Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης
Σάς γράφω μια ιστορία, ίσως είναι και στην πραγματικότητα στα χρόνια
της χούντας. Ο Θύμιος ένα παιδί από το χωριό αφού τελείωσε το
σχολείο δεν ήθελε και άλλα γράμματα Έτσι ο πατέρας του του
ανέθεσε να βοσκάει κάτι γελάδια, βαρετή δουλειά κάθε μέρα τα ίδια και τα
ίδια.
Σκέφτηκε: όλα τα παιδιά της ηλικίας μου φύγαν από το χωριό, εγώ
τι κάνω εδώ που θα βρω γυναίκα να παντρευτώ [μιας και ήρθαν
τα πρώτα ντουζένια του]. Θα πάω στην Αθήνα σκέφτεται, τόσοι και τόσοι κάναν
προκοπή. Να τώρα περνάει ο Κώστας με το
αεροπλάνο [ο Κώστας δούλευε στην Ολυμπιακή ].
Δεν το
σκέφτηκε και πολύ και μια μέρα εκεί στο ξέκομμα βλέπει τον Νίκο Μπέζο με
τα σέα του καβάλα στον Ντορή να τραβάει προς το Ντρίσκο.
-Ω
Νίκο τραβάς κατά την Αθήνα;
-Ναι του λέει Νίκος αλλά
θα κάτσω δυο μέρες στους Κλαζιάδες στην θειά μου και ύστερα
θα φύγω.
-Ω Νίκο με παίρνεις και μένα;
Έλα του λέει ο Νίκος σα μα
γκότσια θα σε πάρω.
Την Τρίτη το πρωί στο καφενείο στους κλαζιάδες και ο
Θύμιος με τα πολλά βρέθηκε στην Αθήνα. Κοιμόταν όπως όλοι μας σε ένα κοινόβιο
με μια τουαλέτα τουρκική χωρίς λεκάνη. Όποτε με έβρισκε μου
έλεγε: "Γούλα πότε θα πάμε σε σπίτι που θα έχει λεκάνη πιαστήκαν τα ποδάρια μου".
Ήρθε η ώρα ο Θύμιος πήγε φαντάρος απολύθηκε, αφού ξέχασα
να σας πω ότι έπιασε δουλειά σε ένα καφενείο σε ένα ξάδερφό του, τα βρήκαν με
μια μοδίστρα από την Καλαμάτα, δεν άργησε να αναπτυχθεί το
ειδύλλιο μεταξύ τους.
Μια μέρα που συναντιόμαστε μου λέει,
-Γούλα παντρεύουμε.
-Γιατί ρε χαμένε να εξασφαλίσεις το κεχρί; [Η αλήθεια είναι δεν είχε
επιτυχίες με τις γυναίκες γιατί ο φουκαράς είχε παραμείνει στο
χωριό με αυτή την τοπολαλιά, γινόταν περίγελος τον κοριτσιών
με το [Ω τσούπρα κάτσε να σπού, δεν
σταύρωνε ούτε λιάρα γάτα ].
-Μπορεί να είναι και
αυτό, ξέρεις τι είναι να δίνεις μισό βδομαδιάτικο στα κορίτσια στην οδό Φυλής; Μετά
είναι και τούτο να βρω ένα σπίτι με λεκάνη να
ξαποστάσουν τα ποδαράκια μου. Έτσι αποφάσισαν τις δέκα εννιά του
Νοέμβρη να γίνει ο γάμος. Κάνει ένα τρικούβερτο γλέντι αφού ο μπάρπα
Ρήγας από το χωριό κουβάλησε του Θεού τα καλά, τι τσίπρα, τι
κάστανα, τι κοκόσιες και ένα ζυγούρι. Την άλλη μέρα καθώς την Παρασκευή είχαμε τα
γεγονότα του Πολυτεχνείου, ακούει από το ράδιο "αποφασίζομεν και διατάσσομεν". "Απαγορεύεται η κυκλοφορία και διατάσσομεν, απαγορεύονται αι συγκεντρώσεις των τριών ατόμων και άνω" στρατηγός
Ζαγοριανάκος και τα σκυλιά δεμένα
Τώρα τι να κάνω ρε Γούλα, πάω βρίσκω τον παππά και μου λέει, τι να κάνω παιδάκι μου την κατάρα
μου να έχουν σκοτώνουν τα παιδιά του κοσμάκη απαγορεύουν τις
συγκεντρώσεις, πήγαινε στην αστυνομία και ρώτα. Πάω στο τμήμα του
Μπραχαμίου, ρωτάω μου λένε μόνο στην ΓΑΔΑ. Πήρα και εγώ τον ανήφορο να πάω στην
ΓΑΔΑ.
Εκεί στου Μακρυγιάννη με σταματάει ένας μεγάλος, πλάκα τα
γαλόνια. Που πας εσύ ρε [ωρέ κοίτα πως μου μιλάει έτσι λες
και με γνωρίζει χρόνια, άστον να πάει στην ευχή εγώ το χαρτί να
πάρω ]. Πάω να πάρω το χαρτί να παντρευτώ. Από εκεί από
εκεί και καρτέρα μου πήρε και είδε την ταυτότητα.
-Καλά δεν
ρωτάς και κανένα παντρεμένο άντε φεύγα πήγαινε μου λέει
Εγώ
που να πάω παντού πέφτανε ντουφεκιές, άσε Θύμιο λέω, θυμάμαι ο μπάρπα Νάσιος που έλεγε: "Άμα πήγαινε κανένας στην πόλη στο νοσοκομείο και ήταν έτοιμος να φύγει έλεγε άντε καημένε
Σιώζο γαμπρό θα σε φέρουν". Άσε μην μας έρθει καμιά
αδέσποτη, γυρνάω σπίτι τους λέω τα καθέκαστα.
Ήρθαν τα πάνω κάτω, ευτυχώς την Κυρακή με πήρε ο παππάς και μου λέει, έγινε άρση των μέτρων ελάτε σε μία ώρα γιατί περιμένουν και άλλοι. Πράγματι έτσι έγινε όλα καλά και ωραία θα γένει το γλέντι στην
ταβέρνα και μετά θα πάρω την Αννούλα και θα φύγουμε, ώρε μανούλαμ τι
έχει να γέν.
Αμ δε μόλις γυρίσαμε στο σπίτι χτυπάει η πόρτα και
μπαίνουν κάτι μαντραχαλαίοι. Ξαδέρφη λένε στη Αννούλα ήρθαμε
για το Πολυτεχνείο και θα καθίσουμε μέχρι την Κυριακή που παίζει η
ομάδας μας η Καλαμάτα. Ρε Θυμιο την πάτησες καλά με την Αννούλα
και άμα πλακώσει καμιά αστυνομία τι κάνω λοιπόν!!!!
Τέλος
πάντων την άλλη μέρα πήγα για δουλειά, με βλέπει
το αφεντικό.
-Καλά ρε δεν πήγες γαμήλιο ταξίδι
-Που να πάω αφού
έχω τον Βελουχιώτη σπίτι μου, έχω
κατάληψη, ούτε την Αννούλα δεν ακούμπησα και ούτε γαμήλιο ταξίδι πήγα.
-Ε
πήγαινε τώρα Θύμιο
-Τι να κάνω τώρα ρε Γούλα αφού την
Άννα την φωνάζω [αδερφή μου, αδερφή μου Άννα]
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου