Κυριακή 7 Απριλίου 2013

''Από το κράτος νυχτοφύλακα στο κράτος νυχτοβάτη''. Περί του ''νέου'' αναπτυξιακού νόμου.


Το σχέδιο εσωτερικής υποτίμησης της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτό εκφράστηκε από τις ευρείας έκτασης νομοθετικές παρεμβάσεις που ακολούθησαν την ψήφιση των μνημονίων, επιχειρούσε εξαρχής να θεραπεύσει τα πρόβλημα του ελληνικού δημοσίου χρέους -- μέσα από την συρρίκνωση του δημοσίου τομέα, την διάλυση του κοινωνικού κράτους και την ακραία υποτίμηση της εργασίας. Ως τέτοιο, όμως, δεν αποτελούσε τομή ως προς τις ασκούμενες οικονομικές πολιτικές. Αντίθετα, ήταν μάλλον προέκταση του υφιστάμενου νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, που είχε εμπεδωθεί στην διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας ήδη από την περίοδο Σημίτη, υπό «καθεστώς εκτάκτου ανάγκης». 


Το σχέδιο αυτό παρουσίαζε εξ αρχής προβλήματα στο «αναπτυξιακό» σκέλος του, όπως παραδέχονταν εξάλλου και όλοι οι μέχρι σήμερα υλοποιητές του, καθώς ήταν πιθανό, όπως και τελικά έγινε, να οδηγήσει σε συρρίκνωση της οικονομίας και αλματώδη αύξηση της ανεργίας....

Η κυβέρνηση Σαμαρά, φέροντας ως περγαμηνές τις εθνικολαϊκιστικές κορώνες εναντίων των μνημονίων της πρώτης περιόδου εφαρμογής τους, αναδείχθηκε στην εξουσία ως ο ασφαλέστερος διαχειριστής αυτής της πολιτικής, στο βαθμό ακριβώς που έφερε μαζί της και μια «αναπτυξιακή» ατζέντα. Το νομοσχέδιο υπό τον μεγαλεπήβολο τίτλο «Διαμόρφωση φιλικού αναπτυξιακού περιβάλλοντος για τις στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις και άλλες διατάξεις», που ψηφίστηκε επί της αρχής και κατ΄ άρθρον την Πέμπτη, αποτελεί, 10 μήνες μετά τις εκλογές, τη ναυαρχίδα αυτής τις αναπτυξιακής προσπάθειας σε νομοθετικό επίπεδο. Ναυαρχίδα, όμως, που περισσότερο ομοιάζει με σχεδία από μισό-κατεστραμμένα κατάλοιπα μιας αποτυχημένης οικονομικής πολιτικής, παρά με οτιδήποτε άλλο.

Ας αρχίσουμε, λοιπόν, με το τι δεν είναι αυτό το νομοσχέδιο. Ο νόμος αυτός δεν αποτελεί ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο που να διέπει τις επενδύσεις. Αντιθέτως, αποτελείται από πέντε βασικά τμήματα, συν δεκάδες συγκολλημένες και ατάκτως ερριμμένες ρυθμίσεις, τα οποία χοντρικά επιτελούν τις ακόλουθες λειτουργίες: την αναθεώρηση του νόμου περί στρατηγικών επενδύσεων (γνωστού και ως fast track), τη σύσταση μιας ενιαίας αδειοδοτικής αρχής που να διαχειρίζεται τις στρατηγικές επενδύσεις (δηλαδή τις επενδύσεις που σύμφωνα με το νόμο περί fast track θεωρούνταν στρατηγικές), την αναθεώρηση των υφιστάμενων αναπτυξιακών νόμων του 2004 και του 2011, την σύσταση μιας εταιρίας υπό την επωνυμία «Παράκτιο Αττικό Μέτωπο Α.Ε.» για την διαχείριση όλης της περιουσίας του δημοσίου στο θαλάσσιο τόξο της πρωτεύουσας, και τέλος, το νομικό πλαίσιο περί σύστασης και χωροθέτησης υδροπλάνων που απουσίαζε πλήρως από τον ελληνικό νομικό σύμπαν.

Άρα ο νέος νόμος δεν είναι ούτε ένας κλασικός νόμος περί των ξένων επενδύσεων, όπως για παράδειγμα ο νόμος του 1953, που διαμόρφωνε το καθεστώς υπό το οποίο θα γίνονταν οι ξένες επενδύσεις, ούτε όμως και ένα κλασικός αναπτυξιακός νόμος, όπως αυτοί που από την δεκαετία του '70 άρχιζαν να εισάγονται στον ελληνικό νομικό πολιτισμό. Οι αναπτυξιακοί νόμοι αποτελούν εργαλεία δημόσιας στήριξης, είτε μέσα από την απευθείας χρηματοδότηση είτε μέσα από έμμεσες φοροαπαλλαγές. Μέσα από τα εργαλεία αυτά, το κράτος ευνοεί συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους και περιφέρειες που ο εκάστοτε «εθνικός» σχεδιασμός προβλέπει. Οι νόμοι αυτοί αποτελούν, ως εκ τούτου, εργαλεία αναδιανομής εισοδήματος μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου, αλλά και μεταξύ διαφορετικών περιφερειών της χώρας, και έχουν σκοπό την άρση των περιφερειακών ανισοτήτων. Στην Ελλάδα, όμως, η χρόνια έλλειψη στρατηγικής στόχευσης στην οικονομία είχε ως αποτέλεσμα την σχεδόν καθολική επιδότηση κάθε οικονομικής δραστηριότητας --κι αυτό με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες υποδεικνύονταν από τις διεθνείς συνθήκες που είχε υπογράψει η χώρα. Ο νέος νόμος λοιπόν, αν και διακηρυκτικά προβάλλεται ως μια τέτοια απόπειρα στρατηγικής εξειδίκευσης, μέσα από τις τροποποιήσεις των υφιστάμενων αναπτυξιακών νόμων, στην πραγματικότητα ελάχιστα συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση.

Στο ερώτημα, έτσι, ποιος ευθύνεται για την καθίζηση της ελληνικής οικονομίας, οι συντάκτες του νόμου δίδουν την γνώριμη απάντηση: το κράτος. Το κακό γραφειοκρατικό, πολυδαίδαλο και πολυδάπανο κράτος, άσχετα από το γεγονός ότι το κράτος αυτό ούτως η άλλως βρίσκεται σε καραντίνα δυο δεκαετίες τώρα. Κι αφού στο ερώτημα ποιος φταίει για την έλλειψη επενδύσεων, η απάντηση είναι το κράτος, τότε και η λύση δεν μπορεί παρά να είναι η περαιτέρω συρρίκνωση και ελαστικοποίηση του κανονιστικού πλαισίου που το ίδιο το κράτος θέτει. Έτσι, ο νέος νόμος συγκεντρώνει όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την αδειοδότηση των στρατηγικών επενδύσεων --περιβαλλοντικές, αρχαιολογικές, πολεοδομικές κ.ο.κ.-- σε μία υπηρεσία, και επιπλέον παρέχει δυνατότητες φωτογραφικής a la carte συγκρότησης των κανόνων που θα διέπουν τις χαρακτηριζόμενες ως στρατηγικές επενδύσεις, όπως με την περίπτωση της διαμόρφωσης φωτογραφικών χωροταξικών (ΕΣΧΑΣΕ). Με άλλα λόγια, ο νέος νόμος προχωρά ένα βήμα παραπέρα ως προς καθεστώς που διέπει τις ιδιωτικές επενδύσεις, διακρίνονταςδύο ταχύτητες: Τις επενδύσεις για τις οποίες η γραφειοκρατία αποτελεί εθνικό κίνδυνο, και πρέπει να παρακαμφθεί, και τις επενδύσεις για τις οποίες η ενίσχυση της γραφειοκρατίας (που προκαλεί η αποψίλωση του γραφειοκρατικού μηχανισμού από έμπειρα στελέχη και η γενικότερη υποχρηματοδώτηση των αδειοδοτικών υπηρεσιών) αποτελεί δομικό στοιχείο, το οποίο περιορίζει την ανταγωνιστικότητά τους. Μέσα από πλήθος ρυθμίσεων, όπως π.χ. τα χρονικά όρια που έχει (όχι ο επενδυτής αλλά) η αδειοδοτική αρχή για την έκδοση της άδειας, ή το δικαίωμα των επενδυτών που υπάγονται στους αναπτυξιακού νόμους να αδειοδοτούνται από εγκεκριμένους ιδιώτες, αποκαλύπτεται και η τιμωρητική διάθεση του νομοθέτη απέναντι στο κράτος --ως εάν το πρόβλημα να ήταν εξαρχήςο ρόλος του κράτους, ως διαμορφωτής ενός κανονιστικού πλαισίου για την ιδιωτική οικονομία. Αφού το κράτος-νυχτοφύλακας του νεοφιλελευθερισμού απέτυχε, ήρθε η ώρα για το κράτος-νυχτοβάτη, που θα επαιτεί στην ιδιωτική οικονομία, ζητώντας να αναλάβει αυτή τις εναπομείνασες λειτουργίες του, και θα αυτοτιμωρείται για το θράσος του να διαθέτει καθολικό νομικό πλαίσιο για το πώς θα πραγματοποιείται μια επένδυση.

Το πρόβλημα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, όπως αυτή αποκαλύπτεται και από το νέο αναπτυξιακό νόμο, δεν είναι ότι θέλει να ξεπουλήσει το σύμπαν: είναι ότι θέλει να ξεπουλήσει το σύμπαν και κανείς δεν αγοράζει. Έτσι π.χ. η «Παράκτιο Αττικό Μέτωπο Α.Ε.» δεν αποτελεί το πρώτο θεσμικό μόρφωμα που συγκροτείται για να εκπληρώσει την αναγκαιότητα εκποίησης, ή έστω εκμετάλλευσης, της περιουσίας του Δημοσίου. Ανάλογες στοχεύσεις είχε και το ΤΑΙΠΕΔ ή και η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου. Αποτελεί, όμως, μια διακριτή ομαδοποίηση της εν λόγω περιουσίας, με ιδιαίτερα προνόμια για τους υποψήφιους επενδυτές, όπως η αυτοδίκαιη υπαγωγή όλων των σχετικών ακινήτων στο νόμο περί στρατηγικών επενδύσεων, μήπως και καταφέρουμε να τα ξεπουλήσουμε. Ταυτόχρονα δε, παρουσιάζει την αναγκαιότητα υπερεπένδυσης σε μια στοχευμένη περιοχή της χώρας, αντιστρέφοντας την παράδοση που ήθελε τους αναπτυξιακούς νόμους να επιτελούν λειτουργίες περιφερειακής αναδιανομής, μην έχοντας κανένα άλλο μηχανισμό για να κάνει αυτό που έκαναν κατά το παρελθόν τα μεγάλα projects δημοσίων επενδύσεων.

Τέλος, οι αναθεωρήσεις των αναπτυξιακών νόμων προσπαθούν να θεραπεύσουν το πρόβλημα ρευστότητας των επιχειρήσεων χωρίς ρευστό. Προσπαθούν, δηλαδή, αναπροσαρμόζοντας τους όρους υπό τους οποίους παρέχονται οι κρατικής επιδοτήσεις, το μέγεθος των αναδρομικών ενισχύσεων με την παροχή εγγυητικής επιστολής και άλλες συναφείς διατάξεις, να ανακυκλώσουν εντός της οικονομίας το πρόβλημα της υπερχρέωσης όλων των εμπλεκόμενων φορέων, μήπως αυξηθούν τα επίπεδα της απορρόφησης κοινοτικών κονδυλίων ως η μοναδική πηγή από την οποία η οικονομία αντλεί νέο χρήμα.

Ο νέος νόμος έχει και δεκάδες άλλες ρυθμίσεις, από τις οποίες, άλλες είναι θετικές και όντως θεραπεύουν πραγματικά γραφειοκρατικά προβλήματα, ενώ άλλες, πολύ περισσότερες, αρνητικές --όπως εκείνες που προσπαθούν να αποτρέψουν οποιασδήποτε προσβολή των δημοσίων συμβάσεων από πολίτες. Εν κατακλείδι, όμως, αρκεί να συγκρατήσουμε το εξής: Ότι το πολιτικό προσωπικό του νεοφιλελευθερισμού είναι και το ίδιο δέσμιο και αιχμάλωτο των ιδεών του -- και συνεπώς λιγότερο ορθολογικό από όσο συχνά θέλουμε να πιστεύουμε. Η πίστη, λοιπόν, στην υποχρέωση να συρρικνωθεί το δημόσιο και να διευκολυνθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις φέρει τόση εκτυφλωτική ισχύ μαζί της, ώστε να αρκεί για να δυσχεράνει τόσο τις ίδιες τις ιδιωτικές επενδύσεις όσο και τις λειτουργίες του κράτους που είναι απαραίτητες για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.. Έτσι, όσο βέβαιο είναι ότι η κρίση έχει αναδείξει μια συλλογική στρατηγική όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι η κρίση οξύνει τις αντιθέσεις μεταξύ των λειτουργιών του κράτους που το αναδεικνύουν σε συλλογικό κεφαλαιοκράτη και αυτές που το αναδεικνύουν ως εργαλείο στα χέρια συγκεκριμένων μερίδων των ελίτ εναντίον άλλων.

Του Μιχάλη Νικολακάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: