Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Θ. Γεωργόπουλος : «Δε γίνεται να μην έχουμε μέχρι σήμερα Μουσική Ακαδημία!»

Της Άννας Στεργίου (annastergiou11@gmail.com)

Αφορμή για την κουβέντα μας με το Θοδωρή Γεωργόπουλο, δεξιοτέχνη στο κλαρίνο η εκδήλωση για τα δέκα χρόνια της ορχήστρας


Ο δημοσιογράφος πρέπει να είναι πάντα αντικειμενικός, λένε οι γραφές . Ο δημοσιογράφος είναι κι άνθρωπος βέβαια. Κι έχει κι αυτός αδυναμίες και συμπάθειες… Πόσο μάλλον , όταν πρόκειται για μουσική.
Το δεξιοτέχνη του κλαρίνου, Θοδωρή Γεωργόπουλο το γνώρισα πρώτα απ’ τη δουλειά του. Ο χοροδιδάσκαλος Βασίλης Δημητρόπουλος, απ΄το ΕΛΚΕΛΑΜ είχε έρθει στην Ελευθεροτυπία, όπου μας σύστησε κάποιος συνάδελφος. Τότε έγραφα κείμενα, που αφορούσαν  θέματα λαϊκού πολιτισμού. Με παρότρυνε ν΄ ακούσω ένα cd  κι αν μ’ αρέσει, να γράψω κάτι.
Ε! δεν μου άρεσε απλώς. Το λάτρεψα το cd με το κλαρίνο του Θοδωρή Γεωργόπουλου… Και δεν ήμουν η μόνη, που είχε αυτήν την άποψη. Μέχρι σήμερα η «Βόρεια Θράκη» θεωρείται τομή στη δισκογραφία.
Γνωρίζοντας το Θοδωρή Γεωργόπουλο από κοντά διαπίστωσα πως δεν είχα να κάνω μόνο μ΄έναν εξαιρετικό σολίστα αλλά μ΄ έναν ιδιαίτερο καλλιτέχνη κι άνθρωπο, που έχει να δώσει πολλά.

Θοδωρης Γεωργόπουλος
Περνώντας ο καιρός φτιάξαμε τότε ένα  ένθετο για τη βαλκανική μουσική στην Ελευθεροτυπία. Ήταν τόσο περιορισμένη  ως ανύπαρκτη η βιβλιογραφία, που χωρίς τη βοήθειά του ακόμη θα ψάχναμε να βρούμε στοιχεία. Ο τότε αρχισυντάκτης  και μετέπειτα διευθυντής της «Ε» Βαγγέλης Παναγόπουλος γνωρίζοντας ότι είμαι «τσικό», μού είχε δώσει αρχικά δυο σελίδες μόνο. Τι να πρωτογράψεις μέσα σε δυο σελίδες για το λαϊκό πολιτισμό στα Βαλκάνια; Όταν είδε τι ετοιμάζαμε, είχε τη γενναιότητα ν΄ αναθεωρήσει και το δισέλιδο να γίνει δεκαεξασέλιδο ένθετο, που πήρε πολύ καλές κριτικές.
Ο Θοδωρής Γεωργόπουλος δεν είναι άνθρωπος που ανοίγεται εύκολα. Πρέπει να τον πείσεις ότι αυτό που θα βγει, δεν θα τον 
προσβάλλει αισθητικά. Γιατί τη μουσική την κουβαλά ως ευθύνη και κληρονομιά βαριά στους ώμους του.
Είναι λίγοι οι μουσικοί του διαμετρήματός του κι ακόμη λιγότεροι όσοι σκέφτονται, όχι μόνο το πώς θα ζήσουν αλλά και το τι θ΄ αφήσουν πίσω τους…
Αφορμή για την κουβέντα μας τούτη τη φορά, η παρουσίαση των 10 χρόνων της ορχήστρας στις 24 Μαρτίου στην Αργυρούπολη, στο Κέντρο Λιθαρίτσια.
Η μουσική συντροφιά εκτός από εκείνον, περιλαμβάνει τον τραγουδιστή Μιχάλη Ζάμπα, απ΄ την Πρέβεζα, τον Παναγιώτη Ξυδέα, που παίζει βιολί, απ΄ τη Μεσσηνιακή Μάνη, το Σάκη Κάκο απ΄ την Πρέβεζα, που παίζει κρουστά. Το αντάμωμά τους έγινε το 2006, εκτός απ΄ το Σάκη, που οι δρόμοι του με το Θοδωρή Γεωργόπουλο συναντήθηκαν ήδη απ΄το 2001.
Φίλοι κι αγαπημένοι, μεταξύ τους, μοιράζονται  το ίδιο όραμα… Και τιμή μεγάλη για μένα, που θα παρουσιάσω την εκδήλωση των δέκα χρόνων, από τη δημιουργία αυτής της μουσικής παρέας.
Πως τον κέρδισε το κλαρίνο…
Δεν είναι οι μόνοι αλλά σίγουρα έχουν απόθεμα ψυχής, σε καιρούς χαλεπούς , να υπερασπίζονται με τον τρόπο τους την ομορφιά της δημοτικής μουσικής, να την πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα και κυρίως να μην την πληγώνουν …
Με καταγωγή απ΄ τη Λάβδανη Πωγωνίου Ιωαννίνων, ο Θοδωρής Γεωργόπουλος γεννήθηκε το 1968 και μεγάλωσε στην Ηλιούπολη. Ο πατέρας φούρναρης. Κοινωνική ζωή, δύσκολη. Έφευγε απ΄ το σπίτι, νύχτα και νύχτα γύριζε. Ο χορός του χωριού` η πίτα και τα πανηγύρια στο χωριό ήταν  η διασκέδαση.
Στο σπίτι κυριαρχούσαν 45άρια και δίσκοι 78 στροφών. Μερακλής ο πατέρας του άκουγε μόνο ηπειρώτικα` η μάνα χόρευε ωραία. Τα καλοκαίρια στην Ήπειρο κοντά στον παππού, που τραγουδούσε πολυφωνικά.
Ήταν 6 ή 7 χρονών, ο Θοδωρής,  όταν άκουσε το Μιχάλη Χαλιγιάννη (Κερίμη) απ΄ τον Παρακάλαμο να παίζει σε πανηγύρι. Το μικρό αγόρι μαγεύτηκε. Αναρωτήθηκε από πού βγαίνει αυτός ο ήχος. Είχε εκστασιαστεί. Ακόμη θυμάται αυτήν τη σκηνή, που ήταν καθοριστική για τη ζωή του…

Θοδωρης Γεωργοπουλος 1
Πέρασαν τρία χρόνια…
Ο Θοδωρής πήγαινε κι έπαιρνε καλάμια απ’ το Ρέμα της Πικροδάφνης, για  να δημιουργεί αυτοσχέδιες φλογέρες…
 «Θέλω κλαρίνο», είπε στους γονείς του. Ήταν δέκα χρονών.
Ο  πατέρας ούτε τον απέτρεψε ούτε τον προέτρεψε ν΄ ασχοληθεί με τη μουσική. Αλλά , όταν ο μικρός Θοδωρής τού το ζήτησε , πήγε και του αγόρασε: «Κλαρίνο Ντο. Κοντό κλαρίνο, απ΄ αυτά που έπαιζαν παλαιά οι  οργανοπαίχτες για ν΄ ακούγονται καλύτερα, αφού δεν υπήρχαν μικροφωνικές».
Βορεια Θρακη
Παιδί θαύμα, μέσα σε δυο μόλις μήνες έπαιζε μόνος του, χωρίς να ξέρει κάποιος απ΄ την οικογένεια, κλαρίνο.  Άκουγε μια μελωδία και μπορούσε να τη «βγάλει», μολονότι το κλαρίνο θεωρείται απ΄ τα πιο δύσκολα όργανα, για να βγάλει ήχο. Η αυλή του σπιτιού είχε γεμίσει μελωδίες. Ξανά και ξανά πρόβα, ώσπου να μάθει.
Ο κλαριντζής Ανδρέας Χαρμαλιάς απ΄ τη Βοιωτία τού έδειξε τις κλίμακες. Γύρω στο 2ο χρόνο, το 1982,  τον άφησαν να παίξει  με ορχήστρα. Στα 13 του χρόνια ο Θοδωρής πήρε το βάπτισμα του πυρός με τους Χαλιγιάννηδες. Ανέβηκε πρώτη φορά στο πάλκο.  «Δεν είχα άγχος, γιατί δεν ήξερα τι έκανα. Άμα είσαι μικρός, δεν αγχώνεσαι. Δεν έχεις συναίσθηση του τι κάνεις ούτε με ποιους παίζεις».
Συνεργάστηκε με πολλά χορευτικά συγκροτήματα κι άρχισε ν΄ ανοίγει τους ορίζοντες του εντρυφώντας στη δημοτική μουσική κι άλλων περιοχών της Ελλάδας. Μόλις στα 16 του χρόνια θα παίξει με χορευτικό συγκρότημα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Οι συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της δημοτικής μουσικής
 Καθώς περνούσαν τα χρόνια συνεργάστηκε με τον Καρυοφίλη Δοϊτσίδη, στο ιστορικό θρακιώτικο μαγαζί στην Καλλιθέα για δυο χρόνια. Εκεί έπαιζε μαζί μ΄ ένα γίγαντα τον Αλέκο Αραπάκη στο βιολί, για δυο χρόνια.

Θοδωρης Γεωργοπουλος 3
Απ΄ το 1989 ως το 1994 παίζει στη Δόρα Στράτου ως μόνιμο μέλος της ορχήστρας. Εκεί κι ο Γιώργος Γευγελής. Τα καλοκαίρια και τους χειμώνες ‘90-’93 εργάζεται στο «Κορτσόπον». Είναι το μαγαζί που ασχολείται κατεξοχήν με τη μουσική του Πόντου με το Νίκο Ζουρνατζίδη κι  ο Θοδωρής Γεωργόπουλος δουλεύει  μαζί με το Βαγγέλη Δημούδη παίζοντας μακεδονικά και θρακιώτικα.
Το 1990 στο Φεστιβάλ Λευκάδας θα γνωρίσει  το Δήμο Πολυμέρη, έναν εξαιρετικό ακορντεονίστα. Τα χνώτα τους θα ταιριάξουν και θα γίνει αιτία το Φεστιβάλ για να δείξουν τη δύναμή τους και στη δισκογραφία και σε πολλά φολκλόρ κι έθνικ φεστιβάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Την ίδια περίοδο κι ενώ δουλεύει στο «Κορτσόπον» παίρνει μαθήματα κι απ΄ τον κλαρινίστα Γιώργο Μπραχόπουλο, απ΄ τον Παρακάλαμο, ο οποίος είναι γνώστης της ηπειρώτικης μουσικής.
Οι εμφανίσεις όμως πολλαπλασιάζονται  κι έτσι θ΄ αναγκαστεί να εγκαταλείψει το Θέατρο Δόρας Στράτου.
Σταθμός αυτήν την περίοδο οι σπουδές του για 4 χρόνια στη Βουλγαρία (‘94-‘98), όπου μαθαίνει καβάλ (φλογέρα) στη Μουσική Ακαδημία της Φιλιππούπολης. Παράλληλα συνεχίζει τη συνεργασία του με το Δήμο Πολυμέρη σε διάφορες εκδηλώσεις και το ’97 κάνουν το δίσκο «Βαλκανικά Χρώματα», που θεωρείται επίσης πρωτοποριακός για την εποχή του.
Η ανοδική πορεία συνεχίζεται κι ο Θοδωρής Γεωργόπουλος πρέπει να είναι απ΄ τους ελάχιστους καλλιτέχνες , που η Δόμνα Σαμίου επικοινώνησε ξανά και ξανά τηλεφωνικά, για να τον πείσει  να παίξει μαζί της. Απ΄ το 2002 όμως η μουσική τους συνεύρεση θα συμβεί και θα είναι μαζί σε συναυλίες και δισκογραφία ως το θάνατό της.
Το δημοτικό τραγούδι σε μουσικές σκηνές 
Ήδη, όμως, πολλά έχουν αλλάξει στο χώρο της μουσικής κι από τα μαγαζιά με πίστες, που ο κόσμος μπορεί να χορέψει, ήδη απ΄ τη δεκαετία του ΄90  κυριαρχούν  οι μουσικές σκηνές. Μέχρι τότε οι δημοτικοί μουσικοί έπαιζαν κατά κανόνα σε γλέντια και πανηγύρια μπροστά σε χορευτές.
Όμως, η παρουσία σε μουσικές σκηνές, δίχως αυτού του είδους τη διαδραστικότητα, άλλαξε , όπως εξηγεί, «και το στήσιμο των μουσικών αλλά και το παίξιμο». Έτσι, γεννήθηκε, όπως επισημαίνει, «η αστική παραδοσιακή μουσική. Ο άλλος καθόταν και σε κοίταζε. Δε χόρευε».
Θοδωρης Γεωργόπουλος 4
Το 1992 γνώρισε τη Λαμπρινή, τη σύντροφο της ζωής του. Απ΄ την πρώτη στιγμή τους ένωσε η κοινή αγάπη για τη δημοτική μουσική, καθώς κι εκείνη χόρευε σε μια ομάδα του δήμου Μοσχάτου. Το μικρόβιο της οικογένειας δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και τα παιδιά τους. Απέκτησαν δυο κόρες, που μαθαίνουν κι αυτές μουσική. Η μικρή Μαρία μαθαίνει βιολί κι η μεγάλη η Ελένη , σαντούρι. Στη μία μαθαίνει βιολί, ο Παναγιώτης Ξυδέας, ο καλύτερος, όπως λέει, μαθητής του Αχιλλέα Χαλκιά (αδερφού του Πετρολούκα), που είναι μαζί στην ορχήστρα. Μαθήματα η μεγάλη έκανε δίπλα στον Κλέαρχο Κορκόβελο, ο οποίος παίζει εξαιρετικό τσέμπαλο.
Το δημοτικό και το… παραδοσιακό
Κοιτώντας πίσω στο χρόνο ο Θοδωρής Γεωργόπουλος θυμάται πως κατά τη δεκαετία του ΄80,  όταν πήγε στο γυμνάσιο «ήταν η εποχή, που το δημοτικό το κορόιδευαν. Μέχρι τότε δεν υπήρχε ο όρος παραδοσιακή μουσική. Ακουγόταν η φράση το δημοτικό τραγούδι ή τα Βλάχικα», λέει.
Θεωρεί  τη λέξη «παραδοσιακό», πολύ πονηρή, γιατί, όπως αναφέρει  «κάποιοι προσπάθησαν  να το περάσουν το δημοτικό τραγούδι ως μουσειακό είδος. Σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, η δημοτική μουσική λέγεται λαϊκή μουσική. Εμείς χωρίσαμε το έντεχνο και το λαϊκό. Το δημοτικό είναι τραγούδι του λαού. Άρα είναι λαϊκό κι εμείς του αφαιρέσαμε αυτήν την ταμπέλα. Αντί λοιπόν να το πούμε λαϊκό το κάναμε παραδοσιακό κι έτσι του αφαιρέσαμε κάτι  απ΄ τη δύναμη του και τη δυνατότητά του να εξελίσσεται και να υπάρχει και σήμερα. Όμως το δημοτικό τραγούδι δεν είναι παλιό. Δεν ανήκει πια μόνο στην επαρχία. Έχει απλώσει τις ρίζες και στις πόλεις. Κι είναι κάλλιστα σημερινό κι όχι πεθαμένο. Γιατί είναι δυνατόν να πούμε ότι δεν είναι  τέχνη αυτό που κάνει ο Πετρολούκας Χαλκιάς; Ήταν άτεχνος ο αείμνηστος Τάσος Χαλκιάς; Αυτοί δεν έχουν υπάρξει λαϊκοί μουσικοί; Δε συγκλονίζουν ακόμη την ελληνική κοινωνία; Με τη λέξη «παραδοσιακό» κάναμε μια πονηρή υπέρβαση. Είπαμε ότι το παραδοσιακό δεν είναι μοντέρνο είναι παλιό. Αστικοποιήσαμε και τη δημοτική μας μουσική. Όμως η παράδοση είναι κάτι ζωντανό. Ζει στο πανηγύρι. Ζει στο γάμο, που δεν γίνεται με δημοτική μουσική για χάρη των γονιών αλλά γιατί το θέλει το ζευγάρι…».
Τη μουσική δεν τη βλέπει «ως δουλειά. Υπάρχουν κι εκδηλώσεις που μπορείς να παίξεις και πράγματα που δεν σ΄ εκφράζουν. Όμως, όταν πάω να παίξω, θεωρώ πως δεν πάω για δουλειά, πάω για να ψυχαγωγηθώ».
Για εκείνον, ο μουσικός-οργανοπαίχτης, είναι σε μια συνεχή πάλη κυρίως με τον εαυτό του, για να φέρει καινούργια πράγματα, να μη χορταριάσει ποτέ: «Ένας μουσικός, όσα πτυχία και να΄ χει,  πρέπει συνεχώς ν΄ αλλάζει` να μεταμορφώνεται. Δεν μπορεί να κατασταλάξει κάπου», λέει.
Στο μυαλό του η έννοια του μουσικού είναι πολύσημη. Ο ίδιος έχει κάνει πλήθος ενορχηστρώσεων ως παραγωγός και μουσικός επιμελητής. Και διαχωρίζει εαυτόν απ΄ τους μουσικούς που είναι της κλασικής , υπό την έννοια, ότι ένας μουσικός  στην Καμεράτα δεν μπορεί να παίξει , αν δε βλέπει παρτιτούρες , γιατί  διαβάζει τις νότες, επειδή έτσι έχει μάθει. Ένας λαϊκός οργανοπαίχτης, όμως, όπως λέει, «οφείλει ταυτόχρονα να είναι και συνθέτης. Ο πρακτικός , ο οργανοπαίχτης δεν διαβάζει νότες. Βάζει κάθε φορά ερεθίσματα, συναισθήματα,  τα ενσωματώνει».
βαλκανικα χρωματα
Θεωρεί λανθασμένη την ταύτιση της δημοτικής μουσικής με το τσαρούχι και τη φουστανέλα, κάτι που εντέχνως καλλιεργήθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. «Οι άνθρωποι εξακολουθούν και σήμερα να χορεύουν στα γλέντια , στους γάμους τους, χωρίς απαραίτητα να φορούν παραδοσιακές φορεσιές. Βέβαια υπάρχουν και σήμερα παιδιά – δάσκαλοι χορού που κάνουν ακόμη πολλή καλή δουλειά πάνω στην παρουσίαση των ελληνικών χορών καταφέρνοντας να συγκεράσουν το «παλαιό» με το νέο».
Σταθμοί στην καριέρα του το 1997 τα «Βαλκανικά Χρώματα»κι αντίστοιχα η «Δυτική Ανατολή» το 2005.
Ούτως ή άλλως κάθε φορά προσπαθεί να δίνει τον εαυτό του και να βάζει όλες του τις δυνάμεις. Τον στενοχωρεί το γεγονός ότι  στην Ελλάδα δεν έγινε Μουσική Ακαδημία, κάτι, που συνέβη , όπως λέει,  ακόμη και σε χώρες της Αφρικής. «Πηγαίνουν τα παιδιά στα μουσικά γυμνάσια, διδάσκονται λαϊκή παραδοσιακή μουσική, χωρίς τους λαϊκούς μουσικούς. Δεν παίρνουν αυτήν τη γνώση. Ένας μουσικός του διαμετρήματος του Γρηγόρη Καψάλη δεν μπορεί να τους διδάξει, γιατί το νομικό καθεστώς δεν το επιτρέπει, αν δεν έχεις πτυχίο. Έτσι κάποιος που έχει τελειώσει ΤΕΙ Ιχθυοκαλλιέργειας αλλά έχει μουσικό πτυχίο μπορεί να διδάξει στους μαθητές αλλά όχι ο εξαιρετικός μουσικός!».
Για το Θοδωρή Γεωργόπουλο υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες κυρίως στην επαρχία, που δεν αναδείχτηκαν , γιατί απλά δεν τους έδειξε η τηλεόραση. «Βλέπαμε τον Τάκη Καρναβά στην τηλεόραση ενώ ήταν σπουδαίος;», λέει.
Ανέκαθεν τον συγκινούσε το βιολί του Αχιλλέα Χαλκιά, που ήταν κι ο ωραίος άνθρωπος. Ο Θοδωρής Γεωργόπουλος συνεργάστηκε μαζί του για πολύ καιρό κι ιδίως στη δισκογραφική δουλειά «Πωγώνι – Δερόπολη» κι όταν πέθανε του έγραψε και του αφιέρωσε ένα τραγούδι.
Τύχη αγαθή με το κλαρίνο γύρισε όλον τον κόσμο. Συναντήθηκε μ΄ ομογενείς και ξένους. Γνώρισε τόπους κι ανθρώπους. Τον άκουσαν, τους γνώρισε… Ένιωσε τη λαχτάρα τους. Θέλει να πηγαίνει έξω αλλά δεν θέλει να ζήσει μακριά απ΄ την Ελλάδα. Εδώ είναι το χώμα του, η γη του. Κι ας είναι δύσκολη πια η ζωή στη χώρα μας. Εκτός απ΄ την Ήπειρο τον συγκινεί η Λευκάδα, του αρέσουν οι Πρέσπες και τα Δωδεκάνησα…

Πωγωνι Δεροπολη
Ταξιδεύοντας ένιωσε πιο κοντά στους Γάλλους, αλλά πιο μεγάλη εντύπωση τού έκαναν οι Γιαπωνέζοι. Άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί απ΄τους Έλληνες ακόμη κι απ΄ τους υπόλοιπους Ασιάτες. «Οι Γάλλοι σέβονται το διαφορετικό. Το ξεχωρίζουν, το αγαπούν, αλλά δεν θέλουν να το οικειοποιηθούν. Άλλοι λαοί θέλουν απλά να το κάνουν δικό τους, ξεκόβοντάς το απ΄ τις ρίζες, που το γέννησαν. Οι Γάλλοι το σέβονται. Οι Ιάπωνες έχουν πολιτισμό ολότελα διαφορετικό απ΄ τον δικό μας. Είναι τρομερά ευγενικοί, αν περπατήσεις όμως και τους ακουμπήσεις κατά λάθος μπορεί να παρεξηγηθούν. Όλοι έχουν αίσθηση του μέτρου, ακόμη και  στο σώμα τους!».
Συναντώντας τον αντιλαμβάνεσαι ότι το κλαρίνο δεν είναι απλά μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης ή βιοπορισμού. Είναι  φιλοσοφία ζωής και  στάση αντίστασης απέναντι στα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Κι είναι κι αυτές οι μαγικές στιγμές, που μια κλωστή του χρόνου κόβεται και παίζοντας το «Για πες μας Χάρε να χαρείς…» η ψυχή του δε βλέπει σκηνή , δεν βλέπει κόσμο, έχει απελευθερωθεί, έχει εξαϋλωθεί κι είναι σα να βάζει ο Θεός το χέρι του και το κλάμα βγαίνει δίχως καν  να το καταλάβει. Τότε είναι «σα να μην παίζεις εσύ αλλά σα να παίζει κάποιος άλλος. Είναι η μέθη της μουσικής, χωρίς να έχεις πιει μισό ποτηράκι κρασί. Λιώνει το κλαρίνο κι η μουσική γίνεται σα βούτυρο, την πλάθεις, σα μέλι την κάνεις ό,τι θες. Αν πεθάνεις εκείνη την ώρα δεν θα το καταλάβεις…».
http://agrocosmos.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: