Το πιο ανήθικο κομμάτι της ελληνικής
Πολιτείας είναι το τραπεζικό. Περίτρανη απόδειξη η πολιτική πραγματικότητα της
χώρας μας που παρουσιάζει την εικόνα ενός κράτους με κοινούς πολίτες (χωρίς να
είναι ενεργά μέλη του χρημοτοπιστωτικού συτήματος) να βρίσκονται στα δικαστήρια
καταθέτοντας μηνύσεις και αγωγές για να σώσουν τις περιουσίες τους απο
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Το νομοσχέδιο για επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν.
4334/2015 που ψηφίστηκε την 20ή Ιουλίου 2015, αντί να βάλει τέλος σε αυτή την
εικόνα συλλογικής ανασφάλειας την αναπληρώνει με ένα τοπίο επερχόμενης
αθλιότητας και απελπισίας. Το Κράτος αποφασίζει όχι μονο να εγκαταλείψει τους
δανειστές στην τύχη τους αλλά και να τους αφαιρέσει και τις τελευταίες ευκαίρίες
να στραφούν προς το Νόμο σε αναζήτηση προστασίας από την Αναγκαστική Εκτέλεση,
δηλαδή την κατάσχεση των περιουσιών τους. Φυσική κατάληξη μιας πραγματικότητας
όπου οι τράπεζες παράγουν πολιτικούς, αφού διαθέτουν το αναγκαίο κεφάλαιο προς
επένδυση σε κοστοβόρες πολιτικές καριέρες. Αθρόα τα παραδείγματα, ατελείωτη η
λίστα.
Ο πλέον χτυπημένος επαγγελματικός κλάδος είναι αυτός
των ακινήτων. Για δεκαετίες χωρίς καμία ιδιαίτερη διευκόλυνση από το
Κράτος αυτο-αναδείχθηκε με δικές του δυνάμεις σε ατμομηχανή της ελληνικής
οικονομίας, κάτι που κυβερνήσεις και υπουργοί οικονομικών οικειοποιήθηκαν ως
δικό τους κατόρθωμα και για δική τους προσωπική προβολή .
Στον κόσμο των
επιχειρήσεων τέτοιου είδους οικονομικά κατορθώματα (τα οποία ονομάζονται
Ανάπτυξη) επιτυγχάνονται μόνο μέσω επενδύσεων. Οι επενδύσεις χρειάζονται
κεφάλαιο και το κεφάλαιο προμηθεύεται από τις τράπεζες. Με αυτό το σκεπτικο
ξεκίνησε η πλέον μεθοδευμένη εξαπάτηση του ελληνικού λαού.
Εξαπάτηση διοτι ο
Έλληνας σε θέματα χρέους ήταν συντηρητικός. Το «Δε χρωστάω, έχω μέτωπο
καθαρό» ήταν ένας απο τους ακρογωνιαίους λίθους της κουλτούρας μας. Για να
μπορέσει να διατηρηθεί το μέτωπο καθαρό, και η τσέπη χρεωμένη, το ελληνικό
κράτος επεδόθη σε μια πρωτοφανή εικοσαετή προπαγάνδα παραπληροφόρησης,
διαβεβαιώνοντας τον κόσμο ότι με τις κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης στο τιμόνι η
ελληνική οικονομία δεν είχε τίποτα να φοβηθεί.
Πάνω σε αυτή την πλατφόρμα οι
τράπεζες ξεσάλωσαν προσφέροντας απλόχερα επιχειρηματικά δάνεια αλλά και
καταναλωτικά, στεγαστικά. Οικοδομήθηκε ένα όνειρο για ένα καλύτερο αύριο στο
όνομα της «Ανάπτυξης» και μιας καλύτερης Ελλάδας πάνω σε σαθρά θεμέλια
με το Κράτος να χτυπάει παλαμάκια.
Στην Οικονομία τα ακίνητα
έχουν μια ιδαιτερότητα. Είναι ένα περιουσιακό αγαθό που δεν κρύβεται σε
μία τσέπη ή σε συρτάρι. Ουδείς μπορεί να αποφύγει τη φορολόγηση ακινήτου του.
Για αυτό και το ακίνητο υπήρξε πάντοτε το αγαπημένο παιδί της εφορίας, το
δεκανίκι κάθε κυβέρνησης που χρησιμοποιείτο μάλιστα σα σημαία του λαϊκισμού των
Ελλήνων πολιτικών περί «εχόντων και κατεχόντων» κλπ. Ο κλάδος ακινητων
που συνέβαλε τα μέγιστα στους Απολογισμούς του Κράτους δαιμονοποιείτο την ίδια
στιγμή απο τους ίδιους πολιτικούς που τον χρησιμοποιούσαν για να δείχνουν
αποτελέσματα στην Ευρώπη και να εξασφαλίζουν μετέπειτα καριέρες στο
εξωτερικό.
Ο συνολικός κλάδος ακινήτων: ιδιοκτήτες, κατασκευαστές,
προμηθευτές υλικών, μεσίτες αστικών συμβάσεων αντιμετωπιζόταν ως σίγουρη
πηγή αφαίμαξης μεν, αλλά και ως παιδιά ενός κατώτερου θεού. Για αυτό
και με την έλευση της οικονομικής κρίσης το Κράτος αντί για στήριξη (με μοναδική
εξαίρεση το νόμο Κατσέλη ο οποίος δεν αγγίζει τον επιχειρηματικό κόσμο)
αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει με την καταδίωξη και την κατάσχεση. Βέβαια οι
τράπεζες, κατανοώντας τους προβληματισμούς των δανειστών προσέφεραν
«ρυθμίσεις».
«Κοίτα να τους φέρεις στο φιλότιμο. Κάνε τους να
χασομερούν. Κάνε πως σου κακοφαίνεται και μετά πάσαρέ τους το». Με αυτή την
τακτική οι τραπεζικοί υπάλληλοι έπειθαν τους καλόπιστους δανειστές να αποδεχθούν
απεχθείς όρους πριν ενενήντα χρόνια όπως περιγράφει ο Τζων Στάινμπεκ στα
«Σταφύλια της Οργής», το πιο σημαντικό μυθιστόρημα με θέμα κατασχέσεις
περιουσιών από τραπεζικούς οργανισμούς.
Οι ρυθμίσεις που προσέφεραν οι
ελληνικές τράπεζες βασιζόντουσαν σε επιμηκύνσεις δόσεων όπου η διαφορά
προστίθετο στο αρχικό κεφάλαιο και ανατοκιζόταν με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να
πληρώνει τη μηνιαία δόση του και τον επόμενο μήνα να χρωστάει περισσότερα. Και
όταν ο οφειλέτης αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του τότε του ζητείτο
να ρίξει στο πακέτο και κανένα ακίνητο μέχρι «να διορθωθούν τα
πράγματα». Μια διαδικασία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και συνοδεύεται από
μπαράζ επιθετικών τηλεφωνημάτων απο εισπρακτικές εταιρίες, ένα ασύλληπτο
bullying που θεσμοθέτησε σημαίνων πολιτικός για να αποκαταστήσει τα παιδιά
του.
Υπό αυτή την οπτική γωνία η ψήφος της 20ής Ιουλίου στη Βουλή ήρθε να
σφραγίσει την εξόντωση του κλάδου ακινήτων με την ψήφιση της επίσπευσης
πλειστηριασμών ως φινάλε.
Παράλληλα δεν σταματήσαμε ποτέ να πληρώνουμε εφορία
και ΕΝΦΙΑ στην αντικειμενική αξία, μια θεωρητική αξία που δεν έχει καμία πλέον
ανταπόκριση με την πραγματική τιμή αγοράς ενός ακινήτου. Μονάχα που την ίδια
μαύρη νύχτα του αποφασίστηκε ότι η τιμή εκκίνησης ακινήτων στους πλειστηριασμούς
δεν θα είναι πλέον η αντικειμενική αλλά η πραγματική τους τιμή (κατά πολύ
χαμηλότερη της αντικειμενικής).
Παράλληλα όμως ο «Αγοραστής» που
κράτος και τράπεζα προσεκάλεσαν για να εκποιήσουν την περιουσία κάποιου πολίτη
θα καλείται να πληρώσει φόρο μεταβίβασης στο Κράτος για το πλειστηριαζόμενο
ακίνητο πάνω στην...αντικειμενική αξία! Τσα! Χαιρετάμε το «Κράτος
Απατεώνα».
Σε αυτό το σημείο όμως στερεύει το
χιούμορ.
Ο πολιτικός μας κόσμος χαρακτήρισε την ψηφοφορία της 20ής
Ιουλίου ως δυσάρεστο μέτρο που εξαναγκάστηκε να πάρει με σκοπό τη διάσωση των
τραπεζών. Όμως είναι γνωστό ότι τα μεγαλύτερα κέρδη στις τράπεζες προέρχονται
από τη διαχείριση των ζημιών τους αφού λαμβάνουν τεράστια οικονομικά πακέτα
βοηθείας για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν. Από τα πακέτα στήριξης που έλαβαν
για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την αιμορραγία απο τα κόκκινα δάνεια ουδείς
δανειολήπτης ελαφρύνθη.
Το πλέον πιθανό είναι ότι οι ίδιες οι τράπεζες θα
αρχίσουν να κτυπάνε τα ακίνητα που πλειστηριάζουν σε εξευτελιστικές τιμές και
κατόπι θα εμφανίζουν τα εν λόγω ακίνητα στον ισολογισμό τους στην αντικειμενική
τιμή παρουσιάζοντας...κέρδος!
Για να διευκολυνθεί αυτό το παιχνίδι έρχονται
τα μέτρα εφαρμογής με τη μορφή του κατεπείγοντος. Ο πολιτικός κόσμος τα ψηφίζει
«διαρρηγνύοντας τα ιμάτια του» για τον εξαναγκασμό στον οποίον οι
«εξωτερικές πιέσεις» τον υποβάλλουν για να μπορέσει να διατηρηθεί η
χώρα στο ενιαίο νόμισμα. Μέσα στο πακέτο ψηφίζει και ένα άρθρο που προσδιορίζει
ότι ο δανειολήπτης χάνει πλέον το δικαίωμα του να μπορεί να εξοφλήσει το δάνειο
του με τα λεφτά που είναι δεσμευμένα στην ίδια τράπεζα που έχει εκδόσει το
δάνειο. Δικαιούται, ή μάλλον υποχρεούται, να καταβάλει μόνο την τρεχουσα δόση
του συγκεκριμένου μηνός. Δηλαδή από την 20 Ιουλίου και πέρα είναι όμηρος του
τραπεζικού οργανισμού στον οποίον οφείλει.
Τυπικά το ευρώ είναι ενιαίο
νόμισμα: Ένα ευρώ στην Ιρλανδία δεν διαφέρει σε αγοραστική δύναμη με ένα ευρώ
στην Εσθονία, την Ελλάδα ή ως τουριστικό συνάλλαγμα στη Μογγολία. Με την
προαναφερθείσα πολιτική απόφαση, τα δεσμευμένα ευρώ στις ελληνικές τράπεζες δεν
έχουν πλέον το ίδιο αντίτιμο με τα ευρώ που κυκλοφορούν στο εξωτερικό ή
βρίσκονται στα χέρια των πολιτών εντός συνόρων μεν αλλά εκτός τραπεζικού
συστήματος δε. Ουσιαστικά βρισκόμαστε σε καθεστώς τουλάχιστον παράλληλου
νομίσματος.
Το όχημα αυτό οδηγούν οι τράπεζες με τους πολιτικούς να
παριστάνουν τα θύματα των περιστάσεων και τους «τελευταίους τροχούς της
αμάξης». Και ενώ το χρηματοπιστωτικό σύστημα αρχίζει να απαιτεί το
θεσμοθετημένο πλέον δικαίωμα του στη «λίβρα σάρκας» πολλών συμπολιτών
μας, μεγάλη μερίδα του ελληνικού πολιτικού κόσμου συνεχίζει να υποτιμά τη
νοημοσύνη των πολιτών του. Αυτό είναι και το πλέον στυγερό πρόσωπο του «κράτους
απατεώνα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου