Γράφει
ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Φύγετε
να φύγουμε κι έφτασε ο Τουρλόπαπας με
την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα
του».
Τα
Θεοφάνεια είναι η τελευταία γιορτή του
Δωδεκαήμερου και οι καλικάντζαροι «από
δω παν’ οι άλλ’». Φουρλάτισαν όλες
αυτές τις μέρες και τις νύχτες, έδωσαν
πήραν, έκαναν και τι δεν έκαναν και τώρα…
άιντε στο καλό. Τι μένει; «ουχ,
καλμέρα σ’. Εφ’γαν αυτοί; Έχουμε εδώ
άλλους καλικάντζαρους. Τίγκα ο τόπος.
Όλους τους κέδρους του Τζουμέρκου να
κάψεις δεν φεύγουν αυτοί. Δεν φοβούνται
το πρατσάνισμα», έλεγε
και ξανάλεγε η γιαγιά με μεγάλη, αλήθεια,
αγανάκτηση. Και συνέχιζε.
«Δεν τους πιάν’ τίποτις. Θέλ’ να ρίξεις
όλο το αλάτ’ απ’ το Μεσολόγγι». Οι
καλικάντζαροι, όπως είναι γνωστό, μένουν
στα έγκατα της γης και πριονίζουν το
δέντρο της ζωής. Βγαίνουν παραμονές
Χριστουγέννων και «καταβρωμίζουν» τα
πάντα, αποθήκες, μύλους, χαλάσματα,
σπίτια, κασέλες… κάνοντας «αφύσ’κα
πράματα». Παραμένουν μέχρι τις των
Θεοφανείων. Τότε γυρνάν πίσω στο κατ’κιό
τους.
Παλιότερα,
προπολεμικά και λίγα χρόνια μετά την
απελευθέρωση, το τελετουργικό των
Θεοφανείων άρχιζε την παραμονή. Στα
μισά της δεκαετίας του 50 άλλαξαν και
όλα γίνονται την ημέρα των Θεοφανείων.
Ο παπάς του χωριού την παραμονή των
Θεοφανείων, μαζί με το βοηθό του, ένα
παιδί ψωμωμένο και εμπιστοσύνης
«επισκέπτονταν» όλα τα σπίτια και έκαναν
Αγιασμό. Μόνο έτσι θα έφευγαν οι
καλικάντζαροι. Το παιδί έβαζε μέσα σε
σακουλίτσες, τραχανά, πατάτες, φασόλια
και άλλα. Αυτά ήταν τα δώρα που έδιναν
στον παπά. Δραχμές δεν υπήρχαν. Αργότερα
έγινε αυτό, ο εκχρηματισμός δηλαδή του
Αγιασμού των Φώτων. Παράλληλα και τα
παιδιά έβγαιναν το πρωί και τραγουδούσαν
τα κάλαντα. «Σήμερα τα Φώτα και ο Φωτισμός
και χαρές μεγάλες ο Κύριος…» Στην ουσία
γινόταν ανταγωνισμός με τον παπά και
για το λόγο αυτό τα Κάλαντα των Φώτων
θεωρούνταν από τη νεολαία μη προσοδοφόρα.
Γι’ αυτό πήγαιναν μόνο σε συγκεκριμένα
σπίτια, «σε στοχευμένους στόχους». Και
αν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά
είχαν πάει καλά, τότε «απαξίωναν» τα
κάλαντα των Φώτων.
Την
παραμονή των Φώτων εντολή της γιαγιάς
βάζαμε «λίγο θ’μιάμα στη φωτιά, για να
φύγουν τα καρκατζέλια». «Δε
έχουμε θ’μιάμα; Βάλτε κλωνάρια από
κέδρο, ρίξτε αλάτ’, κάψτε παλιόρουτα ή
παλιόπαπτσα. Έτσι θα φύγουν. Μυρίζουν,
τους έρχεται αλατζούτζουρας και
σκαπετάν’». Κι
όλη τη νύχτα «βόγκαγαν οι μπουχαρήδες»
από τη φωτιά κι άκουγες σ’ όλα τα σπίτια
να «πρατσανίζει» ο κέδρος. Και σαν
ξημέρωνε υποχρεωτικά όλα τα μέλη της
οικογένειας στην εκκλησία. Ο μικρότερος
της οικογενείας μάλιστα έπαιρνε από το
εικονοστάσι μια εικόνα. Είχε σκοπό. Όταν
ο παπάς έριχνε το Σταυρό στο νερό
ψάλλοντας ταυτόχρονα «Εν Ιορδάνη
βαπτιζομένου Σου Κύριε…» άρπαζαν την
εικόνα κι έτρεχαν στο ποτάμι, χειμώνας
ήταν είχαν νερό και τα τοπικά ποτάμια
και βουτούσαν στο νερό τις εικόνες.
Τρεις φορές. Μετά γυρνούσαν στην εκκλησία
και άφηναν τις εικόνες στην Ωραία Πύλη.
Τέλειωνε η Λειτουργία κατευθείαν στο
σπίτι φωνάζοντας στο δρόμο «Κύριε
Ελέησον, Κύριε ελέησον». Την τοποθετούσαν
στο εικόνισμα μαζί με το μπουκάλι με
το αγιασμένο νερό. Το νερό αυτό ήταν για
πάσα χρήση. Πονόδοντο, κοιλόπονο, για
την ατεκνία, για την αφορία και την
ευκαρπία κάθε ζεύγους. Για την περίπτωσή
μου που σύμφωνα με τη γνωμάτευση πολλών
«ειδικών» πως «ήμουν λαγκιολσμένος»
χρησιμοποιήθηκαν μέχρι να αποσχολίσω
κυβικά ολόκληρα. Δεν έπιασε τίποτε. Μου
το είπε ο παπά Σπύρος. «Θελ’ς διάβασμα
από Πατριάρχη και πάνω».
«Το παραστράτισμα του εμπόρου,
ο πολιτευόμενος∙
που την έχει την
πολιτική επάγγελμά του»
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου