Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Στεφάνη (Καντζάς) Πρέβεζας. Απολαύστε τα video




Απολαύστε τα video

















Η Στεφάνη είναι χωριό του νομού Πρέβεζας, που ανήκει στον δήμο Πρέβεζας. Ο πληθυσμός του φτάνει τους 440 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Bρίσκεται βόρεια του Αμβρακικού κόλπου και του ποταμού Λούρου. Ενώ στον Βορρά του αρχίζει η Μικρή Λάκα Σουλίου, την ανατολή του την κρύβει το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, και δυτικά του το Ύψωμα Ράντος και το Ζάλογγο ρίχνουν την σκιά τους.
Η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν και παραμένει η γεωργία και η κτηνοτροφία. Ο πλούσιος βάλτος που σχηματίζει ο ποταμός Λούρος έθρεψε τους κατοίκους με τα χέλια του και τις αγριόπαπιες σε καιρούς δύσκολους, ενώ τώρα ακολουθεί την μοίρα της ευρύτερης περιοχής του Αμβρακικού κόλπου.
Ιστορία



Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Φίνλεϊ σαν "στενό του Κάντζα" (Κάντζας είναι η παλιά του ονομασία), όταν οι Σουλιώτες έστειλαν στρατό για βοήθεια στο Πέτα της Άρτας (Αύγουστος 1822) όπου έγινε και η ιστορική μάχη. Πριν οι Σουλιώτες φτάσουν στο Πέτα και περνώντας από τον Κάντζα δέχθηκαν την επίθεση των Τούρκων. Σήμερα οι ντόπιοι το φωνάζουν και "Καντζά".

Βόρεια του χωριού βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Βάτιας, αποικίας των Ηλείων (7ος αι.π.Χ). Γεωγραφικά ανήκει στα όρια της Αρχαίας Κασσώπης.

Στην ευρύτερη περιοχή της Στεφάνης έχουν εντοπιστεί λίθινα-πυριτολιθικά εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής Περιόδου (περίπου 40.000-24.000 π.Χ.), οχυρωμένη θέση-κάστρο ελληνιστικής εποχής (323-31 π.Χ.), καθώς και λείψανα του ρωμαϊκού υδραγωγείου της Νικόπολης (31 π.Χ. και μετά). Τέλος, ο περίφημος θησαυρός της Στεφάνης (περίπου 1300-1000 π.Χ. ο οποίος αποτελείται από αμφίστομους πέλεκεις, αιχμές δοράτων και τμήματα χάλκινου τόξου. Οι πέλεκεις ανήκουν στον γνωστό ελλαδικό τύπο. Είναι όμοιοι με τους χάλκινους πέλεκεις από την Καταμάχη Ιωαννίνων και χρονολογούνται στους υστεροελλαδικούς χρόνους.




























Ο θησαυρός της Στεφάνης ανακαλύφθηκε από τον Θεόδωρο Κριτσιμά του Νικολάου (κάτοικο Στεφάνης) στις 16 Μαρτίου 1985, ο οποίος τον παρέδωσε άμεσα στο τμήμα ασφαλείας Πρεβέζης. Συνολικά ο θησαυρός της Στεφάνης αποτελείται από: 4 ολόκληρους πέλεκεις, 6 σπασμένους στη μέση, 3 πέτρες για ακόνισμα, 3 δόρατα διαφόρων σχημάτων και διαφόρου μήκους, 1 σιδερένια βέργα κομμένη στα δύο, και 6 μικρά μπρούτζινα τεμάχια. Σήμερα φυλάσσεται στο μουσείο Ιωαννίνων.
Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, πολιούχου του χωριού, δεσπόζει σε ένα ύψωμα πάνω από το χωριό. Ο ναός είναι χτισμένος τον 17ο αιώνα με υπέροχες τοιχογραφίες σε όχι και τόσο καλή κατάσταση. Η σημερινή μορφή του ναού είναι η τρίτη αφού τις προηγούμενες δυο είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Στο ξυλόγλυπτο τέμπλο του αναγράφεται η χρονολογία 1867.
Ανατολικά του χωριού υπάρχει το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας το οποίο χτίστηκε το 1937 πάνω στα ερείπια μεσοβυζαντινού ναού. Σε εργασίες συντήρησης που έγιναν στο ναό πριν μερικά χρόνια βρέθηκε μπροστά από την ωραία πύλη τάφος, τα στοιχεία του οποίου παραμένουν άγνωστα ακόμη.

Η αρχαία Βατία (ή Βατίες)


 


Βόρεια της Στεφάνης και μέ επίκεντρο την περιοχή Ριζοβουνίου Πρέβεζας επεκτενόταν η Αρχαία Βατία.

Στο Ριζοβούνι σε λόφο ύψους 180 μέτρων σώζεται πολυγωνικό τείχος που περιέκλειε τον αρχαίο οικισμό Βατία με ακρόπολη στο μέσο. Ίχνη και θεμέλια σπιτιών, κατώφλια και υπέρθυρα, αυλόγυροι και τέσσερις δεξαμενές προβάλλουν μέσα από τα βάτα και τα αγριόδεντρα. Στο τείχος διακρίνονται τρεις μεγαλόπρεπες πύλες και δυο θύρες. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και προστατεύεται από ρωμαϊκό πύργο. Εσωτερικώς, η πόλη μοιράζεται με εσωτερικά τείχη σε τρία τμήματα και στην ακρόπολη στο ψηλότερο σημείο του λόφου, προς τα νότια. Μερικοί από τους πύργους της ανατολικής πλευράς φέρουν ρωμαϊκές επισκευές, καθώς και το περισσότερο μέρος του νότιου τείχους, στο οποίο υπάρχουν δυο εσωτερικές χτιστές κλίμακες. Το πλάτος του αρχαίου τείχους φτάνει τα 2.50 μ.,του δε ρωμαϊκού τα 1.40 μ.
Η Βατία υπήρξε αποικία των Ηλείων που ιδρύθηκε στο τέλος του 8ου αιώνα ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Το όνομά της αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς Θεόπομπο και Στράβωνα ενώ ετυμολογικά συνδέεται ίσως με τη λέξη «βάτος».
Οι Ηλείοι έφτασαν στην Ήπειρο δια θαλάσσης και ίδρυσαν τέσσερις αποικίες:
1. Βουχέτιο (σήμερα κάστρο Ρωγών, κοντά στη Νέα Κερασούντα)
2. Πανδοσία (σημερινό Τρίκαστρο)
3. Ελάτρια (σημερινό Παλαιορόφορο, παλ. Ωρωπό)
4. Βατία ή Βατίες ( βόρεια της Στεφάνης και με επίκεντρο το σημερινό Ριζοβούνι)
Η άνοδος των Ηλείων στην Ήπειρο και η ίδρυση της Βατίας εντάσσονται στην περίοδο του Β΄ αποικισμού (800-500 π.Χ.).

















Οι Ηλείοι ακολούθησαν το παράδειγμα των Μυκηναίων προγόνων τους οι οποίοι, κατά την περίοδο του Α΄ αποικισμού (ήδη από το 16ο αιώνα π.Χ.), είχαν ιδρύσει αποικίες στην Ήπειρο. Με τις αποικίες αυτές οι Μυκηναίοι διευκόλυναν τις εμπορικές συναλλαγές και εξασφάλιζαν τον έλεγχο της σημαντικής θαλάσσιας οδού της Αδριατικής, που οδηγεί στη Δυτική και στην Κεντρική Ευρώπη. Στον Όμηρο αναφέρεται μάλιστα ότι ο Οδυσσέας πήγε στην Εφύρα για να αγοράσει δηλητήρια για τα βέλη του, ενώ στην τρόπιδα της μυθικής Αργώς οι Αργοναύτες φέρεται να είχαν βάλει κομμάτι από τη μυθική βελανιδιά της Δωδώνης. Η επικοινωνία της Ηπείρου με τη νότια Ελλάδα διακόπτεται απότομα με την κάθοδο των Μολοσσών στα 1200 π.Χ. ενώ παρατηρείται στασιμότητα οικονομική και πολιτισμική ως το 700 περίπου π.Χ.
Οι Ηλείοι, στη συνέχεια, εγκαταστάθηκαν στις δυτικές ακτές της Ηπείρου, στις περιοχές της Κασσωπαίας και της Θεσπρωτίας και ίδρυσαν αποικίες μεταξύ Αμβρακίας, Λούρου και Αχέροντα, αναζωογονώντας την οικονομική ζωή της περιοχής.
Ο δρόμος που ακολουθούσε η μετακίνηση των εμπορευμάτων ήδη από την εποχή των Μυκηναίων ήταν ο εξής: από την Αδριατική θάλασσα έφταναν στις δυτικές ακτές της Ηπείρου, στα λιμάνια της Εφύρας κοντά στον Αχέροντα, της Κίπερης κοντά στην Πάργα και της Λυγιάς. Ύστερα, με τους πλωτούς ποταμούς του Αχέροντα και του Καλαμά, έφταναν στην κεντρική Ήπειρο και από διαβάσεις της Πίνδου κατέληγαν στη Θεσσαλία και από κει στη νότια Ελλάδα.
Η Βατία υπήρξε σημαντική πόλη των Ηλείων που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά την κλασική περίοδο. Είχε συνεχή κατοίκηση από τα αρχαϊκά χρόνια ως το 167 π.Χ. (υπολογίζεται ότι κατοικείτο από 3.000 κατοίκους), όταν καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Η θέση της Βατίας ήταν πολύ σημαντική γιατί βρισκόταν σε μια από τις κυριότερες διαβάσεις που οδηγούσαν τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, διαμέσου της κοιλάδας της Λάκκας Σουλίου, στο Μαντείο της Δωδώνης. Πιο συγκεκριμένα: η Βατία συνδεόταν με πεζόδρομο με τη Δωδώνη και τη λοιπή περιοχή της Λάκκας. Επίσης, μέχρι το λιμάνι της Βατίας (σε λίμνη) έφταναν καράβια τα οποία διέρχονταν το στενό της Στεφάνης (πλάτος 70 μ.), σέρνονταν στη «δίωλκο» του «Κομμένου» και τέλος προσδένονταν στη Βατία. Σήμερα η πρόσβαση αυτή στη θάλασσα δεν υφίσταται, λόγω των γεωλογικών μεταβολών του χώρου.
Η Βατία και οι λοιπές αποικίες των Ηλείων υποτάχτηκαν στους Ηπειρώτες το 343/342 π.Χ. και μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα φαίνεται ότι δέχθηκαν τη μήνιν των Ρωμαίων. Βέβαια, οι επισκευές των τειχών στη Βατία από τους Ρωμαίους και μάλιστα πριν την ίδρυση της Νικοπόλεως μαρτυρούν μικρή εύνοια των επιδρομέων, γεγονός που ίσως εξηγείται από τη σπουδαιότητα της τοποθεσίας για τους Ρωμαίους, σύμφωνα με το Σωτήρη Δάκαρη. Πάντως, η καταστροφή της Ηπείρου από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ υπήρξε πρωτοφανής στους αρχαίους χρόνους. Καταστράφηκαν εκ θεμελίων 70 ηπειρωτικές πόλεις. Όταν ύστερα από 130 περίπου χρόνια ο Οκταβιανός Αύγουστος χρειάστηκε κατοίκους για τη νεόκτιστη από αυτόν Νικόπολη, αναγκάστηκε να μεταφέρει βίαια στη Νικόπολη τους πληθυσμούς της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, με αποτέλεσμα να ερημωθούν οι περιοχές αυτές. Και ακόμη μετέφερε κατοίκους από την Αμβρακία (τη σημερινή Άρτα), τη μόνη ηπειρωτική πόλη που δε γνώρισε την καταστροφή, επειδή κατά τους μακεδονικούς πολέμους (189 π.Χ. έως 167 π.Χ.) είχε ρωμαϊκή φρουρά. Ο γεωγράφος Στράβων στα Γεωγραφικά του γράφει: «Στην εύανδρο Ήπειρο και σε όλη την Ιλλυρία επικρατεί πολλή ερημιά και όλοι οι κατοικούμενοι οικισμοί κείτονται ερειπωμένοι».



















Η επιχείρηση αυτή στην Ήπειρο με τη θηριωδία που τη διέκρινε, είναι η πρώτη, στην ιστορία της διεξαγωγής των πολέμων από τη Ρωμαϊκή Πολιτεία. Και οι λόγοι της φοβερής αυτής καταστροφής υπήρξαν πολλοί:
. Ιστορικοί: ας έχουμε υπόψη μας ότι πριν 100 χρόνια από το γεγονός αυτό ο βασιλιάς της Ηπείρου, Πύρρος, εισέβαλε στην Ιταλία και απείλησε σοβαρά το κράτος της Ρώμης.
. Στρατιωτικοί: Μετά τη μάχη της Πύδνας και τη διάλυση του Μακεδονικού Βασιλείου, στη Μακεδονία επεβλήθη η Ρωμαϊκή ειρήνη αλλά αυτή δεν ήταν ασφαλής. Οι Ρωμαίοι για τον έλεγχο και την επιτήρηση της μακεδονικής ειρήνης χρειάζονταν, για τις μετακινήσεις τους, τον εδαφικό χώρο της Ηπείρου ελεύθερο. Και η καλύτερη ελευθερία εξασφαλιζόταν με τη δημιουργία μιας νεκρής ζώνης για μεγαλύτερη ασφάλεια της Ρώμης και της Ιταλίας από την, μέχρι τότε, πάντα ευαίσθητη ανατολική της πλευρά.
.Οικονομικοί: 150.000 χιλιάδες Ηπειρώτες σκλάβοι, σύμφωνα με τον Πολύβιο, μεταφέρθηκαν στην Ιταλία για να δουλεύουν στα ρωμαϊκά μεταλλεία μέχρι θανάτου, για την ευημερία του ρωμαϊκού λαού.
.Πολιτικοί: από τους Ρωμαίους, ως πρόσχημα για την πρωτοφανή καταστροφή των ηπειρωτικών πόλεων, προβλήθηκε η αποστασία των Μολοσσών και η προσχώρησή τους στους Μακεδόνες.

Ποταμός Λούρος.
 Ο ποταμός Λούρος πηγάζει από το όρος Τόμαρος (ή Ολύτσικα, υψόμετρο 1976m) κοντά στην περιοχή του Μαντείου της Δωδώνης, του Νομού Ιωαννίνων.Επίσης δέχεται τροφοδοτικούς παραπόταμους από την περιοχή του χωριού Βαρυάδες του Ν.Ιωαννίνων. Ακολούθως ρέει πορευόμενος παραπλεύρως της Εθνικής οδού Πρέβεζας Ιωαννίνων, περνάει από τα χωριά Βούλιστα, Παναγιά, Κλεισούρα, και μετά το χωριό Κερασώνα τα νερά του εγκλωβίζονται από το Τεχνητό Υδροηλεκτρικό Φράγμα της ΔΕΗ Λούρου, ύψους 25m και πλάτους 70m. Ένα τμήμα των υδάτων του Λούρου, διοχετεύεται με σήραγγα ανατολικά μέσα από λόφο (κατασκευή: 1963), και ξαναπέφτει στο κεντρικό τμήμα του ποταμού, λίγο πρίν το χωριό Αγιος Γεώργιος. Στο χωριό Αγιος Γεώργιος υπάρχουν οι «πηγές του Λούρου» από τις οποίες υδρεύεται η Αρτα, η Πρέβεζα και η Λευκάδα. Επίσης κοντά στο χωριό Αγιος Γεώργιος είναι κατασκευασμένο το γιγαντιαίο για την εποχή του Υδραγωγείο Λούρου, που κατασκευάσθηκε μετά το 31 π.Χ. με εντολή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου Οκτάβιου, με το οποίο υδρεύετο τότε η Νικόπολις (πληθυσμός : 300.000 άτομα). Τα νερά του Λούρου τότε μέσω του Υδραγωγείου κατευθύνονταν απέναντι (δεξιά της Εθνικής οδού, προς Πρέβεζα), και μέσω σήραγγας στο βουνό (χιλιάδες δούλοι εργάσθηκαν για τη διάνοιξή της) προς το νότο. Κοντά στο σημερινό χωριό Αρχάγγελος του Νομού Πρέβεζας υπάρχει και δεύτερο υπόλλειμα μικρού ρωμαϊκού υδραγωγείου. Μετά το φράγμα της ΔΕΗ τα νερά του Λούρου, ορμητικά πλέον λόγω του εμπλουτισμού τους από πολλές πηγές της περιοχής Αγίου Γεωργίου, πορεύονται πλησίον του χωριού Παντάνασσα του Νομού Αρτας. Απέναντι από την Παντάνασσα, βρίσκεται η ελβετικής ομορφιάς λίμνη του Ζηρού. Η πορεία του ποταμού στη συνέχεια συγκλίνει προς την κοινότητα Νέας Κερασούντος και περνά δίπλα στο μεσαιωνικό «Κάστρο των Ρωγών». Πιο κάτω, επίσης ο Λούρος δέχεται παραπόταμο από τους λόφους του Βαλαωρίτη (χωριά Στεφάνη, κλπ). Στην πορεία αυτού του παραπόταμου προς το Λούρο, βρίσκεται το αποκαλούμενο «αισθητικό αλσύλιο» και η «μονή του Αγίου Βαρνάβα» το οποίο έχει αναπλασθεί με κονδύλια του ευρωπαϊκού προγράμματος Leader I. Στη συνέχεια ο ποταμός διέρχεται από ελώδη περιοχή πού εύκολα πλημυρίζει και ονομάζεται βάλτος του Λούρου, μεταξύ των χωριών Πέτρα και Στρογγυλή, ανατολικά και Στεφάνη δυτικά, παρά την λιμνοθάλασσα της Ροδιάς. Στη συνέχεια περνάει από τον κάμπο των κοινοτήτων Νέα Σαμψούς, Nέα Σινώπη. Τελικά μετά από ένα εύκολο και πλωτό τμήμα στον κάμπο των Φλάμπουρων, ο ποταμός εκβάλλει στο Μιχαλίτσι, στον όρμο Σαλαώρας, του Αμβρακικού Κόλπου. Παλαιότερα (1912) όλος ο Λούρος ποταμός από τις εκβολές του έως τη Φιλιππιάδα ήταν πλωτός και μάλιστα υπάρχουν φωτογραφίες βαρκών πού μεταφέρουν πολεμοφόδια κατά τον πόλεμο απελευθέρωσης της Ηπείρου από τους Οθωμανούς (λεύκωμα Νίκου Καράμπελα, έκδοση 1996). Ατυχώς ο Λούρος αποτελεί πρότυπο λίαν ρυπασμένου ποταμού και αυτό αποτελεί αντικίνητρο για ανάπτυξη των αθλημάτων Rafting και Kayak.

Δεν υπάρχουν σχόλια: