Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Η κρίση εξαφάνισε τη μεσαία τάξη. Σε ελεύθερη πτώση οι μισθοί

Η κρίση εξαφάνισε τη μεσαία τάξη


Τις δραματικές ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, τη μεγάλη πτώση κατά 30% του εισοδήματος των νοικοκυριών καθώς και τη σύνθλιψη της μεσαίας τάξης αποκαλύπτουν με στοιχεία και αριθμούς δύο μελέτες.

Στα έξι χρόνια ύφεσης και μνημονίων, ο ΣΕΒ και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ καταγράφουν την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, απασχόλησης αλλά και της έκρηξης της φοροδιαφυγής, μιας κατάστασης στη χώρα μας που θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί ως «στα όρια του κοινωνικού κραχ...».
Ειδικότερα, η μελέτη του τομέα Μακροοικονομικής Ανάλυσης και Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΕΒ εστιάζει στη μεσαία τάξη και σημειώνει ότι «καταρρέει υπό το βάρος της υπερ-φορολόγησης, της συρρίκνωσης της αποταμίευσης και την περαιτέρω φτωχοποίησή της που είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν οι προωθούμενες στρεβλωτικές πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος με λάθος εργαλεία ανάλυσης και στόχευση».
Οπως παρατηρεί ο Σύνδεσμος των εργοδοτών, «στη σημερινή Ελλάδα, τέσσερις εργαζόμενοι πληρώνουν φόρους και εισφορές ώστε να πληρώνονται οι συντάξεις τριών συνταξιούχων και να καλύπτονται οι ανάγκες σε παροχή δημοσίων υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, δικαιοσύνης, άμυνας κ.λπ. Το μοντέλο αυτό προφανώς δεν είναι βιώσιμο», εκτιμά και εξηγεί:
«Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό στη διάρκεια της κρίσης (2009-2014) απώλεσε 4 ποσοστιαίες μονάδες του εισοδήματός του (που μειώθηκε λόγω της ύφεσης κατά 30%) λόγω αύξησης της επιβάρυνσης σε φόρους εισοδήματος, πλούτου κ.λπ. και σε ασφαλιστικές εισφορές». Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2009 το προ φόρων και εισφορών εισόδημα των νοικοκυριών ήταν στα 248,7 δισ. ευρώ και το 2014 αυτό κατέρρευσε στα 175,1 δισ. ευρώ. Χάθηκαν δηλαδή μέσα σε μόλις πέντε χρόνια 73,6 δισ. ευρώ. Αυτή η απώλεια είναι πολλαπλάσια εκείνης των νοικοκυριών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.



Η κρίση εξαφάνισε τη μεσαία τάξη

Ντόμινο
Τα ελληνικά νοικοκυριά (οικογένειες με εισοδήματα από εξαρτημένη εργασία καθώς και όσοι έχουν εισοδήματα από ατομικές επιχειρήσεις και ελεύθερα επαγγέλματα) μέσα στα χρόνια της ύφεσης προσπάθησαν να κρατήσουν την κατανάλωση. Ετσι σταδιακά όταν δεν είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν αυτό από τους μισθούς τους, άρχισαν να τρώνε από τα έτοιμα... δηλαδή τις αποταμιεύσεις τους.
Αυτές το 2012 μηδενίστηκαν καθώς τα νοικοκυριά είτε τράβαγαν ρευστό από τις καταθέσεις τους είτε πωλούσαν ακίνητα, ενώ ταυτόχρονα καθυστερούσαν την πληρωμή των φόρων τους. Επίσης μείωναν τις επενδύσεις τους σε κατοικίες και σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό. Επενδύσεις ύψους 30,4 δισ. ευρώ το 2006 καλύπτονταν κατά 11,4 δισ. ευρώ από αποταμιεύσεις
 και κατά 19,2 δισ. ευρώ περίπου από δανεισμό. Το 2014 οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει σε μόλις 5,7 δισ. ευρώ και ο δανεισμός σε 12,3 δισ. ευρώ, δεδομένης της αρνητικής αποταμίευσης κατά 7 δισ. ευρώ.
Ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, η τρέχουσα αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών από 7,5% το 2006 διαμορφώνεται πλέον σε -6,6% το 2015, με όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης να έχουν θετικό ποσοστό αποταμίευσης. Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, δύο χώρες που «μπήκαν» στα μνημόνια έχουν ποσοστό αποταμίευσης περίπου 4,3% (που είναι κάτω από το περίπου 1/3 της αποταμίευσης του μέσου νοικοκυριού στην Ευρωζώνη).
Ο ΣΕΒ αναφέρεται και στο θέμα της φορολόγησης: «Ζούμε μάλιστα το παράδοξο ενώ οι συντελεστές του φορολογικού και συνταξιοδοτικού συστήματος είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, η μέση φορολογική επιβάρυνση να εξακολουθεί να είναι από τις μικρότερες στην Ευρώπη, γεγονός που υποδηλώνει την έκταση της φοροδιαφυγής.



Η κρίση εξαφάνισε τη μεσαία τάξη

Με το εισόδημα των νοικοκυριών να διαμορφώνεται σε 153,2 δισ. ευρώ (χωρίς παροχές σε είδος) και το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα των νοικοκυριών σε 74 δισ. ευρώ περίπου, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η φοροδιαφυγή παραμένει τεράστια... Συνεπώς οι αυξήσεις φόρων θα εξωθήσουν είτε στην παραοικονομία είτε στη μετανάστευση και άλλα παραγωγικά τμήματα της μεσαίας τάξης», υπογραμμίζουν οι επιχειρηματίες.
Επίσης ,σύμφωνα με την ετήσια Εκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και απασχόληση η ανεργία θα χρειαστεί είκοσι χρόνια για να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. Στο μεταξύ, η ανεργία και κυρίως η μακροχρόνια «θερίζει», οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης κυριαρχούν παντού, ένα στα δύο νοικοκυριά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και οι μισοί μισθωτοί δουλεύουν για μισθούς πείνας, κάτω από 800 ευρώ.
Η Εκθεση, που παρουσιάστηκε στη Ρόδο, στο πλαίσιο του 36ου Πανελλαδικού Συνεδρίου της Συνομοσπονδίας καταλήγει σε τρία βασικά συμπεράσματα:
. Η συνέχιση της λιτότητας αποσταθεροποιεί το μακροοικονομικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής και αύξησης της απασχόλησης.
. Η προοπτική δημιουργίας βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων και εξόδου από την κρίση είναι αρνητική.
. Τα ευρήματα υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα αλλαγής του υφιστάμενου υποδείγματος οικονομικής πολιτικής.
Σύμφωνα με την έρευνα, τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας εμφανίστηκε από τον Ιούλιο του 2013, όταν από το 27,9% -που αποτελεί ιστορικό υψηλό της μεταπολεμικής περιόδου- μειώθηκε στο 24,5% τον Οκτώβριο του 2015. Ο ρυθμός μείωσης της ανεργίας τόσο το 2014 όσο και το 2015 παρέμεινε σταθερός στο 5,6% κατ' έτος. Αν ο ρυθμός αποκλιμάκωσης παραμείνει σταθερός, τότε δεδομένων των δημογραφικών και άλλων παραμέτρων, θα χρειαστούν 20 χρόνια, δηλαδή έως το 2036, ώστε η ανεργία να επιστρέψει στο 7,3% του Μαΐου 2008.
Το τρίτο τρίμηνο του 2015 οι μακροχρόνια άνεργοι αποτελούσαν το 73,7% του συνόλου των ανέργων. Με άλλα λόγια, 855 χιλιάδες άνεργοι βρίσκονται εκτός εργασίας για πάνω από έναν χρόνο. Στις ηλικίες 15-19 το ποσοστό ανεργίας ήταν στο 58,1% και στις ηλικίες 20-24 στο 47,7%. Αλλά και όσοι εργάζονται αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια από όλες τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Οι ευέλικτες μορφές εργασίας είναι πλέον κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής αγοράς εργασίας, ενώ επιδείνωση σημειώνεται και στις συνθήκες εργασίας. Το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, ενώ το 2015 στο 55%.
Η μελέτη αποτυπώνει τη συμπίεση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στη διάρκεια της κρίσης: κάτω των 800 ευρώ εισπράττουν το 50% των μισθωτών (14,5% μέχρι 499 ευρώ, 22% μεταξύ 500-699 ευρώ και 13,5% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-1.000 ευρώ το 18,6% και άνω των 1.000 ευρώ το 15,7% (9,8% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 5,9% άνω των 1.300 ευρώ). Αξιοσημείωτη είναι και η πτώση της αγοραστικής δύναμης του πραγματικού κατώτατου μισθού, καθώς την περίοδο 2010-2015 σημειώθηκε μείωση κατά 24,7% και κατά 34,3% για τους νέους κάτω των 25 ετών. Η ραγδαία υποχώρηση των ονομαστικών μισθών περιόρισε δραματικά τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών και επιδείνωσε το πρόβλημα βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Σε σχέση με το 2010 ο δείκτης της απόλυτης φτώχειας έχει αυξηθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες, υποδηλώνοντας έτσι υπερδιπλασιασμό του αριθμού των φτωχών νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, το 48% των νοικοκυριών διαβιούν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 20,9% αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες, ποσοστό που αυξάνεται στο 43,4% για τους ανέργους.
Ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, η τρέχουσα αποταμίευση των ελληνικών νοικοκυριών από 7,5% το 2006 διαμορφώνεται πλέον σε -6,6% το 2015 45% αυξήθηκαν την περίοδο 2014-2015 οι νέες προσλήψεις με εκ περιτροπής εργασία και 19,6% με μερική απασχόληση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: