Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης.
Γιορτινές μέρες έρχονται, μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο της πανδημίας. Αποκομμένοι από το χωριό, μιάς και δεν θέλαμε πολλοί να χρησιμοποιήσουμε το “μέσον” που λέγεται ελαιόκαρπος, θα νοσταλγήσουμε μέρες προηγούμενων χρόνων και παλαιότερων εποχών. Ας θυμηθούμε και ας θυμίσουμε τα έθιμα του χωριού, έθιμα που έμειναν στα βάθη της καρδιάς μας, αναμνήσεις γλυκές από μια ανέμελη ζωή, δίχως άγχος, πανδημίες, λογαριασμούς και όλο το κακό συναπάντημα.
Τα έθιμα άρχιζαν από τις αρχές του Δεκεμβρίου.
4, 5 και 6 Δεκεμβρίου: Έλεγαν σκωπτικά το: «Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι και στη μέση Αϊ-Σαβέτσι».
24 Δεκεμβρίου: Οι μεγάλοι της οικογένειας έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα. Ψώνιζαν στα Λέλοβα, έσφαζαν το γουρούνι, καθάριζαν τα σπίτια. Οι μαθητές του Δημοτικού σχολείου, σε μια ομάδα, γυρνούσαν όλα τα σπίτια του χωριού λέγοντας τα κάλαντα:
«Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση να πώ στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους εκατό ν’ ασπρίσει να γεράσει,
να γίνει σαν το πρόβατο, σαν τ’ άγριο περιστέρι».
Τα χρήματα, που συγκέντρωσαν στον κουμπαρά που κρατούσαν (ένα χαρτοκούτι σφραγισμένο με κόλλα), τα έδιναν στον δάσκαλο για τις ανάγκες του σχολείου (χαρτικά, μπάλες κ.λ.π.). Τούτο καθιερώθηκε επί δασκάλου Ι. Κονταξή.
Τις βραδινές ώρες τα μέλη της οικογένειας συγκεντρώνονταν γύρω από το τζάκι και τροφοδοτούσαν τη φωτιά με χλωρά κλαδιά διαφόρων δέντρων. Κλαδιά από ελιά, πουρνάρι, ασφάκα, φυλλίκι κ.λ.π. Έκαναν το «πάντρεμα της φωτιάς».
Τις πρωινές ώρες όλοι οι χωριανοί παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία στον Άγ. Αθανάσιο. Εύχονταν μεταξύ τους τούτη την Άγια Μέρα και γύριζαν στα σπίτια τους ή στα σπίτια των παππούδων. Το μεσημεριανό τραπέζι ήταν πλούσιο, όσο μπορούσε να ήταν εκείνες τις δύσκολες παλιές εποχές. Δεν έλειπε ποτέ το χοιρινό κρέας, τα μελομακάρονα, τα κουλουράκια και οι κουραμπιέδες, όλα φτιαγμένα από τα χέρια της μάνας.
Με τη Γέννηση του Χριστού άρχιζαν τα Δωδεκαήμερα με τους καλικατζάρους. Οι καλικάτζαροι ήταν αποκύημα της φαντασίας των αρχαίων χρόνων και στη συνέχεια των Βυζαντινών, που με τα δύσμορφα πρόσωπά τους γυρίζουν δώδεκα νύχτες. Οι χωρικοί ήξεραν ότι ήταν υποχθόνια πλασματάκια, πολύ άσχημα και βρόμικα, που ζούσαν κάτω από τη γή. Όλο το χρόνο πριόνιζαν το δέντρο που κρατούσε τη γή. Όταν έφταναν σε σημείο που θα μπορούσε να γκρεμιστεί η γή, άφηναν το πριόνισμα και ανέβαιναν στην επιφάνεια, αφού τα τραβούσαν οι μυρωδιές από τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και τα φαγητά που ετοίμαζαν οι νοικοκυρές. Οι καλικάτζαροι, που στο χωριό τους έλεγαν ξωτικά και παγανά, με το μαυριδερό σώμα, άλλοι κουτσοί, άλλοι στραβοί, φορούσαν κουρελιασμένα ρούχα και χρωματιστά σκουφιά, με ξυλοπάπουτσα και σιδερένιες σόλες, έκαναν δε ένα σωρό αταξίες. Έμπαιναν στα σπίτια από τις καμινάδες, ανακάτευαν γλυκά και ρούχα, βρώμιζαν με ακαθαρσίες τα σπίτια, τυραννούσαν τους μυλωνάδες.
Οι άνθρωποι για να αμυνθούν έκαναν σταυρό στην πόρτα τους, άφηναν το τζάκι αναμμένο όλη τη νύχτα και έριχναν αλάτι στη φωτιά, ώστε με το σκάσιμό του να προκαλείται θόρυβος. Μάζευαν τη στάχτη στο πίσω μέρος της γωνιάς μέχρι των Θεοφανίων, που την έριχναν στη φουσκί (κοπριά). Τούτες τις δώδεκα νύχτες, οι γονείς δεν άφηναν τα παιδιά να βγαίνουν για παιχνίδια, τα εφοδίαζαν δε με μαύρο θυμίαμα. Ακόμη δεν έτρωγαν όσπρια και το νερό από το βραδινό λούσιμο το άδειαζαν την άλλη μέρα, με το φως του ήλιου. Οι καλικάτζαροι, που φοβούνταν το φως της μέρας, έτρεμαν την παραμονή των φώτων, που ο παπάς του χωριού ετοίμαζε την αγιαστούρα του.
Πρωτοχρονιά: τις απογευματινές ώρες της παραμονής, τα παιδιά του σχολείου έβγαιναν και πάλι σε μια ομάδα για τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς, χωρίς τρίγωνα:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:
-Βασίλη ξέρεις γράμματα, πεσ’ μας τη άλφα-βήτα
κι έλα κόψε μας την πίττα».
Οι Κ. Β. Στράτης και Μπάμπης Ν. Καλδάνης λένε τα κάλαντα στον Σπύρο Κ. Στράτη το 1985.
Τις βραδινές ώρες, που συγκεντρώνονταν τα μέλη της οικογένειας γύρω από τη φωτιά, έριχναν σ’ αυτήν χλωρά κλαριά πουρναριών, που καίγονταν με χαρακτηριστικό έντονο θόρυβο (πρατσιάνιζαν). Συγχρόνως όλοι μαζί έλεγαν:
«Αρνάδες- κατσικάδες, αρνάδες-κατσικάδες…».
Με τούτη την τελετή προσδοκούσαν να γεννηθούν θηλυκά ζώα μέσα στη νέα χρονιά. Οι άντρες πήγαιναν στο καφενείο του χωριού όπου ξημερώνονταν παίζοντας «στούκι» και «τριανταένα».
Το πρωί της επόμενης μέρας φρόντιζαν να πρωτοαντικρίσουν καλούς και αγαθούς γείτονες ή μικρά αγνά κορίτσια και όχι γρουσούζικους, για να πάει καλά η χρονιά. Πολλές φορές καλούσαν γειτονόπουλα να κάνουν ποδαρικό στο σπίτι τους, φιλεύοντάς τα γλυκά.
Την ίδια μέρα πρόσεχαν όλοι να μην χαλάνε χρήματα, να μη δανείζουν τίποτε, να μη λένε ψέματα και γενικά να κάνουν καλές πράξεις. Πίστευαν ότι όπως ζούσαν τη μέρα της πρωτοχρονιάς έτσι θα ζούσαν όλη τη χρονιά. Στο μεσημεριανό τραπέζι έκοβαν την βασιλόπιτα, που τις περισσότερες φορές ήταν μπουκουβάλα. Έβγαζαν δε μερίδια στα μέλη της οικογένειας, στον Χριστό, στους Αγίους του χωριού και στους ξενιτεμένους. Εκείνοι που είχαν οικονομική άνεση έβαζαν λίρα στην πίττα για φλουρί, ενώ οι φτωχοί έβαζαν ένα πουρναρόφυλλο.
Θεοφάνια-Φώτα: Στις 6 Γενάρη εκκλησιάζονταν στον Άϊ-Θανάση. Έπαιρναν μαζί τους ένα μπουκάλι και το γέμιζαν με αγιασμένο νερό. Ασπάζονταν το σταυρό και το χέρι του παπά, που τους ράντιζε στο κεφάλι με κλωνάρι δεντρολίβανο. Το αγίασμα το φύλαγαν στο σπίτι τους όλο το χρόνο και το χρησιμοποιούσαν σαν ξόρκι, για ράντισμα των ζώων και για απολύμανση διαφόρων πραγμάτων, που μαγαρίζονταν (λοβιάζονταν ) από ποντίκια.
Ο παπάς γυρνούσε όλα τα σπίτια με το σταυρό στο ένα χέρι και το δεντρολίβανο στο άλλο. Έψελνε το «Εν Ιορδάνη…» και ράντιζε σπίτια, ζώα και ανθρώπους. Το αγιονέρι το έπαιρνε από τεντζερούλα ή κατσαρόλι, που κουβαλούσε ένα παιδί-βοηθός του. Οι νοικοκυρές έριχναν στην τεντζερούλα κέρματα (δεκάρες, πενταράκια, δραχμές) για φιλοδώρημα του παπά.
Ο παπα-Χριστόδουλος Νίτσος αγιάζει τους Νταρανίτες. Τα παντός είδους μπουκάλια στο τραπέζι έτοιμα να γεμίσουν αγιασμό.
Συγχρόνως τα παιδιά του χωριού σε ομάδες έλεγαν τα τελευταία κάλαντα του Δωδεκαημέρου:
Κάλαντα Φώτων
«Σήμερα τα Φώτα και ο φωτισμός
και χαρά μεγάλη και ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό,
κάθεται η κυρά μας η Παναγιά,
όργανο βαστάει κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί:
-Άϊ-Γιάννη αφέντη και βαφτιστή
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;
-Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
και τον Κύριό μου παρακαλώ,
ν’ ανέβω επάνω στον ουρανό,
να μαζεύω ρόδα και λίβανο».
«Σήμερα τα Φώτα, καρκαλιέται η κότα
πίσω απ’ την πόρτα.
Την φωνάζει ο πέτος, δεν απολογιέται.
Ρίχνει ένα λιθάρι την παίρνει στο ποδάρι.
-Λέλε ποδαράκι μου και καλαποδάκι μου,
να σελώσω τ’ άλογο, να πάω στη Μητρόπολη,
ωρ’ Αγγέλω Αρχαγγέλω πως κοιμάσαι μοναχή;
Έχω Πέτρους, έχω Παύλους, έχω δώδεκα Αποστόλους,
το ζωνάρι του Χριστού τόχω εγώ προσκεφαλάκι».
Τούτη τη μέρα των Θεοφανίων τελείωνε το Δωδεκαήμερο και οι καλικάτζαροι άδειαζαν το χωριό φωνάζοντας:
«Φευγάτε για να φύγουμε, γιατί έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του…»
7 Γενάρη: Του Άϊ-Γιαννιού και τα παιδιά δεν πήγαιναν στο Δημοτικό, γιατί γιόρταζε ο δάσκαλός τους, ο Ι.Γ. Κονταξής.
Χρόνια Πολλά σε όλους. Του χρόνου στα χωριά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου