Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Ψήστης ή ψήστρης. Λαογραφικά Σημειώματα


Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Ο ψήστης ή ψήστρης ήταν το κυλινδρικό δοχείο που εκεί έψηναν τον καφέ. Η μορφή του ήταν σαν μεγάλο κονσερβοκούτι, και είχε και μια συρταρωτή πόρτα που έκλεινε το κυρτό μέρος του. Τον ψήστη διαπερνούσε σιδερένιος σταθερός άξονας. Όταν τον βάζαμε επάνω στη φωτιά και τον περιστρέφαμε θερμαινόταν και έψηνε τους κόκκους του καφέ. Δεν ήταν απαραίτητο να ψήναμε καφέ. Έβαζαν μέσα και έψηναν ρεβίθια, κριθάρι και αρακά. Ελλείψει καφέ τα υποκατάστατα. Ακόμη καβούρντιζαν και τους κόκκους του καλαμποκιού μέχρι να γίνουν πριτσαλίδες. Σε πολλά, όχι σε όλα τα σπίτια ήταν ένα από τα μαγειρικά σκεύη. Μαζί με τα κουζινικά, τις κατσαρόλες, τα τεντζερέδια, τα χαλκώματα, τα μπακίρια και τα μπακιρικά ήταν και το καβουρδιστήρι, δηλαδή ο ψήστης ή ψήστρης. Αυτός ο ψήστης μας τελείωσε. Τον βλέπουμε πλέον στα λαογραφικά Μουσεία.
Είχαμε και άλλους «ψήστες». Ήταν τότε που «όσοι δεν έπαιρναν τα γράμματα» έφευγαν για την Αθήνα, γιατί δεν υπήρχαν δουλειές, «δεν τους κρατούσε το χωριό». Άλλοι για την οικοδομή και άλλοι για τις ψησταριές. Στις οικοδομές ξεκίναγε από βοηθός, στην ουσία μεταφορέας του τενεκέ με τη λάσπη. Το είπε, το είπε κάποιος όταν γύρισε τα Χριστούγεννα στο χωριό. «Είμαι ο καλύτερος τενεκές της Αθήνας» και του απάντησε ο συνομιλητής του. «Καλά είναι να είσαι τενεκές. Πρόσεξε μην γίνεις γκαζοτενεκές». Περνούσαν αρκετά χρόνια για να πάρει προαγωγή, να μην είναι πια «τενεκές» και να γίνει «μαθητής-μάστορας». Μάστορας γινόταν μετά από τον στρατό.
Όσοι δεν πήγαιναν στις οικοδομές, πήγαιναν στα ψητοπωλεία. Ξεκίναγαν από «βοηθοί σερβιτόρου», όταν έπαιρναν προαγωγή γινόντουσαν «βοηθοί ψήστη» και τέλος, αργά μετά το στρατό «ψήστες», υπεύθυνοι δηλαδή για το ψήσιμο κρεάτων στο ψητοπωλείο. Ήταν κάποτε που πέτυχε ένα προξενιό και ήρθε ο γαμπρός να γνωρίσει τα πεθερικά. Η πεθερά τον ρώτησε. «Τι δουλειά κάνετε κύριε;» και αυτός απάντησε: «Ψήστης». Και τότε πήρε το σχόλιο: «Το ψήσιμο δεν είναι δουλειά, πρέπει να έχ’ς και πράμα για να ψήσεις. Πού θα το βρεις;» Ήταν αλήθεια δύσκολες οι μανάδες, γιατί είχαν περάσει πολλά βάσανα. Ήθελαν κλασικά επαγγέλματα. Η θεια Γιώργαινα είχε διώξει τον γαμπρό όταν της είπε πως είναι μελισσοκόμος με το ατράνταχτο επιχείρημα «τι, με τις μύγες θα κάνεις οικογένεια; Δε γίνονται αυτά τα πράγματα. Άει στο καλό σ’ πιδάκι μ’».
Μιλώντας για ψήστη ασφαλώς και έρχεται στο νου μας το ψηστήρι. Αρχικά αφορούσε την επίπονη προσπάθεια για να πειστεί κάποιος να ενεργήσει έτσι ή αλλιώς. «Ε, ρε αυτός ο Γιώργος, αληθινό ψηστήρ’ είναι. Με ζεμάτ’σε όλη μέρα με το μπουρ, μπουρ να αγοράσω εκείνα τα λαζνίδια. Με κατάκαψε! Σκρούμπος έγινα!» Αληθινό ψηστήρι έκαναν οι αντιπρόσωποι των υποψηφίων βουλευτών. Παραμονές εκλογών νύχτα, από σπίτι σε σπίτι «σαν καρκατζούλια διαβαίνουν να μάσουν ψήφους». Το ψηστήρι όμως αφορά και την επίμονη προσπάθεια του άντρα να πείσει κάποια γυναίκα, όχι για να συνάψουν ερωτικές σχέσεις, αλλά για να αλληλογουσταριστούν. Όσο ήταν ανύπαντροι, γιατί άμα τους μαντρώσουν «φουρτούνα τους και χαλασιά τους». Τελείωνε άδοξα αυτός ο «ψήστης». «Μωρ’ τον έχωσαν μέσα στο σπίτ’ και του μάζεψαν τα στμόνια. Ψήστης μπορεί κάποτε να ήταν. Τη νύφ’ δεν θα την κάνουμε ψησταριά. Αν θέλ’ ας κάν’ κι αλλιώς. Άντε τώρα ας πληρώσ’ τα ψηστικά….»



Χρήστος Α. Τούμπουρος