Κάνω παρέα με τα ίδια άτομα όσο
θυμάμαι τον εαυτό μου. Φυσικά, κατά καιρούς και για πολύ ή λίγο ή
εναλλάξ, ανά διαστήματα, στην παρέα πάνε κι έρχονται και άλλοι: σύντροφοι
κάποιας ή κάποιου, άλλοι φίλοι αγαπημένοι κι αυτοί, συγγενείς, γνωριμίες
εφήμερες. Με τα χρόνια, ο κύκλος των ατόμων που νοιαζόμαστε και αγαπάμε μεγάλωσε
και μεγαλώνει διαρκώς, ο κορμός όμως παραμένει: τα ίδια παιδιά, τα
περισσότερα απ' το νηπιαγωγείο μαζί, που τα σπίτια τους απέχουν λίγα λεπτά με τα
πόδια. Αντίστοιχα, νομίζω, έχουν τα πράγματα σε πολλές γειτονιές της
Αθήνας και της χώρας.
Κάποτε, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ με ακρίβεια να
προσδιορίσω, αλλά σαφώς αναγνωρίζω πως ήταν και παραμένει ηλίθιος, είχα
προβλέψει πως η διαδικασία αυτή, του κοινού μας μεγαλώματος, θα κοβόταν
πριν την ώρα της. «Κάποιος από εμάς», είχα πει, και νομίζω ήταν σε
κάποια εορτινή περίσταση μάλιστα, «θα πεθάνει πριν τα 21». Όπως είπα,
ακόμη δεν έχω καταλήξει όσον αφορά το τί ακριβώς ευθύνεται και
πόσο για να πω αυτό που είπα, στα καλά καθούμενα: τα θρίλερ που
κατανάλωνα πολύ συχνότερα από ότι έπρεπε, ο πρόσφατος χαμός ορισμένων
οικογενειακών προσώπων που θα 'λεγες πως αυτοί, αν μη τι άλλο, αξίζουν
να ζούνε, οι ιστορίες για μεγαλύτερους στη γειτονιά που χάθηκαν νωρίς, ή η
αναντίρρητα πλασματική αίσθηση πως ζούσαμε τη ζωή μας στα άκρα.
Ίσως, βέβαια, να ήταν απλώς η χαζομάρα και η ανάγκη μου να πω
κάτι- ναι, αυτό ταιριάζει περισσότερο.
Όπως και να'χει, η
ανοησία βγήκε από το στόμα μου. Και να'μαστε σε κάθε γενέθλια, από εκείνα που θα
ακολουθούσαν, να τα γιορτάζουμε με μία πρόσθετη ανακούφιση, και γω να παρακαλάω
μέσα μου Θεούς υπαρκτούς και ανύπαρκτους μη τύχει κάτι και το έχω κρίμα στο
λαιμό μου. Ώσπου φτάσαμε τα 21, είπε ο καθένας με τη σειρά του πως «εγώ
γλίτωσα», και η ανοησία μου που μας συντρόφεψε για κάποια χρόνια, ειδικά κάθε
φορά που κάτι τύχαινε να πηγαίνει στραβά, έμεινε εκεί που της έπρεπε: στο
παρελθόν. Στα χρόνια αυτά, βέβαια, και στα τρία που
ακολούθησαν, δε φύγαμε εμείς αλλά έφυγαν άλλοι: συνομήλικοι και μικρότεροι, με μηχανάκια και με αμάξια κάποιο βράδυ, ή από μπαλκόνια ένα απόγευμα, όπως ο Μανωλάκης.
ακολούθησαν, δε φύγαμε εμείς αλλά έφυγαν άλλοι: συνομήλικοι και μικρότεροι, με μηχανάκια και με αμάξια κάποιο βράδυ, ή από μπαλκόνια ένα απόγευμα, όπως ο Μανωλάκης.
Πριν λίγο καιρό έτυχε να αναφέρω σε μία φίλη την ρήση μου
αυτή- πριν προλάβω να τελειώσω, εκείνη λύθηκε στα γέλια. «Σιγά την
επικίνδυνη ζωή που κάνετε, ρε συ», απάντησε, τελείως αυθόρμητα, όταν
κατάφερε να πάρει μία ανάσα. Πράγματι. Σπάνια βγαίνουμε καν, σπανιότερα τυχαίνει
να χωρέσει κάτι το ενδιαφέρον στην εβδομάδα μας, και αν πω πως από όσα
ονειρευόμασταν και προσμέναμε μικροί για την τωρινή μας ηλικία, ελάχιστα
κάνουμε, ίσως να υπερβάλλω κιόλας. Αν εξαιρέσεις έναν απ' την παρέα, που
παλεύει ακόμη με τους δικούς του δαίμονες, οι υπόλοιποι παλεύουμε να χτίσουμε τη
ζωή μας: όπως μπορούμε, όπως μας υπέδειξαν, με τις αξίες που θεωρούμε πως έχουμε
μέσα μας να υπονομεύονται διαρκώς, καθημερινά και ασταμάτητα, από την
πραγματικότητα. Στην προσπάθεια μας να έχουμε βιογραφικό, κάποτε, που
κι αυτό αβέβαιο παραμένει, τώρα δεν έχουμε ζωή. Στα σίγουρα.
Μεταπτυχιακό και δουλειά η Τ. - δουλειά της υπομονής, με σίγουρα
σπασμένα νεύρα κάθε ημέρα, στα τηλέφωνα. Πρακτική τις καθημερινές ο Γ.,
νυχτοκάματο στην εστίαση τα βράδια της Παρασκευής, του Σαββάτου και της
Κυριακής. Του Α. οι γονείς, μέχρι πριν κάποια χρόνια, ανησυχούσαν τί θα κάνει
στη ζωή του. Εκείνος πείσμωσε, δοκίμασε, απέτυχε, κατέληξε, έμαθε, δούλεψε,
ανέχθηκε, μόχθησε, δοκιμάστηκε. Στην Ελλάδα οι εκάστοτε εκατομμυριούχοι
εργοδότες του τού δίνουν ψίχουλα, αλλά ευτυχώς βρήκε την άκρη του στο
εξωτερικό. Στην ίδια κατάσταση ο Β.- μόνο που εκείνος θα καθυστερήσει
λίγους μήνες- προείχε, φαίνεται για το κράτος, η αποστολή του να φυλάει ένα
άδειο στρατόπεδο και να ζει περιμένοντας να ζήσει. Η Χ. την τελειώνει τη σχολή,
μάλλον στα ξένα θα τη βρει η νέα σεζόν. Τα ίδια και ο Σ., που χώρεσε στο
πρόγραμμά του στο Πολυτεχνείο πολύωρες προπονήσεις και χρονοβόρες μετακινήσεις
καθημερινά, με σκοπό να συμμετάσχει σε παραολυμπιακούς αγώνες.
Ώσπου ήρθε
ένας ασυνείδητος καραγκιόζης, λίγα μέτρα από το σπίτι του μάλιστα, να τον
πετάξει κάτω απ' το ποδήλατο με το αμάξι και να τον παρατήσει εκεί, μες τη
βροχή. Η Σ. το τελείωσε με Άριστα το Πολυτεχνείο, στα πέντε χρόνια επάνω.
Το UCL της έδωσε υποτροφία να πάει τον Σεπτέμβρη για το μεταπτυχιακό
της, οι Έλληνες εργοδότες όμως, στους οποίους ζητά να πάει να δουλέψει δωρεάν,
ίσα να μην κάθεται, δεν μπαίνουν καν στον κόπο να της απαντήσουν. Όσον
αφορά τον Μ., ο δικός του εργοδότης, με τον οποίο είχαν και σχέσεις φιλίας
μάλιστα, του ανακοίνωσε πως θα πήγαινε και τις Κυριακές για δουλειά πλέον.
«Μη νομίζεις πως θα σε πληρώνω κι αυτές τις ημέρες, έτσι και αλλιώς σπίτι
σου θα κωλοβαρούσες», του είπε, έτσι ακριβώς, αυτές ήταν οι λέξεις, και το
είπε και σε άλλους. Και εκείνοι που το δέχθηκαν ήταν περισσότεροι από όσους
είπαν κάτι- έτσι δεν είναι;
Έτσι φτάσαμε στα τρία χρόνια μετά τα
είκοσι ένα, έτσι γιορτάσαμε την Πρωτομαγιά. Κάποτε, οι μανάδες μας
ανησυχούσαν τί θα απογίνουμε, εάν και με τί θα θελήσουμε να ασχοληθούμε μετά το
σχολείο, αν θα διαβάζαμε για τις Πανελλήνιες, μήπως μπλέκαμε πουθενά.
Διαβάσαμε, κοπιάσαμε, περάσαμε, σπουδάσαμε και σπουδάζουμε ακόμη,
παλεύουμε, ανεχόμαστε, υπομένουμε, ζητήσαμε δουλειές, μας κορόιδεψαν, βρήκαμε
δουλειές, μας κορόιδεψαν κι εκεί. Και προσπάθησαν να μας πείσουν πως
όσα βλέπουμε γύρω μας είναι φυσιολογικά. Αντί να ασχοληθούμε λιγότερο,
όπως είκαζαν καθηγητές και γονείς από κοινού, μοχθήσαμε εις διπλούν και
τριπλούν, επειδή εμείς θέλαμε. Να, όμως που έφτασε η εποχή, που αντιστράφηκαν τα
πράγματα και οι μανάδες που κάποτε ανησυχούσαν, τώρα βλέπουν τα παιδιά τους να
θέλουν να κάνουν πράγματα με ουσία, να θέλουν να δουλέψουν, να κουραστούν, να
στοχαστούν, να καινοτομήσουν, να δημιουργήσουν, να δράσουν, και να υποχρεώνονται
να μένουν αδρανείς και στάσιμοι- μετέωροι.
Μία ολόκληρη γενιά να
θέλει να κάνει πράγματα και να της λες πως δεν μπορεί- τηλεφωνική υποστήριξη ή
σέρβις σε καφετέρια, άμα θέλεις. Αλλιώς ντελίβερι- έχεις μηχανάκι; Τα
γήπεδα, οι καφετέριες, τα πάρκα, τα ίντερνετ καφέ, οι σχολές, να γεμίζουν από
νέους με τσιτωμένα νεύρα, έτοιμους να εκραγούν στο δευτερόλεπτο. Οι μανάδες
σταμάτησαν από καιρό να λένε πως όλα θα στρώσουν, και να επιχειρούν να
διατηρήσουν τη φλόγα της ελπίδας: δεν το πιστεύουν ούτε οι ίδιες πια. Και ακόμη
και κείνες που θα ήθελαν τα παιδιά τους να μείνουν πλάι τους, αποδέχονται
σιωπηρά πως η φυγή πλέον είναι απλώς θέμα χρόνου. Και τύχης: οι άτυχοι μένουν
πίσω.
Και, βέβαια, δεν πρόκειται για το τέλος του κόσμου.
Χώρες ολόκληρες, ολόκληρες ήπειροι, για δεκαετίες και αιώνες βιώνουν καταστάσεις
με τις οποίες δεν μπορεί καν να γίνει σύγκριση. Πολλοί ζούνε χειρότερα και ακόμη
χειρότερα θα γίνουν και τα εδώ. Είναι μονάχα εκείνο το παράπονο: όταν βλέπεις
φίλους και γνωστούς από άλλες χώρες, να συνεχίζουν τη ζωή τους, να δημιουργούν
και να ονειρεύονται, αβίαστα, δίχως έγνοιες, δίχως σκοτούρες. Όχι περισσότερο
ταλαντούχους, όχι περισσότερο εργατικούς ή φιλόδοξους, όχι πιο άξιους.
Ούτε λιγότερο, βέβαια... Απλώς, νέους που μπορούν να κυνηγήσουν όσα
εύχονται, δίχως να τους περιορίζουν όσα εμείς έχουμε γύρω μας. Νέους
που δεν καταλήγουν ένα βράδυ, υποτίθεται εορτινό, να νιώθουν την ανάγκη να
γράψουν κείμενα όπως αυτό, εγκλωβισμένοι σε ένα δωμάτιο παιδικό, από όπου θα
έπρεπε προ πολλού να είχαν φύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου