Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Νικόλας 'Ασιμος, ένας αντισυμβατικός μπαγάσας: Μιά ιστορία εσωτερικών δαιμόνων, τραγουδιών και αυτοκαταστροφής.




Γεννήθηκε σαν προχθές,  20 Aυγούστου του 1949. Δηλαδή ποτέ. Μας έγραψε το τελευταίο τραγούδι του αυτοκτονώντας το 1988. Οι φήμες λένε ότι τότε πέθανε. Δηλαδή ποτέ. Του Παναγιώτη Βελισσάρη-Λυμπερίδη.


Από τη Θεσσαλονίκη στις μπουάτ τις Πλάκας και από κει οι στα στενά των Εξαρχείων. Οι τάσεις αυτοκαταστροφής, η πάλη με τους  εσωτερικούς δαίμονες, η λύτρωση, το ταξίδι δίχως επιστροφή. Νικόλας Άσιμος, ο καλλιτέχνης που στην εποχή του απομονώθηκε για αυτά που υποστήριζε και τραγουδούσε, 26 χρόνια μετά είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.

Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που είναι πολύ δύσκολο να αποκωδικοποιήσεις το έργο και τη διαδρομή τους. Οι ιδέες τους περίεργες - ακατανόητες πολλές φορές από τον κοινό νου, που συνεχώς ακροβατούν ανάμεσα στην ευφυΐα και την παράνοια, και από εκεί στην αυτοκαταστροφή.  Άνθρωποι που ήταν μπροστά από την εποχή τους, σφραγίζοντας ταυτόχρονα όσο λίγοι τα χρόνια που έζησαν.

Ο Νικόλας Άσιμος αυτή ακριβώς η περίπτωση. Κυνηγημένος για τις απόψεις του ανελέητα -τόσο από τη Χούντα, όσο και από τη δημοκρατία- πολυτάλαντος και πρωτοποριακός, ενοχλούσε με τα όσα έλεγε και κυρίως τραγουδούσε.


Η Κοζάνη, πρώτος σταθμός της ζωής του, υπήρξε η πόλη των παιδικών και εφηβικών του χρόνων. Από τότε ακόμα, έδειξε πως δεν θα ακολουθούσε την πεπατημένη. Διακρίθηκε στα αθλήματα, συμμετείχε σε θεατρικά έργα και έγραψε στοίχους για τη μιζέρια της επαρχίας της δεκαετίας του 60. Τότε ήταν που καθιέρωσε και το όνομα «Άσιμος», σε μία εφηβική κόντρα με τον Νίκο Μαστοράκη, όταν και κατάφερε να αποστομώσει το γνωστό δημοσιογράφο με μερικά εύστοχα τετράστιχα.
Καταφέρνει με τα χίλια ζόρια να περάσει στη Φιλοσοφική, στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης και εκεί - τα χρόνια της δικτατορίας - κάνει την πρώτη του επανάσταση:

«Όταν άκουσα τον Παπαδόπουλο να λέει "θα πατάξωμεν την αναρχία" αποφάσισα να γίνω η αναρχία που δεν πατάσσεται ποτέ. Γιατί η αναρχία είναι η αρχή του τέλους και το τέλος της αρχής, και δεν είναι ουτοπία» θα πει σε μία συνέντευξή του το 1987.
Το θέατρο ήταν η πρώτη του καλλιτεχνική αγάπη. Σπουδάζει υποκριτική  παράλληλα με τη σχολή του και σε μία στιγμή φτάνει να κάνει ακόμη και τον καθηγητή. Οι παραστάσεις στις οποίες παίζει δεν αρέσουν στους λογοκριτές της «Εθνοσωτηρίου», ενώ όταν αποφασίζει να δημιουργήσει τη δική του ομάδα στα υπόγεια του ΑΠΘ, το καθεστώς φροντίζει να  τον συνετίσει.

Πέρα από τις συχνές επισκέψεις στην Ασφάλεια, βλέπει τη θεατρική του ομάδα να διαλύεται και την αστυνομική ταυτότητά του να κρατείται «αιχμάλωτη» από τις αρχές για περισσότερα από 10 χρόνια, όταν και καταφέρνει να εκδώσει νέα με μοναδική υποσημείωση το «άνευ θρησκεύματος».

Ήταν η αρχή ενός παιχνιδιού που θα γινόταν γνώριμο στον Άσιμο για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του: Το «κρυφτούλι» με το χουντικό και μετέπειτα μεταπολιτευτικό κράτος φαίνεται πως όχι μόνο δεν τον αποθαρρύνει, αλλά αποτελεί κίνητρο για να συνεχίσει να αμφισβητεί και να κοροϊδεύει κάθε μορφής εξουσία.


Μαθαίνει μόνος του κιθάρα - ο αστικός μύθος λέει πως το κατάφερε, παίζοντας για ένα διάστημα μέρα νύχτα- και μελοποιεί τα ποιήματά του. Η καριέρα του στο τραγούδι αρχίζει σε ένα μπαρ στο Λευκό Πύργο το 1971 και οι στίχοι του υπέρμετρα τολμηροί «τσακίζουν» τον καθωσπρεπισμό του καθεστώτος και σκανδαλίζουν τους λογοκριτές.

Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα - Οι μπουάτ της Πλάκας

Δύο χρόνια αργότερα και ενώ του απομένουν λίγα μαθήματα για το πτυχίο, παρατάει τη Φιλοσοφική και κατεβαίνει στην πρωτεύουσα, δίχως να γνωρίζει κανέναν και κυρίως με άδειες τσέπες. Οι πρώτες ημέρες στην Αθήνα, εξαιρετικά δύσκολες και στην Πλάκα και τις περίφημες μπουάτ της θα προσπαθήσει να σταθεί στα πόδια του.

Στην «Πέμπτη Εποχή» γνωρίζεται με τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Σάκη Μπουλά, ενώ στην «Εντεκάτη Εντολή» το 1974 θα έχει την ευκαιρία να γίνει ευρύτερα γνωστός. Η Ασφάλεια ωστόσο έχει στο κατόπι το Νικόλα, τα προβλήματα που του δημιουργεί πολλά και το μαγαζί όπου εμφανίζεται κλείνει έπειτα από επίμονες παραινέσεις.

Το 1975 στήνει ένα φιλόδοξο καλλιτεχνικό εγχείρημα, το «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας» και ονομάζει το μέρος στην Πλάκα όπου στεγάζει το θίασο του «Ζωντανό Καφενείο». Τα δρώμενα, πρωτοποριακά για την εποχή τους: Σκετσάκια, τραγούδια και χορογραφίες, ένα θέαμα πληθωρικό και γεμάτο με μηνύματα. Παρά τις ατελείωτες ώρες σε πρόβες, το κοινό της Αθήνας δεν ήταν έτοιμο να αγκαλιάσει την διαφορετική οπτική του Άσιμου. Ήταν ο πρώτος χρόνος της μεταπολίτευσης, και η ελληνική κοινωνία βρισκόταν ακόμη σε κατάσταση σοκ από τα χρόνια στον «γύψο».
Το λουκέτο έρχεται ως αποτέλεσμα και ο Άσιμος εκ νέου στον άσσο βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά της Λίλιαν αλλά και στην κιθάρα του.
Παρά τις δυσκολίες, τελικά ο Γιάννης Ζουγανέλης του δίνει την ευκαιρία να δείξει το ταλέντο του. Εντάσσεται στο «Συνεργατικό Θίασο Μουσικών» και μαζί με μία ομάδα καλλιτεχνών, ανάμεσά τους ο Σάκης Μπουλάς και ο Θάνος Ανδριανός, δίνουν παραστάσεις που αφήνουν εποχή στο «Σούσουρο» στην Πλάκα. Η επιτυχία όμως πρόσκαιρη, αφού ο Άσιμος έρχεται, διαφωνεί για την τιμή του ποτού και αποχωρεί.


Διαδρομές στα στενά των Εξαρχείων Για ακόμη μια φορά στο δρόμο, δίχως δουλειά και με τη σύντροφό του έγκυο, παίρνει την απόφαση να μετακομίσει στα Εξάρχεια, που  αποτελούσε το πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της αμφισβήτησης ενάντια στο κατεστημένο, σε μια εποχή που η νεολαία έψαχνε και δημιουργούσε τη ριζοσπαστική της στάση με το σύστημα, συνεχώς.
Πατέρας πια, καθώς τα τέλη Μαΐου του 1976 γεννιέται η αγαπημένη του κόρη ή «Νιουνιού», και παρά το γεγονός ότι τα καταφέρνει δύσκολα, γράφει συνεχώς αλλά και συνθέτει τραγούδια με σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Οι απόψεις του ενοχλούν περισσότερο από ποτέ.
Αποδομεί κάθε ιδεολογία που υπάρχει -ακόμη και την αναρχία-, έναν χώρο που κατά καιρούς τον έχουν κατατάξει.  Δεν πιστεύει σε τίποτα και απορρίπτει τους πάντες! «Μπακούνιν, Μαρξ, Λένιν είναι μούμιες, όπως όλοι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι Φαραώ» δηλώνει εμφατικά σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του στην Ελευθεροτυπία. Η αστυνομία και διάφοροι πολιτικοί χώροι τον βάζουν στο στόχαστρο, ενώ το ξύλο και οι επισκέψεις στα κρατητήρια γίνονται ρουτίνα.

Το 1977 συλλαμβάνεται μαζί με ακόμη πέντε άτομα με την κατηγορία ότι ενορχήστρωσε βίαια επεισόδια στα Προπύλαια, γεγονός που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε. Το μόνο που του έμεινε ως ανάμνηση ήταν μία προφυλάκιση δύο μηνών στις φυλακές της Αίγινας.
Οι παρεμβάσεις του - έστω και με τους ανορθόδοξους τρόπους που πάντα επέλεγε- ήταν συμβολικότατες και προκαλούσαν χάος. Όπως εκείνη η έφοδος στα ανακριτικά γραφεία με ένα πλαστικό πιστόλι για να διαμαρτυρηθεί για την άδικη σύλληψη ενός φιλικού του ζευγαριού, περιστατικό που στάθηκε η αφορμή για να γράψει ένα από τα ποιο γνωστά του τραγούδια, το «Είμαστε τρομοκράτες».

Το καλοκαίρι του 1978 ηχογραφεί την πρώτη του κασέτα ενώ έπειτα από μία θυελλώδη σχέση με την Λίλιαν χωρίζει και μετακομίζει στην «υπόγα», ένα διαμέρισμα στην οδό Αραχώβης 4, το οποίο θα είναι το «εργαστήρι» του για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.  Στο μεσοδιάστημα γράφει ακόμη τρεις κασέτες, ωστόσο σιγά - σιγά βυθίζεται σε έναν άλλο κόσμο και τα πρώτα παρανοϊκά συμβάντα κάνουν την εμφάνισή τους.
Κάπως έτσι τον βρίσκουν οι αρχές της δεκαετίας του 80', όταν και εκδίδει παράνομα το βιβλίο «αναζητώντας Κροκάνθρωπους», μία απόπειρα καταγραφής του έργου του: Στίχοι, συμβάντα, περιστατικά, κείμενα και αφίσες, όλα αυτά συγκεντρωμένα σε 150 σελίδες, τις οποίες μοιράζει φωτοτυπημένες στους δρόμους των Εξαρχείων.
Πρωταγωνιστεί στο κύμα καταλήψεων κτιρίων, μία πολιτική πρακτική που έκανε τα πρώτα της δυναμικά βήματα, φτάνοντας στο σημείο να αυτοκαταλάβει την «υπόγα» του. Ένα τέτοιο περιστατικό στέκεται η αφορμή για να συλληφθεί και να οδηγηθεί για πρώτη φορά στο ψυχιατρείο στο Δαφνί όπου και παρέμεινε εκεί για μερικές ημέρες, εμπειρία που έμελλε να τον σημαδέψει.
Κάνει εκ νέου ένα σύντομο πέρασμα από τη δισκογραφία με τον δίσκο «ο Ξαναπές», που γίνεται αιτία να κλειστεί ακόμη περισσότερο στον εαυτό του. Οι επικρίσεις από πρώην συνεργάτες, αλλά και από άτομα του αναρχικού χώρου πυκνώνουν, με το Νικόλα  πλέον να παλεύει με τον περίγυρο αλλά και τους εσωτερικούς του δαίμονες. Ανήκει πλέον στους «κολασμένους» των Εξαρχείων και τραβά έναν μοναχικό και δύσκολο δρόμο.
Το 1983, αποφασίζει να μετακομίσει λίγους δρόμους πιο πέρα, στην οδό Καλλιδρομίου 55 και στήνει το καινούργιο του ορμητήριο. «Χώρο προετοιμασίας» το ονομάζει και εκεί παρασκευάζει διάφορα μπιχλιμπίδια για μεγάλους και μικρούς και τα πουλάει. Δεν παύει όμως να δέχεται ανελέητο κυνηγητό από την αστυνομία. Το τμήμα και το Δαφνί έχουν γίνει συχνοί τόποι διαμονής, και οι ψυχίατροι εφαρμόζουν «θεραπείες» που αφήνουν εμφανή τα σημάδια τους στο μυαλό του.
  

Ταξίδι χωρίς επιστροφή 

Παραμένει όμως παραγωγικός, με αρκετές στιγμές διαύγειας. Δημιουργεί μουσικά σχήματα, παίζει σε συναυλίες, ηχογραφεί ακόμη τρεις ακόμη κασέτες μέχρι και το 1987 και εμφανίζεται σε κάποιες ταινίες όταν και πλέον το μυαλό του τον προδίδει οριστικά. Κυκλοφορεί σαν φάντασμα στα Εξάρχεια σέρνοντας ένα ψόφιο σκυλί, πραγματοποιεί πειράματα σε μικρά ζώα, ενώ εμφανίζει και τάσεις επιθετικότητας.

Αποκορύφωμα και συνάμα αρχή του τέλους, οι κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν για βιασμό κατ' εξακολούθηση, που οδήγησαν στην σύλληψη και την προφυλάκιση του, τον Ιούνιο του 1987. Παρότι αποσύρονται στην πορεία, ο εισαγγελέας επιμένει στην απόφασή του και ο Άσιμος μένει στο κελί για έναν μήνα. Λίγο αργότερα και παρά τη θέλησή του, οδηγείται  εκ νέου σε ψυχιατρική κλινική και όταν βγαίνει, κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα, παραπέμπεται ξανά στο δικαστήριο.

Ο Νικόλας Άσιμος πλέον συνειδητά έγραφε τον επίλογο στη ζωή του. Η επικείμενη δίκη, ο φόβος για τα ψυχιατρεία καθώς και η ρετσινιά του βιαστή, έκανε τον εσωτερικό του κόσμο σμπαράλια. Παρά το γεγονός ότι προσπαθεί να κρατηθεί, το «απονενοημένο διάβημα» αρχίζει όλο και περισσότερο να φαντάζει ως προοπτική και εν τέλει γίνεται πραγματικότητα.
Στις 17 Μαρτίου του 1988 αποφασίζει να κόψει συνειδητά το νήμα της ζωής του, περνά το σκοινί στο λαιμό του και αρχίζει το μεγάλο ταξίδι. Όχι, ο Άσιμος δεν πέθανε, απλώς έφυγε να βρει άλλους τόπους που θα γαληνέψουν την ανυπότακτη ψυχή του.


 Οι σχέσεις με τη μαμά πατρίδα 
Ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή υπήρξαν και οι σχέσεις μίσους που έτρεφε απέναντι στο στρατό. Κάθε φορά που η «μαμά - πατρίδα» τον καλούσε, ήταν ασυνεπής με το ραντεβού του:
«Σαν θα με καλέσει η πατρίδα, να πάω τον οχτρό να πολεμήσω. Θα τους πω, δεν έχω 'γω πατρίδα, μόν' τα χέρια μου έχω για δουλειά» έλεγε σε ένα από τα τραγούδια του, ενδεικτικό των απόψεων του.
Ίσως μάλιστα τις σπουδαιότερες θεατρικές παραστάσεις του να τις ανέβασε στα στρατόπεδα που κατά καιρούς έχει παρουσιαστεί.

Το 1978,  στην Τρίπολη, μπουκάρει φορώντας θεατρικά κοστούμια, κάνει τον χώρο κουλουβάχατα, πουλάει τρέλα δεξιά και αριστερά και καταφέρνει να κερδίσει αναβολή μέχρι το 1979 όταν και πάλι στήνει μία απαράμιλλη παράσταση παρέα με τον ποιητή Σωτήρη Μπουσμπουρέλη. Κερδίζει οριστικά την ελευθερία του το 1980, έπειτα από ένα ακόμη σόου το οποίο διαρκεί τρεις ολόκληρες ημέρες. Στο απολυτήριο αναγράφονται ως αίτια απόλυσης  η «ψυχωσική συνδρομή σχιζοφρενικού τύπου» ή απλά όπως συνήθιζε να λέει: «Σχιζοφρενοβλαβίωση».


«Το σούπερ μάρκετ του θεάματος» 

Τις δισκογραφικές εταιρείες ποτέ δεν τις είδε με καλό μάτι. «Σούπερ μάρκετ του θεάματος» τις αποκαλούσε, και όταν για λόγους βιοπορισμού αναγκάστηκε να χτυπήσει την πόρτα της «Λύρα», το έκανε με βαριά καρδιά και μπόλικες δόσεις αυτοσαρκασμού:

«Τι θα κάνω ήτανε γραφτό, θέλω δεν το θέλω, ότι τραγουδώ, να το πουλώ να ζήσω. Όταν πάω στον παραγωγό, πρέπει να βολέψω έτσι το γραφτό, να του γυαλίσει, για να το πουλήσει, να 'χει σαλέπι, για να σας αρέσει», λέει το τραγούδι μηχανισμός, το οποίο εν τέλει κυκλοφόρησε και στην αρχή ξέφυγε από τις κεραίες της επιτροπής λογοκρισίας, αν και τελικά απαγορεύτηκε η ραδιοφωνική μετάδοσή του.

«Για όλη αυτή την ιστορία πληρώθηκα 3 κατοστάρικα για εκτελεστικά τραγουδιστή. Όσο για τα συνθετικά μου ποσοστά δεν πήγα να τα γυρέψω μιας και δε χωνεύω τους ληστές της Λ.Ε.Π.Υ.(ο οργανισμός για τα πνευματικά δικαιώματα). Πάντως παρ' όλο που δεν αισθάνομαι, ιδιοκτήτης των τραγουδιών μου, όσον αφορά τις εταιρείες και τους λοιπούς ραδιοφωνότηλεοπτικούς τους απαγορεύω την εκμετάλλευση των τραγουδιών μου, αν τύχει κι επιτρέπονται και γίνουνε ποτέ της μόδας. Κι όταν το λέω το εννοώ ακόμα και πεθαμένος. Εκτός αν εγώ αλλάξω γνώμη» θα γράψει αργότερα αναφερόμενος στο σύντομο πέρασμά του από τον κόσμο του επαγγελματικού τραγουδιού.
*To άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά, σε άλλη μορφή, με περικοπές στο διαδικτυακό application περιοδικό Newposter.


*Το video είναι απόσπασμα από το αφιέρωμα στον Νικόλα Άσιμο στην εκπομπή «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη, στο Mega.



Δεν υπάρχουν σχόλια: