Βρισκόμαστε γύρα 1964 τα περισσότερα παιδιά από το χωριό φύγαμαν απο τον άγονο τόπο μας για μια καλύτερη ζωή, δεν ξέρω ίσως και κάτι απομεινάρια του εμφυλίου να μας κυνηγάγανε και μετά, ακόμα ακόμα να μην έχουμε μπάρμπα στο κουβέρνο.
Εγώ μαζί με άλλα παιδιά τραβήξαμαν για την Πρωτεύουσα, ξεκινήσαμε όλοι με δουλειές του ποδαριο, άλλοι σε φούρνους άλλοι κουλουράδες, εγώ πούλαγα καραμέλες στον τότε Βασιλικό κήπο με ένα απολυτήριο άριστα δέκα δεν είχα τη δυνατότητα να μάθω πέντες κλείτσες γράμματα, μέναμε σε κάτι κακόφημες γειτονιές και απορώ παιδάκια εμείς πως δεν παραστρατήσαμε. Θυμάμαι μέναμε εκεί στο Μεταξουργείο σε ένα κοινόβιο και πιο πέρα υπήρχε ένα μαγειριό πάντα το γεύμα ήταν ολίγη φασουλαδα, ολίγον πιλάφι με μπόλικο ψωμί. Μόνο τις κυριακές τρώγαμε μερίδα ολόκληρη. Κάθε κυριακή εκεί στο Δημαρχείο να δούμε την παράσταση του Σαμψών αυτού του κοντού γίγαντα μετά από έναν φλογερό και πατριωτικό λόγο μας έδειχνε τα κατορθώματά του.
Σιγά σιγά όλοι πήραμε το δρόμο μας. Βέβαια οι γκάγκαροι οι ντόπιοι ποτέ δεν μας χώνεψαν βλάχους μας ανεβάζανε βλάχους μας κατεβάζαν, εγώ πάντως μέχρι που έμαθα την τέχνη και έγινα μαγαζάτορας είχα ξεχάσει το όνομά μου. Όλοι σχεδόν προκόψαμε γιατί είναι φυσικό όποιος στερείται το ψωμί αυτός ψάχνει να το βρεί. Έλα όμως που ο τροχός έχει γυρίσματα και ερχόταν παλιοί συνάδελφοι να τους δώσω δουλειά εγώ πάντως ένιωθα πολύ περήφανος και κάπου να λέω και του στραβού το δίκιο λάθος μου ,κάπου τους πικάριζα χρόνος περνάει φτάνουμε στο 1973. Περνάω μια μέρα απο τον ξάδερφο τον Λάκη στο φούρνο που δούλευε. αυτός ήταν μεγαλύτερος τα είπαμε λιγάκι και κάποια στιγμή μου το αμολάει:
-"Άκου ρε ξάδερφε έχω ένα πρόβλημα".
-"Ότι θες ξάδελφε μόνο λεφτά μην μου ζητήσεις γιατί τώρα έχω απολυθεί".
- "Όχι ρε Γάκο άκου να σου πω εγώ αγαπάω μια κοπέλα αλλα ανήκει ο πατέρας της στην άλλη παράταξη και καταλαβαίνεις άμα το μάθει ο μπάρμπα Σιώζιος δεν με ξεπλένει ούτε η Γκούρα".-"Ε και τι θές από εμένα?"
-" Άκου Γάκου ξέρω εσένα σου έχει μια συμπάθεια, ε και ξέρεις πέντε κλείτσες γράμματα. Τι γράμματα τέλος πάντων μια τεχνική σχολή και αυτή δεν την έβγαλα καλά καλά. Εντάξει έγινε ξάδερφε αλλά μην ξεχνάς έχει και αυτός τα δίκια του και ας μήν τα ανακατεύουμε τώρα.
Του Άι Ντριός ο μπάρμπας στην Αθήνα είχε κανονίσει με τα καζάνια να βγάλει τελευταίος τα τσίπρα, το ημερολόγιο έγραφε δεκαεπτά του Νοέμβρη η Αθήνα στο πόδι τα παιδιά να φωνάζουν στο Πολυτεχνείο μια ανακατωσούρα ένα κακό με το ζόρι φτάνω στο σπίτι του Λάκη κάπου εκεί πίσω στα Εξάρχεια στο σπίτι του ξάδερφου ήταν πέντε έξι άτομα μαζί και ο μπάρμπας. Αφού είπαμαν τα τυπικά τον λόγο πήρα εγώ
-"Δεν μου λές ωρέ μπάρμπα πώς τα βλέπεις τα πράγματα απόψε μπορεί να σκοτωθούν και παιδιά μέσα στο σχολειό. Βλέπω το πρόσωπο του μπάρμπα έτοιμο να πάρει φωτιά.
-"Τι λές ωρέ ανψιέ να τσ πάρ ου διάλους αυτά είναι παιδιά θκά μας!
Ώπα σε καλό δρόμο βρισκόμαστε και δεν μου λές ρε μπάρμπα αυτοί είναι αριστεροί? Ωρέ τι αριστεροί και κουραφέξαλα λές ανψιέ μη μαζευτούμε κάνα πεντακοσαριά άτομα και σου πώ εγώ μετά όπως κάναμαν τσ Γερμανούς στην Μπαλτούμα.
Μπράβο μια χαρά τα λές μπάρμπα και δεν μου λες σου είπε ο Λάκης για μια κοπέλα που αγάπησε, είναι από το Καρπενήσι και κάτι ακόμη μου φαίνεται ότι ο πατέρας είναι αριστερός.
Ε καλά παιδάκι μου αρκεί νάνε καλοί ανθρώπ. Ώρε μετάλλαξη ο μπάρμπας τι έγινε Άξε ανψέ εμένα ξέρς ποιός με γλίτωσε από τσ λύκους που πήγαν να με φάν ο ις και μόνος [είναι ένας αριστερός στο μαχαλά μοναδικός που ακόμη και η γυναίκα του δεν ψήφιζε προς τα εκεί και έλεγε είμαι εις και μόνος] μεγάλο μάθημα για τον μπαρμπα Σιώζο που άμα να του έλεγες για αριστερό έβγαζε σπυράκια ά ρε μπάρμπα Βασίλη μπορεί μαναχός στο μαχαλά αλλά το θάμα σου το έκανες.
Ε λέει ο Λάκης αφού είναι έτσι να φωνάξουμε και τον πατέρα της Ελένης που τυχαίνει να είναι εδώ και να δώσουμε λόγο έτσι και έγινε. Το Σάββατο το βράδυ αντάμωσαν οι συμπεθέροι, να βλέπατε πως αγκαλιαστήκανε λές και γνωρίζονταν χρόνια αφού είπαν τα τυπικά για μιά στιγμή ακούγεται ο πατέρας της νύφης.
"Συμπέθερε έχω έρθει στα χωριά σας!"
"Μπα λέει ο μπάρμπα Σιώζος απο που και ως που?"
"Ήρθα μέχρι το γεφύρ της Πλάκας στην Συμφιλίωση!
Ωρέ πως δεν σε θυμάμε και εγώ εκεί ήμαν αλήθεια θυμάσε τι ειπαν οι δύο αρχηγοί?
Πώς δεν θυμάμαι λέει ο συμπέθερος [ ότι κάναμε και οτι είπαμε νερό και αλάτι] Ναι γιά σου ντέ συμπέθερε με το ποτήρι γιομάτο να μας ζήσουν τα παιδιά μας. Ναι ωρέ νερό και αλάτι
[Αυτό το μικρό κομμάτι ιστορίας που δεν απέχει
πολύ απο την πραγματικότητα είναι αφιερωμένο σε αυτούς τους ανώνυμους που
πάσχησαν για την εθνική συμφιλίωση ]
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου