Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Η
κατσίκα, ως γνωστόν είναι μηρυκαστικό
ζώο με γένι, ενίοτε και κέρατα. Ζει στα
βουνά και οπωσδήποτε σε άγρια κατάσταση.
Το εξημερωμένο είδος εκτρέφεται για το
μαλλί του, το δέρμα του, το γάλα και το
κρέας του. Η λέξη κατσίκα συνήθως
αναφέρεται σε θηλυκό ζώο, αφού για τον
άντρα έχουμε τη λέξη τράγος. Μεταφορικά
ως κατσίκα προσφωνείται η γυναίκα που
έχει δύσκολο χαρακτήρα, η κακότροπη,
στριμμένη και κακιασμένη γυναίκα, αυτή
δηλαδή «που έχει το διάολο μέσα της, που
όλα και όλοι της φταίνε…».
Εν
συνθέσει η λέξη κατσίκα μας δίνει πολλά
λεκτικά παράγωγα. Κατσικόδρομος. Ο
δρόμος που μόνο κατσίκες μπορούν να τον
διαβούν. «Τόσα έταξε, τίποτε δεν έφτιαξε.
Ακόμα από τον ίδιο κατσικόδρομο πάμε
στο σπίτι. Άμα δει ψήφο να μου τρυπήσει
τη μύτη…» Ο κατσικοκλέφτης είχε άμεση
σχέση με τον κατσικόδρομο. Από εκεί
«πέρναγε» τα κλεμμένα. Σίγουρος ο δρόμος.
«Κανένας δεν τον έπαιρνε χαμπάρ’». Η
λέξη κατσικομούλαρα αφορά το ζωικό
κεφάλαιο της οικογένειας και γενικά το
βιος. Λέγεται και ειρωνικά. «Ζωή στα
κατσικομούλαρά του».
Καλόν είναι
να μην συγχέουμε πάντα ταύτα με την
«κατσιβελιά» που είναι το γνώρισμα του
κατσίβελου, η συμπεριφορά δηλαδή που
χαρακτηρίζεται από μικρότητα και
απρέπεια. Ο Κατσίβελος είναι ξένη λέξη.
(Ιταλική cativello, σκλάβος, δυστυχής).
Κατσιβέλα! Σ’ αυτή αναφέρεται το θαυμαστό
τραγούδι του Γιώργου Μητσάκη: «Όμορφή
μου κατσιβέλα / στο τσαντίρι σου μη πας
/ να σε χάσει, να σε χάσει, / ο τσιγγάνος
π’ αγαπάς».
Με
την κατσίκα έχει σχέση η κατσικοποδιά,
η έλλειψη τύχης, η γρουσουζιά, η ατυχία,
η γκαντεμιά. «Όλα ανάποδα τούρχονται.
Τι να πει κανείς. Φοράει μόνιμα την
κατσικοποδιά». Εν συνθέσει η λέξη κατσίκα
παράγει και τη λέξη κατσικαδερό που
σημαίνει το κατσικοτόμαρο, αλλά αφορά
και τον άξεστο, αγροίκο και ακοινώνητο
άνθρωπο. «Μην του μιλάς αυτουνού. Είναι
ντιπ κατά ντιπ κατσικαδερό!»
Βέβαια
εξαιρετικής σημασίας από πάσης απόψεως
είναι η λέξη κατσικοπόδαρος από αρσενική
και θηλυκή πλευρά εξεταζόμενη. Οι
διάβολοι σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη
έχουν πόδια κατσίκας. Επομένως ο
κατσικοπόδαρος είναι ο διάβολος, ο
σατανάς. Όπου να πάει και όπου να σταθεί
ζημιά θα κάνει. Γρουσούζης, γκαντέμης
και διαβολογκρεμίστρας. Το άκουσα ο
ίδιος. «Ωχ, ήρθε η πεθερά μου, η
κατσικοπόδαρη! Θα μου γκρεμίσει το
σπίτι!» Απόρησα. Τη θεώρησα, τουλάχιστον
υπερβολική τη νύφη. Το απόγευμα έπεσε
και «έσπασε» το πόδι της. Η πεθερά όταν
έμαθε το ατύχημα είπε: «Ήταν η κακομοίρα
από μικρή λίγο κουτσή. Τώρα αποκουτσάθηκε.
Αλίμονο από εκείνο το κουτεντέ τον δικό
μου». Ήταν το πρώτο «φαρμακολόημα». Έχει
συνέχεια η υπόθεση. «Τι περιμέν’ς
προκοπή; Και ανύπαντρος έτσι ήταν και
παντρεμένος χειρότερα.«Και παντρεμένος
γάιδαρος κι ανύπαντρος γομάρ’».
Και
παίρνει την μεγάλη απόφαση. «Φεύγω, πάω
στο κατ’κιό μου. Εδώ δεν με θέλουν».
Μόνο που στην αναχώρηση θυμήθηκε να
χαιρετήσει και τους συμπέθερους. «Να
δώσεις χαιρετίσματα στους δικούς σ’.
Δεν πρόκανα να τους δω. Καλά είναι η μάνα
σ’; Ήταν άρρωστη, έγινε καλά τώρα; » Κι
όσο κι αν η νύφη έφτυσε και ξαναέφτυσε
τον κόρφο της δεν πέρασε μία ώρα και ο
πατέρας -συμπέθερος βρέθηκε στο νοσοκομείο
με πνευμονία και η μητέρα -συμπεθέρα
στον άλλο όροφο του νοσοκομείου με
«διάτρηση στομάχου». Και γυρνώντας ο
σύζυγος από το Πρακτορείο όπου ξεπροβόδισε
τη μητέρα του «τράκαρε» με το αυτοκίνητο
και θέλει πια ένα σκασμό χρήματα για να
το επισκευάσει. Τόσα, όσα φώναζε η
κατσικοπόδαρη. «Έδωσε ο μακαρίτης ένα
σκασμό λεφτα να το σπουδάσ’. Τον χαίρεται
η άλλ’. Πού να σκάσ’ και να πλαντάξ’».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου