Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Σουλιώτης και Σουλιώτισσα - Του Γιάννη Βλαχογιάννη


Νύχτα είχε σηκωθεί η Γιαννούσαινα. Ντύθηκε βιαστικά. Φωτιά δεν άναψε καθόλου. Έκαμε ένα σταυρό μονάχα κατά το εικονοστάσι, αφώτιστο.
Ο άντρας της είχε κι αυτός ξυπνήσει, και ντυνότανε. Με τ' άρματά του, αθώρητος, σάλευε στο σκοτάδι.
Έτοιμο ήταν, απ’ το βράδυ, το ταγάρι με τα μπαρουτόβολα και το ψωμί. Το ‘ριξε η γυναίκα ανάλαφρα στην πλάτη, και κινήσανε. Μπροστά του Ζέρβα η λεβεντόνυφη, του Ζάρπα κόρη, κι ο άντρας της από κοντά.
Στην άκρη του χωριού απαντήσανε και τ' άλλα παλικάρια, τα Σουλιώτικα. Ήτανε μαζί και κάμποσες γυναίκες. Και τώρα εμπρός! Δρόμο είχανε να πάρουνε πολύν, και να ξημερωθούνε στα Δερβίσανα.
Μέρες, βδομάδες οι Σουλιώτες κρατούσαν εκεί πέρα τον πόλεμο με του Αλήπασα τ' ασκέρι. Πόλεμο, μεροδούλι πια! Κι οι μαύροι οι μεροδουλευτάδες είχαν ανάγκη κι από λίγη ανάπαψη δεν ήταν καμωμένοι από πέτρα, οι μαύροι!
Μα να, τ' αδέρφια από το Σούλι νιόφερτα, θα πάρουνε τον τόπο τους ξαποσταμένα, κι αυτοί θα γείρουν πίσω στο χωριό.
Φτάσαν, κι ακόμα η νύχτα τους αγκάλιαζε. Πήραν οι άλλοι το δρόμο για το Σούλι ―κι η αυγή καλώς να ‘ρθει, κι οι Αρβανίτες!
Ξέρουν, κι η αυγή θα ‘ρθεί κι οι Αρβανίτες... Τα καριοφίλια ακουμπισμένα στα λιθάρια με τα στόματ’ ανοιχτά, προσμένουν. Τα σπαθιά γυμνά, στο χώμα ξαπλωμένα. Κι οι Σουλιώτες καρτερούν.
Ήσυχοι, σύντροφο έχουν την υπομονή. Ξέρουν, κι η αυγή θα ‘ρθεί κι οι Αρβανίτες. Η Γιαννούσαινα κόβει ψωμί, και τρώνε. Σπρώχνει τ' αγγειό με το νερό κατά τον άντρα της. Τονέ φροντίζει μ' έναν τρόπο, αμίλητη. Του στρώνει μαλακό το μετερίζι του. Στα χέρια του περνάει το καριοφίλι.
Αχνόφεγγο, και πέφτει η πρώτη ντουφέκια. Ο Γιαννούσας ρίχνει, κι η Γιαννούσαινα γιομίζει. Αυτό δε βάσταξε πολύ. Και κει που ο πόλεμος είχε ξανάψει, ακούστηκε φωνή·
Γυναίκα, λαβώθηκα! είπε ο Γιαννούσας.
Καρδιά, ωρέ Γιάννο, καρδιά λίγο και για το γιρούσι!
Άγρια η γυναίκα, του μιλεί σα να ‘καμε κακό· δειλός τάχα σα να ‘τανε τονέ μαλώνει. Μα ο Γιάννος άφωνος, ξαπλώθηκε στο πλάι· και δεν κινήθηκε. Και πόνου αχνό δεν έβγαλε.
Τράβηξε η γυναίκα τη φλοκάτα μ' ένα κίνημα γοργό, και τονέ σκέπασε. Κι άρπαξε το ντουφέκι.
Έριχνε, και μιλούσε κάποτε του Γιάννου, μες στη βροντοταραχή· κι ήθελε να του δώσει υπομονή. Μα δε γύριζε και πίσω της να ιδεί. Κι άμα οι Σουλιώτες πεταχτήκανε με τα σπαθιά, και πήρανε τους Τούρκους, ανέβηκε κι αυτή στο μετερίζι κι έσκουξε στριγκά.
Ύστερα συλλογίστηκε τον άντρα της. Έσκυψε, τον ήβρε ξυλιασμένο.

Σημ. του συγγραφέα:

Εδώ η γυναίκα είναι ο αληθινός σύντροφος και παραστάτης του άντρα σ' όλα. Τα ονόματα της Μόσκως της Τζαβέλαινας και τόσων άλλων γυναικών του Σουλιού μας έρχονται στο στόμα με συγκίνηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: