(Μια σύζευξη πολιτικής επικαιρότητας και λογοτεχνικής παραγωγής)
Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Οι κύριοι, όσοι συγκρότησαν την «Ελιά» και όσοι συναγελάζονται στον ίσκιο της, οφείλουν να αποστηθίσουν το περίφημο σονέτο του Λορέντζου Μαβίλη:
Ἡ Ἐλιά
Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει
σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει.
γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει
σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει.
Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι
τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγι,
στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει.
τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγι,
στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει.
Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,
μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν,
ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες
μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν,
ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες
ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.
ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.
Κι αυτό, για να καταλάβουν επαρκώς, τι εστί ευθανασία. Με την έννοια του ένδοξου, καλού θανάτου.
Και όχι για να προσδοκούν την Ανάσταση. Η Ανάσταση τέλειωσε.
Η μνήμη παρούσα, θαλερή, γιγάντια και θυμωμένη.
(Πρόβατα, αγέλη, αγελοποίηση, μπουλουκηδόν… Δε σφάξανε…)
Το σπαραγμό σου Ελλάδα μου, ποια νύχτα θα μου κρύψει;
Ποιος πόνος θα μου πει;
Ξεπέρασα τον πόνο πια και τη βαθιά μου θλίψη,
κι έφτασα στη σιωπή.
Και στέκω εμπρός σ’ ένα σωρό ρημάδια και συντρίμμια,
κι ούτε μια δέηση να πω μπορώ, και ούτε μια βλαστήμια.
Ποιος μάναμ’, ποιος, πες μου ποιος, τα έκανε; Ποιος μας γκύλ’σε γκιλντάρα κατά διαόλ’; Ζητώ μια απάντηση…
«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη» Γ. Σεφέρης
(Τα κατακάθαρα νερά του Αράχθου δεν είναι λούμπρ’. Ας αμπδήσουν άλλοι. Υπάρχουν ένοχοι.)
Έβρεχε σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Το τρένο παμπάλαιο, τρανταζόταν όπως εκείνη η ετοιμόρροπη κιβωτός (θυμήθηκα τώρα). Σαν έφτασε,
κανείς δικός του στο μικρό σταθμό. Ξημέρωνε. Μια χάλκινη λάμψη
στο πρόσωπο του αξύριστου κλειδούχου. Πιο πέρα, δεμένη σ’ ένα δέντρο,
μια μουσκεμένη αγελάδα. Και στο κίτρινο γήπεδο με τ’ άχυρα,
τ’ άδεια, μεγάλα, σκουριασμένα κλουβιά του εγκαταλελειμμένου τσίρκου.
Μια ανεξήγητη αρρώστια είχε θερίσει τα παιδιά και τα θηρία.
(φωτο. Κώστας Μαυροπάνος. Πιο πέρα, δεμένη σ’ ένα δέντρο, μια μουσκεμένη αγελάδα.)
Πρόσωπο ή προσωπείο;
«Εγώ το σκάλισα στην πέτρα τούτο το άγαλμα, -είπε-
όχι με το σφυρί ▪ με τα γυμνά μου μάτια, τα γυμνά δάχτυλά μου,
με το γυμνό μου σώμα, τα γυμνά μου χείλη. Τώρα δεν ξέρω
ποιος είμαι εγώ και ποιο ‘ναι το άγαλμα».
Κρύφτηκε πίσωθέ του▪
άσκημος, άσκημος▪ -το αγκάλιασε, το σήκωσε σπ’ τη μέση
και περπατήσανε μαζί.
Κι ύστερα θα μας έλεγε πως τάχα
ετούτο το άγαλμα (πράγματι, εξαίσιο) ήταν αυτός▪ ή, ακόμη,
πως το άγαλμα περπάτησε μόνο του. Ποιος τον πιστεύει;
(Σφάξτε, σφάξτε, την προβατινα σφάξτε.)
'Ισως ένα ποτάμι
Μ' άρπαξε από τ' αμπέχωνο πάνω στα πυρωμένα βράχια.
"Τα ποτάμια στέρεψαν" μου φώναξε "στέρεψαν οι πηγές.
Ακόμα κ' οι αγέρηδες χάσανε το δρόμο".
Την άλλη μέρα μου ψιθύρισε στην αγγαρεία:
"'Ισως υπάρχει πάντα μες στα χέρια μας ένα ποτάμι".
Είταν η εποχή της πέτρας και της δίψας.
Πολλοί τρελαίνονταν. Πολλοί προδίνανε τη μάνα τους
για μια γουλιά νερό. 'Οταν τον πήρανε
πρόφτασε να μου πει: "Οι αγέρηδες χάνουνε το δρόμο
όταν αφήνουμε το δρόμο μας να χορταριάζει,
ν' αποκοιμιέται στο πλευρό των χωραφιών".
'Έπειτα ήρθαν κι άλλες νύχτες κυκλωμένες θάλασσα
οι ξιφολόγχες χώριζαν τον ύπνο μας στα τέσσερα, στα δέκα.
Αργότερα πολύ έμαθα πως αυτός, ο τόσο αδύνατος,
είχε κρατήσει ως το τέλος.
"Τα ποτάμια στέρεψαν" μου φώναξε "στέρεψαν οι πηγές.
Ακόμα κ' οι αγέρηδες χάσανε το δρόμο".
Την άλλη μέρα μου ψιθύρισε στην αγγαρεία:
"'Ισως υπάρχει πάντα μες στα χέρια μας ένα ποτάμι".
Είταν η εποχή της πέτρας και της δίψας.
Πολλοί τρελαίνονταν. Πολλοί προδίνανε τη μάνα τους
για μια γουλιά νερό. 'Οταν τον πήρανε
πρόφτασε να μου πει: "Οι αγέρηδες χάνουνε το δρόμο
όταν αφήνουμε το δρόμο μας να χορταριάζει,
ν' αποκοιμιέται στο πλευρό των χωραφιών".
'Έπειτα ήρθαν κι άλλες νύχτες κυκλωμένες θάλασσα
οι ξιφολόγχες χώριζαν τον ύπνο μας στα τέσσερα, στα δέκα.
Αργότερα πολύ έμαθα πως αυτός, ο τόσο αδύνατος,
είχε κρατήσει ως το τέλος.
Και για να φτάσουμε τα λεβέντικα λουλουδιασμένα και ελεύθερα Τζουμέρκα
(φωτο Κώστας Μαυροπάνος)
Μια είναι η λύση
Αντισταθείτε
σ'αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει : καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι
και λέει : Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρία εισαγωγαί - εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλιωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
(………..)
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
(........)
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
απο φωνή
απο τροφή
απο άλογο
απο σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
«Το έχεις καταλάβει πως κυκλοφορείς μέσα σε μια γλώσσα στρωμένη, ετοιμασμένη, δοκιμασμένη από τα πριν; Που ελέγχεται από ανθρώπους άλλους, τροποποιείται, συντάσσεται, κατευθύνεται από άλλους; Που τα όριά της, η λογική της , η εκφραστικότητά της κ.λπ. καθοριστήκανε, αιώνες τώρα, χωρίς να σε ρωτήσουνε, προτού εσύ υπάρξεις; Δε μιλάω για δημοτική ή καθαρεύουσα αυτό είναι μια άλλη (βρώμικη) ιστορία. Μιλάω γενικά για τη γλώσσα, γι’ αυτό το παράλληλο και φοβερότερο Σύστημα. Που οργανώθηκε σιγά σιγά με τόσες επιμέρους αντιμαχόμενες (κι υποταγμένες) γλώσσες. Και όλοι (απελπιστικά όλοι) σου λένε: Αν θες να υπάρξεις, να σε ακούσουμε, να σε (ενδεχομένως) αναγνωρίσουμε, μέσα εδώ θα κινηθείς σ’ αυτόν τον κύκλο, αλλιώς καταδικάζεσαι, καταδικάστηκες». Τ. Σινόπουλος, Νυχτολόγιο, Κάλβος 1978.
ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Οι ολιγαρκείς
Καλοί νοικοκύρηδες∙ συγύριζαν τα λίγα πράγματά τους,
το τραπέζι, το κρεβάτι, την ντουλάπα του τοίχου,
έψηναν τον καφέ τους, μαγείρευαν, τίναζαν τα σεντόνια, σκούπιζαν, πλέναν τα ρούχα τους, διάβαζαν όλη τη νύχτα, είχαν μάθει τα ονόματα των πουλιών, των ανθών και των άστρων,
φρόντιζαν και τον κήπο τους – δυο μέτρα όλο κι όλο∙ σεμνοί μετρημένοι,
ωστόσο δεν τους έλειψε το θάρρος να πουν ως την άκρη τα όνειρά τους,
επιθυμίες, έρωτες και πράξεις που δεν είχαν τολμήσει. Τότε άνθρωποι φθονεροί και μοχθηροί τους γύμνωσαν στη μέση του δρόμου,
τους έφτυσαν, τους προπηλάκισαν, τους λιθοβόλησαν. Αυτοί δεν είχαν τίποτα πια παρά μονάχα
το ματωμένο τους χαμόγελο. Και το ‘δωσαν,
κρύβοντας με τ’ αριστερό τους χέρι τα γεννητικά όργανά τους,
πρώτη φορά τόσον ωραίοι και τόσο νέοι.
Και απαξάπαντες ας τραγουδήσουμε τα άσματα:
«Μας πήρε το ποτάμι, μας πήρε ο ποταμός…»
ή
«Το παπάκι πάει στην ποταμιά». Και βοήθειά μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου