Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Χρεών απέχεσθαι… (Απόψεις των παλαιών Τζουμερκιωτών για τους δανειστές και οφειλέτες)

                                                              
    Γράφει ο Χρήστος Αρ. Παπακίτσος

Το χρέος αποτελούσε ανέκαθεν βραχνά για τους Τζουμερκιώτες. Το απέφευγαν «όπως ο διάβολος το λιβάνι». Κλειστός ο τόπος τους, κλειστή η κοινωνία τους, κλειστή και η οικονομία τους. Ζούσαν με ό,τι τους απέδιναν τα «φτενά χωράφια» τους και τα ζωντανά τους. Και όσοι δεν είχαν τέτοια περιουσία, αποκτούσαν τα απαραίτητα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα ανταλλάσσοντας τον ιδρώτα και τη μαστοριά τους μ’ αυτά. Στις περιπτώσεις που τους πίεζε αδήριτη βιοτική ανάγκη, δανείζονταν το ψωμί της φαμιλιάς τους, μόνο από στενούς συγγενείς ή επιστήθιους φίλους, για να μην μάθει κανείς τις δοσοληψίες τους, για τις οποίες δεν χρειάζονταν μάρτυρες και εγγυήσεις . αρκούσε η «μπέσα», ο λόγος τιμής, που ποτέ «δεν τον πατούσαν» οι συναλλασσόμενοι. Δεν σπίλωναν οι πρόγονοί μας την αξιοπρέπειά τους και το ακέραιο ήθος τους. Και όταν η ζωή τούς έφερνε μπροστά σε κάποιο μεγάλο έργο που απαιτούσε πολλά έξοδα (ανέγερση κατοικίας, γάμο κοριτσιού κ. ά.) ή πολλά χέρια (θερισμός, τρύγος, αλώνισμα, ξεφλουδίσματα καλαμποκιών κ. ά.), εκτός από το καλό κουμάντο που έκαναν από πριν, είχαν και τη συνδρομή των χωριανών τους. Στα Τζουμερκοχώρια ήταν σε μεγάλο βαθμό αναπτυγμένη η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια, το εθιμικό «μιντάτ(ι)» που, αργότερα, όταν η περιοχή μας απέκτησε την ελευθερία της, καθιερώθηκε και θεσμικά ως «προσωπική εργασία», για την εκτέλεση μικρών κοινωφελών έργων (υδραύλακες, δρόμοι, γεφύρια, μονοπάτια) και η οποία καταργήθηκε το 1982. Οι Τζουμερκιώτες διακρίνονταν για τη συνέπειά τους και την υπερηφάνειά τους. Κανένας, όσο φτωχός κι αν ήταν, δεν ήθελε να υστερήσει σε προσφορά στον τόπο του και δεν καταδεχόταν να εκμεταλλευθεί τους συγχωριανούς του. Ο παραβάτης αυτού του άγραφου ηθικού νόμου «δεν είχε μούτρα να βγει στην κοινωνία του χωριού του».  Ο λόγος τιμής, η εντιμότητα, η αξιοπρέπεια και η λεβεντιά συντρόφευαν τον Τζουμερκιώτη σ’ όλη του τη ζωή .  

Άραγε, πώς θα αισθάνονταν οι περήφανοι Τζουμερκιώτες εκείνης της εποχής, αλλά και όλοι οι Ηπειρώτες, αν έβλεπαν τους σημερινούς απογόνους τους να απλώνουν τα χέρια τους και να εκλιπαρούν από κάποιους ελεήμονες αγρότες μια σακούλα ζαρζαβατικά;  Θα άντεχαν αυτήν την ξεφτίλα; Σίγουρα όχι ! Θα ένιωθαν διαπομπευμένοι «σαν να ’ταν στο γάιδαρο καβάλα», ανάποδα και να τους φτύνουν…

Ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου, αν και έχουν περάσει 65 χρόνια, οι συμβουλές της γιαγιάς μου προς τα 33 εγγόνια της, κάθε φορά που είχε δίπλα της πολλά απ’ αυτά. Παραθέτω τις κυριότερες: «Ευχή και κατάρα σας δίνω να μη βάλ(ε)τε ποτές χρέος. Καλύτερα μπομπότα με κρεμμύδια  κι αχρέωτος, παρά χάσκο ψωμί με κοψίδια, αλλά καταχρεωμένος». «Μην γίν(ε)τε ποτές μπαίγνιο αυτουνού που θα σας δανείσ(ει), ούτε  κακό μολόημα τ’ χωριού». «Μη φορέστε ποτές δαν(ει)κό βρακί, γιατί μπορεί να σας ξεβρακώσ(ου)ν μέσ’ τ’ μέσ’ στου παζάρ’».   «Ποτές μην καβαλ(η)κέψτε δαν(ει)κό γαϊδούρ’, γιατί μπορεί να σας ξεπεζέψ(ου)ν μ(ε)σοστρατίς». «Ο δανειστής σού παίρνει το νου, σου βγάζει τ’ν ψ(υ)χή και σου κόβει τη γλώσσα. Σε κάν(ει) να συλλο(γι)έσαι, να γροικάς και να λες αυτά που λέει  η αφεντιά τ’».

Ήξερε η πολύπειρη γιαγιά, που στη ζωή της «είχε τραβήξει του λιναριού τα πάθη», ότι ο δανεισμός είναι πράξη υπέρτατης αφροσύνης, μολονότι  ως αναλφάβητη δεν είχε διαβάσει τον Πλούταρχο που, το 92 μ. Χ., έλεγε στους τότε καταχρεωμένους Αθηναίους: «Έχεις;  Μη δανείζεσαι, γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις;  Μη δανείζεσαι γιατί δεν μπορείς να ξεπληρώσεις το χρέος σου. Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους, οι οποίοι….σαν όρνια  κατασπαράζουν τους οφειλέτες, βυθίζοντας το ράμφος στα σωθικά τους».

Φαίνεται ότι κανένας από τους γραμματιζούμενους διαχειριστές, στους οποίους αναθέσαμε να κουμαντάρουν το βιός μας, δεν έτυχε να διαβάσει ή να ακούσει τα παραπάνω λόγια του Πλουτάρχου. Αρχικά πλανήθηκα νομίζοντας ότι κάποιο «λαμόγιο» τους έκλεψε τη μετάφραση του αρχαίου κειμένου. Έδειχνα κατανόηση γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς μάθαιναν γράμματα μετά την «διά παντός αποβολή από τα ελληνικά σχολεία» των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, «επειδή… εφωράθησαν ομιλούντες… αλαμπουρνέζικα»! Από όσα, όμως, ακούω τον τελευταίο καιρό, δεν είμαι βέβαιος αν αρκετοί από αυτούς μπορούν να κατανοήσουν και αυτόν ακόμα τον εθνικό μας ποιητή Διον. Σολωμό  που προειδοποιεί στην καθομιλουμένη ότι: «δεν είναι εύκολες οι θύρες, αν η χρεία τες κροταλεί».  

Αλλά και για την ποιότητα των δανειστών είχε γνώμη η βάβω μου: Μυαλωμένος δανειστής, έλεγε,  είναι εκείνος που προσεύχεται να μην πάθει κακό ο χρεοφειλέτης του, γιατί τα δανεικά που τού ’δωσε θα  γίνουν αγύριστα. Για να τον κρατήσει ζωντανό και να τον «αρμέγει»,  του δίνει και κάποιο καρπερό χωράφι («μπαχτίκι») που το έχει χέρσο να το δουλεύει, να βγάζει πολλή σοδειά, να συντηρεί την οικογένειά του και να του περισσεύει κάτι για να ξεπληρώνει σιγά-σιγά το χρέος του. Άμυαλος και απάνθρωπος είναι εκείνος που του δίνει νέο δάνειο για να ξεπληρώσει το παλιό, τον χρεώνει ίσαμε τ’ αυτιά, του πίνει το αίμα και τον κάνει να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Ακόμα χειρότερος είναι εκείνος που αδρανοποιεί τον οφειλέτη του χώνοντάς τον φυλακή. Είναι βέβαιο ότι  απ’ αυτόν δε θα πάρει ποτέ τίποτα, «ούτε ένα τσουβάλι άχυρα»… Τέτοια μας έλεγε η γιαγιά μας. Φαίνεται πως οι ξένοι και οι ντόπιοι τραπεζίτες και τοκογλύφοι, καθώς και οι … «φορομπήχτες» μας, δεν είχαν την τύχη να έχουν γιαγιάδες Τζουμερκιώτισσες ή Ηπειρώτισσες…   

Μήπως, όμως, στις μέρες αποπαίρνουμε μονομερώς τους «φύλακες - κέρβερους» της οικονομίας και της αξιοπρέπειάς μας; Μήπως αυτοί, «για να μη μας χαλάσουν τη ζαχαρένια», μας πότιζαν, «για το καλό μας και προπαντός για το καλό τους», με τερψιλαρύγγια, αλλά ανθυγιεινά σερμπέτια, γιατί αυτά «ζητούσε ο οργανισμός μας» και όχι με ζωηφόρα, αλλά πικρά και τσουχτερά καταπότια, η δυσανεξία μας στα οποία ήταν έκδηλη; Έτσι, οι εξ ημών εξυπνάκηδες, οι ανώριμοι «γλειφιτζούρηδες», (οι «αεί παίδες»), εθιστήκαμε («μιθιδρατικώ τω τρόπω») στον ωχαδερφισμό και από εκεί στον «μπαχαλακισμό» και το «λαμογισμό», που έχουν σαν δόγματά τους τα:   «όποιος έχει θα χάσει»,  «άρπαξε να φας και κλέψε να ΄χεις» και «ζήσε χλιδάτα, μπορείς!», αν αποκτήσεις βερεσέ πολυτελή αυτοκίνητα, κότερα, βίλες και αν κάνεις και άλλες τέτοιες φανταχτερές και «ευρωβόρες» αγορές και τις δωρίσεις στον εαυτό σου. Έτσι μεγαλοπρεπής που θα φαντάζεις, «γλείψε» και τους εκάστοτε ισχυρούς να «φιλέψουν» εσένα και τα παιδιά σου με μια θυριδούλα του κρατικού κορβανά, να την έχετε αποκούμπι.

Τώρα που οι ντόπιοι και οι ξένοι τραπεζίτες ζητάνε πίσω τα δανεικά «ματαβγατισμένα» και που απενεργοποίησαν τις μισές δημόσιες θυρίδες και άφησαν τις άλλες μισές μόνο με το σώσμα, μας μαθαίνουν να ζούμε με τις «πιτσιλιές» του, που δεν αρκούν να αγοράσουμε ούτε δυο αρμάθες σκόρδα από την Κίνα και μια σακούλα ρεβίθια από την Ινδία, αφού μας κατάφεραν να αναθέσουμε την καλλιέργεια των χωραφιών μας στους αρουραίους, τους σκαντζόχοιρους, τα αγριογούρουνα και τις αρκούδες!... Πόσο μακριά έβλεπε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, όταν το 2005 έλεγε προφητικά: «Θα μας μετατρέψουν σκόπιμα σε φτωχούς και θα μας κυβερνήσουν πλούσιοι τραπεζίτες»! Εκείνος έβλεπε από τότε τα μελλούμενα. Οι πολιτικοί μας δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους, ούτε τα αποκαΐδια που άφηνε ο καθένας στο διάβα του!...   

Μακαρίζω τη γιαγιά μου γιατί με όσα μου έλεγε, με έκανε πολύ διστακτικό στον δανεισμό. 

Βασικό δίδαγμα για εμάς τους απλούς πολίτες, αλλά και για τους πολιτικούς μας: Μην παίρνετε ποτέ δανεικά περισσότερα από όσα μπορείτε να εξοφλήσετε ή, αλλιώς, χρεών απέχεσθαι, κατά παράφραση της πυθαγόρειας συμβουλής: «κυάμων απέχεσθαι».       

Δεν υπάρχουν σχόλια: