Δεν γίνεται το προσφυγικό ζήτημα
ούτε να συζητιέται ούτε να επιλυθεί σε επίπεδο γιαγιάδων και εθελοντών.
Όσα Νομπέλ και να διεκδικήσουμε, όσα τρυφερά βίντεο δούμε με συμπολίτες
μας που φιλοξενούν ταλαιπωρημένους πρόσφυγες στο σπίτι τους, όσα δελτία ειδήσεων
και να προβάλλουν την ανθρωπιά των Ελλήνων ως τεκμήριο εθνικής περηφάνειας, το
πρόβλημα θα παραμένει και θα οξύνεται. Η συναισθηματική διαχείριση του
προσφυγικού ως πρώτο αντανακλαστικό είναι δικαιολογημένη. Η συνεχής, όμως,
επίκληση στο συναίσθημα, στην ανθρωπιά και στην αλληλεγγύη, δίχως την παράλληλη
πρακτική διαχείριση του προβλήματος από το ελληνικό κράτος (ομαλή λειτουργία των
hot spots μετεγκατάστασης, δημιουργία και συντονισμό δομών φιλοξενίας, σχεδιασμό
για την αντιμετώπιση υγειονομικών προβλημάτων και των ιατροφαρμακευτικών
αναγκών, συντονισμό των φορέων εθελοντισμού και των ΜΚΟ, συνεργασία με τις αρχές
ασφαλείας, αποτελεσματικό έλεγχο στην τήρηση των διακρατικών συμφωνιών,
συνεργασία
με τις αρχές ασφαλείας), απλώς δημιουργεί στην Ελλάδα παρόμοιες
συνθήκες που επικρατούν στις αναπτυσσόμενες χώρες που αντιμετωπίζουν
ανθρωπιστική κρίση.
Η ελαφρότητα με την οποία υπουργοί της κυβέρνησης, όπως
ο κ. Δραγασάκης ή ο κ. Μουζάλας απεύχονται η Ελλάδα να γίνει ο «Λίβανος
της Ευρώπης», κάθε άλλο παρά μας καθησυχάζουν. Γιατί, αφενός,
παραδέχονται ότι αυτό είναι ένα πιθανό σενάριο στο τραπέζι (και δυστυχώς κάθε
ημέρα που περνάει το επιβεβαιώνει) και αφετέρου, η κατακερματισμένη πολιτικά
Ευρωπαϊκή Ένωση, αναζητά έναν αποδιοπομπαίο τράγο για να λύσει το πρόβλημα με το
λιγότερο κόστος. Βολικός συνέταιρος ο ακτιβιστικός, ανυποψίαστος και
μετα-Μαρξίζων ΣΥΡΙΖΑ. Καλοδεχούμενες, οι αναλαμπές διαύγειας «Δεν θα γίνουμε οι επιδοτούμενοι συνοριοφύλακες της Ευρώπης»,
όμως, η κυβέρνηση έχει (αυτο)παγιδευτεί να «αναλάβει» ένα μοντέλο διαχείρισης
ανθρωπιστικής κρίσης που είναι κομμένο και ραμμένο στα πρότυπα χωρών του Τρίτου
κόσμου.
«Η κατακερματισμένη
πολιτικά Ευρωπαϊκή Ένωση, αναζητά έναν αποδιοπομπαίο τράγο για να επιλύσει το
πρόβλημα με το λιγότερο κόστος. Βολικός συνέταιρος ο ακτιβιστικός, ανυποψίαστος
και μετα-Μαρξίζων ΣΥΡΙΖΑ».
Εδώ και δεκαετίες, στις αφρικανικές και τις
υπόλοιπες αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, οι ΜΚΟ βρίσκονται στην πρώτη γραμμή,
βοηθώντας πρόσφυγες από εμφύλιες διαμάχες και φυσικές καταστροφές, προσφέροντας
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σώζοντας ζωές παιδιών. Παρόλο που οι επιμέρους
στόχοι των ΜΚΟ διαφέρουν, ο βασικός σκοπός τους είναι να βοηθούν.
Εκατοντάδες ΜΚΟ έχουν χτίσει σχολεία, έχουν δημιουργήσει δομές υγείας,
εκπαίδευσης και ενδυνάμωσης των τοπικών οικονομιών, υποκαθιστώντας το κράτη που
είτε δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους, είτε βρίσκονται υπό κατάρρευση.
Αν προσθέσουμε στη λίστα των ΜΚΟ και όλους εκείνους τους ιδιωτικούς
οργανισμούς και τα ιδρύματα που βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα του ΟΗΕ, π.χ. το
Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Σίτισης,
την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ή την Παγκόσμια Τράπεζα και τα
αντίστοιχα περιφερειακά παραρτήματα τους, θα διαπιστώσουμε ότι μετά τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Δυτικές κυβερνήσεις και, πιο πρόσφατα, οι ΜΚΟ έχουν
δαπανήσει μερικά τρισεκατομμύρια ευρώ για την καταπολέμηση της φτώχειας και των
προσφυγικών κρίσεων.
Οφείλουμε να ρωτήσουμε. Βοήθησαν;
Κατηγορηματικά ναι. Σε ατομικό, ανθρώπινο επίπεδο, διαχρονικά οι
πρόσφυγες είχαν πρόσβαση σε τροφή και στέγη, η πείνα καταπολεμήθηκε, τα παιδιά
εμβολιάστηκαν και χιλιάδες περιπτώσεις θυμάτων κακοποίησης έλαβαν ψυχική
υποστήριξη. Οι άνθρωποι μπόρεσαν να επιβιώσουν και να οργανώσουν ξανά τη ζωή
τους. Ωστόσο, σε ένα πιο μακροπρόθεσμο πλαίσιο, τα τρισεκατομμύρια χρηματικής
βοήθειας για την αντιμετώπιση της φτώχειας και των προσφυγικών κρίσεων στην
Αφρική και αλλού, ενδεχομένως οδηγεί και στο αντίθετο συμπέρασμα: ο δρόμος για
τη φτώχεια είναι στρωμένος με τα χρήματα της ανθρωπιστικής βοήθειας. Μα είναι
δυνατόν;
Τα ξένα κεφάλαια ανθρωπιστικής βοήθειας που προσφέρονται στις χώρες
που βιώνουν ανθρωπιστική κρίση, είτε μέσω των επενδύσεων της Διεθνούς Τράπεζας
είτε μέσω απευθείας χρηματοδότησης με τη διαμεσολάβηση των διάφορων ΜΚΟ, έχει
οδηγήσει σε πολλές περιπτώσεις τα κράτη υποδοχής να μην αναλαμβάνουν την ευθύνη
για την ουσιαστική λειτουργία τους. Αντί, δηλαδή, τα κράτη υποδοχής οικονομικής
βοήθειας να εργάζονται, ώστε να δημιουργήσουν τις απαραίτητες μόνιμες δομές, οι
οποίες θα τους επιτρέπουν να αντιμετωπίζουν κρίσεις και να λύνουν προβλήματα με
διαφάνεια, επαναπαύονται στην παρουσία των εργαζόμενων στην ανθρωπιστική βοήθεια
και των εθελοντών που ανακουφίζουν τα συμπτώματα της κρίσης. Πολλές μελέτες
έχουν τεκμηριώσει ότι οι κυβερνήσεις των κρατών υποδοχής παύουν να θεωρούν ότι η
επίλυση της ανθρωπιστικής κρίσης είναι δικό τους πρόβλημα, δεν λογοδοτούν στους
πολίτες που στη θεωρία οφείλουν να υπηρετούν και εγκαταλείπουν την προσπάθεια
για συνθήκες καλής διακυβέρνησης.
«Οι κυβερνήσεις των κρατών υποδοχής παύουν να θεωρούν ότι η επίλυση
της ανθρωπιστικής κρίσης είναι δικό τους πρόβλημα, δεν λογοδοτούν στους πολίτες
που στη θεωρία οφείλουν να υπηρετούν και εγκαταλείπουν την προσπάθεια για
συνθήκες καλής διακυβέρνησης».
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να λάβουμε
υπόψη μας είναι ότι η παρουσία πολλών ΜΚΟ και άφθονου προσωπικού ανθρωπιστικής
βοήθειας σε συνδυασμό με τα μεγάλα κονδύλια που διανέμονται δημιουργούν
παραμορφωτικά χαρακτηριστικά στις ντόπιες οικονομίες. Έχει παρατηρηθεί
σε χώρες της Αφρικής, όπου η παρουσία διεθνών οργανισμών και ΜΚΟ είναι
καταιγιστική, να δημιουργούνται επίπλαστες συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης με
αποτέλεσμα οι τιμές στα τρόφιμα και τα ενοίκια να ανεβαίνουν και τα καταναλωτικά
αγαθά και οι υπηρεσίες να ακριβαίνουν.
Παρόλο που ορισμένοι υπερασπίζονται
την εισροή των κεφαλαίων και την άφιξη εργαζομένων στην ανθρωπιστική βοήθεια ως
μοχλό ενίσχυσης των τοπικών οικονομιών, στη πραγματικότητα πρόκειται για
μια «ΜΚΟ-κίνητη» τόνωση της οικονομίας. Πρακτικά, οι
κυβερνήσεις υποδοχής στηριζόμενες σε συνεχείς επιδοτήσεις και στο μικρό κύκλο
της πραγματικής οικονομίας «έκτακτης ανάγκης» που δημιουργείται, σταματούν να
εργάζονται για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και που μπορούν να οδηγήσουν
σε συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης. Συνηθίζεται, λοιπόν, οι κυβερνήσεις των
αναπτυσσόμενων και εύθραυστων κρατών να εφησυχάζουν, να διατηρούν ανέπαφες τις
κρατικοδίαιτες οικονομίες τους και να εμποδίζουν την ενθάρρυνση ενός υγειούς
περιβάλλοντος για την προσέλκυση επενδύσεων. Διατηρώντας μια «σχετική αυτονομία»
συντηρούν την ενδημική διαφθορά, κακοδιαχειρίζονται τα δημόσια κεφάλαια και,
ακριβώς επειδή δεν κάνουν οικονομικές μεταρρυθμίσεις, δεν αντιμετωπίζουν σοβαρό
πολιτικό κόστος. Ο εξορθολογισμός της δημόσιας διοίκησης αναβάλλεται, αφού το
πελατειακό κράτος ανακαλύπτει νέους τρόπους επιβίωσης.
Πολλές κυβερνήσεις
υποδοχής ανθρωπιστικών πόρων γίνονται όλο και πιο εξαρτημένες από την παρουσία
και τη δράση των ΜΚΟ, προσπαθώντας να διατηρηθούν στην εξουσία. Μολονότι οι ΜΚΟ
έχουν καλές προθέσεις τείνουν να γίνονται ένα τμήμα μιας άκρως προβληματικής
κατάστασης. Από τη μια πλευρά, αντιμετωπίζουν με αμηχανία την απαράδεκτη
ολιγωρία και αδυναμία των κυβερνήσεων να ενεργούν στη περιοχή της ευθύνης τους
και να εξασφαλίζουν αυτά που πρέπει και, από την άλλη, λειτουργούν σε ένα
μικρόκοσμο εθελοντών, όπου η ηθική υπεροχή της αλληλεγγύης εξελίσσεται σε
ιδεολογικό παραπέτασμα που απλουστεύει (και πιθανόν αποτρέπει) μακροπρόθεσμες
και συστημικές λύσεις.
«Οι
κυβερνήσεις υποδοχής στηριζόμενες σε συνεχείς επιδοτήσεις και στο μικρό κύκλο
της πραγματικής οικονομίας «έκτακτης ανάγκης» που δημιουργείται, σταματούν να
εργάζονται για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και που μπορούν να οδηγήσουν
σε συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης».
Τέλος δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι
αρκετές ΜΚΟ, προκειμένου να λειτουργούν και να διαιωνίζουν τη δράση τους, είναι
απόλυτα εξαρτημένες από μια διαρκή ροή δωρεών. Η άντληση
χρημάτων από δωρεές και εράνους και η διαχείριση των πόρων αυτών από τις
εκτελεστικές επιτροπές των ΜΚΟ που στηρίζονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία (αλλά
και σε κρατικές επιχορηγήσεις) καθιστούν αρκετά πολύπλοκες τις συνθήκες
οικονομικής βιωσιμότητας. Επιπλέον, έχει καταγραφεί σε πολλές έρευνες ότι
όσο αυξάνονται τα κεφάλαια ανθρωπιστικής βοήθειας που διανέμονται στις
ΜΚΟ, τόσο μειώνονται οι άμεσες ξένες επενδύσεις στις χώρες υποδοχής.
Δηλαδή, είναι πιθανότερο, όταν οι συνθήκες της ανθρωπιστικής κρίσης εντείνονται,
οι ΜΚΟ να αντλούν περισσότερους πόρους και να αυξάνουν τη δράση τους και
αντίστοιχα το κράτος να υπολειτουργεί. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι μόνο οι άμεσες
ξένες επενδύσεις μπορούν να προσφέρουν ανάπτυξη, δουλειές, πολιτική σταθερότητα
και να συμβάλλουν στην βελτίωση της διαβίωσης των κατοίκων μιας χώρας που βιώνει
οποιουδήποτε τύπου ανθρωπιστική κρίση.
Ας μην γίνουμε Λίβανος, λοιπόν,
κύριοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου