Των Γ.
Φετοκάκη, Γ. Καρζή
Ο Αλέκος
Κιτσάκης,το "αηδόνι της Ηπείρου", είναι ένας ζωντανός
θρύλος του Δημοτικού τραγουδιού και δη του Ηπειρώτικου. Το Hpeiros.gr ξεκίνησε
ένα μεγάλο αφιέρωμα στη ζωή και την 50χρονη και πλέον καριέρα του στο Δημοτικό
τραγούδι, αναδεικνύοντας άγνωστες αλλά άκρως ενδιαφέρουσες στιγμές της ζωής του
και της πλούσιας καριέρας του.
Ο Αλέκος Κιτσάκης,
γνωστός με το παρωνύμιο «αηδόνι της Ηπείρου», είναι ένας ζωντανός θρύλος
του Δημοτικού τραγουδιού και δη του Ηπειρώτικου. Έχει
τραγουδήσει, αλλά κι έχει γράψει χιλιάδες
τραγούδια, εξυμνώντας την Ήπειρο, την ξενιτιά, τον έρωτα αλλά και τους αγώνες
του έθνους. Το 2005 πέρασε μία περιπέτεια υγείας, από την οποία ευτυχώς βγήκε
πιο δυνατός, αλλά -όπως ο ίδιος λέει- και πιο καλλίφωνος.
Το Hpeiros.gr ξεκίνησε
ένα μεγάλο αφιέρωμα στη ζωή και την 50χρονη και πλέον καριέρα
του στο Δημοτικό τραγούδι, το οποίο υπηρέτησε με ήθος και συνέπεια,
αναδεικνύοντας άγνωστες αλλά άκρως ενδιαφέρουσες όσο και συγκινητικές στιγμές
της πονεμένης ζωής του και της πλούσιας καριέρας του. Μιας καριέρας σε ένα
δύσκολο είδος μουσικής, που όλοι ξέρουμε ότι δεν είναι και το πιο
"καλοπληρωμένο" στη χώρα μας.
Η συνέντευξη.
Hpeiros.gr:
Πότε ξεκινήσατε με το τραγούδι;
Aλ.
Κιτσάκης: Από
την κοιλιά της μάνας μου τραγουδάω, γεννήθηκα με το τραγούδι. Όλο μου το σόι
τραγουδάει. Ο πατέρας μου και η μάνα μου τραγουδούσανε. Δυστυχώς, όμως, τους
έχασα πολύ νωρίς. Οκτώμιση μηνών με άφησε ο πατέρας μου, ενάμισι χρονών η μάνα
μου. Και μεγάλωσα σε ξένα χέρια.
Hpeiros.gr:
Σε συγγενείς;
Aλ.
Κιτσάκης: Κοίταξε να δεις. Είχε γίνει ολόκληρο συμβούλιο για το
ποιος θα με πάρει, γιατί τότε, όταν έχασα τους γονείς μου, βύζαινα ακόμα. Κι
ένας αδελφός της μάνας μου, ο Γιώργος Γιαννάκης, είχε τη γυναίκα του μ' ένα
μωρό, οπότε αποφάσισε να με πάρει αυτός. Τέσσερα παιδιά και αυτός,
καταλαβαίνεις, φτώχεια, δυστυχία, ορφάνια, όλα μαζί. Με πήρε, λοιπόν, αυτός ο
άνθρωπος και με πήγαινε να με θηλάζουν σε γειτόνισσες, από εδώ και από εκεί.
Από μικρός όμως κατάλαβα ότι είχα μουσικό αυτί. Με πήγαινε ο θείος μου στα
πρόβατα, άκουγα τα ξαδέλφια μου να τραγουδάνε και έπιανα όλο το ρυθμό. Και γι'
αυτό ευχαριστώ το Θεό. Μου έδωσε ένα μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι, αλλά παράλληλα
μου έδωσε κι ένα μεγάλο μουσικό αυτί. Τα πιάνω όλα τα τραγούδια. Και αυτό με
βοήθησε, αν και ήμουν μικρός και ορφανός, να είμαι κάτι σαν. φίρμα στο χωριό.
Hpeiros.gr: Σας άρεσε από τότε το τραγούδι;Μια φορά τραγούδησα όλη μέρα για να μου δώσουν ένα πορτοκάλι!
Aλ.
Κιτσάκης: Όπως
σας είπα, γεννήθηκα με αυτό. Άκουγα τα τραγούδια που λέγανε τα ξαδέλφια μου και
τα τραγουδούσα. Τους άρεσαν. 'Έλα Αλέξη, τραγούδησε μας κάτι' μου έλεγαν.
Θυμάμαι μια φορά, παιδάκι τότε εγώ, γινόταν ένας γάμος στο Γαλατά. Φύλαγα τα
πρόβατα κοντά, πιάνω ένα τραγούδι και σταμάτησε ο γάμος. "Από πού έρχεται αυτή η
φωνή;" είπαν, λες και ήταν ένα σπάνιο αηδόνι. "Ο Αλέξης, ο Αλέξης" φώναξαν. Και
ξέρετε γιατί τραγούδησα; Μπας και με ακούσουν και με καλέσουν στο γάμο να μου
δώσουν και μένα ένα πιάτο φαΐ. Δύσκολες εποχές, πετσί και κόκαλο ήμουνα.
Μια
μέρα, θυμάμαι, με έβαλε ένας άνθρωπος, Δόσης λεγότανε, να τραγουδάω για να μου
δώσει ένα πορτοκάλι. Τραγουδούσα όλη μέρα, με πέθανε. Όλη μέρα για ένα
πορτοκάλι.
Hpeiros.gr:
Πώς αντέξατε, δεν ήταν πολύ κουραστικό για ένα μικρό παιδί τότε;
Aλ.
Κιτσάκης: Άκου, εγώ το τραγούδι το έχω μέσα μου. Όλοι τραγουδούσαν,
αλλά εγώ ήμουν ένα αηδόνι! Αηδόνι! Τώρα, εδώ μέσα (σ.σ. η συνέντευξη έγινε σε
καφετέρια), αν πάρω το μικρόφωνο θα γίνει χαμός. Δεν χρειάζεται να πιω δέκα
μπουκάλια ουίσκι όπως κάνουν κάποιοι άλλοι για να κάνω κέφι. Όποτε μου πεις να
τραγουδήσω θα το κάνω, δεν έχω πρόβλημα. Είναι κάτι που βγαίνει αυθόρμητα από
μέσα μου. Γι' αυτό σου λέω γεννήθηκα τραγουδιστής.
Hpeiros.gr:
Πώς ήταν η ζωή σας στο χωριό ως ορφανό παιδί;
Aλ.
Κιτσάκης: H
ζωή μου ήταν δυστυχισμένη στο χωριό. Σε μια εποχή λίγο μετά τον πόλεμο, φαντάσου
τι ζωή μπορούσε να έκανε ένα ορφανό παιδί. Κοιμόμασταν σ΄ ένα δωμάτιο πέντε
παιδιά. Τη θειά μου τη φώναζα μάνα... Θυμάμαι, επτά χρονών, να με στέλνουν να
βοσκήσω τις γίδες, να πεθαίνω από το κρύο με μια σκισμένη βελέντζα στην πλάτη
και να μην μπορώ να κάνω τίποτα. Έκλαιγα κι έλεγα, ρε παιδιά, να με πάρει η
Παναγία, τόσο πολύ δύσκολες μέρες περνούσα. Άλλες φορές παρακαλούσα το Θεό να
μου δώσει και μένα ένα ζευγάρι παπούτσια για να βάλω μέσα τα ποδαράκια μου.
Αγανακτισμένος και πονεμένος, τέτοια δυστυχία.
Hpeiros.gr:
Και πότε φύγατε από το χωριό;
Aλ.
Κιτσάκης: Θυμάμαι ένας καπετάνιος, παλικάρι μεγάλο, υπασπιστής του
Βενιζέλου, Νίκος Σουλιώτης το όνομα του, ερχόταν καμιά φορά στο χωριό, με άκουγε
και ήθελε να με πάρει. Αλλά ο θείος δεν με άφηνε να φύγω γιατί φύλαγα τα
προβατάκια. Και πάνω στην ορφάνια που είχα, πέθανε και η θειά. Είχε πάει να
κάνει μια έκτρωση στα Λέλοβα, να βγάλει ένα παιδί που είχε πιάσει και πέθανε
πάνω στην επέμβαση. Πέθανε η θειά μου, μένω δύο φορές ορφανός. Τι να το κάνω εγώ
τώρα το παιδί έλεγε ο μπάρμπας μου ο Γιαννάκης, να φύγει το παιδί. Πέθανε η
γυναίκα του και αναγκαστικά με έδιωξε.
Mε πήρε λοιπόν ένας χωριανός, 9-10
χρονών ήμουνα, και με πήγε στην Πρέβεζα. Μέσα στο αυτοκίνητο είχε ζώα κι εγώ
μέσα σ' αυτά. Με βάζει στο «Γλάρο», το μοναδικό πλοίο που έκανε τότε τη διαδρομή
Πρέβεζα - Πάτρα και κατεβαίνουμε στην Πάτρα. Όταν μπήκαμε μέσα στο πλοίο, ο
πονηρός ο χωριανός μου λέει δεν αρχινάς κανένα τραγούδι εδώ -πάνω στο
κατάστρωμα; Ξεκινάω λοιπόν να τραγουδώ την Τζαβέλαινα και μαζεύτηκε απ' όλο το
καράβι σαν το μελίσσι, ο κόσμος. Ποιος τραγουδάει λέγανε όλοι. Το μαθαίνει ο
καπετάνιος, 'φέρτον εδώ' λέει, ήθελε να με κάνει παιδί του, τόσο πολύ
συγκινήθηκε από το τραγούδι. Με έβαλε να φάω γαρίδες, πόσες να φάω εγώ, μικρό
παιδί ήμουνα.
Κάποια στιγμή, Οκτώβρης του '46, ήρθα στην Αθήνα. Με έφερε
αυτός ο χωριανός μου, είχε έναν αδελφό στο Γουδί που δούλευε στο Υπουργείο
Οικονομικών, Γεώργιος Παπαδήμας λεγότανε. Αυτός είχε καμιά δεκαπενταριά -είκοσι
χρόνια στην Αθήνα. Τότε στο Γουδί δεν υπήρχε τίποτα, μόνο στρατώνες. Ο αδελφός
του χωριανού μου έφτιαχνε ένα σπίτι τότε, γιαπί ήτανε και με έβαζε να φυλάω τα
γουρούνια. Δύο-τρεις μήνες κράτησε αυτή η ιστορία. 'Ρε παιδιά, -τους έλεγα- εγώ
φύλαγα πρόβατα στο χωριό, αν ήταν να έρθω στην Αθήνα να φυλάω γουρούνια καλύτερα
να έμενα στο χωριό με τα προβατάκια'. 'Τι ήρθα να κάνω εδώ', αναρωτιόμουν.
Ευτυχώς μαθαίνει που ήμουνα ο Νίκος ο Σουλιώτης, ο καπετάνιος και έρχεται
και με παίρνει. Χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη σε αυτόν τον άνθρωπο. Μιλάμε για
μεγάλη προσωπικότητα. Με παίρνει, που λες, ο καπετάνιος και με πηγαίνει στα
γραφεία της Πανηπειρωτικής Ομοσπονδίας στην Αθήνα. Ήταν Δεκέμβρης του '46, τα
γραφεία στεγαζόντουσαν τότε στην Καποδιστρίου -42.
Εκεί ήταν ο Σταμάτης,
Γενικός Γραμματέας τότε της Πανηπειρωτικής, ο Μάρκος ο Θάνος, από τα ιδρυτικά
μέλη και πρώτος πρόεδρος της Πανηπειρωτικής και ένας αντιπρόεδρος από το
Πολυστάφυλο. 'Από πού είσαι' μου λένε, 'από το Σούλι' απαντώ. 'Για πες μας ένα
τραγούδι' μου λένε. Και ξεκινάω ένα τραγούδι ρε παιδιά και. τρίξανε τα
τζάμια.
Hpeiros.gr: Ποιο τραγούδι είπατε αν θυμάστε;Eίχα ίσκιο, όλοι με αγαπούσαν
Aλ.
Κιτσάκης: Την
Τζαβέλαινα. Έτριξαν τα τζάμια. Ήμουν παιδί, αδύνατο, δεν περίμεναν να βγει
τέτοια φωνή από μένα. Ενθουσιάστηκαν και είπανε να με βάλουνε να τραγουδήσω στην
κοπή της πίτας. Κι έτσι αποφάσισαν να με βάλουν να τραγουδήσω στην πρώτη
μεταπολεμική γιορτή της Ομοσπονδίας, στο κόψιμο της πίτας. Ήτανε 11 Ιανουαρίου
του 1947 στο θέατρο της Αλίκης. Φαντάσου τότε, 11 χρονών παιδί, να βγει με
καμάρι και να τραγουδάει για πρώτη φορά σε θέατρο. Στο πρόγραμμα που βγάλανε
τότε λέγανε ότι τραγουδάει και ο μικρός Αλέξης. Ήμουν, που λες, συμπαθητικό
παιδάκι. Γεννήθηκα έτσι. Είχα ίσκιο. Όποιος με γνώριζε ήθελε να με κάνει παιδί
του.
Με ντύσανε με φουστανέλα και μου βάλανε και μια κορδέλα που έλεγε
'Σούλι'. Εγώ τότε δεν ήξερα τι εστί Πανηπειρωτική, τι εστί θέατρο. Τραγούδησα
λοιπόν την Τζαβέλαινα. Την εποχή εκείνη ο κόσμος ήταν πολύ πονεμένος και μόλις
με άκουσε τρελάθηκε. Κλαίγανε. Μόλις τελείωσα όλοι μου έδωσαν ένα θεόρατο
χειροκρότημα. «Γεια σου λεβέντη μου, γεια σου Αλέκο μου, γεια σου Αλέξη μου» μου
φωνάζανε. Χαμός έγινε. Και εκεί βγήκε ο Αχιλλέας ο Ζώης και είπε ότι αυτό το
παιδί το αναλαμβάνει η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία υπό την προστασία της. Τον
είχα σαν πατέρα μου αυτόν τον άνθρωπο.
Μετά την κοπή της πίτας με παίρνει ο
Ζώης λοιπόν και με πάει στο Μινιόν. Τότε φορούσα ένα τραγίσιο κοντό παντελόνι,
σκληρό Παναγιά μου, μου έτρωγε τα γόνατα και μου τα μάτωνε. Και με παίρνει
λοιπόν, να είναι καλά εκεί που είναι τώρα ο άνθρωπος, για να μου βγάλει μια
φωτογραφία για να θυμάμαι, μου λέει, που ήμουνα και πώς ξεκίνησα.
Αυτή η
φωτογραφία είναι πολύ σημαντική για μένα, είναι ένα από τα κειμήλια μου. Αυτός ο
σπουδαίος άνθρωπος λοιπόν, ο Αχιλλέας ο Ζώης, μου πήρε το πρώτο κουστουμάκι από
το Μινιόν, ένα γκρι. Και μου πήρε κι ένα παντελονάκι που ήταν πάνω από το
γόνατα. Με το που το έβαλα και πέταξα το τραγίσιο παντελόνι πετούσα από τη χαρά
μου. Φόρεσα και ωραία παπουτσάκια. Ένοιωσα σα να έγινα για πρώτη φορά γαμπρός
στη ζωή μου.
| "Έτσι ήρθα στην Αθήνα για πρώτη φορά, ορφανό παιδί με τραγίσιο παντελόνι, τραγίσιο σακάκι και δύο αριστερά χιλιομπαλωμένα παπούτσια." (Από προσωπικό φωτογραφικό αρχείο Αλέκου Κιτσάκη) |
Hpeiros.gr:
Μια καινούργια ζωή άνοιξε μπροστά σας, έτσι δεν είναι;
Αλ.
Κιτσάκης: Από
κει και πέρα, λοιπόν, αρχίζουν τα σπουδαία. Μέσα στο θέατρο, ξέχασα να πω, ήταν
η Μαρίκα η Κοτοπούλη. Η μεγαλύτερη ηθοποιός, η μεγαλύτερη τραγωδός που έβγαλε
ποτέ το ελληνικό θέατρο. Καταγόταν από τα Ζαγόρια η Κοτοπούλη. Ηπειρώτισσα και
Ζαγορίσια. Όταν με άκουσε τρελάθηκε. Και έρχεται πάνω στα παρασκήνια και μου
λέει, "παιδί μου εσύ είσαι φαινόμενο".
Εκείνη την εποχή δέσποζαν δύο ιέρειες
στο ελληνικό θέατρο: Η Κυβέλη και η Κοτοπούλη. Η Κυβέλη ήταν δημοκρατικιά και
έλεγαν ότι είχε σχέση τότε με τον Γεώργιο Παπαντρέου, το Γέρο της
Δημοκρατίας.
Η Μαρίκα η Κοτοπούλη ήταν βασιλικότερη του Βασιλέως. Είχε μεγάλη
σχέση με το παλάτι. Μόλις με άκουσε λοιπόν η Κοτοπούλη φώναξε τον Αχιλλέα το Ζώη
και το ρώτησε, "ποιος έχει το παιδί αυτό;". "Το έχω εγώ" της
απαντάει.
Θυμάμαι μέσα στον Ιανουάριο του 1947, η Κοτοπούλη θα έκανε μια
γιορτή στο θέατρο Rex. Μια φιλανθρωπική γιορτή. Θα μου το φέρετε είπε στο Ζώη
την τάδε Κυριακή να το βάλω να τραγουδήσει, να το ακούσει και η Φρειδερίκη.
Πριγκίπισσα ήταν τότε η Φρειδερίκη, δεν είχε γίνει ακόμα βασίλισσα. Ήρθε λοιπόν
ένα αυτοκίνητο, ταξί, να με πάρει από την πλατεία Αμερικής για να με πάει στο
θέατρο Rex.
Όταν πήγα λοιπόν εκεί άνοιξε μια πόρτα. Εγώ δεν ήξερα τότε
τίποτε. Μπήκα λοιπόν μέσα. Πατάνε ένα κουμπί και αρχίζουν όλα να κουνιούνται.
"Που πάμε Θείο, που πάμε Θείο" έλεγα εγώ στον Ζώη, πέθανα από το φόβο μου. Πρώτη
φόρα έμπαινα σ' ασανσέρ.
Ήταν και κάτι κυρίες με γούνες που πηγαίνανε στην
εκδήλωση και πέθαναν στα γέλια. Τις βλέπει η Κοτοπούλη και τις λέει "Μη γελάτε.
Αυτό το παιδί θα τραγουδήσει εδώ απόψε και θα 'πεθάνετε' από το χαμό που θα
γίνει".
Βγήκα λοιπόν από το ασανσέρ και έτρεμαν τα πόδια μου. Πάει η
Κοτοπούλη, βρίσκει τη Φρειδερίκη και την φωνάζει "Υψηλοτάτη". Παιδί, δώδεκα
χρόνων ήμουν εγώ όταν είδα για πρώτη φορά τη Φρειδερίκη. "Υψηλοτάτη" -της λέει
-"σας έφερα αυτό το ορφανό από μάνα και πατέρα παιδί. Ήρθε με τα πόδια από τη
δοξασμένη την Ήπειρό μας και θέλω να το προσέξεις ιδιαιτέρως Υψηλοτάτη γιατί
τραγουδάει θαυμάσια και γιατί αξίζει τον κόπο να το στηρίξουμε. Το παιδάκι είναι
ορφανό". "Θα το βοηθήσω" άκουσα τη Φρειδερίκη να λέει, όπως συζητούσαν μέσα οι
δύο τους. Βγήκα, λοιπόν, να τραγουδήσω κι έγινε χαμός.
Ενθουσιάζεται η
Φρειδερίκη και λέει στη Μαρίκα "θέλω να μου το στείλεις να το έχω στο παλάτι".
Δείτε εδώ παιδιά πώς αλλάζει η ζωή του ανθρώπου. Από τα πρόβατα να καταλήξω
στο παλάτι. Με παίρνει, λοιπόν, η Φρειδερίκη και με πάει στο θερινό παλάτι που
ήταν στην Κέρκυρα (σ.σ. στο σημερινό Αχίλλειο).
"Γ... τη μάνα σου", έλεγα στον Κωνσταντίνο όταν εκνευριζόμουνα
Hpeiros.gr:
Και τραγουδούσατε στο παλάτι;
Aλ.
Κιτσάκης: Ναι,
τραγουδούσα και στο Βασιλιά Παύλο, ήμουν το χαϊδεμένο παιδί του παλατιού.
Θυμάμαι όμως ότι είχα μία κακή συνήθεια: Κάθε φορά που εκνευριζόμουνα έλεγα «γ.
τη μάνα σου». Από το χωριό μου είχε μείνει. Ήταν η πρώτη βρισιά που έμαθα.
Παίζαμε, θυμάμαι, βόλους στο παλάτι με τον Κωνσταντίνο -ήταν μικρότερος αυτός
από μένα στην ηλικία, αλλά με περνούσε ένα κεφάλι- και με κέρδιζε. Εγώ δεν είχα
πιάσει μέχρι τότε βόλους στα χέρια μου. "Γ. τη μάνα σου" του έλεγα εγώ.
Η
κυρία Καρόλου, Κυρία των Τιμών, μόλις με άκουγε να λέω "γ. τη μάνα σου" με
μάλωνε. Την ακούει η Φρειδερίκη και της λέει "Να αφήσεις το παιδί να εκφράζεται
όπως θέλει".
Γελάγανε με μένα. Με τη βρισιά. Αφελής εγώ τότε, μικρό παιδί,
δεν καταλάβαινα. Με πρόβατα μεγάλωσα εγώ, με τις μπίλιες ο Κωνσταντίνος. Και του
έλεγα "γ. τη μάνα σου". Και "χουχουχουχου" τα γέλια των κυριών του παλατιού.
Η Καρόλου, Κυρία των Τιμών, ήθελε να με κάνει παιδί της. Τόσο πολύ με
αγαπούσε.
Όλοι με αγαπούσαν. Όποιος με γνώριζε τρελαινόταν. Ήταν ο
χαρακτήρας γιατί ο Θεός, ο Θεός μου έδωσε ίσκιο.
Όταν ο τραγουδιστής δεν έχει
ίσκιο δεν κάνει τίποτα. Εγώ μπορώ να σε 'φτιάξω' χωρίς να χρειαστεί να πιω ούτε
ένα ποτήρι. Ο τραγουδιστής πρέπει να μπορεί να γοητεύει. Άλλοι θέλουν δύο-τρεις
μπύρες να πιούν για να φτιαχτούν και να αρχίσουν να τραγουδάνε. Αυτοί είναι
χαμένοι. Γι' αυτό και με αγάπησε ο κόσμος από την πρώτη στιγμή.
| "Αυτή η φωτογραφία είναι η πιο σπουδαία για μένα. Εγώ όρθιος και τα κορίτσια γονατιστά δίπλα μου. Γονατιστές και είναι πιο ψηλές από μένα. Και εγώ τότε 11 χρονών, ντυμένος τσολιάς και με μια μεγάλη κορδέλα Σούλι. Ήταν 11 Ιανουαρίου του 1947 και η πρώτη μου εμφάνιση σε κοινό" (Από προσωπικό φωτογραφικό αρχείο Αλέκου Κιτσάκη) |
Hpeiros.gr:
Σχολείο πήγατε;
Aλ.
Κιτσάκης: Θυμάμαι, όταν ήμουνα υπό την προστασία του παλατιού,
φοιτούσα σ΄ ένα ιδιωτικό σχολείο στη Φιλοθέη. Πετούσαν τα μαλλιά μου προς τα
πάνω σαν σπάθες και μου βάζανε μπριγιαντίνη για να μην πετάνε. Αλλά στο δρόμο
από το σπίτι μέχρι το σχολείο αγρίευαν ξανά τα μαλλιά μου. «Εεε» μου λέει ένας
μια φορά «πώς είσαι εσύ έτσι. Απαγορεύεται να πετάνε τα μαλλιά σου έτσι».
Αγριεύω εγώ, πετάω ένα «γ. τη μάνα σου» και του ρίχνω ένα χαστούκι. Με πήγε
λοιπόν στο Διευθυντή. «Γιατί, παιδάκι μου, του είπες «γ. τη μάνα σου». «Μου
έφυγε η γλώσσα, κύριε, μου έφυγε η γλώσσα». Τι να πω. Τη γλίτωσα όμως.
Τα
θρανία αν και ήτανε πολυτελείας εγώ τα χάραζα με ξυράφι και έγραφα το όνομα μου:
Aλέξης Κιτσάκης. Ζορό παιδί μου.
Που λες, μετά τα γεγονότα αυτά, συνεννοήθηκε
η Βασίλισσα με την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία για να με στείλουν σ' ένα
ορφανοτροφείο. Είπε λοιπόν η Βασίλισσα στο Ζώη 'να στείλουμε αυτό το παιδί σ'
ένα οικοτροφείο να βγάλει το Δημοτικό'.
Τότε ήταν γενικός διευθυντής όλων
των οικοτροφείων και ορφανοτροφείων της Ελλάδος ο Θεόδωρος Θεοδωρίδης, του
Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Ηπειρώτης. Θεός σχωρέστον. Τελικά
συνεννοηθήκαν να με στείλουν στο οικοτροφείο Κερκύρας
Πήγα λοιπόν στο
οικοτροφείο, στο Αχίλλειο Ίδρυμα, και έβγαλα το Δημοτικό. Εκεί έκανα πρόσκοπος
και τραγουδούσα στις εκδηλώσεις. Πήρα αρχές ωραίες από τον προσκοπισμό. Ούτε
ξέρω πώς έγινα πρόσκοπος να λέω την αλήθεια.
Πιστεύω πολύ στο Θεό και για
την Παναγία τη Μεγαλόχαρη πεθαίνω. Όταν λέω πιστεύω, δεν εννοώ ότι πηγαίνω συχνά
στην εκκλησία. Προσπαθώ να είμαι καλός άνθρωπος. Πιστεύω ότι σ' όλη μου την
πορεία είχα μεγάλη βοήθεια από το Θεό.
Hpeiros.gr:Και
μόλις τελειώσατε το οικοτροφείο που πήγατε;
Aλ.
Κιτσάκης: Φεύγω, λοιπόν, από την Κέρκυρα και με στέλνουν, το
Σεπτέμβριο του 1949, στη μέση Γεωπονική Σχολή Πατρών («Σκαγιοπούλειο
Ορφανοτροφείο»). Έκανα τρία χρόνια εκεί. Εκεί στο Σκαγιοπούλειο με ακούσανε να
τραγουδάω. Είχα έναν Παντελή Μαγγίνα καθηγητή. Ήταν σπουδαίος ψάλτης αυτός. Και
ο διευθυντής της Σχολής, Τζάνης λεγότανε. Εκεί ήταν και ένας σπουδαίος καθηγητής
από τα Τζουμέρκα, ο Τοπάλης Ευάγγελος.
Αυτοί οι άνθρωποι με βοηθήσανε πάρα
πολύ στο ορφανοτροφείο. Με προσέχανε. Είχαμε και εργασίες, σκάβαμε, αλλά αυτοί
δεν με έστελναν σε τέτοιες αγγαρείες για να μην κουράζομαι. Ειδικά ο Τοπάλης με
πρόσεχε πάρα πολύ.
Ο Μαγγίνας, επειδή είχαμε μια εκκλησία μέσα, με έβαζε κάθε
Κυριακή και έψελνα τον Απόστολο. Και ερχόταν κόσμος απ' έξω για να ακούσει το
παιδάκι που έψελνε τον Απόστολο στο Σκαγιοπούλειο. Έψελνα εγώ, που λέτε,
τρελαινόταν ο κόσμος.
Τι έκαναν λοιπόν: Με στέλνουν στο Ωδείο Πατρών. Πήγα
στο Ωδείο τότε. Και τραγούδαγα στην «ώρα του αγρότη», είχε μια εκπομπή τότε ο
Μαγγίνας στο ραδιόφωνο και με έβαζε και τραγούδαγα στην εκπομπή του. Χάλαγε ο
κόσμος, όλη η Πάτρα με άκουγε. 'Ποιο παιδάκι τραγουδάει λέγανε' και ανοίγανε το
ράδιο για να με ακούνε να τραγουδάω. Τρελάθηκε όλη η Πάτρα τότε.
Hpeiros.gr:
Πότε φύγατε από την Πάτρα;
Aλ.
Κιτσάκης: Όταν, λοιπόν, τελείωσα με το καλό το 'Σκαγιοπούλειο' πήγα
στην Αθήνα. Και από εδώ αρχίζει η ιστορία η μεγάλη παιδάκι μου. Αρχίζει ο
Γολγοθάς της ζωής...
O Αλέκος
Κιτσάκης ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο «Σκαγιοπούλειο» της Πάτρας. Το 'αηδόνι
της Ηπείρου" αφηγείται τη ζωή του στην Αθήνα. Τη διαμονή του σε ένα γκαράζ, τις
δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και πως ξεκίνησε το μεγάλο 'πέταγμα' προς την
δόξα και τη διεθνή αναγνώριση.
Μιλώντας για την
μετακόμισή του από την Πάτρα στην Αθήνα, σημειώνει: Όταν, λοιπόν, τελείωσα με το καλό το 'Σκαγιοπούλειο'
πήγα στην Αθήνα. Και από εδώ αρχίζει η ιστορία η μεγάλη παιδάκι μου. Αρχίζει ο
Γολγοθάς της ζωής...
Στην Αθήνα δεν είχα κανέναν. Κοιμόμουνα σ' ένα γκαράζ
στην οδό Αγίου Μελετίου και Λιοσίων γωνία.
Το είχε τότε ένας Ηπειρώτης,
Σπύρος Μουστάκας λεγότανε, είχε πολλά φορτηγά αυτός. Θυμάμαι το γκαράζ, είχε μια
πόρτα μεγάλη με μια αλυσίδα που την κρατούσε κλειστή. Κλείδωνε αυτός την πόρτα,
εγώ δεν είχα κλειδιά, και έμπαινα από το μικρό κενό που δημιουργούσε η αλυσίδα,
ήμουν τόσο αδύνατος που χωρούσα.
Δούλευα σ' ένα γραφείο στην Αριστοτέλους 10
και Καποδιστρίου, έπαιρνα δέκα δραχμές την ημέρα. Ήταν αντιπροσωπεία των
αυτοκινήτων Seddon και είχε ένα γραφείο που δούλευαν τέσσερα άτομα.
Hpeiros.gr:Και
τι ακριβώς δουλειές κάνατε σ' εκείνο το γραφείο;
Aλ.
Κιτσάκης: Σκούπιζα το γραφείο και έκανα θελήματα. Μου έλεγαν,
'φώναξε ένα ταξί', σκοτωνόμουν εγώ να πάω να φωνάξω ένα ταξί. Το είχε τότε ο
Τζούμας ο Χρήστος, πούλαγε αυτοκίνητα. Και τη μόνη χάρη που μου έκανε αυτός ήταν
ότι μου έδινε 10 δραχμές την ημέρα για να φάω. Και έτρωγα μελιτζάνες το μεσημέρι
και μακαρόνια το βράδυ. Έτρωγα σ' ένα εστιατόριο απέναντι και μετά πήγαινα με τα
πόδια να κοιμηθώ στο γκαράζ. Ήταν και άλλα μεγαλύτερα παιδιά που μένανε εκεί.
Εγώ πήγαινα να κοιμηθώ στο δωμάτιο μου.
Hpeiros.gr:Είχατε
διαμορφώσει σε δωμάτιο κάποιο χώρο του γκαράζ;
Aλ.
Κιτσάκης: Είχε
κάτι γραφειάκια τα οποία τα είχαμε σαν δωμάτια. Είχα ένα ράντζο, κάποια στιγμή
πάει χάλασε και αυτό. Πήρα λοιπόν κάτι παλιοκουρελούδες που μου έδωσαν κάποιοι
Ηπειρώτες και μαζί με μια παλιοβελέντζα της συγχωρεμένης της μάνας μου που είχα
πάρει μαζί μου στην Αθήνα, τις έκανα στρώμα και κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο.
Τρύπια τα τζάμια, νερά να μπαίνουν μέσα και να σηκώνομαι ο καημένος το πρωί, να
πάω στο Ωδείο. Με τα πόδια φυσικά γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Hpeiros.gr:Πότε
ξεκινήσατε να τραγουδάτε στο EIΡ;
Aλ.
Κιτσάκης: Θυμάμαι ότι τραγούδησα σε μια εκδήλωση στο θέατρο
Παρνασσού στην πλατεία Καρύτση, εκεί που έβγαιναν παλιά «ΤΑ ΝΕΑ». Εδώ αρχίζει
τώρα η ζωή. Εκεί κάνανε εκδηλώσεις τα Ωδεία και διάφοροι σύλλογοι. Τραγουδάω,
λοιπόν, σε μια εκδήλωση και μέσα ήταν ο Γενικός Διευθυντής του ΕΙΡ (Ελληνικό
Ίδρυμα Ραδιοφωνίας). Και μ' άκουσε. Τρελάθηκε. Αμέσως με φωνάζει. «Έλα εδώ παιδί
μου» λέει, «θέλω να έρθεις στο γραφείο μου». Το να τραγουδήσεις τότε στο
ραδιόφωνο ήταν το μεγαλύτερο δώρο. Πάω λοιπόν και μου δίνει τότε δύο εκπομπές.
Να τραγουδάω Δημοτικά τραγούδια δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πέμπτη. Σε
κάθε εκπομπή τραγουδούσα συνέχεια για μισή ώρα. Από εδώ, λοιπόν, αρχίζει η τύχη
μου.
Άκου να δεις
τώρα. Στο ΕΙΡ, ήταν η μεγαλύτερη δημοσιογράφος που υπήρχε τότε στο ραδιόφωνο. Η
Αθηνά Σπανούδη. Αυτή κυριαρχούσε τότε στο ραδιόφωνο. Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου
Σπανούδη πρώτου προέδρου και ιδρυτή της ΑΕΚ. Μεγάλη Κωνσταντινουπολίτικη
οικογένεια αυτή. Με ακούει, λοιπόν, αυτή και μου λέει, «θα σε πάω στον
Καλομοίρη». Κοιτάξτε να δείτε πώς ανοίγει ο δρόμος τώρα για τη ζωή μου.
Ο
ένας με πήγε στο ραδιόφωνο και η Σπανούδη με παίρνει από το χέρι και με πάει
στον Καλομοίρη. Αυτή η Σπανούδη, δε, ήταν φίλη ενός μεγάλου γιατρού τότε
ακτινολόγου, του Βασίλειου Χρήστου, Θεός σχωρές την ψυχούλα του. Αυτός καταγόταν
από τη Πυρσόγιαννη Κονίτσης. Μεγάλος ακτινολόγος, ιατρός. Ο Θεός τον έστειλε,
γιατί σου λέω πιστεύω στο Θεό. Αυτός που λες είχε ένα ιατρείο, Μενάνδρου 58.
Ολόκληρο όροφο δικό του.
Για τρεις ανθρώπους αισθάνομαι ες αεί ευγνωμοσύνη.
Σημειώστε τους: Ένας είναι ο Αθανάσιος Γκογκόνης, Βορειοηπειρώτης και πολύ
μεγάλος δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ηπειρωτικό Μέλλον». Μετά είναι ο Σταμάτης
Κωνσταντίνος, δικηγόρος και για πολλά χρόνια Γενικός Γραμματέας της
Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας και τέλος ο ακτινολόγος γιατρός Βασίλειος Χρήστου.
Γι' αυτούς τους τρεις αισθάνομαι ες αεί ευγνωμοσύνη. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για
πολύ κόσμο αλλά ειδικά γι' αυτούς τους τρεις περισσότερο. Αυτοί οι τρεις με
στήριξαν.
Με παίρνει
λοιπόν η Αθηνά η Σπανούδη από το χέρι και με πάει στο Μανώλη τον Καλομοίρη. Ο
Μανώλης ο Καλομοίρης είναι ο ιδρυτής του Εθνικού Ωδείου -τότε ήταν και πρόεδρος
του Εθνικού Ωδείου- και για μένα ο μεγαλύτερος μουσουργός που έβγαλε ποτέ η χώρα
μας. Και λάτρευε το Δημοτικό τραγούδι. Κι αυτός κι η γυναίκα του. Άκου να δεις
που μ' έστειλε. Ακαδημαϊκός και αθάνατος ο Καλομοίρης. Βιβλική μορφή αυτός ο
άνθρωπος. Να τον έχει καλεί ο Θεούλης εκεί που' ναι. Είχα την τύχη λοιπόν να πάω
σ' αυτόν τον άνθρωπο που ήταν κολοσσός τότε.
Με πάει λοιπόν στο Ωδείο και
λέει στο Καλομοίρη, «Μανώλη σου φέρνω το μεγαλύτερο ταλέντο που είδαν τα μάτια
μου». Με πήρε ο Καλομοίρης, βιβλική μορφή, όπως προανέφερα, από τη Σάμο
καταγόταν. Με έπιασε δέος όταν τον είδα. «Έλα εδώ παιδί μου», μου λέει, «να σε
πάμε στο διοικητικό συμβούλιο να σ' ακούσουμε».
Πάω μέσα λοιπόν και
τραγουδάω. Μόλις με άκουσαν τρελάθηκαν.
Και με πιάνει η καθηγήτρια
ορθοφωνίας, η Μάγκυ Καρατζά, προσωπική φίλη του Δημήτρη Μητρόπουλου, μεγάλου
μαέστρου, διευθυντή συμφωνικής ορχήστρας της Νέας Υόρκης. Παίρνει το πιάνο και
μου λέει «οοοοοο-ιιιιιιιι, ταταταν ταταταν», έλεγε τους τόνους και περίμενε να
τους πω κι εγώ. Ήθελαν να διαπιστώσουν αν έχω μουσικό αυτί για να δουν αν μπορώ
να προοδεύσω. Ξεκινάω λοιπόν εγώ και τα λέω ακριβώς με τους τόνους που μου είπε.
Πως συνδυάζονται αυτά παιδιά; Αυτό είναι το φαινόμενο. Να συνδυάζεις και τα δύο.
Αλλάζει πάλι τόνους, τους λέω σωστά εγώ. Μόλις εκείνοι ακούσαν ότι έπαιρνε
στροφές το αυτί μου, είπαν ότι 'αυτό το παιδί θα γίνει μεγάλος τραγουδιστής'.
«Αυτό το παιδί είναι φαινόμενο» είπαν.
Αποφασίζει λοιπόν το Διοικητικό
Συμβούλιο να με δεχθεί στο Εθνικό Ωδείο δωρεάν. Με υποτροφία, να μην πληρώνω
φράγκο. Το χαρτί ότι είχα σπουδάσει στο Εθνικό Ωδείο το είχα χάσει βρε παιδιά,
και το βρήκα πρόσφατα.
Και είχα, θυμάμαι, την Καίτη Μοσχούτη καθηγήτρια στο
σολφέζ, να την έχει καλά ο Θεός και η Παναγία. Όλα δεκάρια μου
έβαζε.
Και ξεκινάω στο Εθνικό Ωδείο. Και
μου έλεγε ο Καλομοίρης, 'για να σου βάλω άριστα εγώ θα μου πεις ένα κλέφτικο'.
Και ξεκινούσα τα κλέφτικα.
Φίλοι μου
μιλάτε με ένα τραγουδιστή που απ' όπου και αν τον πιάσεις είναι όλος τιμιότητα.
Θυμάμαι μια μέρα, όταν ήμουνα μέσα στο γραφείο του Τζούμα, μου πέταξαν 5-6
λίρες. Τότε αυτό ήταν ένα καλό ποσό. Ήθελαν να με δοκιμάσουν. Όπως, λοιπόν,
σκούπιζα, είδα κάτι χρυσές λίρες. Τρελάθηκα, τις γραπώνω, τις έσφιγγα με τα
χέρια, ντρεπόμουν να τα ανοίξω. Πάω στον Τζούμα, «Κύριε Χρήστο, κύριε Χρήστο»,
λέω, «βρήκα κάτι λίρες εδώ». Λαχτάρα μεγάλη. «Πούντες, φέρε τις εδώ» μου
απαντάει. Και λέει 'αυτό θα παιδί θα προοδεύσει στη ζωή του'. «Θα προοδεύσεις»
μου λέει.
Γι' αυτό σας λέω μου έδωσε
πολλά χαρίσματα ο Θεός. Η τιμιότητα παίζει σπουδαίο ρόλο. Ήμουνα τίμιο παιδί.
Μια μέρα περπάταγα στο δρόμο και βρήκα ένα μάτσο από κόκκινα κατοστάρικα. Τα
μαζεύω, ήταν τυλιγμένα σε ματσάκι. Και έτρεμα ολόκληρος, είχα γίνει κίτρινος από
το φόβο μου. Τα παίρνω και τα πηγαίνω στο Σταμάτη Κωνσταντίνο. «Κύριε Σταμάτη,
κύριε Σταμάτη» του λέω, «γιατί είσαι κίτρινος» μου απαντάει. «Σας παρακαλώ», του
λέω, «βρήκα κάτι λεφτά στο δρόμο και δεν ξέρω τι να τα κάνω, θέλω να τα δώσω του
ανθρώπου που τα έχασε». Ήταν 400 δραχμές, πολλά λεφτά τότε. Φανταστείτε τότε
έπαιρνα 10 δραχμές την ημέρα.
Tώρα που
το θυμήθηκα, απέναντι από το γραφείο που δούλευα ήταν μια ταβέρνα, «Τα
τρυγόνια». Αυτή την ταβέρνα την είχε ένας πατριώτης, ο Τάσος Λάζος από το
Τέροβο. Εκεί μέσα δούλευε ένα παιδάκι στην ηλικία μου, αδελφικός μου φίλος, ο
Βασίλειος Στράτος, κατάγεται από το χωριό Ντάρα (Ελιά τώρα) της Πρέβεζας. Αυτό
το παιδί δούλευε γκαρσόνι.
Και μου έλεγε, «Αλέκο, άσε να φύγει το αφεντικό
και έλα να σου γεμίσω το πιάτο να φας». Μόλις, λοιπόν, έφευγε το αφεντικό το
μεσημέρι μου γέμιζε ένα πιάτο, δεν πλήρωνα καθόλου. Και φούσκωνα φαΐ. Αυτή τη
βοήθεια μου έκανε αυτό το παιδάκι και για μένα είναι καλύτερος και από αδελφικός
φίλος.
Αυτό το παιδί πήγε στον Καναδά. Παντρεύτηκε εκεί. Όταν, λοιπόν, ο
Κιτσάκης έγινε μεγάλος και τρανός, πάει στον Καναδά. Το 1973 ήτανε, έγινε
χαμός.
Κάποια στιγμή πάω και στο Τορόντο
να τραγουδήσω. Και εκεί που τραγουδούσα βλέπω ένα τραπέζι μπροστά με δέκα άτομα.
Ένας από την παρέα με κοιτούσε συνέχεια. Ποιος είναι αυτός; αναρωτήθηκα. «Με
θυμάσαι ρε Αλέκο», μου λέει κάποια στιγμή; «Ποιος είσαι εσύ;» του απαντάω. «Εγώ
είμαι ο Βασίλης ο Στράτος, που δούλευα στο Λάζο, στη ταβέρνα «τα Τρυγόνια» μου
λέει. Αγκαλιαστήκαμε, κλάψαμε... Τον είδα μετά από τόσα χρόνια. Κάθε μέρα, τον
ένα μήνα που έμεινα εκεί, με έπαιρνε σπίτι του και γευματίζαμε μαζί. Μην το
ξεχάσω, έχει και τρία παιδιά ο Βασιλάκης: τον Θανάση, τον Βαγγέλη και τον
Γιάννη. Όλα σπουδαία παιδιά. Πιο ελληνόπουλα από εμάς που ζούμε στην Ελλάδα. Με
φοβερή ανατροφή. Λατρεύουν την Ελλάδα. Ο Θανάσης σήμερα ζει εδώ, δουλεύει
διευθυντής στην Cosmote. Έχει βοηθήσει πάρα πολλά παιδιά από την Ήπειρο.
Hpeiros.gr:Θα
θέλατε να επιστρέψουμε πάλι εκεί που είχαμε μείνει, όταν είχατε πάει στο Εθνικό
Ωδείο;
Aλ. Κιτσάκης:
Που λέτε παιδιά, όταν με
άκουσε ο Μανώλης ο Καλομοίρης με θαύμασε και είπε «κάθε διακόσια χρόνια
γεννιέται μια τέτοια φωνή, με τέτοια τεχνική κατάρτιση, σαν του Αλέκου Κιτσάκη».
Και σπούδασα έξι χρόνια με υποτροφία εκεί. Πήγαινα λοιπόν από το πρωί νηστικός
και στο Ωδείο και έβγαζα κορώνες. Έκανα μάθημα από το γκαράζ.
Είχα μια σπουδαία συμμαθήτρια, την Αντιγόνη
Σγούρδα. Ο πατέρας της είχε τότε το μεγαλύτερο υαλοπωλείο στην
Αιόλου. Αυτή έγινε η μεγαλύτερη υψίφωνος της Ευρώπης. Πήγαινα λοιπόν σ' αυτή
κάθε απόγευμα, μου έδινε λίγο βούτυρο, λίγη μαρμέλαδα και της έκανα μάθημα
σολφέζ, για να πάει κι αυτή καλά στα μαθήματα της.
Hpeiros.gr:Πότε
σταματήσατε το Ωδείο;
Aλ. Κιτσάκης:
Όταν πήγα στρατιώτης
σταμάτησα το Ωδείο. Με προόριζαν για τενόρο στην σκάλα του Μιλάνου. Αλλά εγώ
τότε κοίταγα πώς να ζήσω και η υποτροφία δεν κάλυπτε τα έξοδα που χρειαζόταν.
Τελικά όμως, ευτυχώς που με κέρδισε το δημοτικό τραγούδι και έγινα αυτό που
έγινα.
Α, ξέχασα να πω, το 1954, που τραγουδούσα στο ΕΙΡ είχα γίνει φίρμα.
Στις 17:30 με έβαζε το EIP να τραγουδάω για μισή ώρα. Για να γραμμοφωνήσεις
τότε, το '54, για να σε δεχθεί η δισκογραφική εταιρία Columbia, έπρεπε να είχες
το Θεό πατέρα. Και από τη δισκογραφική δεν μου έδιναν καθόλου σημασία. Τότε η
Columbia είχε τους Χαλκιάδες και γι' αυτούς εγώ ήμουν αμελητέα ποσότητα.
Και
λέω τότε στον εαυτό μου «θα πας μόνος σου στην Odeοn». Ξεκινάω, λοιπόν, να πάω
στην Odeon. Tότε η Columbia ήταν η μεγαλύτερη δισκογραφική εταιρεία, η Odeon
ακολουθούσε. Πάω που λέτε και βγαίνει ένας σπουδαίος άνθρωπος, Ο Περιστέρης
Σπύρος. Σπουδαίος μαέστρος. Μου λέει «τι θέλεις παιδί μου;», του λέω «Κύριε
Σπύρο αν μπορείς να μ' ακούσεις να σου πω ένα τραγουδάκι. Θέλω να μ΄ ακούσεις.
Λέω δημοτικά τραγούδια». «Έλα», μου λέει, «πέρασε, πες ένα
τραγούδι».
Και ξεκινάω εγώ: «Τρεις
στρατηγοί ξεκίνησαν να παν στο Μεσολόγγι. Ήρθ' ο Μακρής απ' το Ζυγό κι ο Ίσκος
απ' το Βάλτο, ήρθε κι ο Μάρκο Μπότσαρης από τη Λακκασούλι απόφαση να πάρουνε.»,
ωραίο τραγούδι, κλέφτικο. Τρίξανε τα τζάμια. Τότε ήμουνα στο Ωδείο, ήξερα αρκετά
πράγματα και του λέω 'Μαέστρο δώσε μου ένα «Ντο ματζόρε εισαγωγή.». Μόλις του
είπα αυτό το πράγμα, με κοιτάει και μου λέει «που το ξέρεις εσύ το Ντο ματζόρε»,
«Σπουδάζω στο Ωδείο», του απαντώ. «Μ' έχει ο Μανώλης ο Καλομοίρης υπό την
προστασία του», «Τι μωρέ.», μου απαντάει. Ξεκινάω εγώ το τραγούδι κι έγινε
χαμός. Σταματήσανε όλοι μέσα να δουλεύουν.
«Κύριε Μάτσα ανακαλύψαμε το νέο
Παπασιδέρη.»
Τρέχει, που λέτε, στο Μίνο
Μάτσα και του λέει: «Κύριε Μάτσα, κύριε Μάτσα, ελάτε γρήγορα, ανακαλύψαμε έναν
καινούργιο Παπασιδέρη». Ο Παπασιδέρης
ήταν ένας μεγάλος τραγουδιστής, δεν υπήρχε κανείς σαν αυτόν. Ξανατραγούδα
μου λένε. Με ακούνε και μ' αρπάζουν για να υπογράψω το πρώτο συμβόλαιο.
Φοβήθηκαν μήπως μ' αρπάξουν άλλοι. Και μου δώσανε τότε 150 δραχμές για την
υπογραφή του συμβολαίου. Είδα εγώ τότε 150 δραχμές και καταχάρηκα.
Θυμάμαι,
έρχεται ένας ονόματι Βάϊος
Μαλιάρας από τη Θεσσαλία, τον Πυργετό Λαρίσης. Μεγάλο κλαρίνο τότε,
κυβέρναγε, έλεγε πολλά τραγούδια και του λέει ο Μάτσας, «θα πας να βρεις ένα
παιδάκι, δουλεύει στην Αριστοτέλους 10, θα το πάρεις και θα το βάλεις να
γραμμοφωνήσει». Έρχεται λοιπόν ο Μαλιάρας στη δουλειά και ρωτούσε: «Που είναι
αυτό το παιδάκι που τραγουδάει», «εγώ είμαι», του απαντάω». «Εσύ είσαι ο
Κιτσάκης;», μου λέει ο Μαλιάρας, «Eγώ είμαι» του απαντάω, «Μα .εσύ είσαι ψόφιος.
Εσύ δεν μπορείς να πάρεις αναπνοή από την αδυναμία, πώς θα τραγουδήσεις;» μου
λέει.
«Άντε αύριο το πρωί θα σε πάρω να γραμμοφωνήσουμε τραγούδια» μου
είπε.
Τα τρία πρώτα τραγούδια.
Ήμουνα τότε ερωτευμένος
με μια Σταυρούλα. Είχε φούρνο. Και ο πεινασμένος .φούρνο ονειρεύεται. Ένα από τα
τρία τραγούδια που γραμμοφώνησα τότε ήταν και το «Σταυρούλα μαυρομάτα»,
εμπνευσμένο από τον έρωτα μου. Τα άλλα δύο ήταν το "Γιατί είναι μαύρα τα βουνά"
και το "Τα πήρανε τα πρόβατα" .
Στη συνέχεια ο κ. Κιτσάκης, έδωσε
τη δική του ερμηνεία στα είδη των τραγουδιστών, λέγοντας:
Aλ.
Κιτσάκης: Υπάρχουν που λέτε τριών ειδών τραγουδιστές. Η πρώτη
κατηγορία είναι οι εγκεφαλικοί τραγουδιστές. Αυτοί είναι μια σπάνια περίπτωση,
είναι δώρο Θεού. Τραγουδάνε και μπορούν ταυτόχρονα να γελάνε. Η άλλη κατηγορία
είναι του λάρυγγα. Σ' αυτούς ο λαιμός «δεν παίρνει στροφές», θέλουν χρόνο μέχρι
να μπουν στο τραγούδι. Και η τρίτη κατηγορία είναι του στήθους. Αυτοί μόλις λένε
μερικά τραγούδια κουράζονται τόσο πολύ που θέλουν μετά να ξαπλώσουν.
Εγώ
θυμάμαι είχα τραγουδήσει τρεις ώρες χωρίς νερό. Γι' αυτό σας λέω, μου έδωσε ο
Θεός και η Μεγαλόχαρη η Παναγία το πιο σπάνιο δώρο. Πήραν τη Μάνα και τον Πατέρα
μου αλλά μου έδωσαν εγκεφαλική φωνή. Και μπορώ να τραγουδάω ακόμα και σήμερα σ΄
αυτή την ηλικία, όταν κάποιοι άλλοι συνάδελφοι μου είναι ράκη. Και ειλικρινά σας
λέω, τραγουδάω σήμερα όπως όταν ήμουνα 20 χρονών.
Hpeiros.gr:Και
δεν σας επηρεάζει καθόλου που καπνίζετε;
Kοίταξε να δεις, το κάπνισμα σίγουρα δεν κάνει καλό
σ' έναν τραγουδιστή. Όμως αν και καπνίζω δεν τραβάω ποτέ τον καπνό μέσα μου. Τον
βγάζω έξω. Ποτέ δεν φούμαρα στη ζωή μου. Απλά βάζω το τσιγάρο στο στόμα. Και μην
φανταστείτε ότι κάνω πολλά τσιγάρα.
Και στο παιδί μου, τον Κωνσταντίνο,
σπουδάζει τώρα στη Λαμία πληροφορική, λέω να μην καπνίζει. Τον Κωνσταντίνο που
λέτε τον έβαλα να τραγουδάει από επτάμιση χρονών παιδάκι. Έχει πιο ψηλή χροιά
από μένα αυτός. Και είναι σεμνός όπως ο πατέρας του.
Εγώ στη ζωή μου
σιχαίνομαι τις βεντέτες. Είναι κάποιοι που δεν έχουν κάνει τίποτα στη ζωή τους
και το παίζουν βεντέτες. Ποιοι είστε ρε; Με τσαντίζουν. Εγώ ξέρω ποιος είμαι και
τι έχω προσφέρει στο λαό. Τον αγαπάω το λαό. Αυτός μου δίνει
δύναμη...
Aναφέρεται τη συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη,
αλλά και άλλα τεράστια ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, καθώς και στα πιο
αγαπημένα του τραγούδια.Για τη μετά το 1954 πορεία του αναφέρει:
Aλ.
Κιτσάκης: Το 1954, γραμμοφώνησα τα
τρία πρώτα μου τραγούδια με τον Βάϊο Μαλλιάρα τον κλαρινίστα. Η επόμενή μου
δουλειά ήρθε το 1956 με τα εξής τέσσερα τραγούδια: "Βλαχοθανάσης", "Βασίλω μου
σ' αντάμωσα", "Λίτσα Βαγγελίτσα μου" και "Περιστεράκια
όμορφα".
| Με το συγκρότημα αδελφών Χαλκιά, όταν ο Αλέκος Κιτσάκης αρχίζει τις εμφανίσεις μαζί τους τραγουδώντας. Η συνεργασία μαζί τους, σημαδεύει την πορεία του.(1960) |
Τα τραγούδια που μου άνοιξαν τα φτερά -στις αρχές της
δεκαετίας του '60' - ήταν: «Οι κλέφτες», το «Πάμε στο λόγγο για ξύλα μωρ Λένη»,
όπως και το «Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ» που έκαναν το καθένα πάνω από 500.000
πωλήσεις. Ήταν οι πρώτες μου «βόμβες» στη δισκογραφία. Με τις επιτυχίες μου
αυτές έκανα τον Μάτσα και πετούσε από τη χαρά του.
Με αυτά τα πρώτα τραγούδια
άνοιξε ο δρόμος μου και έγινα ο μεγάλος Κιτσάκης. Μια πορεία που συνέχισα μέχρι
σήμερα. Από εκεί και πέρα ακολούθησαν πολλά ακόμα σουξέ, όπως το «Αγάπη ξημέρωσε
φεύγω» (το έγραψα αρχές του '70), το «Τζουμέρκα μου περήφανα» και το «Στης
Πάργας τον ανήφορο» (το είχα γράψει το '64-65') και έγινε ...παγκόσμιο
σουξέ!
| Φουστανελοφόρος, όπως εμφανιζόταν σε εκδηλώσεις της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος (1952) |
Hpeiros.gr:Πόσα
τραγούδια έχετε βγάλει;
Aλ. Κιτσάκης:
Περίπου δυόμισι χιλιάδες
(!). Τόσα τραγούδια έβγαλε αυτό το λαρύγγι. Είναι τόσα πολλά που κάποια μπορεί
να μην τα θυμάμαι κιόλας. Σε πολλά έχω γράψει και τους στίχους. Τους οποίους
εμπνέομαι από κάτι απλό, από κάτι αυθόρμητο. Ένα χαμόγελο, για παράδειγμα,
μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για μένα.
| Στο κέντρο Green Park, συγκέντρωση Ηπειρωτών, ενώ τραγουδά σε εκδήλωση (1954) |
Hpeiros.gr:Ποιο
είναι το αγαπημένο σας τραγούδι;
Aλ.
Κιτσάκης: Το
αγαπημένο μου είναι το «Από το μηδέν ξεκίνησα». Από το μηδέν ξεκίνησα και εγώ
και το τι τράβηξα το ξέρει μόνο η ψυχή μου. Κανένας δεν μου έδωσε ούτε ένα
βελόνι να ράψω εκείνο το τρύπιο παντελόνι... Μεγάλο τραγούδι, περιγράφει όλη μου
τη ζωή.
Hpeiros.gr:Με
ποιους τραγουδιστές έχετε συνεργαστεί;
Aλ.
Κιτσάκης: Με
πολλούς. Και με αρκετούς του Λαϊκού τραγουδιού. Όπως με την Καίτη Γκρέι, το
Στέλιο Καζαντζίδη, τη Μαριλένα, τη Ρίτα Σακελαρίου, την Τζένη Βάνου, τον Περικλή
Περράκη και πολλούς ακόμα.
| Mε το Βασίλη Σούκα στο Κλαρίνο , το Χριστόφορο Ζούμπα στη λαουτοκιθάρα, το Γιώργο Σούκα στη κιθάρα και το Στάθη Κάβουρα και τη Γιούλα Κοτρώτσου στο τραγούδι (1962) |
Hpeiros.gr:Ποιος
από αυτούς τους τραγουδιστές σας είχε εντυπωσιάσει πιο πολύ;
Aλ.
Κιτσάκης: Ο
Στέλιος Καζαντζίδης. Φοβερός τραγουδιστής αλλά ιδιόμορφος χαρακτήρας. Του έδιναν
φοβερά λεφτά για να τραγουδήσει, εκατομμύρια. Αυτός έλεγε «ναι, ναι» και την
τελευταία στιγμή μπορεί να το μετάνιωνε και να μην πήγαινε.
Και ο Μάτσας τον
παρακαλούσε να πει κανένα τραγούδι. Οι μόνοι για τους όποιους ο Μάτσας είχε
δώσει το ελεύθερο να γραμμοφωνούν ότι θέλουν, ήταν ο Καζαντζίδης και
εγώ.
Εμένα με αγαπούσε πολύ ο Στέλιος. Θυμάμαι τραγουδούσα στο Βελούχι κι
ερχόταν να με ακούσει. Και κάποια στιγμή παίρνει το μικρόφωνο και λέει:
«Προσέξτε τον Αλέκο τον Κιτσάκη σαν τα μάτια σας. Να κάνετε προσευχή να ζήσει ο
Κιτσάκης όσο γίνεται περισσότερα χρόνια, γιατί όσο περισσότερα χρόνια ζήσει, θα
ζήσει κοντά του και το Δημοτικό τραγούδι». Μεγάλη κουβέντα.
| Με το Στέλιο Καζαντζίδη |
Hpeiros.gr:Πόσα
χρόνια τραγουδούσατε στο Βελούχι;
Aλ.
Κιτσάκης: Τραγούδησα επί 24 χρόνια.
Στην οδό Βεραντζέρου ήτανε. Αλλά είχα κάνει βλακείες τότε. Θυμάμαι το 1970 είχε
έρθει στο μαγαζί ένα πατριωτάκι μας (από τη Ζίτσα κοντά), Γιαγομάς Βασίλειος
λεγότανε, καταστηματάρχης. Είχε ένα εστιατόριο αυτός. Είχε λεφτά. Έρχεται που
λέτε στο μαγαζί και λέει «Σου δίνω 15 εκατομμύρια δραχμές να φύγεις από το
Βελούχι και να έρθεις στο μαγαζί που θα ανοίξω στην πλατεία Βάθης». Τότε, το
1970, αυτά ήταν πολλά λεφτά. Σχεδίαζε να ανοίξει ένα μαγαζί με 500 άτομα
χωρητικότητα, όταν όλα τα υπόλοιπα χωρούσαν μετά βίας 200 άτομα. Τότε ο κόσμος
έβγαινε έξω, το Βελούχι κάθε μέρα ήταν γεμάτο. Δεν είναι όπως σήμερα που τα
μαγαζιά περιμένουν να κάνουν 15 χορούς για να βγάλουν τα 'σπασμένα'.
Και του
λέω εγώ «Θα έρθω». Το ακούει η πεθερά του ιδιοκτήτη, η κα. Αφροδίτη Παπασπύρου
και πέφτει λιπόθυμη κάτω.
Το βλέπω αυτό, τη λυπάμαι και αποφασίσω να μείνω.
Με 1.200 δραχμές μεροκάματο. Και δεν πήγα.
| Αγκαλιά με τον Αγέλη Λαμπρινό, συμμαθητή του από το Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο Πατρών και άλλους φίλους στο κέντρο Βελούχι (1961) |
Καραβάνα λέγανε τον ιδιοκτήτη που είχε το 'Βελούχι',
'μαλαγάνα' τον λέω εγώ σήμερα. Και αυτό γιατί με τις τόσες μαλαγανιές που έκανε
κατάφερνε και με κορόιδευε τόσα χρόνια. Μου είπε ψέματα σε πολλά
πράγματα.
Πριν πάω στο 'Βελούχι' τραγούδαγα στο «Ελληνικό Γλέντι» με το
Γιώργο τον Κόρο, ένα από τα μεγαλύτερα βιολιά που έχει βγάλει ποτέ η Ελλάδα και
τη Σοφία την Κολλητήρη. Κι ερχόταν ο Καραβάνας και με 'έψηνε' να πάω στο
Βελούχι, που το είχε ο πεθερός του. Στο τέλος του είπα ότι θα πάω αλλά μόλις
τελείωνε η σεζόν στο μαγαζί που ήμουνα. Κι έτσι έκανα. Πήγα στο
'Βελούχι'.
| Βελούχι: Δίπλα του η Βάσω Χαρακίδα, στο κλαρίνο ο Βασίλης Σούκας και στην κιθάρα ο Γιώργος Σούκας (1968) |
Ο πεθερός του που είχε το μαγαζί ήταν καταχρεωμένος.
Χρωστούσε τότε 2,5 εκατομμύρια δραχμές τότε. Είχε βάλει και το σπίτι του, μια
μονοκατοικία στην Ηλιούπολη, υποθήκη. Την πρώτη χρονιά που πήγα στο 'Βελούχι',
το '63, ο πεθερός ξεπλήρωσε όλα τα χρέη του.
Τραγουδούσα, που λέτε στο
'Βελούχι', κάθε βράδυ για 24 χρόνια. Και κατάφερε αυτός ο ...μαλαγάνας με τα
ψέματά του να με κρατήσει στο μαγαζί, παρά τις μαλαγανιές που έκανε. 'Κρατούσα'
το μαγαζί μόνος μου. Απέναντι από 'Βελούχι' ήταν ένα άλλο μαγαζί ανταγωνιστικό η
«Βοσκοπούλα». Και ο ιδιοκτήτης μου έδινε τριπλάσια λεφτά για να πάω. Αλλά εγώ
ήθελα να μην κρεμάσω το Καραβάνα. Τόσο αγαθός ήμουνα.
| Από τις νυχτερινές εμφανίσεις του στο Βελούχι (1972) |
Να σας
πω και ένα ακόμα συμβάν για να δείτε πόσο αγαθός ήμουν. Θυμάμαι ήταν Νοέμβριος
του 1976 που είχα πάει στη Νέα Υόρκη για να τραγουδήσω σ' ένα μαγαζί, το
'Αλιμπάμπα'. Το μαγαζί το είχε ένας Ηλίας από τη Θήβα. Και ξεκινάω να λέω ένα
τραγούδι, το «Χριστούγεννα στην Ξενιτιά», μοιρολόι. Και πέφτει ένα κλάμα στο
μαγαζί, άλλο πράγμα. Και αρχίσανε να μου ρίχνουν συνέχεια λεφτά. Τέσσερις
χιλιάδες δολάρια μόνο γι' αυτό το τραγούδι. Κάθισα έναν μήνα εκεί. Και έρχεται
ένας από την Τρίπολη, πελάτης, και μου έκανε την εξής πρόταση: Μου πρότεινε
3.000 δολάρια την ημέρα για να τραγουδάω στο μαγαζί του. Αλλά εγώ αρνήθηκα γιατί
δεν ήθελα να αφήσω το 'Βελούχι', τους πελάτες και τον Καραβάνα. Και έτσι
επέστρεψα πάλι στην Ελλάδα.
Για να μην
χαλάσω το κέφι του Καραβάνα, ενός ανθρώπου που μου έκανε πολλά κακά.
| Bελούχι: Βασίλης Σούκας στο κλαρίνο, Ευγενία Βέρα, Έφη Γεωργακοπούλου, Νίκος Βέρας, Γέωργιος Σούκας στην κιθάρα, Ηλίας Κολλητήρης στο βιολί και κάτω αριστερά ο αδελφός του Σταύρος |
Hpeiros.gr:Τι
άλλο σας έχει κάνει;
Aλ. Κιτσάκης:
Αν σας πω δεν θα το
πιστέψετε. Παρά το ότι δούλευα εκεί 24 χρόνια ως τραγουδιστής αυτός με είχε
δηλώσει ως γκαρσόν.! Για να πληρώνει λιγότερα στο ΙΚΑ. Και όταν ήρθε η ώρα να
πάρω τα ένσημα και το επικουρικό, πήρα 370 ευρώ σύνταξη! Σαράντα χρόνια ξενύχτια
μέσα στο υπόγεια για 370 ευρώ. Γι' αυτό που μου έκανε αυτός ο μαλαγάνας δεν θέλω
να τον βλέπω στα μάτια μου. Αυτός σήμερα έχει ένα μαγαζί στο Μπραχάμι. Τον
'έφτιαξα' κι αυτός μου φέρθηκε με αυτό τον τρόπο. Γι' αυτό σας λέω δεν θέλω να
τον ξαναδώ.
Hpeiros.gr:Αυτή
η στάση του, σας έχει φέρει σήμερα σε δύσκολη οικονομική κατάσταση;
Aλ. Κιτσάκης:
Κοιτάξτε να δείτε. Αν δεν
είχα κάνει μια καλή οικονομική διαχείριση μπορεί και να είχα πρόβλημα σήμερα.
Γιατί με εκμεταλλευτήκαν και έβγαλαν αρκετοί, λεφτά από μένα. Σκεφτείτε ότι
υπάρχουν παλιοί μεγάλοι τραγουδιστές που δεν έκαναν καλή διαχείριση και σήμερα
αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Hpeiros.gr:Να
πούμε κάτι άλλο τώρα. Τα χρόνια της χούντας είχατε βιώσει κάποια
περιστατικά;
Aλ. Κιτσάκης:
Να σας πω. Όταν έγινε η
δικτατορία έπαιζαν δικά μου τραγούδια. Και είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι
συμμετείχα και εγώ στο πραξικόπημα. Έλεγε ο κόσμος: «Για να βάζουν τραγούδια του
Κιτσάκη άρα είναι κι αυτός μέσα στη χούντα».
Αυτό με είχε στεναχωρήσει διότι
ουδεμία σχέση είχα με όλη εκείνη την κατάσταση.
Θυμάμαι το Πάσχα του 1968, ο
Ιωαννίδης ήθελε να διοργανώσει ένα πάρτι στην ΕΑΤ ΕΣΑ. Και είπε να φωνάξει εμένα
να τραγουδήσω. Με παίρνει λοιπόν τηλέφωνο ο ίδιος ο Ιωαννίδης και μόλις άκουσα
το όνομα του με έλουσε κρύος ιδρώτας. Φοβήθηκα. Μου έπεσε το τηλέφωνο από τα
χέρια. Παναγία μου, είπα. Και μου λέει «θέλω να έρθει να τραγουδήσεις για την
ΕΣΑ και για την Κυβέρνηση».
Και του απαντάω «Στρατηγέ μου, δεν μπορώ να
έρθω». «Τι είπες;» μου λέει με αυστηρό τόνο. Του βρίσκω μια δικαιολογία ότι δεν
μπορώ να πάω και μου απαντάει «Ποιόν να πάρουμε να τραγουδήσει». Και του
προτείνω τον Κόρο. Σκέφτηκα λογικά, παίζανε τραγούδια δικά μου στο πραξικόπημα
και δεν ήθελα να συνδεθεί το όνομα μου με αυτή την κατάσταση. Τον πείθω και μετά
παίρνω τηλέφωνο τον Κόρο και του λέω ότι είναι διαταγή του Ιωαννίδη να πάει να
τραγουδήσει στο πάρτι της ΕΣΑ. Κι έτσι σώθηκα. Αν πήγαινα εγώ θα είχε αμαυρωθεί
το όνομα μου.
| Φαντάρος στη Δράμα από όπου και απολύθηκε από το στρατό (1959) |
Hpeiros.gr:Με
τη γυναίκα σας πώς γνωριστήκατε;
Aλ.
Κιτσάκης: Από τον Παύλο Σακκά, έναν
μπάρμπα της που ήταν αστυνομικός. Αυτός ήταν ένας άγιος άνθρωπος που με αγαπούσε
πολύ και με στήριζε. Από τους Μελιγγούς Ιωαννίνων κατάγεται. Μια μέρα που λέτε
είχε πει στην πεθερά μου, την οποία φωνάζω Τζαβέλαινα κι εκτιμάω αφάνταστα, θα
σας φέρω τον Κιτσάκη στο σπίτι.
Πήγα που λέτε στο σπίτι, την είδα και την
ερωτεύτηκα. Ευτυχώς ο Θεός με λυπήθηκε και μου έστειλε αυτή τη γυναίκα. Την
Κατερίνα. Εν έτη 1976. Άξια γυναίκα. Της έχω βγάλει πολλά τραγούδια. Όπως το «Σε
όλο τον κόσμο θα το πω... την Κατερίνα αγαπώ» ή το «Σ' αγαπώ Κατερίνα και θα
κάψω την Αθήνα, για το κέφι το δικό σου και για το χαμόγελο σου». Σπουδαίο
τραγούδι.
| Mε τη γυναίκα Κατερίνα ενώ ποζάρουν στη καφετέρια "Αθηναϊκόν" για το Hpeiros.gr |
Ο κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη να έχει ένα καλό σύντροφο
δίπλα του. Μεγάλη υπόθεση. Αν δεν είχα την Κατερίνα θα είχα
πεθάνει.
Παντρευτήκαμε στις 30 Μαΐου του 1987. Στην εκκλησία Αγία Σοφία στο
Νέο Ψυχικό. Είχε έρθει 3.000 κόσμος. Οκτώ άλογα άσπρα έφεραν τη νύφη. Μεγάλο
γεγονός.
Ήταν ο δεύτερός μου γάμος. Είχα παντρευτεί πρώτη φορά το Δεκέμβριο
του 1966 με μια Αγλαϊα από τη Λαμία, αλλά ο γάμος αυτός δεν κράτησε πάνω από δύο
χρόνια. Πήραμε διαζύγιο κοινή συναινέσει. Δεν έκανα παιδιά μαζί της οπότε είναι
όλα καλά από αυτό το θέμα.
| Mε τα πεθερικά του στο κέντρο που τραγουδούσε |
Hpeiros.gr:Και
μετά ήρθε ο γιός.
Aλ. Κιτσάκης:
Ναι. Μετά ήρθε ο γιος, ο
Κωνσταντίνος ο μέγας ο νεότερος. Σπουδάζει πληροφορική. Το τραγούδι το έχει στο
αίμα του, αλλά του το έχω ξεκαθαρίσει, πρώτα να γίνει καλός άνθρωπος, να μάθει
γράμματα και μετά το τραγούδι. Δεν θέλω να περάσει τις δυσκολίες που βίωσα εγώ.
| Mε τον Ηλία Κυριάκη, γραμματέα ηπειρώτικης αδελφότητας και το γιό του Κωνσταντίνο σε ηλικία οκτώ ετών (1996) |
Hpeiros.gr:Τι
συμβουλές του έχετε δώσει;
Aλ.
Κιτσάκης: Πάρα
πολλές. Να λατρεύει την Ήπειρο, να αγαπάει τους γονείς του, να σέβεται την
παράδοση και να είναι καλό παιδί και σεμνός. Να γίνει κύριος στην κοινωνία και
το τραγούδι να το έχει σαν χόμπι. Επίσης του έχω επισημάνει ότι δεν πρέπει να
του γίνει έμμονη ιδέα να ξεπεράσει τον πατέρα του. Κι ευτυχώς το παιδί μου δεν
σκέφτεται έτσι.
| Με το γιό του Κωνσταντίνο σε μικρή ηλικία |
Hpeiros.gr:Η
αγαπημένη σας ομάδα ποια είναι; Έχετε γράψει και τον ύμνο του
ΠΑΣ.
Aλ. Κιτσάκης:
O ΠΑΣ Γιάννινα είναι η
αγαπημένη μου ομάδα. Η δεύτερη είναι ο Ολυμπιακός. Και έγινα Ολυμπιακός από το
γιό μου τον Κωνσταντίνο. Ο πεθερός μου τον έκανε και αυτός με τη σειρά του έκανε
εμένα Ολυμπιακό. Όμως όλες τις ελληνικές ομάδες τις αγαπάω. Χαίρομαι όταν πάνε
καλά και προχωράνε μπροστά. Μου αρέσει το ποδόσφαιρο, μου αρέσει να το βλέπω να
προοδεύει.
Θυμάμαι, δε, την ιστορική πορεία που είχε κάνει ο Παναθηναϊκός το
1971 και είχε φτάσει μέχρι τον τελικό. Την είχα παρακολουθήσει όλη την πορεία
από κοντά.
Hpeiros.gr:Είχατε
πάει τότε και στο Γουέμπλεϊ;
Aλ.
Κιτσάκης: Ναι
είχα πάει στον τελικό. Θυμάμαι τον Πούσκας. Πίστευα σ' αυτόν. Ήταν μεγάλος
προπονητής. Μπήκε, που λέτε, ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϊ και όλος ο κόσμος
φώναζε, «Πούσκας, Πούσκας». Ξέρετε τι πράμα είναι να παίζει μια ελληνική ομάδα
στο εξωτερικό και όλος ο κόσμος να αποθεώνει τον προπονητή της. Ξέρετε τι
προπόνηση έκανε στον Αντωνιάδη που ήταν ψηλός για να τον κάνει πιο ευκίνητο; Tον
έβαζε και μάζευε τις κότες μέσα από τα κοτέτσια. «Πιάσε την κότα» του έλεγε και
ο Αντωνιάδης έτρεχε - ήθελε να του «σπάσει» τη μέση, γιατί ήταν ...μονοκόμματος.
Τον Αντωνιάδη τον βοήθησε πολύ και ο Δομάζος ώστε να αναδειχθεί. Ο Δομάζος,
παιδιά, ήταν ο πιο ολοκληρωμένος Έλληνας ποδοσφαιριστής. Αλλά και ο Παπαιωάννου
της ΑΕΚ ήταν κορυφή. Ήταν τότε ο μόνος Έλληνας ποδοσφαιριστής που είχε βάλει
γκολ στον Γιασίν.
Hpeiros.gr:Από
την μεγάλη ομάδα του ΠΑΣ Γιάννινα της δεκαετίας του '70 τι θυμάστε;
Aλ. Κιτσάκης:
Κοίταξε να δεις, είχαμε την
τύχη τότε να φέρουμε τον Ντε Φαρία και τους Αργεντινούς παικταράδες, με τον
Αλβαρέζ, τον Γκομέζ, αλλά και όλους τους υπόλοιπους. Ο ΠΑΣ δίδαξε ποδόσφαιρο
τότε. Κατέβαινε η ομάδα στο γήπεδο και έτρεμαν όλοι. Πηγαίνανε στα Γιάννενα και
τρέμανε. Ερχόντουσαν μεγάλες ομάδες, όπως η ΑΕΚ με τον Παπαϊωάννου και φεύγανε
ηττημένες. Και η φετινή ομάδα του Όγιος πάντως έδειξε τέτοια δείγματα. Είναι
μεγάλη τονωτική ένεση για τον κόσμο του ΠΑΣ να βλέπει την ομάδα να παίζει έτσι.
Hpeiros.gr:Που
πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η αλλαγής της ομάδας φέτος;
Aλ.
Κιτσάκης: Σε
πολλά, στη νέα διοίκηση, στο προπονητή, στους παίκτες, στις μεταγραφές. Όπως
είναι, για παράδειγμα, η απόκτηση του Ριμόλντι. Πολύ καλός παίκτης αλλά και καλό
παιδί, εγώ έκανα την παρουσίαση του το καλοκαίρι (άσχετα αν δεν τα βρήκε με την
ομάδα). Αλλά και με το Λουτσιάνο ανέβηκε πολύ η ομάδα, απέκτησε χαρακτήρα.
Είμαστε περήφανοι για τον ΠΑΣ γιατί είναι ηπειρώτικη
ομάδα.
Hpeiros.gr:Για
το Χριστοβασίλη ποια είναι η γνώμη σας;
Aλ.
Κιτσάκης: Είναι ο καλύτερος πρόεδρος που θα μπορούσε να είχε στην
παρούσα φάση ο ΠΑΣ Γιάννινα. Λατρεύει την ομάδα. Όπως έχω ξαναπεί το 1986 που
ήμουνα σε μια περιοδεία στη Νέα Υόρκη, με πήρε ο Χριστοβασίλης με το αμάξι του
και μου έβαλε τον ύμνο του ΠΑΣ Γιάννινα. «Αλέκο μου, η ζωή μου είναι ο ΠΑΣ
Γιάννινα», μου είπε. «Το όνειρο μου Αλέκο είναι, άμα κάνω πολλά λεφτά και
γυρίσω στην Ελλάδα να πάρω την ομάδα στα χέρια μου και να την φτάσω όσο πιο ψηλά
μπορώ». Το αίμα του είναι Τζουμερκιώτικο και θέλει να φτιάξει και ένα γήπεδο
αντάξιο της ομάδας.
To γήπεδο είναι μεγάλο μαράζι. Είναι κρίμα για μια ομάδα
σαν τον ΠΑΣ να μην έχει ένα γήπεδο ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Το γήπεδο είναι
σημαντικό και για να μπορεί να πηγαίνει ο κόσμος και να χαίρεται το ματς. Και το
χρειάζεται αυτό ο κόσμος. Είμαστε στις ομάδες που έχουν τους πιο πολλούς
φιλάθλους στην Ελλάδα: Πέμπτοι πανελλαδικά. Αν, λοιπόν, φτιάξουμε ένα καλό
γήπεδο θα πηγαίνουν όλοι, θα γεμίζει. Ο Γιώργος Χριστοβασίλης, που είναι φίλος
μου, πιστεύω ότι θα το κάνει, το έχει βάλει πείσμα. Είχε πάει και στον πρόεδρο
της Δημοκρατίας για να πάρει τη στήριξη του για το νέο γήπεδο.
Hpeiros.gr:Θα
μας πείτε λίγα λόγια για το πώς εμπνευστήκατε τον ύμνο του ΠΑΣ
Γιάννινα;
Aλ. Κιτσάκης:
Αγαπούσα το ποδόσφαιρο και
όταν άρχισε η ομάδα αυτή να ανδρώνεται, να παίζει αυτό το σπουδαίο ποδόσφαιρο
την δεκαετία του '70, ερχόταν ο κόσμος και μου έλεγε «Έχεις βγάλεις τόσα
τραγούδια, βγάλε κι ένα για την ομάδα μας, τον ΠΑΣ». Και έτσι ξεκίνησα να γράφω
αυτόν τον ιστορικό ύμνο, που, κατά εμένα, έχει την ίδια ιστορική σημασία με τον
ύμνο του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Ένα ύμνο που έχει τόσο όμορφα λόγια,
τόσο ωραία μουσική που ξεσηκώνει τον κόσμο.
Και όχι μόνο στην Ήπειρο.
Θυμάμαι πήγαινα τραγουδούσα στα Τρίκαλα και είχα 50 παραγγελίες (!) για να πω
τον ύμνο του ΠΑΣ Γιάννινα.
Τώρα που η ομάδα ανέβηκε στην Σούπερ Λίγκα έχω
ετοιμάσει έναν δεύτερο ύμνο.
Hpeiros.gr:Να
ξεφύγουμε λίγο από τον ΠΑΣ Γιάννινα και να ξαναμιλήσουμε για το τραγούδι.
Αλήθεια ποια στοιχεία θα πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης για να θεωρείται
μεγάλος;
Aλ. Κιτσάκης:
Για να γίνει κανείς μεγάλος
καλλιτέχνης πρέπει να έχει ίσκιο. Πρέπει όταν τραγουδάει να ξεσηκώνει τους
πάντες. Δεν είναι ωραίο όταν τραγουδάει να μην σηκώνεται κανείς να χορέψει. Μου
αρέσει, παιδιά, όταν πάω σε εκδηλώσεις για να τραγουδήσω και βλέπω τη νεολαία να
σηκώνεται όλη και να χορεύει. Αυτό είναι χάρισμα. Να τους σηκώνεις όλους. Είναι
φοβερό, να είμαι τόσο χρόνια τραγουδιστής και να με λατρεύει ο κόσμος ακόμα. Και
κυρίως η νεολαία.
| O Aλέκος Κιτσάκης τραγουδά και η Χαρούλα Λαμπράκη χορεύει (1971) |
Hpeiros.gr:Και
που πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η αγάπη του κόσμου;
Aλ.
Κιτσάκης: Τον
αγάπησα τον κόσμο και με αγάπησε και αυτός. Γιατί ο κόσμος σε βλέπει και σε
κρίνει. Είναι η δουλειά μας τέτοια παιδιά. Εγώ τα πρόσεχα αυτά, δεν υποτιμούσα
κανέναν, σεβόμουν τον κόσμο. Η συμπεριφορά είναι το μέγιστο. Και τo μεγαλύτερο
πλήγμα για τον καλλιτέχνη είναι να τραγουδάει και να μην ξεσηκώνει τον κόσμο.
| Aναμνηστική φωτογραφία με θαυμαστή του |
Hpeiros.gr:Ακόμα
τραγουδάτε σε μαγαζί;
Aλ. Κιτσάκης
:
Κοίταξε να δεις προτάσεις έχω πολλές αλλά επιλέγω που θα
τραγουδήσω. Για μένα το τραγούδι είναι διασκέδαση, μου δίνει δύναμη, δεν θέλω να
το κάνω με άγχος. Με αρρωσταίνει αυτό. Και επειδή πέρασα και μια περιπέτεια
υγείας δεν θέλω να επιβαρύνω περισσότερο τον εαυτό μου.
Hpeiros.gr:Αν
επιτρέπεται τι προβλήματα υγείας αντιμετωπίσατε;
Aλ.
Κιτσάκης: Α, είναι μεγάλη ιστορία.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων του 2005 όταν πήγα στον πρόεδρο της Δημοκρατίας,
αυτή τη μεγάλη ψυχούλα που λέγεται Κάρολος Παπούλιας. Σημειώστε, ότι για μένα
είναι ο μεγαλύτερος και καλύτερος Πρόεδρος που έβγαλε ποτέ η Ελληνική
Δημοκρατία. Τον αγαπώ και με λατρεύει. Έχει ανεκτίμητα ψυχικά χαρίσματα και
λατρεύει το δημοτικό (και ιδιαίτερα το ηπειρώτικο) τραγούδι. Το αίμα του είναι
ηπειρώτικο, είναι από το Πωγωνιανή Ιωαννίνων (είχε σπίτι στο νησί αλλά γεννήθηκε
στην Πωγωνιανή). Μόλις τον δεις σε κάνει οπαδό.
Παίρνω το Σταύρο τον Καψάλη
με το κλαρίνο και πάμε να πούμε τα κάλαντα στον Πρόεδρο. Ήταν 23 Δεκεμβρίου,
προπαραμονή, έπαιζε το κλαρίνο, τραγουδούσα εγώ, ευτυχισμένος ο
Πρόεδρος.
Φεύγω λοιπόν από το προεδρικό Μέγαρο και πάω σπίτι. Λέω στον
Κωνσταντίνο, το γιό μου, πάω να αλλάξω τώρα. Τραβάω να αλλάξω και ξαφνικά πέφτω
ξερός.
Μέχρι τότε, το 2005, πέρα από ασπιρίνες και depon δεν είχα πάρει άλλο
φάρμακο.
| Χειραψία και ανταλλαγή ευχών με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, λίγο μετά τα κάλαντα που του είπε στο Προεδρικό Μέγαρο (2005) |
Παίρνει ο γιος μου τηλέφωνο τον κουνιάδο μου, τον
Παύλο, κατεβαίνει κάτω αυτός, εγώ εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα τίποτα.
'Έρχεται και η γυναίκα από τη ΔΕΗ που δούλευε και με πάνε στον Ερυθρό
Σταυρό.
Ευτυχώς το όνομα με έσωσε (.) γιατί αμέσως με εξέτασαν. Είχα πάθει
εγκεφαλικό και έμφραγμα καρδιάς. Και τα δύο μαζί! Και για άλλη μια φορά ο Θεός ο
μεγάλος -δεν είμαι άνθρωπος της Εκκλησίας αλλά όποτε πάω ανάβω ένα κεράκι και
ζητάω από το Θεό να με βοηθήσει να είμαι σωστός άνθρωπος- με βοήθησε.
Το
εγκεφαλικό, όμως, αφήνει κουσούρια, άλλοι δεν μπορούν καν να μιλήσουν.
Φανταστείτε να μην μπορούσα να τραγουδήσω, δεν θα το άντεχα. Για μένα το
τραγούδι είναι η ζωή μου.
Έπρεπε να επανέλθω. Άρχισα τις φυσιοθεραπείες και
ευτυχώς αυτή η περιπέτεια υγείας δεν μου άφησε κανένα κουσούρι. Και επανήλθα στο
σπίτι όπως ακριβώς ήμουν πρώτα. Και τραγουδάω ακόμα καλύτερα τώρα!
Hpeiros.gr:Και
δεν είχατε καμιά άλλη περιπέτεια με την υγεία σας από τότε;
Aλ.
Κιτσάκης: Όχι
ακριβώς, Το 2007 με είχε πιάσει ένας ανεξιχνίαστος βήχας. Είχα πάει να πάρω το
γιό μου από τα ΤΕΙ, Ιούλιος, και με πιάνει ένας δυνατός βήχας. Λέω θα περάσει.
Αλλά τίποτα, ο βήχας επέμενε. Ειδικά όταν κοιμόμουνα με διάλυε. Δεν είχα πυρετό,
ούτε γρίπη που να το δικαιολογεί (η γρίπη, που λέτε, είναι η χειρότερη αρρώστια
για τον τραγουδιστή. Επηρεάζει τα φωνητικά όργανα και δεν μπορεί να
τραγουδήσει). Όταν τραγούδαγα δεν με έπιανε. Όταν όμως ξάπλωνα με πέθαινε.
Τα
σιρόπια που είχα μαζέψει τότε, σωρό. Παντού είχα πάει, σε παθολόγους, και που
δεν πήγα. Τίποτα.
Θυμάμαι δύο μέρες μετά τη γιορτή της Μεγαλόχαρης, τότε
ήμουν στο σπίτι μου στα Γιάννινα, σηκώνομαι το βράδυ λουσμένος από τον
ιδρώτα.
Ήταν 3 η ώρα το βράδυ, ήμουν καταϊδρωμένος και για πρώτη φορά δεν
μπορούσα να αναπνεύσω. Σηκώνεται η γυναίκα, με παίρνει και με πάει στο
Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο.
Πάω που λέτε εκεί, έπεσαν όλοι οι γιατροί της
κλινικής πάνω μου να με εξετάσουν. Μου έβαλαν το οξυγόνο και μπήκα στην
εντατική. Βρήκαν ότι δούλευε η καρδιά μου στο 30%.
Μετά από 15 ημέρες βγαίνω
από την εντατική και λέει ο γιατρός στη γυναίκα μου, ότι πρέπει να κάνω
στεφανιογράφημα για να φανεί σε τι κατάσταση είναι η καρδιά. Πάμε λοιπόν στο
καρδιολόγο μου, Νέαρχος Νεάρχου λέγεται, από την Κύπρο κατάγεται, με λατρεύει,
με προσέχει σαν τα ματιά του. Το κάνω και αποκαλύπτεται το μυστικό. Η εξέταση
έδειξε μια καρδιά σμπαραλιασμένη και ως εκ τούτου έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω
by-pass.
Είσαι τραγουδιστής μου λέει, πρέπει να επανέλθεις γρήγορα, και με το
by-pass θα είσαι εντάξει σε ένα μήνα. Ζητάω λοιπόν από τον Νέαρχο να μου
συστήσει ένα καλό γιατρό για να μου κάνει την επέμβαση. Και μου λέει ότι στο
Ερρίκος Ντυνάν υπάρχει ένας μεγάλος καρδιολόγος γιατρός, χειρούργος.
Πάει που
λέτε η γυναίκα μου στο Ερρίκος Ντυνάν, βρίσκει το γιατρό, Σωτήρης Πράπας
λεγότανε (από το Συκούριο Λάρισας κατάγεται). Του εξηγεί την κατάσταση και της
απαντάει: «Μην μου πεις ότι είσαι η γυναίκα του μεγαλύτερου Έλληνα τραγουδιστή
στο Δημοτικό τραγούδι;». «Tι έπαθε ο Αλέκος;» και συνέχισε: «Εγώ είμαι Βλάχος.
Και όταν πρωτοκατάλαβα τον εαυτό μου στη ζωή, τα πρώτα τραγούδια που άκουσα στην
καλύβα που γεννήθηκα ήταν του Αλέκου Κιτσάκη. Και χαίρομαι ιδιαίτερα που ήρθατε
σε μένα για να το κάνω καλά. Θα τον κάνω παιδί, 30 χρόνια νεότερο.».
Πήγα που
λέτε και μου έκανε την εγχείρηση. Πεντέμισι ώρες κράτησε. Την έκανε αυτός ο
μεγάλος καρδιοχειρούργος, ο οποίος είναι και Διευθυντής της Καρδιολογικής
Κλινικής στο Ερρίκος Ντυνάν. Και με έκανε όπως το είπε. Με ανανέωσε. Και τώρα
τραγουδώ ακόμα καλύτερα». Θα ζεις 130 χρόνια», μου είπε «έχεις πολλά ακόμα να
προσφέρεις στην Ελλάδα, γιατί είσαι εθνικός τραγουδιστής». Μην σου πω ότι θα
ζήσεις και 150 χρόνια» έλεγε και γελάγαμε.
Και όμως παιδιά πραγματικά
αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα. Δόξα τω Θεώ, αυτή η περιπέτεια τελείωσε με τον
καλύτερο τρόπο. Συνολικά όλη αυτή η ιστορία με το εγκεφαλικό και το by-pass μου
κόστισε 160.000 ευρώ, μάλιστα. Και λέω ρε παιδιά, αν δεν είχα φράγκο, τι θα
γινόταν; Τραγούδησα χιλιάδες φορές τσάμπα, για τους συλλόγους, για τον κόσμο.
Πήγαινα πολλές φορές όταν με καλούσανε σε εκδηλώσεις για να τραγουδήσω και δεν
έπαιρνα φράγκο. Και λέω, αν δεν ήμουνα συντηρητικό άτομο, αν δεν ήμουνα
οικονόμος και γύριζα από εδώ και από εκεί στα μαγαζιά σπαταλώντας λεφτά, τι θα
έκανα; Γιατί παιδιά είναι πολλά τα παραδείγματα μεγάλων τραγουδιστών που την
έχουν πατήσει έτσι.
Hpeiros.gr:Ας
επιστρέψουμε πάλι στο τραγούδι. Πώς βλέπετε το δημοτικό τραγούδι
σήμερα;
Aλ. Κιτσάκης:
Δυστυχώς, το δημοτικό
τραγούδι σήμερα, από θέμα προβολής, είναι μηδέν. Μηδέν. Θέλω να πω ότι πρέπει να
βοηθήσουν και τα μέσα ενημέρωσης για να αναδειχθεί πάλι το δημοτικό τραγούδι. Να
τον προβάλουν. Αν δεν το προβάλεις δεν γίνεται τίποτα. Η διαφήμιση παίζει το
σπουδαιότερο ρόλο σήμερα. Πρέπει να βοηθήσουν όλοι, η Πολιτεία πρώτη και κατά
κύριο λόγο. Σε μια εκδήλωση που είχε γίνει για να με τιμήσουν ήταν και ο
Λευτέρης Ζαγορίτης, ο Γραμματέας της Νέας Δημοκρατίας. Και του είπα του Ζαγορίτη
(τότε Υπουργός Πολιτισμού ήταν ο Λιάπης) «βάλτε μωρέ έναν άνθρωπο μέσα στον
Υπουργείο Πολιτισμού που να ξέρει τι σημαίνει δημοτικό τραγούδι. Να ξέρει τι
σημαίνει δημοτικό τραγούδι, να ξέρει ποιος είναι ο Κιτσάκης, ποια είναι η Τασία
Βέρα, ποια είναι η Σοφία Κολλητήρη, ποιος είναι ο Στάθης Κάβουρας και άλλοι
τόσοι μεγάλοι του δημοτικού τραγουδιού. Αυτός γεννήθηκε στα σαλόνια (σ.σ.
υπονοώντας τον τότε Υπουργό Πολιτισμού» και εγώ στα αλώνια.
| Εορτή του Σουλιού στην Παραμυθιά, όπου διακρίνονται ο Άλκης Στέας (πρώτος από αριστερά του Κιτσάκη), Ναπολέων Δάμος (πρώτος από δεξιά του Κιτσάκη), Βασίλης Μπατζής (δεύτερος από δεξιά του Κιτσάκη) και Στέλιος Μπέλος (1974) |
Hpeiros.gr:Πιστεύετε
ότι υπάρχουν σήμερα συνεχιστές του δημοτικού τραγουδιού;
Aλ.
Κιτσάκης: Το
δημοτικό τραγούδι είναι ριζωμένο στην ψυχή του ελληνικού λαού. Δεν μπορεί ποτέ
να σβήσει. Γιατί αποτελεί την ιστορία του Έθνους, την ταυτότητα του. Και εκτός
αυτού ενώνει τους Έλληνες. Γι΄ αυτό και δεν θα σταματήσουν να βγαίνουν
τραγουδιστές του δημοτικού τραγουδιού. Όμως, δυστυχώς, δεν νομίζω ότι θα
ξαναβγεί κάποιος τραγουδιστής 'βόμβα', που να πουν αυτός είναι κορυφή. Προς το
παρών πολλά παιδιά τραγουδούν καλά, αλλά δεν έχει εμφανιστεί αυτός ο
τραγουδιστής που θα πάρει τη σκυτάλη, το μεγάλο όνομα.
Και αυτό διότι δεν
υπάρχει κίνητρο (βλέπε λεφτά) για να δουλέψουν πάνω στο δημοτικό. Οι νέοι
τραγουδιστές προτιμούν να χωθούν σε κανένα μαγαζί για να πουν κανένα λαϊκό ώστε
να οικονομήσουν ότι μπορούν. Σήμερα μπορεί να γίνει τραγουδιστής ο οποιοσδήποτε.
Δεν είναι όπως παλιά. Άνθρωποι που δεν κάθονται στην καρέκλα, όπως εγώ παλιά,
δεν υπάρχουν πια.
Και εκτός αυτού ένας τραγουδιστής του δημοτικού τραγουδιού
πρέπει να ξέρει ορθοφωνία. Υπάρχουν πολλοί που δυστυχώς δεν καταλαβαίνεις τι
λένε. Και αυτό είναι άσχημο. Aλλά και οι στίχοι του τραγουδιού πρέπει να
βοηθάνε. Ξέρετε σε πόσα τραγούδια έχω «φτιάξει» τους στίχους για να τους
καταλαβαίνει ο κόσμος;
Η ορθοφωνία είναι το σπουδαιότερο πράμα. Να τραγουδάς
καθαρά και να σε καταλαβαίνει ο κόσμος. Να ξέρεις πότε να πάρεις αναπνοή. Πρέπει
να ξέρεις σε τι εύρος φθάνει η φωνή σου. Αυτό είναι μουσική παιδεία, να ξέρεις
τι τραγουδάς.
Hpeiros.gr:Αν
κάποιος το αποφασίσει τελικά να ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι, τι πιστεύετε
ότι πρέπει να κάνει για να πετύχει;
Aλ.
Κιτσάκης: Το
δημοτικό τραγούδι πρέπει να το πιστεύεις. Να προέρχεσαι από οικογένεια που να
στο έχει εμφυσήσει μέσα σου, να κυλάει στο αίμα σου. Για να δείξει, δε, ένας
τραγουδιστής τις ικανότητες του στο δημοτικό πρέπει να πει ένα κλέφτικο, ένα
τσάμικο, ένα καλαματιανό. Να φανεί τι δύναμη έχει στο λαιμό του. Αλλά δυστυχώς
πολλοί από τους δημοτικούς τραγουδιστές δεν έχουν μουσική Παιδεία. Δεν ξέρουν σε
τι τόνο παίζει, για παράδειγμα, το κλαρίνο και σε τι τόνο πρέπει να
τραγουδήσουν. Ξέρεις τι σπουδαίο πράγμα είναι να το ξέρεις αυτό; Ευτυχώς είχα τη
μεγάλη τύχη στη ζωή μου και σπούδασα στο Εθνικό Ωδείο και ξέρω τι γίνεται,
καταλαβαίνω τους τόνους των οργάνων και τραγουδάω σωστά. Το σημαντικό είναι να
υπάρχει και το κίνητρο για να πετύχει κανείς στο δημοτικό τραγούδι.
video
video video video video video
video video video video video video
Hpeiros.gr:Θα
θέλατε ο γιος σας να ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι;
Aλ.
Κιτσάκης: Κοίταξε να δεις. Το παιδί μου φαίνεται να έχει το ταλέντο
για να ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι. Όταν ήταν 7,5 χρονών τραγούδησε το
«Δεν μπορώ μανούλα μου», ένα δύσκολο τραγούδι. Έχει φοβερό μουσικό αυτί και
αυτός, όμως του τα ξεκαθάρισα: Πρώτα θα σπουδάσεις, θα γίνεις κύριος και σωστός
άνθρωπος και μετά όλα τα άλλα. Και επειδή έχεις πατέρα τον Κιτσάκη, του είπα,
μπορείς όποτε θες να βγάλεις ένα δίσκο που να φαίνεται το όνομα
σου.
Έχει τραγουδήσει και σε εκδηλώσεις
μαζί μου και έχει αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις.
Hpeiros.gr:Η
Πολιτεία τι πρέπει να κάνει για να βοηθήσει το δημοτικό
τραγούδι;
Aλ. Κιτσάκης:
Κυρίως θα πρέπει να βοηθήσει
στον τομέα της προβολή. Μπορεί, για παράδειγμα, να «αναγκάσει» τα μεγάλα
κανάλια, να παίζουν δημοτικό τραγούδι και να μην το αγνοούν εντελώς. Έστω δύο
φορές την εβδομάδα. Πρέπει να υπάρχει στα κανάλια, να το βλέπει ο κόσμος. Το
δημοτικό τραγούδι χρειάζεται προβολή. Όσο πιο πολύ το ακούει ο κόσμος, τόσο πιο
πολύ θα το αγαπάει και τόσο θα ανεβαίνει. Και έτσι θα περάσει και στη νέα γενιά.
Aλ. Κιτσάκης:
Θυμάμαι το 1983 όταν
πήγα στην Αυστραλία. Είχε πάει το 1982 και ο Καραμανλής ως Πρόεδρος της
Δημοκρατίας, και είχε μαζέψει 70.000 κόσμο στη ομιλία που έκανε στην Μελβούρνη.
Την άλλη χρονιά πήγα εγώ και τραγούδησα σ' ένα τεράστιο πάρκο και είχε μαζευτεί
120.000 κόσμος. Λαϊκό προσκύνημα έγινε. Και έγραψε μια εφημερίδα της Αυστραλίας
ότι η επίσκεψη του Αλέκου Κιτσάκη επισκίασε την αντίστοιχη του Καραμανλή.
Ειλικρινά σας λέω, τέτοια λατρεία από κόσμο δεν ξανάδα. Ήταν καλοκαίρι τότε,
Αύγουστος του '83, και ψήνανε αρνιά μέσα στο πάρκο από τις 6:30 το πρωί.
Μπήκα μέσα στον κόσμο, τους μιλούσα και κλαίγανε. Ερχόντουσαν να μου σφίξουν
το χέρι. Γι' αυτό σας λέω, με αγάπησε ο κόσμος γιατί μπήκα στο πετσί του. Δεν
μου αρέσουν οι βεντετισμοί, θέλω να είμαι φίλος με τον κόσμο. Και που λέτε
γύρισα όλο το πάρκο τότε και χαιρέτισα όσο πιο πολλούς μπορούσα. Συνολικά έχω
πάει δέκα φορές στην Αυστραλία. Χαμός έγινε και το 1982 όταν πήγα στο Τορόντο
του Καναδά (όπου και πάλι συγκεντρώθηκαν 120.000 `Έλληνες!)
Έχω γυρίσει όλο
τον κόσμο. Πήγα στη Γερμανία, στη Σουηδία, στο Βέλγιο. Όπου υπήρχε Ελληνισμός
πήγαινα.
Hpeiros.gr:Από Ελλάδα; Υπάρχει μέρος που να μην έχετε τραγουδήσει;
Aλ.
Κιτσάκης: Όχι.
Όλη την Ελλάδα έχω γυρίσει. Δεν έχω αφήσει κακοτράχαλο για κακοτράχαλο
χωριό.
Μια φορά θυμάμαι πήγα σε ένα μαγαζί, «Όλυμπος» λεγότανε, στη Λάρισα
και μου στρώσανε δάφνες. Με λατρεύουν. Είμαι σήμερα 74 χρονών και ακόμα χτυπάει
το τηλέφωνο μου όπως χτύπαγε το '70. Αυτή η αναλλοίωτη αγάπη του κόσμου για μένα
είναι μοναδική.
Aλ. Κιτσάκης:
Είναι η πρώτη φορά που τιμήθηκε τραγουδιστής του
δημοτικού τραγουδιού με αυτό το βραβείο και ήταν το επιστέγασμα της αγάπης που
έχει ο Μάτσας για μένα - 40 χρόνια στην ΜΙΝΩΣ ήμουνα. Εκεί πρωτοτραγούδησα και
εκεί έμεινα. Το Μάτσα τον θεωρώ σαν πατέρα μου, συνεργαστήκαμε πάνω από 40
χρόνια, με βοήθησε να αναδειχθώ ως τραγουδιστής. Θυμάμαι, τη δεκαετία του '60,
τραγούδαγα μπροστά στο Μάτσα και έτρεμαν τα πόδια μου. Μου έδινε θάρρος και όταν
έκανα λάθος στις μαγνητοφωνήσεις μου το διόρθωνε με πατρική στοργή. Τότε
θυμάμαι, ο δίσκος γέμισε στα 3:20, παραπάνω δεν έπαιρνε.
| Φωτογραφικό στιγμιότυπο από τη βράβευση του στη Μεγάλη Βρετάνια |
Για να δείτε πόσο πολύ καλό παιδί ήμουνα, το 1968
είχαν έρθει από μια άλλη δισκογραφική και μου έδιναν 500.000 δραχμές για να φύγω
από την ODEON (που μετονομάστηκε MINΩΣ αργότερα). Τα λεφτά ήταν πολλά, με αυτά
έπαιρνα τότε όλη την Αγία Παρασκευή. Είχα συμβόλαιο με την ODEON, τότε έληγε το
συμβόλαιο μου και το λέω στο Μάτσα. Βάλε, μου λέει ο Μάτσας, στο συμβόλαιο
ημερομηνία μέχρι το 2050 και έλα να υπογράψουμε. Τέτοια αγάπη μου είχε και εγώ
δεν μπορούσα να μην τον στηρίξω. Γι' αυτό κι έμεινα τόσα χρόνια στην εταιρεία
του.
Ο Αλέκος Κιτσάκης ευχαριστεί τον Μάκη Μάτσα
Νιώθοντας την ανάγκη να ευχαριστήσει δημοσίως το Μάκη Μάτσα,
ο Αλέκος Κιτσάκης μας ζήτησε να δημοσιεύσουμε το ακόλουθο ευχαριστήριο του προς
αυτόν:
Μάκης Μάτσας: Ισόβιος Πρόεδρος και
Γενικός Διευθυντής της μεγαλύτερης δισκογραφικής ελληνικής εταιρείας όλων των
εποχών, την MINOS-EMI.
Συνεργάστηκα μαζί του για 40 ολόκληρα χρόνια. Είμαι
παιδί της εταιρείας MINOΣ Μάτσας & Υιοί. Γραμμοφώνησα στην εταιρεία αυτή
2.000 τραγούδια, πολλά εκ των οποίων έγιναν μεγάλα σουξέ και τραγουδήθηκαν από
όλη την Ελλάδα και τους Έλληνες του εξωτερικού.
Με τον Μάκη Μάτσα είμαστε
κάτι περισσότερο από αδέλφια και αυτός μου έδωσε το προσωνύμιο «Αηδόνι της
Ηπείρου», το 1965 όταν κυκλοφόρησε τον πρώτο μου μεγάλο δίσκο με 12 τραγούδια
και με τίτλο «ΑΚΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΗΣ, Το Αηδόνι της Ηπείρου».
Γι' αυτό λοιπόν εκφράζω
δημοσίως απέραντη και αιώνια ευγνωμοσύνη τόσο στο Μάκη Μάτσα, που σημειωτέων
είμαστε και κουμπάροι, όσο και στον αείμνηστο πατέρα του Μίνωα Μάτσα που τον
αγάπησα σαν πατέρα μου. Γιατί αυτός ο άγιος άνθρωπος πίστεψε στο ταλέντο της
φωνής μου και με βοήθησε να γίνω ο μεγάλος και τρανός τραγουδιστής σε όλη την
Ελλάδα σαν το μοναδικό «Αηδόνι».
Φέτος το Πάσχα η εταιρεία MINOS-EMI
κυκλοφόρησε ένα διπλό CD με γενικό τίτλο «40 χρυσές επιτυχίες, Αλέκος Κιτσάκης,
το Αηδόνι της Ηπείρου.Είναι 40 τραγούδια στην αυθεντική τους εκτέλεση που
ξανακυκλοφορούν σήμερα. Η εταιρεία θα κυκλοφορήσει στη συνέχεια, σε συλλεκτικά
CDs, όλα τα παλιά μου τραγούδια για να μπορέσει ο κόσμος να τα προμηθευτεί και
να διατηρήσει στο αρχείο του.
| H συνέντευξη με τον Αλέκη Κιτσάκη έγινε στην καφετέρια "Αθηναϊκόν" του Ψυχικού |
Με την
ευκαιρία θέλουμε να τον ευχαριστήσουμε θερμά για την καλοσύνη που είχε να
διαθέσει τον χρόνο του για να μας αφηγηθεί όλη του τη ζωή και την πορεία του στο
τραγούδι, αλλά και να μας αποκαλύψει μέσα από τις ερωτήσεις μας, άγνωστες όσο
και προσωπικές πτυχές της ζωής του, που μας συγκίνησαν. Του ευχόμαστε από το
βάθη της καρδιάς μας να είναι πάντα καλά, να χαίρεται την οικογένειά του και
φυσικά να συνεχίσει να μας διασκεδάζει και να μας χαρίζει όμορφες επιτυχίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου