Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Νίκος Γκάλης. Ο άνθρωπος που περπατούσε στον αέρα

gkalis_klama.jpg


Ήμουν παιδί, μα το θυμάμαι σαν χθες, όταν αγόρασα την πρώτη μου μπάλα του μπάσκετ. Molten η μάρκα, η καλύτερη της αγοράς. Την πήρα στο χέρι με δέος, δώρο των γονιών μου για το Άλφα στον έλεγχο. Έβαλα τα αθλητικά μου παπούτσια, ''φοράει strike και καρφώνει'' και πήγα κατ᾽ευθείαν στο γήπεδο μπάσκετ της γειτονιάς μου, κάπου στη Θεσσαλονίκη.

Πάντα στο γήπεδο χωριζόμασταν σε Αρειανούς και Παοκτσήδες. Ή να το πω διαφορετικά, σε Γκάληδες και αντί-Γκάληδες. Εγώ ήμουν αμετανόητος Παοκτσής, με είχε πείσει ο συγχωρεμένος ο θείος μου απο τα τέσσερα ακόμη, με γαλυφιές, όπως συνηθίζουν οι μεγάλοι...
Κάθε φορά που έπιανα τη μπάλα στα χέρια, είχα το μυαλό μου στον Γκάλη, τον εχθρό, αυτόν που ήθελα να νικήσω. Άσχετα αν προσπαθούσα να σουτάρω με το δικό του στυλ, να κάνω την τρίπλα τη σταυρωτή, τα σπασίματα της μέσης, τη μπακ ντορ, το περπάτημα στον αέρα. Δε σήμαινε ότι το εκτιμούσα κιόλας το ''σκουλήκι''.

Εκείνο το διάστημα οι δύο ομάδες της Θεσσαλονίκης μεσουρανούσαν στο Ελληνικό πρωτάθλημα. Οι αγώνες μεταξύ τους ήταν το γεγονός της χρονιάς για τη συμπρωτεύουσα. Με τον Άρη πάντα νικητή. Ο άτιμος ο Γκάλης δε μ᾽άφηνε να χαμογελάσω. Θυμάμαι, οι συζητήσεις ήταν πάντα γύρω από αυτόν. Οι Αρειανοί φίλοι μου είχαν τον Γκάλη και γω έψαχνα να βρω τον δικό μου Γκάλη. Είχε, τότε, φέρει ο Βεζυρτζής τον Μπίλυ Βάρνερ, έναν Αμερικανό, ο οποίος έπαιζε μόνο στην Ευρώπη, δε επιτρεπόταν η συμμετοχή ξένου στο πρωτάθλημα. Αυτός ήταν ο Γκάλης μου, σκόραρε 30 πόντους, ήταν παικταράς και βέβαια, δεν έπαιζε Ελλάδα οπότε δε μπορούσε κανείς να μου καταστρέψει το μύθο. Τον Βάρνερ ακολούθησαν πολλοί Αμερικανοί, καθέναν απ᾽ αυτούς τον σύγκρινα με τον Γκάλη, μάλωνα, φώναζα, εξηγούσα γιατί είναι καλύτερος και ότι αυτή τη φορά θα κερδίσουμε. Και κάθε φορά η ίδια απογοήτευση. Να ντρέπομαι να πάω τη Δευτέρα σχολείο, για να μη συναντήσω το υπεροπτικό βλέμμα των Αρειανών συμμαθητών μου.

Μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι ο Γκάλης ήταν ένας. Λίγο το πεσμένο ηθικό από τις συνεχείς ήττες, λίγο που με μαλάκωνε η Εθνική, το συνειδητοποίησα. Τον άφησα στην άκρη, ήθελα και γω τον ήρωά μου. Και τον βρήκα, στο πρόσωπο του Πρέλεβιτς. Οκ, δεν ήταν Γκάλης μα αυτός ο Σέρβος είχε καρδιά πρωταθλητή. Και το ´δειχνε στο γήπεδο, όπως εκείνο το ΠΑΟΚ-ΑΡΗΣ που σούταρε από το κέντρο, με κείνα ''τα βήματα'', και νικήσαμε. Δεν ήταν βήματα, επέμενα επί χρόνια, το πρώτο βήμα είναι που κάνουν και στο NBA και επιτρέπεται.

Όντως, ο Γκάλης ήταν ο άνθρωπος που κέρδιζε ακόμη και από ένα μικρό παιδί αντίπαλης ομάδας το σεβασμό. Όλοι μιλούσαν για αυτόν, στο σχολείο, στην τηλεόραση, στο φούρνο, στη λαϊκή. ακόμη και οι μανάδες μας τον μνημόνευαν στο μπαλκόνι τα καλοκαίρια. Μία ολόκληρη πόλη, μία ολόκληρη χώρα, τον λάτρεψε. Ήταν ο Γκάλης όλων των Ελλήνων.

Ώσπου ήρθε ο Μητρούδης, ο πρόεδρος που έταξε στον κόσμο του Άρη τα πάντα, μέχρι και γήπεδο εντός έξι μηνών και έδιωξε τον Γκάλη από την ομάδα, φέρνοντας και κείνος τον αντί-Γκάλη του, τον Ρόι Τάρπλεϊ. Μα δεν ήξερε αυτό που γνώριζαν και τα μικρά παιδιά, δεν υπάρχει αντί-Γκάλης.

Ο Γκάλης μετακόμισε στον Παναθηναϊκό και το μπάσκετ μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Τελευταία μου οπαδική ανάμνηση εκείνο το χαμένο φάιναλ φορ της Αθήνας, με την εκπληκτική πεντάδα του ΠΑΟΚ (Κόρφας-Πρέλεβιτς-Μπάρλοου-Λέβινγκστον-Φασούλας) και το χαμένο πρωτάθλημα από τον Ολυμπιακό. Μαζί με τον Γκάλη έφυγε και ο ΠΑΟΚ από το προσκήνιο. Τότε δεν είχα καταλάβει το γιατί.

Με τα χρόνια η ιστορία του Γκάλη μού άφησε μία πικρία. Όχι για τη χασούρα και το ''ποτέ-ποτέ-ποτέ''. Κείνα τα ´χα συνηθίσει. Μα επειδή την επανάσταση του Ελληνικού μπάσκετ την καρπώθηκαν όλοι εκτός απ´ αυτόν. Τον είχα μάθει πια, ποιος ήταν. Ήσυχος, ειλικρινής, λιγομίλητος, κρύος και αγέλαστος. Ποτέ του δε θα διεκδικούσε τα αυτονόητα, ποτέ του δε θα έλεγε ποιος είναι ή τι έκανε και τι θα έπρεπε να κάνει ο σύλλογός του ή η Ελλάδα για κείνον. Ο Γκάλης ήταν ο πιο αδικημένος αθλητής στη σύγχρονη Ελληνική ιστορία.

Μέχρι που ήρθε αυτή η εκδήλωση από την ΚΑΕ ΑΡΗΣ, 16 χρόνια μετά, να τον τιμήσει για όσα έκανε, να του σηκώσει τη φανέλα με το Νο 6 ψηλά και να δώσει στο γήπεδο τ´ όνομά του. Μέχρι να κάνει το αυτονόητο.

Όλη αυτή η αδικία τον έτρωγε τον Νίκο, τυγχάνει να το ξέρω καλά. Και σαν ήρθε η ώρα να βγει στο κέντρο του γηπέδου, τα δάκρυα, ξένα για αυτόν, δεν έλεγαν να σταματήσουν. Δεν ήταν μόνο η απόδοση τιμών, η λατρεία του κόσμου, η αγάπη και η παρουσία συμπαικτών και αντιπάλων, ήταν η δικαίωση. Αυτήν γύρευε 16 χρόνια τώρα, όχι γιατί την είχε ανάγκη αλλά γιατί του άξιζε, γιατί την κέρδισε με το σπαθί του, μέσα και έξω από τα γήπεδα.

''Καλύτερα αργά παρά ποτέ'', είπε, ο άνθρωπος που περπατούσε στον αέρα και άλλαξε την ιστορία ενός αθλήματος.

Πήρα και γω το μερτικό μου, χειροκρότησαν τον δικό μου, τον Μπάνε. Οπότε, μαζί με το ζωντάνεμα των μνημών, καταλήξαμε και σε ένα χάπι εντ. Έτσι άρμοζε σε έναν μεγάλο Έλληνα αθλητή όπως ήταν ο Νίκος Γκάλης. Να κλείσει με νίκη, αφού έτσι είχε μάθει, να κερδίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: