέλια. Μου λέει εσύ Γιωργάκ κατάλαβα είσαι ξεμπλέτσωτος γιατί φαίνεται δεν σου άρεσε το όνομα και ήρθες στην νουνά σου να σε ξανα βαφτίσει. Τι λές ωρέ μπάρμπα τώρα γιά πήγαμαν να κάνουμε μπάνιο στη λούτσα του μπάρμπα Τζιώρα και μας πήρε στη αρέντα και δεν μας δίνει τα ρούχα και τα παπούτσια. Καλά σας έκανε παλιοντατσκανάρια χύνατε το νερό και αυτός πώς θα πότιζε τα γκαστραβέτσια του και τις φασολιές του. Τι λές ρε μπάρμπα τώρα και καλά πες τώρα είναι καλοκαίρι και αυτό δεν γίνεται το χειμώνα τι θα κάνουμε.
Ο Μαυρομίχος που δεν του έκοβε και πολύ λέει λές να κοσσιέβουν ξεβράκοτα και να χάσω εγώ την πίτα? Έλα ρε μπάρμπα και δεν θα σε αφήσουμε έτσι. Εγώ θέλω μια κολοκυθόπιτα απ την μάνα του Θανάσ Πλατσούκα (Πλατσούκα τον λέγαμε γιατί ήτανε χοντρός). Έγινε μπάρμπα του λέμε. Καλά μας λέει πηγαίντε να κάτσεται εκεί στα αλώνι που έχει προσήλιο μην κρυώσεται και κοιτάξτε μην περάσει κάνα ζλάπι και φάει τις μαλαπέρδες σας. Κάποια ούντα βλέπουμε αυτό το θηρίο να κουβαλάει ό ολα τα ρούχα και να μας τα φέρνει. Και μας λέει ακούστε εδώ ρε γιουρτοπιάσματα είναι πρώτη και τελευταία φορά αλλ βολά άμα το ξανακάνετε θα γκιζεράτε χειμώνα καλοκαίρι.
ξεμπλέτσωτα =γυμνά, ξέντυμένα
πατλιές= θάμνοι
σουργούν =ρεζίλι
τσόκι= σφυρί
αρέντα = τρέξίμο
τσόκος=ανδρικό μόριο
ντατσκανάρια= αλάνια
γκαστραβέτσια = αγκούρια
ούντα =στιγμή
γουρτπιάζματα= σύλληψη σε γιορτή
γκιζεράτε =περπατάτε
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου