Καλημέρα από τη Βόνιτσα. Εδώ έχει το γέλιο. Είμαστε στην τρίτη σκηνή η οποία έχει ανοίξει με την παρουσία τριών ηλικιωμένων γυναικών της Μπούχαλης, οι οποίες έχουν φέρει τις μπνιάτες (καζάνια) που θα βράσει το γάλα. Αφού μεταξύ τους έχουν ψαλλεί τα εφ' αμάξης (χαμός με πραγματικά γεγονότα) στη σκηνή μπαίνουν τρία σχολιαρόπαιδα που φέρνουν δεμάτια με ξύλα για την φωτιά που θα βράσει το γάλα. Εδώ έχουμε αλληλοπειράγματα μεταξύ των τριών γυναικών και των τριών παιδιών. Ακολουθεί ένα μέρος από τα πειράγματα:
ΣΚΗΝΗ Γ'
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Ζαχαρούλα σε καταλαβαίνουμε. Ητανε ου έρωτάς σου. Αλλά γιατί δεν το σομπολιάζεις καλλίτερα. Μολόγα ότι το βιβλίο ήταν 60 σελίδες και οι γραμμένες ήταν μόνο δέκα. Μολόγα ότι μας υποχρέωσε σε όλους να το αγοράσουμε. Μολόγα ότι τσαρκάλευε τ’ τσάντα μας κι αν δεν τούχαμε μέσα του βιβλίο μας υποχρέωνε να το ξαναγοράσουμε;
-ΛΟΠΗ: Εσείς μπορείτε να λέτε ότι θέλτε. Ομως τσ’ σαράντα εκδρομές μέσα σε ένα χρόνο, στ’ Ζαχαρούλα να τόχτε χάρη. Εσείς φωνάζατε «πουρεία, πουρεία» αλλά η Ζαχαρούλα καθάρζε κι πήγαινε στο Γυμνασιάρχη. Μέχρι κι για τσ πρόβες τσ παρέλασης τσ 25ης Μαρτίου η Ζαχαρούλα καθάρσε κι αρχίσαμε λίγες μέρες μετά την 28η Οκτωβρίου.
-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ: Τι καθηγητής, τι οικονομολόγος!
-ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Στάκα, στάκα. Αυτό μου του μολόγησε η μάνα μ’. Του Γυμνάσιου δεν είχε υδρόγειο σφαίρα κι ο γυμνασιάρχης, ο δκός (κοιτώντας την Ζαχαρούλα) υποχρέωσε όλους τσ’ μαθητές να δώσνε από ένα δίφραγγο για να αγοραστεί μια μεγάλη- πολύ μεγάλη υδρόγειος σφαίρα. Τα λεφτά τα συγκέντρωσε ο Βρεττός κι έδωσε την παραγγελία. Πέρασε ο Οκτώβρης, ήρθε ο Μάρτης, ξεκάμσε κι ο Απρίλης, κι ο Βρεττός κάθε φορά που τον ρωτάγανε για την υδρόγειο σφαίρα, έλεγε ότι δόθηκε η παραγγελία και όπου νάνε θα την φέρουν. Μια μέρα του Μαΐου, μπονόρα ήταν την ώρα της προσευχής, βγαίνει μπροστά ο γυμνασιάρχης ο Βρεττός με ένα καινούργιο κουστούμι κι πιάνοντας κι κουνώντας το πέτο, άρχισε να μονολογεί «Σφαίρα – Σφαίρα».
************
-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ: Βαγγελάκη μ’ πολλά σ’ λέι η μάνα σου για τα παλιά. Για τα νέα δεν σουχει πεί τίποτα. Στα παλιά έχει λακριτί για τα νέα μούγκα. Βαγγελάκη μ’ πόσες ελιές έχτε; Καμιά σαρανταριά κι αυτές για του πρσφάι, όχι για λάδι. Για μολόγα τώρα Βαγγελάκι μ’ πόσες λάτες λάδι πούλησε ου πατέρας σ’ πέρυσι;. Φέτος του καλοκάιρι δυό δυο τς πάφλες με του λάδι πήγαινε στα λεωφορεία για Αθήνα..................
-ΛΟΠΗ: Ζαχαρούλα μ΄ο πατέρας του Βαγγελάκη έχει το καλύτερο το λάδι. Μολογάνε ότι το λάδι είναι άγιο για κάθε σπίτι. Η καλλίτερη η τροφή. Απ΄τα παλιά μέχρι και η Θεά Αθηνά την είχε σαν σημάδι τσ’. Όλες οι θρησκείες του θέλνε αγιασμένο. Λαδάκι στου καντλάκι στου σπίτι, λαδάκι στου καντλάκι στου νεκροταφείο, λαδάκι που περσέβ στα μπουκαλάκια. Αγιασμένο από όλες τς πλευρές.
-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ: Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράπονο μεγάλο νάχνε οι νεκροί λάδι κι να μην έχνε οι ζουντανοί;
-ΛΟΠΗ: Κι αγιασμένο κιόλας.
-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ: Πάει του λοιπόν ο πατέρας του Βαγγελάκη στο νεκροταφείο με ένα πάφλα κι αδειάζει τα μπουκαλάκια με του αγιασμένο λαδάκι. Πουδιαβασμένο λάδι.
-ΛΟΠΗ: Κοίτα να δείς. Τα πολυσπόρια γιατί είναι νόστιμα. Είναι από όλα τα σπόρια ένα ανακάτεμα. Το λαδάκι που παίρνει από τα μπουκάλια στο νεκροταφείο είναι πολυέλεος.
-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ: Μάλιστα για να μην φαίνεται το κλέψιμο, δεν αδειάζει όλο το μπουκάλι, αφήνει και κάτι μέσα.
-ΛΟΠΗ: Λάδι για πάσα νόσο και πάσα μα...
-ΔΜΗΤΡΟΥ από τον Μπόντζο: Λαρώστε μαρές. Δεν σας έχου πεί ότι με τς ακατάλληλες λέξεις θα μας κόψει η λογοκρισία κι δεν θα ακούσνε οι θεατές άλλα σούργελα απ’ τ’ την Βόνιτσα;.
-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ: σωστά κρένει η Δμήτρου. Στ΄ιστορία μας τώρα. Για μαρτύρα για το πώς παίρνει το λάδι από το νεκροταφείο;
-ΛΟΠΗ: Φοράει μαύρα ρούχα από γριές, κάνει μάλιστα πως κτσένει. Σμώνει σε κάθε μνήμα κι κάνει πως το βουτανίζει. Του μάτι του είναι για του που είναι τα μπουκάλια με του λάδι. Μόλις τα μπανίζει κοντεύει εκεί, βγάζει κάτω από τ’ φούστα το παφλα κι ριπίζει εκεί μέσα του λάδι.
-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ: Κάθε βδομάδα κι μια λάτα λάδι, ούτε το καλλίτερο λιτροβιό νάτανε. Δεν μας λές Βαγγελάκι μ’ ξάι πληρώνει σε κανένα;
-ΒΑΓΓΕΛΑΚΗΣ: Πληρώνει λίγο ξάι, ανάβει κάθε μέρα τα καντήλια στον Αι Γιάννη.
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Τώρα βρήκες να μας πείς. Από πότε έχεις να δείς ανοικτή την εκκλησία στον Αι Γιάννη. Την κλείδωσαν λές κι είχε μέσα τις αρχαίες τις εικόνες. Μάλλον την έκλεισαν γιατί εκεί δεν αφήναμε λεφτά για κεριά. Ανάβαμε μόνο με δκό μας λαδάκι τα καντήλια.
-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ: Σωστά τα λέει Βαγγελάκη για το κλείσιμο της εκκλησίας. Που αφήνει λοιπόν το ξάι ου πατέρας σου, που όταν περνάει ου δίσκος τσ΄εκκλησίας ρίχνει τάλληρο και πέρνει ρέστα από δεκάρικο;
-ΛΟΠΗ πρός τους θεατές: Αγιασμένο λαδάκι του θεού κι σαν κλεμμένο είναι πιό νόστιμο.
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Εμένα μ΄φαίνεται ότι η νοστιμιά του λαδιού είναι από τα διαφορετικά λάδια. Μαυρολιάς, ασπρολιάς, χοντρολιάς, κορονέικης, μανιάκι, γιας κουμπάρε κι σε άλλα με υγεία.
-ΛΟΠΗ: Περιζήτητο του λάδι του πατέρα σ΄Βαγγελάκη μου. Μέχρι που οι λιτροβιάριδες έχνε πάρει απόφαση να αποθηκεύνε τα λάδια τς στο νεκροταφείο για μια βδομάδα κι μετά τα πάνε για πούλημα τς περιοχής μας.
-ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ: Θα του κάνανε, θα τα αποθηκεύανε αν δεν φοβότανε το πατέρα του Βαγγελάκη, μη τς τα σηκώσει όλα σε μια βραδιά.
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Μαρές κοπέλλες τώρα τελευταία ακουρμάστκα ότι μαζί με του πατέρα του Βαγγελάκη πάει κι μια άλλη πιό μικρή γριά για βοηθός. Μολόγα μας Βαγγελάκη, εσύ είσαι που πας σαν βοηθός κι ντυμένη σαν γριά στο νεκροταφείο ή η αδελφή σ’;
-ΒΑΓΓΕΛΑΚΗΣ: Μαρές σκρόφες. Βρήκατε παπά κι θα θάψτε όλους εδώ πέρα.
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Τώρα τελευταία κλέβνε και γλάστρες με λουλουδικά από του νεκροταφείο. Είσαι κι συ στ’ συντροφιά Βαγγελάκη;
-ΒΑΓΓΕΛΑΚΗΣ: Οχι θειά Μαυρέτα. Εγώ βοηθάω μόνο του πατέρα μ και κουβαλάου τα λάδια. Εμεις δεν ασχολούμαστε με τς γλάστρες.
-ΛΟΠΗ: Για να πούμε και του στραβού του δίκιο, οι γλάστρες δεν είναι καλλίτερα σε ένα κήπο παρά στου νεκροταφείο;
-ΒΑΓΓΕΛΑΚΗΣ: Παιδιά πάμε να φύγουμε γιατί αυτές εδώ θα βγάλνε κι από τη μύγα του ξύγκι. Με κατηγορούν επειδή βοηθάω τον πατέρα μου. Αν δεν τον βοήθαγα πάλι θα με κατηγορούσαν. Ενα επάγγελμα έχει ο πατέρας μου, να είναι κλέφτης. Τον βοηθάω και αύριο θα πάρω κι εγώ το επάγγελμά του. Μαρές γυναίκες κατηγορείται εμένα και όχι τους βουλευτές. Εκεί να δείς από παππού σε πατέρα και από πατέρα στο γιό το επάγγελμα. Για αυτούς δεν λέτε κουβέντα. Ε!!! χλιμάρες.
-ΤΑΣΟΣ: Πάμε παιδιά, να φύγουμε απ’ τς μέγαιρες.
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Τι νογάς Τάσο μ’. Δεν τα μολογάμε καλά. Λέμε παρόλες; Κρίνε!!!
-ΤΑΣΟΣ: Δεν λέου θειά Μαυρέτα τίποτα αλλά το Βαγγελάκη τον εθάψατε. Δεν φταίει αυτός για τα δανείσματα που κάνει ου πατέρας του. Αλλά για κάτσε να μας πείς τότε π΄σε έπιασε ο Στέλιος με δυό τσάντες με κυδώνια. Δεν τ΄αφσες του ανθρώπου να φτιάξει μια γυάλα γλυκό.
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Τάσο δεν τα λές καλά. Δεν ήταν δύο τσάντες αλλά μόνο λίγα κυδώνια σε μια τσαλατίνα.
-ΤΑΣΟΣ: Μια τσαλατίνα πούπερνε τέσαρα καφάσια κυδώνια....
-ΛΟΠΗ: Τάσο μ’, εμείς δεν είμαστε σαν τ Ματούλα που τ μαλαφαρίζεις.
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Τ’ μαλαφαρίζει, τ’ μαλαφαρίζει αλλά δε .....
-ΔΜΗΤΡΟΥ: Σεβασμός!!!!
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Ακουρμάσου Τάσο τι θα κάνεις για να τελειώσει του νταβαντούρι με τ Ματούλα κι να τ’ πάς για γνέκα. Θα πάς να τς δείξεις το φίδι τ’ Κάστρου.
-ΝΙΚΟΛΑΡΑΣ: Τι είναι αυτό το φίδι θειά Μαυρέτα;
-ΜΑΥΡΕΤΑ: Α δεν το ξέρτε; Χρόνια ζεί εκεί, Μαθουσάλας. Εχει θρέψει γενιές κι γενιές. Σαν του γάλα ΝΟΥΝΟΥ.
-ΝΙΚΟΛΑΡΑΣ: Τι σχέση μπορεί νάχει το φίδι με του γάλα ΝΟΥΝΟΥ.......
Η συνέχεια επί σκηνής.....!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου