Τον Νοέμβριο του
1983, στο κέντρο του Αμστερνταμ, ακριβώς έξω
από τα κεντρικά γραφεία της ζυθοποιίας που έκανε το όνομα μιας οικογένειας
συνώνυμο με μια από τις διασημότερες μπύρες του πλανήτη, δύο μασκοφόροι
απαγάγουν τον ιδιοκτήτη και πρόεδρο της εταιρίας, μαζί με τον σοφέρ του. Περνά
τις τρεις εβδομάδες που ακολουθούν, μόνος στο υπόγειο μιας ηχομονωμένης
αποθήκης έξω από το Αμστερνταμ, χωρίς άλλη ανθρώπινη επαφή -πέρα από
αυτήν με τον μασκοφόρο που δύο φορές τη μέρα του φέρνει νερό και σάντουιτς.
Τρεις εβδομάδες μετά -κι αφού έχουν πληρωθεί τα λύτρα- 11 αστυνομικοί εισβάλλουν
στο κελί του και τον απελευθερώνουν: Η φράση που λέει, μόλις τους αντικρίζει,
μένει στην ιστορία ως χαρακτηριστικό δείγμα της προσωπικότητας ενός δημιουργικού
ανθρώπου με αλαζονεία και χιούμορ που έσπαγε κόκαλα: «Ποτέ στη ζωή μου
δεν χάρηκα τόσο πολύ, βλέποντας τόσους αστυνομικούς μαζεμένους»! Αυτός
ακριβώς ήταν ο κύριος Αλφρεντ -Φρέντι- Χάινεκεν, ο οποίος
μπορεί να μην υπήρξε ο ιδρυτής, ήταν όμως ο άνθρωπος που θεμελίωσε την
αυτοκρατορία της μπύρας Heineken, αυτός που
την έκανε παγκόσμια και βέβαια αυτός που την έκανε πράσινη.
Με αφορμή την ταινία
με θέμα την απαγωγή του, ας ρίξουμε μια ματιά στη συναρπαστική ιστορία
του.
Ο ζυθοποιός που ερωτεύτηκε το marketing
Η ιστορία όχι μόνο της Heineken αλλά και της μπύρας
γενικότερα, θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν ο κύριος Χάινεκεν ήταν απλώς
ένας κακομαθημένος γόνος μιας πλούσιας εταιρίας Ολλανδών ζυθοποιών, που του
έφτανε απλώς να απολαμβάνει όσα έφτιαξαν άλλοι πριν από αυτόν. Η
Heineken ιδρύθηκε από τον παππού του, Τζέραρντ Αντριαν Χάινεκεν
το 1864, ο οποίος θεμελίωσε το όνομά της ως μια αγαπημένη μπύρα του ολλανδικού
κοινού. Από το 1914 μέχρι το 1940, ο έλεγχος της εταιρείας πέρασε στον πατέρα
του, Χένρι Πιερ Χάινεκεν, ο ο οποίος προώθησε την ανάπτυξη της μπύρας και σε
περιοχές όπως το βελγικό Κογκό και η Αίγυπτος. Το 1942, όμως, πούλησε το
οικογενειακό μερίδιο της -έχει γραφτεί ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με
το αλκοόλ.
Ο επόμενος στη σειρά απόγονος ήταν ο γεννημένος το 1923 Φρέντι
Χάινεκεν. Οταν έφυγε για σπουδές στην Αμερική αμέσως μετά τον πόλεμο, έγραφε
στον πατέρα του: «Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να προσπαθήσω να φέρω ξανά την
πλειοψηφία των μεριδίων της Heineken στα χέρια της οικογένειας. Οχι για
να γίνω πάρα πολύ πλούσιος, είναι περισσότερο θέμα τιμής, ώστε τα παιδιά που θα
κάνω στο μέλλον να μπορούν να κληρονομήσουν κάποιο μερίδιο στην οικογενειακή
εταιρεία, όπως κληρονόμησες κι εσύ από τον πατέρα σου...».
Κατά την παραμονή
του στη Νέα Υόρκη, έκανε δύο γνωριμίες που άλλαξαν τη ζωή του. Η πρώτη ήταν γύρω
από το αντικείμενο των σπουδών του: το marketing και τις δυνατότητες εξερεύνησης
που έδινε η αναπτυσσόμενη αγορά της εποχής. «Αν δεν ήμουν ζυθοποιός, θα
μπορούσα να έχω κάνει καριέρα στη διαφήμιση» δήλωσε κάποτε κι -όπως η
ιστορία δείχνει- είχε δίκιο.
Στη Νέα Υόρκη γνώρισε επίσης τη γυναίκα της ζωής
του, Λουσίλ Κάμινς, κόρη οικογένειας που έφτιαχνε ουίσκι από το Κεντάκι. Ο γάμος
τους έγινε το 1948, τρία χρόνια αργότερα, ο Φρέντι διαδέχτηκε τον πατέρα του στο
Εποπτικό Συμβούλιο της εταιρείας. Στα επόμενα τρία χρόνια κατάφερε να δανειστεί
χρήματα και να πάρει τον έλεγχο της εταιρίας πίσω στα χέρια της
οικογένειας.
Ο άνθρωπος που άλλαξε την ιστορία και το χρώμα
Σε όλη τη διάρκεια της θητείας του ανακατεύτηκε ενεργά
με τις πωλήσεις, τη διαφήμιση, το marketing. Εκανε τη Heineken παγκόσμια, αφού
πρώτα της έδωσε ταυτότητα. Στην Αμερική είχε μάθει να μην απορρίπτει καμία ιδέα
επειδή ακούγεται τρελή. Οταν πρότεινε η Heineken να μπει σε πράσινο
γυάλινο μπουκάλι, πολλοί θεώρησαν την ιδέα του τρελή! Γιατί όχι καφέ,
όπως ήταν τα υπόλοιπα μπουκάλια μπύρας; «Γιατί το πράσινο θα
ξεχωρίζει» ήταν η απάντησή του.
Μαζί με το χρώμα του μπουκαλιού,
άλλαξε και το σχέδιο στην ετικέτα της, προσθέτοντας στο logo
ένα κόκκινο αστέρι και μαύρο περίγραμμα γύρω από το όνομα
Heineken.
Η μπύρα φτάνει στην διψασμένη -λόγω ποτοαπαγόρευσης- αγορά της
Αμερικής ως μια μπύρα για ειδικές περιστάσεις, με σλόγκαν:
«Αναζωογονεί σημεία, στα οποία άλλες μπύρες δεν μπορούν να φτάσουν».
Στα
χρόνια που ακολουθούν, η Heineken γίνεται η αγαπημένη μπύρα της Αμερικής, ενώ
παράλληλα εδραιώνει την πρωτοκαθεδρία της στη Ευρώπη (μέχρι τη δεκαετία του '90
φτάνει να πουλάει πάνω από 40 εκατομμύρια κιβώτια στην Αμερική, ενώ διατίθεται
σε 145 χώρες στον κόσμο. «Δεν πουλάω μπύρα, πουλάω ζεστασιά,
χαρά» είναι το μότο, με το οποίο ο κύριος Χάινεκεν εξηγεί την επιτυχία
του.
Ο bon viveur με τις ανθρωπιστικές ανησυχίες
Η ανάπτυξη της ζυθοποιίας του μετατρέπει τον Φρέντι
Χάινεκεν σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους της
Ευρώπης, ο οποίος ζει με χλιδή -και τιμές- βασιλέα στην Ολλανδία.
Θεωρείται ένας μεγάλος bon viveur, ταυτόχρονα και πνεύμα δημιουργικό, ανήσυχο,
με αδυναμίες στη μουσική, το σινεμά, την αρχιτεκτονική, ενδιαφέρεται και
στηρίζει εμπράκτως εξερευνήσεις της τέχνης και της επιστήμης. Του ανήκει επίσης
και μια επαναστατική ιδέα, της δημιουργίας τετραγωνισμένων μπουκαλιών
μπύρας, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν και ως
«τούβλα» για την οικοδομή σπιτιών σε κάποιες από τις φτωχότερες
περιοχές του πλανήτη. Η ιδέα του ήρθε ύστερα από διακοπές στο Κουρασάο
(Καραϊβική) το 1963, όταν του έκανε εντύπωση αφ' ενός η φτώχεια των
κατοίκων. Αφ' ετέρου τα άδεια μπουκάλια μπύρας που πλημμύριζαν τις παραλίες της
περιοχής.
Το World Bottle (WOBO) όπως ονομάστηκε θα μπορούσε να σταθεί μια
εναλλακτική πρόταση οικοδόμησης στέγης. Χιλιάδες μπουκάλια WOBO κατασκευάστηκαν
(με εντολή του κυρίου Heinekn κατασκευάστηκε μια μικρή καλύβα
από 100.000 μπουκάλια στο Noordwijk της Ολλανδίας), όμως η ιδέα προοδευτικά
εγκαταλείφθηκε και μέχρι το 2012 τα WOBO εξαφανίστηκαν ή καταστράφηκαν -σήμερα
διασώζονται μόλις δύο, ενώ υπάρχει και ένας τοίχος φτιαγμένος από WOBO στο
μουσείο της Heineken στο
Αμστερνταμ.
Η απαγωγή που άλλαξε τη ζωή του
Η ζωή του Φρέντι Χάινεκεν αλλάζει ξανά μετά την
απαγωγή του το 1983. Μέχρι τότε είχε τη φήμη ανθρώπου που δεν έκρυβε
την οικονομική ευμάρειά του, αγαπούσε τα γρήγορα, πολυτελή
αυτοκίνητα και τα ιδιωτικά αεροπλάνα.
Σε ένα περίεργο «παιχνίδι» της
ζωής, ο ευφυής επιχειρηματίας πέφτει θύμα απαγωγής πέντε
ερασιτεχνών, που καταφέρνουν να εισπράξουν ένα αστρονομικό ποσό από
λύτρα (πάνω από 10 εκατομμύρια ευρώ), όμως τα επόμενα χρόνια συλλαμβάνονται από
την αστυνομία (ενώ επιστρέφεται μέρος των λύτρων).
Σύμφωνα με καταθέσεις
τους, αυτό που έχουν να θυμούνται από αυτόν είναι η αλαζονεία του, η
γκρίνια του για τη μουσική που του έβαζαν να ακούσει και για το φαγητό
που του έδιναν -εκείνοι του έφερναν σάντουιτς, εκείνος ζητούσε κινέζικο.
Μετά
την απελευθέρωσή του, η ζωή του κυρίου Heineken αλλάζει ριζικά. Οπως αναφέρουν
διεθνή μέσα, έκτοτε υιοθετεί μια ζωή «ερημίτη» (στην απόλυτη
πολυτέλεια πάντα), κρατώντας την προσωπική και οικογενειακή ζωή του μακριά από
τα φώτα της δημοσιότητας ενώ αρνείται επίμονα -σε επανειλημμένες προτάσεις- να
γράψει ή να αναθέσει σε κάποιον τρίτο να γράψει την ιστορία
του.
Η πολυτελής απομόνωση
Το 1994, η Ολλανδέζα συγγραφέας Μπάρμπαρα
Σιντ καταφέρνει να τον προσεγγίσει, στο πλαίσιο της προσπάθειας της να
γράψει βιβλίο με θέμα τη ζωή του. Για εννά μήνες μελετά την ιστορία της
οικογένειας και της ζυθοποιίας. Τον συναντά για πρώτη φορά στο γραφείο του τον
Σεπτέμβριο του '94. «Αρχικά είναι πολύ ψυχρός, μου κάνει επίδειξη της ισχύος του
περιτριγυρισμένος από σωματοφύλακες» γράφει η ίδια. Στη δεύτερη συνάντηση, ο
μίστερ Χάινεκλεν έχει αλλάξει τακτική. Αβρός και ευγενής, την ξεναγεί στο
γραφείο του, στο τζακούζι σε σχήμα τριφυλλιού και στην τεράστια
κρεβατοκάμαρα που βρίσκεται πίσω του. Η ίδια περιγράφει ότι με περηφάνια της
δείχνει τον πίνακα που κρέμεται πάνω από το κρεβάτι και απεικονίζει μια
γυμνή γυναίκα με μια γάτα, λέγοντας ότι ο τίτλος του είναι «The
Woman With Two Pussies».
Σύμφωνα πάντα με τη συγγραφέα, έγιναν
συνολικά τέσσερις συναντήσεις μεταξύ τους. «Αλλοτε μου έκανε επίδειξη
ισχύος, μιλώντας για παράδειγμα στο τηλέφωνο μπροστά μου με βασιλιάδες
και βασίλισσες και άλλοτε ήταν ευγενής και με διάθεση για
χιούμορ. Την τελευταία φορά, μου ζήτησε να έχει τον τελικό λόγο πάνω
στο βιβλίο μου. Αρνήθηκα κι έκτοτε δεν τον ξαναείδα...».
Ο Φρέντι Χάινεκεν
συνέχισε να ζει στη σκιά και να ηγείται της εταιρίας μέχρι το 1995 -όταν
αποσύρθηκε από τη θέση του προέδρου. Σκοτάδι καλύπτει και τα τελευταία χρόνια
της ζωής του, μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2002, όταν ο θάνατος τον
βρήκε στο σπίτι του από πνευμονία, παρουσία της οικογένειας
του, της συζύγου και της κόρης του Σαρλίν, που κληρονόμησε το μερίδιό του στην
εταιρεία. Μια εταιρεία που άλλαξε όχι μόνο την ιστορία, την ταυτότητα, αλλά και
το χρώμα της μπύρας, από καφέ σε λαμπερό πράσινο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου