Ο αστικός «μύθος» (που
δεν είναι ακριβώς «μύθος», αλλά μάλλον πραγματικότητα) θέλει τον θρύλο της
ηλεκτρικής κιθάρας Τζίμι Χέντριξ να «παραληρεί» μπροστά στον θρύλο του
μπουζουκιού Μανώλη Χιώτη κάπου στο Σικάγο εν έτει 1965. Σήμερα, περίπου 50
χρόνια μετά τη συνάντηση εκείνη των γιγάντων της ταστιέρας, η ροκ σκηνή της
Αμερικής έρχεται να αποτίσει τον δικό της φόρο τιμής αυτήν τη φορά στην ελληνική
δημοτική μουσική. Η δισκογραφική εταιρεία «Third Man Records» έχει την έδρα της
στο Νάσβιλ του Τενεσί, βαθιά μέσα στον «παραδοσιακό» αμερικανικό Νότο. Ιδρυτής
της είναι ο κιθαρίστας-τραγουδιστής Τζακ Γουάιτ, μέλος των δημοφιλέστατων
παγκοσμίως White Stripes και ένας από τους επιφανέστερους σήμερα ρόκερ των ΗΠΑ.
Οσο για την τελευταία κυκλοφορία της εταιρείας, αυτή τυχαίνει να είναι ένα διπλό
βινύλιο με τον τίτλο «Why the mountains are black» («Γιατί είναι μαύρα τα βουνά»
ελληνιστί). Ο λόγος για μια συλλογή με «πρώιμη ελληνική χωριάτικη μουσική της
περιόδου 1907-1960», με αυθεντικές ηχογραφήσεις που είχαν κυκλοφορήσει αρχικά σε
δίσκους 78 στροφών και έκτοτε αγνοούνταν. «Γι' αυτήν τη συλλογή επέλεξα τα πιο
αντιπροσωπευτικά 78άρια από όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Συμπεριέλαβα την
πρώτη στα χρονικά γνωστή ηχογράφηση δημοτικού τραγουδιού που έγινε στην Αθήνα. Ο
λόγος για το τραγούδι ''Γκόλφω'' του 1907, το παλαιότερο δημοτικό τραγούδι που
ηχογραφήθηκε ποτέ στην ηπειρωτική Ελλάδα, και όχι στην Κωνσταντινούπολη, στις
ΗΠΑ ή στην
Ευρώπη. Συμπεριέλαβα επίσης το τελευταίο δημοτικό τραγούδι που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε δίσκο 78 στροφών στην Αθήνα το 1960. Πρόκειται για τον συρτό πολίτικο των Κυριάκου Κεραυνού και Μιχάλη Γιασεμίδη», δηλώνει στην εφημερίδα «Εθνος της Κυριακής» ο Κρίστοφερ Κινγκ, παραγωγός της συλλογής «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη «Third Man» του Τζακ Γουάιτ.
Ευρώπη. Συμπεριέλαβα επίσης το τελευταίο δημοτικό τραγούδι που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε δίσκο 78 στροφών στην Αθήνα το 1960. Πρόκειται για τον συρτό πολίτικο των Κυριάκου Κεραυνού και Μιχάλη Γιασεμίδη», δηλώνει στην εφημερίδα «Εθνος της Κυριακής» ο Κρίστοφερ Κινγκ, παραγωγός της συλλογής «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη «Third Man» του Τζακ Γουάιτ.
Συλλογή από όλη την Ελλάδα
Πέρασε το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Βιρτζίνια, ο Κινγκ έμελλε να πέσει πάνω στην
ελληνική παραδοσιακή μουσική από σπόντα, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην
Κωνσταντινούπολη. «Η πρώτη μου επαφή ήταν πριν αρκετά χρόνια, όταν αγόρασα από
ένα παζάρι στην ασιατική πλευρά της Πόλης μια μικρή στοίβα από δίσκους 78
στροφών με μουσική από τη νότια Αλβανία και την Ηπειρο. Ανάμεσα σε αυτά τα
δισκάκια ήταν και ένα με ηχογραφήσεις του Κίτσου Χαρισιάδη, που άρχισα να το
ακούω εμμονικά από την πρώτη στιγμή», σημειώνει ο Αμερικανός, ο οποίος αφού
κόλλησε το μικρόβιο ακούγοντας το «καλύτερο ηπειρώτικο κλαρίνο» όπως έχει μείνει
στην ιστορία ο Χαρισιάδης, ξεκίνησε στην πορεία να συλλέγει 78άρια με μουσική
από ολόκληρη την Ελλάδα, από «Ηπειρο, Κρήτη, Θράκη και Μακεδονία, Θεσσαλία,
Πελοπόννησο, από τα νησιά του Αιγαίου καθώς και από τη Μικρά Ασία», όπως εξηγεί
ο ίδιος στο «Εθνος της Κυριακής». «Περίπου ένα ή δύο χρόνια αφότου κατάφερα να
συγκεντρώσω μια σημαντική συλλογή από δισκάκια με δημοτική μουσική, άρχισα να
σχεδιάζω-οργανώνω μια σειρά από θεματικές συλλογές βασισμένες σε τραγούδια που
είχα στην κατοχή μου», συνεχίζει ο Αμερικανός, ο οποίος έχει επίσης επιμεληθεί
συλλογές με τραγούδια των δεκαετιών 1920 και 1930 από την Αλβανία, με μοιρολόγια
της περιόδου 1928-1958 από τη Βόρεια Ελλάδα, και με τραγούδια του Ηπειρώτη
βιολιστή Αλέξη Ζούμπα από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Όσο για τον απώτερο
σκοπό πίσω από όλα αυτά «η ελπίδα μου είναι βρεθεί ένας άνθρωπος, έστω ένας
άνθρωπος, που θα ακούσει αυτήν τη συλλογή (σ.σ. «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά»)
και μετά θα θελήσει να πιάσει ένα βιολί, ένα κλαρίνο, έναν ζουρνά, μια γκάιντα ή
ένα λαούτο και να μάθει αυτές τις μουσικές. Τότε η δουλειά μου θα έχει
ολοκληρωθεί. Θα έχω βοηθήσει στην προώθηση της πολιτιστικής και ιστορικής
συνέχειας μέσα από τη μουσική», δηλώνει ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο οποίος έχει μάλιστα
τιμηθεί με δύο μουσικά βραβεία Γκράμι για παλαιότερες δουλειές του. «Η δημοτική
μουσική είναι ένας από τους πολυτιμότερους πολιτιστικούς θησαυρούς της Ελλάδας.
Είναι το ίδιο πολύτιμη με τα ελληνικά αρχαιολογικά μνημεία, και πρέπει όχι μόνο
να διατηρηθεί αλλά και να προωθηθεί με αγάπη», διακηρύσσει ο Αμερικανός, ο
οποίος έχει πλέον στα σκαριά και άλλα πρότζεκτ επικεντρωμένα στις παραδόσεις της
Ελλάδας, μεταξύ αυτών ένα βιβλίο για τη μουσική της Ηπείρου (που αναμένεται να
κυκλοφορήσει το 2017 από τον νεοϋορκέζικο εκδοτικό οίκο «W.W. Norton &
Company»), μια συλλογή με τραγούδια του Κίτσου Χαρισιάδη (έτοιμη για
κυκλοφορία επίσης μέσα στο 2017), και ενδεχομένως μια συλλογή με τραγούδια της
Κρήτης.
Ο ίδιος άλλωστε
περνάει πλέον μεγάλα χρονικά διαστήματα στο χωριό Βίτσα στο Ζαγόρι, όπου έχει
μάλιστα αναγνωριστεί επισήμως ως «συγχωριανός». «Ο μακροπρόθεσμος στόχος μου
είναι να μετακομίσω εκεί μόνιμα. Μερικές φορές νιώθω ότι έχω γεννηθεί στη Βίτσα
και ότι κάπως έγινε και κατέληξα ορφανός στη Βιρτζίνια», σημειώνει ο ίδιος.
Ακούγοντας τα σχέδια του Αμερικανού αναρωτιόμαστε εάν υπάρχει όντως κοινό για
την ελληνική παραδοσιακή μουσική εκτός των ελληνικών συνόρων. «Το κοινό είναι
ολόκληρη η ανθρωπότητα», απαντάει ο Κινγκ. «Οποιος έχει υποφέρει, όποιος έχει
νιώσει την απώλεια, έχει θρηνήσει και έχει βιώσει τις βαθιές αβεβαιότητες της
ζωής όπως οι Έλληνες, θα είναι δεκτικός σε αυτήν τη μουσική. Μερικές νότες
αρκούν για να σε αιχμαλωτίσουν, να σε υπνωτίσουν».
«Πρόκληση»
Χαρακτηριστική περίπτωση
ανθρώπου που ανακάλυψε εσχάτως τα ελληνικά δημοτικά και ενθουσιάστηκε αποτελεί
και ο Μπεν Μπλάκγουελ. Ντράμερ του θρυλικού ροκ συγκροτήματος των
«Dirtbombs», μέλος κι αυτός της δισκογραφικής οικογένειας που ακούει στο όνομα
«Third Man», μέγας συλλέκτης βινυλίων και εξέχουσα προσωπικότητα της ροκ σκηνής
του Ντιτρόιτ, ο Μπλάκγουελ προσεγγίζει την ελληνική παραδοσιακή μουσική ως
«πρόκληση». «Ναι, μου αρέσει πραγματικά πολύ αυτός ο δίσκος», δηλώνει στο «Εθνος
της Κυριακής» ο 33χρονος αναφερόμενος στη συλλογή «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά».
«Αυτά τα τραγούδια με βγάζουν από την οικεία ζώνη ασφαλείας μου. Αμφισβητούν
αυτό που έχω συνηθίσει να περιμένω από τη μουσική. Με κρατούν σε εγρήγορση»,
καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου