Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Το τεμπέλικο κορμάκι στην αιώρα


Στην μπροστινή βεράντα του παλιού μας σπιτιού είχαμε μια κούνια. Ήταν μεγάλη, θα τη λέγαμε τριθέσια, με λευκό μεταλλικό σκελετό και κάτι μαξιλάρια πορτοκαλί που ύστερα ξεθώριασαν από τα χρόνια. Είχε ένα φαρδύ σκέπαστρο να μας προστατεύει από τον ήλιο και κουνιόταν δύσκολα, βαριά, κάνοντας ένα τριγμό που σου έδινε την αίσθηση ότι έφτασαν τα τελευταία της. 
Στην αρχή, όπως όλα τα καινούργια, ακατάδεχτα πράγματα, ήταν περιζήτητη. Η αδερφή μου κι εγώ που πάντοτε τσακωνόμασταν σαν τον σκύλο με τη γάτα, είχαμε μαλλιοτραβηχτεί αρκετές φορές, ποια θ' απλώσει την αρίδα της στην αιώρα της βεράντας. 
Συχνά ερχόταν εκείνο τον καιρό στο σπίτι μας η Λένα. Ήταν κόρη μιας γειτόνισσας, της Γαλάτειας, που έκανε περιστασιακή παρέα με τη μητέρα μου. Με τη φαγωμάρα που βασίλευε ανάμεσα σε μένα και τη Ντόρα, το ξένο κορίτσι ήταν καταδικασμένο. Δε γινόταν να πιάσει φιλία με καμία από τις δυο, θα την έτρωγε με τη ζήλια της η άλλη. 
Ένα απόγευμα θυμάμαι, καλοκαίρι ήταν, η ζέστη καθόταν σα λεπτή σκόνη γύρω τριγύρω. Ο ήλιος ραχάτευε στα πεζοδρόμια και τα πράγματα όλα ήταν βαρεμένα σα να νύσταζαν και δε μπορούσαν να κοιμηθούν. 


Είχε έρθει το Λενάκι και κουνιόταν αργά-αργά στην αιώρα. Φορούσε ένα φουστανάκι ροζ καρό από λεπτό, σχεδόν διάφανο ύφασμα, χωρίς μανίκια, με λαιμόκοψη και το μήκος του έφτανε λίγο πάνω απ' τα γόνατα. Είχε διπλώσει το ένα της πόδι και καθόταν επάνω του, ενώ το άλλο έπεφτε προς τα κάτω καταλήγοντας σ' ένα λευκό, ελαφρώς λερωμένο σκαρπίνι. Οι γάμπες και τα μπράτσα της ήταν απαλά στην υφή, αδύνατα σαν καλαμάκια. Είχε τα μάτια κλειστά και δε με είδε που την πλησίασα. Στάθηκα όρθια μπροστά της και την ξόμπλιαζα, την κοιτούσα ερευνητικά και θα πρέπει να ένιωσε βαρύ το βλέμμα μου πάνω της. 
Η αιώρα συνέχιζε το ανόητο τραγούδι της. Γρτς γρτς. Το κορίτσι όρθωσε τα μάτια της επάνω μου ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα σα να βγήκε από λήθαργο. Η ίρις είχε το χρώμα του μελιού και στο ασπράδι μπλέκονταν αδιόρατες κόκκινες φλεβίτσες. 
Κοιταχτήκαμε για λίγο έτσι. Η Λένα σηκώθηκε κι έφυγε δίχως να πει λέξη. Τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια, ακόμη δεν έχω συνηθίσει το θάνατό της που συνέβη το επόμενο καλοκαίρι. Θάνατος από πνιγμό, γεγονός όχι τόσο σπάνιο στη θαλασσόβρεχτη χώρα μας. Όμως όσο το καλοσκέφτομαι, θαρρώ πως όλα τα πρόσωπα της ιστορίας μου είμαστε πια πεθαμένοι. 

Tης Βασιλικής Πιτούλη 

Η Βασιλική Πιτούλη είναι καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και συγγραφέας. Έχει εκδώσει έξι βιβλία: ποιητικές συλλογές, νουβέλες, και μυθιστορήματα. 

1 σχόλιο:

νικος μαντζαρις είπε...

μπράβο και σε περισσότερα.....όλα αυτά θέλουν χρόνο και άπλα...εσύ το ταλέντο το έχεις και μακάρι να έχης και την διαρκή εμπνευση...έχω διαβάσει βιβλία σου...είναι σύντομα και διασκεδαστικά με τον τροπο που αποδίδονται....