Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
(Αφιερωμένο
στις εξαιρετικές γειτόνισσές μου, στον
μοναδικό Θανάση και στην τυχερή νύφη
μας, την Συρρακιώτισσα).
Το
έχω πει και το έχω γράψει. «Ο, τι είναι
όμορφο σ' αυτόν τον κόσμο είναι είτε
ερωτικό είτε ασύμβατο ή παχυντικό. Τα
έχω όλα. Είμαι ευτυχισμένος!» Ειδικά
αυτό το τελευταίο «το παχυντικό» στην
ηλικία μας χρειάζεται οπωσδήποτε προσοχή
και καπίστρ’ στο φαΐ καταπώς θα έλεγαν
εκείνες οι γιαγιούλες στο Τζουμέρκο.
Αλλά το θέμα μας είναι άλλο. Εκφεύγει
της ατομικής συμπεριφοράς και παίρνει
τη μορφή καθολικής τοιαύτης. Και αυτό
είναι το ευχάριστο. Πολύ ευχάριστο.
Να
τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. «Τι
σπίτ’ φκιάξαταν εσείς, δεν το ξέρω.
Άλλος κατά την Δύσ’ κι άλλος κατά την
Ανατολή διαβήκαταν κατακαλόκαιρα. Σπίτ’
χάρβαλο κάναταν τρομάρα σας. Ευτυχώς
που τα παιδιά είναι μεγάλα κι αλλιώς θα
τάχατε κόψ’ κομμάτια. Φυλλιρίδια. Άλλος
θα τα τράβαγε από εδώ κι άλλος απ’ ικεί».
Αυτά θα μου έλεγε η γιαγιά μου φέτος το
καλοκαίρ’. Και θα συνέχιζε. «Αχ, γ’ναίκες
είν’ αυτές που, όπου φ’σύσ’ ο άνεμος,
τραβάν’ κατά κεί. Οι γ’ναίκες πηγαίνουν
πίσω απ’ τον άντρα τ’ς και δεν κόβουν
κάτ’ -“άειστε γειά σας”- στα παλιονήσια
μακριά απ’ τον άντρα τ’ς». Και δεν θα
είχε σταματημό. «Και σύ μωρέ μούκακα
πού τ’ν άφ’σες και πήγε μοναχή τ’ς;
Αχ, δεν έχετε σπίτ’ εσείς. Πρεντόρ το
κάνατε. Σάνταλα μάνταλα. Θα σας βαρέσουν
τενεκέδια και θα ακούγεται σ’ όλο το
Τζουμέρκο».
Για
πολλούς λόγους και περισσότερο
εφαρμόζοντας τις σύγχρονες αντιλήψεις
φέτος διακοπές εγώ στα Τζουμέρκα -αυτός
είναι απαράβατος κανόνας- η γυναίκα μου
σ’ ένα «παλιονήσ’ που πήγι, εκεί που
ξεμπλετσώνονται ούλες και τα βγάζουν
στο σιάδ’». Κι έτσι ένα μήνα στην πατρίδα!
Μόνος, ελεύθερος και πολλαπλώς
ασιουμπέιαστος… Στα άπιαστα γκρεμοτόπια,
στα Τζουμέρκα, κοντά στις αετοφωλιές,
όπου μπλατσιάρισα για τα καλά στον
Άραχθο κι αποκαρωμένος κάτ’ απ’ τα
πλατάνια, έκοψα κάτι ύπνους «άλλο πράμα».
Τι να πω. Θα το μαρτυρήσω. Ξελεμπικάρ’σε
το πνεμόνι μου απ’ το καθαρό φσούν’.
Αχ, θαραπαύτηκα. Κι ούτε μου έλειψε
κατιτίς, αφού δεν χρειάστηκα τίποτε.
Όλα τα είχα. Αγάπη, ζεστασιά και πατρίδα.
Και τα παραείχα. Όσα ήθελα αλλά και
παραπάνω.
Και
εξηγούμαι. Στα Τζουμέρκα τις τελευταίες
δεκαετίες έχει επικρατήσει μια συνήθεια
που ορίζει πως οι μεγάλες ψυχαγωγικές
πράξεις πρέπει να γίνονται αργά, αργάμιση.
Να τελειώνει η μέρα και με το έμπα της
να γίνονται αυτά τα πράγματα. Μεσάνυχτα
και κάτι.Η ώρα μονός αριθμός. Μέχρι τις
δέκα το πρωί. Μετά έχει ύπνο. «Αχ, μωρέ
σαϊτάν’δες κάνετε τη μέρα νύχτα. Πού
σαλαμαντριάζεστε όλ’ τη νύχτα και
μούρχεστε μεσ’μέρ’; Μόλις φάτι θα
βραδιάσ’. Τι, ζωή είναι αυτή που κάνετε;»
Κάπως έτσι λειτούργησα και εγώ την πρώτη
μέρα. Μέχρι το απόγευμα κοιμόμουν. Μόλις
ξύπνησα επτά το απόγευμα πήγα κατευθείαν
στην πλατεία για καφέ. Το μάτι δεν άνοιγε.
Εκεί δέχτηκα την πρώτη επίσκεψη μία
γειτόνισσα. «Πού είσαι; Δεν σε είδαμε
καθόλου. Τι έφαγες; Νηστ’κός είσαι από
ψες;»
Μετά
ήρθε ο Θανάσης ο φίλος μου και μου
ανακοίνωσε πως στον κήπο του σπιτιού
είχε φυτέψει λαχανικά για να έχω τώρα
το καλοκαίρι. Δεν το πίστευα. Τον
ευχαρίστησα ασφαλώς και του ζήτησα να
πηγαίνει ο ίδιος να τα μαζεύει, γιατί
εγώ δεν ήταν δυνατόν. «Όχι, όχι», ήταν η
απάντησή του. «Δικά σου είναι». Το πρωί
όταν πήγα στο σπίτι υπήρχαν δυο τσάντες
με φαγητό κρεμασμένες στην πόρτα του
σπιτιού. Αυτό έγινε όλες τις ημέρες των
διακοπών. Γιατί το γράφω; Απλά μια
επιβεβαίωση. Υπάρχει και λειτουργεί
ακόμα η Τζουμερκιώτικη φιλοξενία και
συμπαράσταση. Υπάρχει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου